Βικτωρία η ωχρά (ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου)
Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στο ιστολόγιο στον ευθυμογράφο Νίκο Τσιφόρο (1909-1970), αλλά, εκτός λάθους, δεν έχουμε ποτέ δημοσιεύσει κείμενά του. Σήμερα διορθώνω την παράλειψη. Ο Τσιφόρος γεννήθηκε το 1909 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά η καταγωγή του βαστούσε από τη Λίμνη της Εύβοιας, όπου και βρίσκεται θαμμένος. Είχε μεγάλη επιτυχία σε μια σειρά από συναφή είδη: ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, έγραψε χρονογραφήματα, πάντοτε εύθυμα ή έστω γλυκόπικρα, αρχικά με ένα αδιόρατο χιούμορ και πολλή τέχνη, αργότερα με το λεξιλόγιο της πιάτσας. Άλλοι προτιμούν τα κομμάτια του για τη μαγκιά και τον υπόκοσμο (Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, Τα παιδιά της πιάτσας, Τα παλιόπαιδα τα ατίθασα), άλλοι τα ιστορικά-μυθολογικά (Μυθολογία, Σταυροφορίες, Φραγκοκρατία κτλ.), αλλά υπάρχουν κι άλλες πολλές πτυχές στο συγγραφικό του έργο.
Κάποια άλλη φορά θα παρουσιάσω χρονογραφήματά του από τις αρχές της δεκαετίας του 50 (έγραφε στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο, μαζί με τον Βάρναλη) αλλά θέλω να ελέγξω αν έχουν εκδοθεί σε βιβλίο και δεν έχω αξιωθεί. Οπότε, σήμερα βάζω κάτι κλασικό, ένα κομμάτι από τα Παιδιά της πιάτσας, κομμάτια που δημοσιεύτηκαν στον καταπληκτικό Ταχυδρόμο το 1960-61, με σκίτσα του Μητρόπουλου.
Παίχτης, στην αρχή, είναι το κομπολόι. Ταράφι είναι ο κύκλος των ανθρώπων της πιάτσας και κατ’ επέκταση η πιάτσα, και ταραφίσος αυτός που ανήκει στο ταράφι. Το «ξεντουζενιάζω», στην αρχή, ο Τσιφόρος το εξηγεί στο Γλωσσάρι «είμαι άκεφος». Θαρρώ όμως πως αντιστοιχεί ακριβώς στο νεότερο «έχει ξενερώσει». Έχει ακόμα πολλές λέξεις που θέλουν εξήγηση -αλλά είμαι βέβαιος ότι αλληλοδιδακτικώς θα σας λυθούν οι απορίες.
Το κείμενο έχει μετατραπεί σε μονοτονικό. Αν είστε ακουστικός τύπος, μπορείτε να το ακούσετε, όπως το διαβάζει ο Γιάννης Μποσταντζόγλου από παλιά εκπομπή του 3ου προγράμματος, αλλιώς το διαβάζετε:
Βικτωρία η ωχρά
Παίζει στα χέρια του ο Τσιλιμίγκος ένα πρώτο και το τηράει καλώς, από δω ο Άη Γιώργης, βοήθειά μας, φονεύων το θεριό, όπερ το εφόνεψε και αγίασε, από κει μια γκόμενα νέα με κότσο, καλό γυναικάκι να πούμε και ποια να ’ναι που την κολλήσανε πάνου στη λίρα; Κι αρωτάει το Φέτα τον Άγριο;
-Ποια είναι αυτή αρχηγέ;
Ο Φέτας ο Άγριος είναι βαρύς, ρίχνει κάτι χάντρες όλο χλίψη στον παίχτη του και ρουφάει ήλιο και καφέ πολλά με ολίγην, έχει ξεντουζενιάσει, τι να κουβεντιάσει με τον Τσιλιμίγκο τον Πιτσιρή; Λόγω όμως που ως άνθρωπος κουμανταδόρος πρέπει να τα ξέρει όλα, πρώτα φτύνει δυο οργιές απόσταση, μετά τραβάει μια μπουκιασμένη από το σέρτικο το τσιγάρο του, πιο μετά κάνει «χμ γκρρ» να καθαρίσει ο καταπιώνας του και απαντεί σιγά και σίγουρα:
-Βιχτώρια.
Ούτε και φωτίστηκε ο Τσιλιμίγκος κι όξω από μια Βιχτώρια γρια ρουφιάνα που κάθεται στα Παλιά Σφαγεία, δεν ξέρει άλλο τέτοιο όνομα. Ο βαρύς το λοιπόν ο Φέτας του σουρώνει το λέγειν του.
-Να ξέρεις Τσιλιμίγκο, τούτη δω η Βιχτώρια ήτουνα μια βολά κι ένα καιρό βασίλισσα της Αγγλίας να πούμε. Τότες να πούμε που ανακαλύψανε τις ωχρές.
-Ποιες ωχρές;
-Τις λίρες μωρ’αδερφάκι μου. Ντιπ σαρακοστιανό σκαλτσούνι είσαι. Και το λοιπόν μια και τις έβγαλε, κόλλησε απάνω τη μάπα της να κόβει ο άλλος ότι έχει αξία το πρόσωπο και τις παίρνανε τις ωχρές τις Βικτώριες οι δοντογιατροί να φτιάξουνε γέφυρες στα εγγλέζικα στόματα, αφόσον και ο πάσα Εγγλέζος εκείνη την εποχή να πούμε είχε όρεξη πολλή κι έτρωγε όλο τον κόσμο, μάσες τρελές κι έμενε φαφούτης.
Τα ’πε, έπεσε πάλε να ρίχνει τις πένθιμες χάντρες του κι ο Τσιλιμίγκος έμεινε να παίζει την Βικτώρια την ωχρή στα χέρια του. Μυστήρια μεσημεριάτικη ώρα, γιομάτη άρρωστον ήλιο, κλειστά μαγαζά, απάνου στον ουρανό ρίγνανε τούφες ψιλές, αλαφίσες, οι κοιλαράδες άγιοι, απάνου στις σκαλωσές αλανεύανε άνεργοι οι εργάτες, κοιμότανε κι ένας καφετής σκύλος πιο κει κι ονειρευότανε κόκαλα από τα καλά, τα αρνίσα του γαλάτου, τι να σου κάνει κοτζάμου Φέτας, συλλογιότανε.
Από χτες βράδυ είχε πέσει στη μεγάλη συλλογή ο Φέτας ο Άγριος, εφόσον και τέτοια φτιάξη δεν του ’χε ξαναλάχει. Το οποίον καθότανε στου Καρίπα το κατάστημα κι έπαιζε κουμκανάκι κοσάρι, έτσι περί πασατέμπο. Και μπουκάρει ο «κύριος» ο μυστήριος και μεγαλοπρεπής.
-Καλησπέρα σας.
-Χαίρετε.
-Ο κύριος Φέτας;
-Εγώ.
Κορόιδο έδειχνε ο καινούργιος να πούμε, παλτό καμελότα και τσάντα στο χέρι και καπελάκι μαύρο γυριστό, σου λέει ο Φέτας «αυτός πάει για βουλευτής κι έρχεται να αγοράσει ποστήριξη». Καθίστε, θα πάρετε καφέ, πήρε καφέ ο κύριος και χαμογέλασε αδερφάκι μου, γλυκό βανίλια το γέλιο του κι έκανε ευγενικά, λες και μάσαγε βοτσαλάκια.
-Έχω να σας πω ιδιαιτέρως.
Παράτησε τα χαρτιά του στο Ζούλα ο Φέτας ο μεγάλος, ο Άγριος, τον πήρε τον άνθρωπο κατά μέρος και του ξηγήθηκε.
-Τσουλήστε το καροτσάκι.
Από τη Γερμανία ερχόταν ο κύριος, τσιφ Φραγκφούρτη να πούμε, έβγαλε το διαβατήριο, του το μοστράρισε και έριξε την κουβέντα του ζυγιασμένη.
-Με στέλνει δηλαδή ο Βαγγέλης ο Μακιορής.
Μεγάλη κουβέντα κάθοδο ο Βαγγέλης ο Μακιορής, πολλά χρόνια, από Κατοχή κι ύστερα, ρίζωσε στο εξωτερικό, κάνει δουλειές γεμάτες και ξεγυρισμένες. Τρεις-τέσσερις βολές που κατέβηκε κατά τα νερά τα δικά μας ήρθε ματσωμένος, κουβάλησε και αυτοκίνητα, τα πούλησε και διηγήθηκε τι φίνα που είναι στις απάνω γειτονιές. Κι επειδή να πούμε με το ταράφι την κράταγε τεντωμένη την κλωστή, όλο και κάτι έστελνε. Και μπουκαλάκια με «άσπρη» του Μανχάιμ, καλό πράγμα που του ’βαζες δύο τρίτα φανασετίνη και το πούλαγες για αγνό μια χαρά, και πιονάκια για χρυσοχοεία και ρολόγια από τα καλά και άπαντα τα είδη μεγάλο κονόμι, έτσι κι ερχότανε ταχυδρομείο του. Το οποίον ο Φέτας κράταγε να πούμε αντιπροσωπεία εν τω εσωτερικώ και δε σύφερε να χάσει τον πελάτη του.
Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. Πόντους πάντα μέσα στις μεγάλες μπάζες, πόντους στα χασίσα και στα ναρκωτικά που φέρνανε οι ναυτικοί, πόντους σε παιχνίδια, δάνεια μ’ ενέχυρο τζοβαερικά της άφρας, κι είχε και γράψει και τρεις φόνους να πούμε για να κρατάει τη ΄φημη του, κανένας δεν τον έπιασε κορόιδο και τώρα πενηντατριώ χρονώ κουμαντάριζε την πιάτσα από ψηλά. Κανένας δεν τον πείραζε πια διότι πουθενά δεν φαινότανε, έλεγε «κύριε υπαστυνόμε» και «κύριε αρχιφύλακα» τα παιδιά της Καταδίωξης και λέγανε αυτοί μέσα τους «πού θα πας ρε μόρτη, θα πέσεις στο χαρτί για τις μύγες», είχε τους ανθρώπους τους, πεντέξι παλληκαράκια του σίδερου κοντά του, είχε και τα τσιράκια του να τα στέλνει σε δουλειές, καλά πέρναγε. Κι αν, να πούμε, τούτος με το καμελοτάκι του δεν έλεγε την κουβέντα περί Βαγγέλη από Γερμανία θα τον έστελνε να πάει στο Γαλάτσι για νταμαρόπετρα. Αλλά ο Βαγγέλης Μακιορής ήτουνα μεγάλη κουβέντα και του ’δωσε θεμέλιο.
Πονηρός όμως ο Φέτας άρχισε να χτένιζε το πρόσωπο. Όλο και σημαδιακά τον ρώταγε περί Βαγγελάκη Μακιορή. «Πέρασε το σημάδι στα μούτρα;». «Δεν είχε σημάδι.» Και δεν είχε σημάδι ο Βαγγέλης, έτσι την έριξε. «Κάνει δουλειές με τον Ολλαντέζικο το λαθραίο;». «Δεν ξέρω τέτοιο». Και δεν έκανε ο Βαγγέλης ποτές του, έτσι το ’πε.
Στις δύο ώρες απάνου είχε ξεράσει περί Βαγγέλη Μακιορή, το πρόσωπο να πούμε, πολλές αληθινές ιστορίες και τις ήξερε όλες ο Φέτας, άραγες αλήθεια τούλεγε. Κι ύστερα όταν πια αποχτήσανε τα περί γνωριμία στα ίσα, του πέταξε και την μεγάλη κουβέντα ο κύριος.
-Μου ’πε ο Βαγγέλης να σου πω ότι τα μπουκαλάκια που σου ’στειλε με τον Κιβαριώτη τον έμπορα πλερωθήκανε, αλλά τα καινούργια τα στέλνει μέσω Σαλονίκη.
Έτσι ήτανε κι αυτά είχανε συμφωνηθεί κι ο Φέτας ήτουνα πια σίγουρος ότι το σημαδιακό έπιασε κι ο άνθρωπος ήτουνα από τους εν τάξει. Κέρασε λοιπόν «θα πάρεις κονιάκ Βότρυς καλό;», το’ πιανε με σοδίτσα Σουρωτή, χαμογελάσανε και ξερόβηξε το πρόσωπο ο κύριος.
-Για δουλειά έρχουμαι.
-Ακούμε.
-Στη Γερμανία, είπε ο κύριος, είναι κάτι παιδιά, καλοί τεχνίτες που φτιάνουνε Βικτώριες ωχρές.
-Μάπες;
-Όχι με χρυσάφι.
-Για λέγε.
-Οι τεχνίτες, οι Γερμανοί να πούμε, είναι τσίφτες και αυτό πια το ξέρει ο πάσα ένας. Βρήκανε το λοιπόν μια μέθοδο και τραβάνε τα μισά καράτια από κάθε λίρα, αλλά από τη μέσα μεριά.
-Πώς από τη μέσα;
-Να μωρ’αδερφάκι. Της βγάζουνε τη γιόμιση και τ’απόξω, η φλούδα να πούμε, είναι εντάξει.
-Μεγάλη φτιάξη.
-Μεγάλη και φίνα και την τρώει να πούμε και σαράφης που να’χει πάρει σύνταξη στο σαράφικο. Μετά την ξαναγεμίζουνε τη λίρα κι έχουνε πετύχει αδερφάκι μου το ίδιο ειδικό βάρος που να μην έχει μήτε χιλιοστό του γραμμαρίου λειψό.
-Ρε τι κάνει η επιστήμη, θαύμασε ο Φέτας.
-Ρίξανε το λοιπόν τα παιδιά στην πιάτσα το πράμα. Καλά πάει η δουλειά κι ούτε τους ψυλλιάστηκε ακόμα κανένας. Το οποίον εγώ λόγω του ότι βρισκόμουν εκείθε να πούμε αγόρασα κανά δυο χιλιάδες κομμάτια.
Του Φέτα πολύ του άρεσε το μυστικό και δεν έδειξε τίποτες καθόσον ο πονηρός μάγκας κάνει ότι είναι του ψυγείου και δεν δείχνει χαρές. Άδειασε μόνο το ποτήρι του για να’ χει καιρό να ζυγιάσει τα κόζα και έκανε αργά.
-Και γω τι να κάνω;
-Όχι τίποτις, αλλά το παιδάκι ο Βαγγέλης ο Μακιορής μου το ’πε με ειλικρίνεια. «Άντε να βρεις τον κύριο Φέτα και μπορεί να σου βρει αγοραστή περί τις λίρες σου».
-Τι ζητάς;
-Το ένα, μισό.
-Πολλά ρε φίλε.
-Γιατί; Θα πάρεις δυο χιλιάδες Βιχτώριες ωχρές και θα δώσεις χίλιες. Το οποίον δηλαδή χίλιες κέρδος μέσα στον κουμπαρά.
Καλή η μάκενα αλλά να δούμε και το πράμα. Μάλιστα και ο κύριος καμία αντίρρηξη δεν είχε. Πέταξε και μια κουβέντα καθαρή σαν νερό.
-Έλα να πάμε στο ξενοδοχείο και διάλεξε μέσα από το σωρό όποιες και όσες γουστάρεις. Κι ύστερα πάνε στους σαράφηδες, στις πιάτσες, στην Τράπεζα, στους χρηματιστές και πες τους καθαρά «Νομίζω ότι η Βιχτώρια τούτη είναι μάπα και με γελάσανε, την εξετάζετε περικαλώ;» Κι αν σου βρούνε μια απ’όλες σκάρτη μην τις πάρης.
Ωραία κουβέντα, καθαρή, γάργαρη και όπως πρέπει. Σηκώθηκε ο Φέτας, περιμένετε, και πήγε μπουζουριέρα και φώναξε δυο παιδιά τζίνια.
-Στήστε την απ’όξω και τώρα που θα φύγει ο κύριος πάρτε τον στενά και από κοντά και μάθετε περί ποιος είναι και τι κάνει. Μόνο μη σας ψυλλιαστεί διότι εχτίθεμαι. Σακουλετζέμ;
-Κάνε φτιάξη σου.
Γύρισε στον άνθρωπο «το πρωί θα σας απαντήξω» και «να σκεβώ», σηκώθηκε ο άλλος, καληνύχτισε ευγενέστατα το παιδί κι έφυγε. Κατά τις τρεις το πρωί, είχε μπει δυο φέσα στο κοσάρι ο Φέτας καθόσον μη έχων το μυαλό του να παίξει, νάσου και γυρίζουνε τα τζίνια του.
-Μένει στο «Εθνικό» ξενοδοχείο και έλθων μόλις χτες από Γερμανία και δείχνει πολύ εντάξει. Όπερ φεύγων από δω δηλαδή πήγε και την φουντάρισε στο «Ρόξυ» και πήρε και γυναικάκια, δεν δείχνει πονηρός, διότι είδαμε πώς γλεντάει και είναι ταραφίσος στο σίγουρο.
Του δώσαν όνομα και στοιχεία, είχε ένα γνωστό στο «Αλλοδαπώς» ένας φίλος του, πρωί – πρωί πήρε τα παραπάνου. «Μάλιστα προχτές ήρθε από Γερμανία και κάτι γίνεται αλλά δεν έχουμε λόγους να τον σβερκώσουμε» το οποίον, ο φίλος δεν ήτονε ταραφίσος, άρα ο ανθρωπος ο εκ Γερμανίας δεν ήτονε στο κόλπο, να τον έχει στήσει η αστυνομία. Και στις δέκα στο ραντεβού του φρέσκος και γελαστός.
-Πάμε;
-Πάμε.
Ανεβήκανε, τον επήγε στο «Εθνικόν» τον Φέτα, μπήκανε στο δωμάτιο, έβγαλε κλειδί, άνοιξε μια σιδεροβαλίτσα ο κύριος και τούδειξε τα φυσέκια με τις μάπες τις ωχρές, τις Βικτώριες να πούμε.
-Διαλέχτε.
Στην τύχη, άνοιξε είκοσι φυσέκια και πήρε είκοσι κομμάτια ο Φέτας. Από τη μέση, από τις άκρες, απ΄όπου να ’ναι να πούμε. Χαμογέλασε κι όλας και ξηγήθηκε στο σωστό.
-Δουλειά είναι, με το παρδόν δηλαδή αλλά να τις εξετάσουμε.
-Τι θα πει; Βεβαίως.
-Διότι το πρόσωπο που θα τ’αγοράσει πρέπει να μου ’χει και μπιστοσύνη έτσι;
-Έτσι.
Και βρέθηκε η Βιχτώρια η ωχρή μεσημεριάτικα στου Τσιλιμίγκου τα χέρια. Τελείωσε λοιπόν ο καφές, χαμήλωσε ο ήλιος και διάταξε τ’αφεντικό ο Φέτας:
-Θα πας στου Ροσόλι το σαράφικο και θα του ξηγηθείς ότι η λίρα τούτη είναι ψεύτικη, θα την ξετάσει και θα μου φέρεις δελτίο.
-Μάσ’τα.
Έφυγε καπνός ο Τσιλιμίγκος και είχανε φύγει με άλλες Βιχτώριες τ’ άλλα παιδιά. Άλλος στην Τράπεζα, άλλος στα χρηματιστήρια, άλλος αλλού να δούνε τι γένεται με δαύτες. Κατά τις πέντε ένας – ένας και γυρίζανε.
-Εντάξει το πράμα.
-Τις είδανε καλά;
-Μέχρι φακό και μέχρι εντριβή στη μαύρη πέτρα.
Στις έξι το βράδυ και οι είκοσι Βιχτώριες είχανε δώσει εξετάσεις με άριστα. Τις τσέπιασε το λοιπόν ο Φέτας και στις οχτώ νάσου τον στου Ορφανίδη με το πρόσωπο.
-Το πράμα είναι καλό, είπε ξερά.
Ήπιανε κάτι μπύρες μαύρες, πέσανε και στη συμφωνία. Δυο χιλιάδες ψεύτικες, εννιακόσες σωστές. Θα τις πλέρωνε στην τιμή τους ο Φέτας και θα την έπαιρνε όλη την παρτίδα.
Απάνου στο καλώς έχει, πέταξε την κουβέντα του ο κύριος.
-Με μια συμφωνία.
-Να ακούσω και να κόψω.
-Δε θα τις κυκλοφορήσεις εδώ.
-Γιατί;
-Γιατί εγώ θα πάρω τα λεφτά και θα πάω να φέρω φρέσκες. Το οποίον άμα τη γεμίσουμε την αγορά θα την ανθιστούνε τη φτιάξη. Θα τις πάρεις και θα τις κυκλοφορήσεις στη Σαλονίκη.
-Μα ρε φίλε…
-Εδώ κάνω τη δουλειά περμανάντ. Πώς;
Το σκέφτηκε ο Φέτας, είχε να πάει και στη Σαλονίκη να παραλάβει κάτι μπουκαλάκια με κοκαΐνη, συλλογίστηκε ότι θα φάει και την καινούργια παρτίδα που θα΄’τανε πολύ πιο μεγάλη και θα την κυκλοφορούσε εδώ και συμφώνησε.
-Γένεται.
-Ωραία. Το λοιπόν να πώς γένεται. Αύριο πρωί, φεύγεις με το τρένο για Σαλονίκη. Έρχεσαι πρώτα στο ξενοδοχείο, μετράμε το πράμα και το παίρνεις μαζί με τη βαλίτσα του. Στο σταθμό, μπαίνεις στο τρένο με τα παιδιά τα δικά σου, εγώ μόνος μου, μου δίνεις το χρήμα σε ελληνικά λεφτά, σου δίνω τη βαλίτσα με το πράμα. Μπαίνεις στο τρένο, φεύγεις, παίρνω γω το αεροπλάνο και πάω στη βάση μου για φρέσκα. Σε δυο εβδομάδες θα είμαι πίσω και ξαναβρισκόμαστε.
Καλό σχέδιο και κατάλαβε ο Φέτας ότι τούτος θέλει να ’ναι σίγουρος ότι πάνε στη Σαλονίκη οι ωχρές οι Βιχτώριες. Και ότι του ξηγιέται σπαθί καθόσον σου λέει «εσύ πάρε ανθρώπους σου, εγώ μόνος μου». Λέει μάλιστα το λοιπόν και φωνάζει τα παιδιά τα δικά του, τον Μηνά τον Μπεχλιβάνη και τον πιτσιρή τον Τσιλιμίγκο.
-Αύριο το πρωί φεύγουμε ταξίδι και στις έξι να ’σαστε στον καφενέ.
Πρωί, καλό ήλιος, χτυπάνε την πόρτα του προσώπου. Τους άνοιξε, δεν είχε βάλει ακόμα γραβάτα, τους κέρασε ένα τσέρυ γερμανικό, φόρα τη βαλίτσα, μετράνε το πράγμα, δύο χιλιάδες, λείπανε είκοσι που είχε πάρει να εξετάσει ο Φέτας. Κλείνει τη βαλίτσα, δίνει το κλειδί στον ίδιο το Φέτα ο κύριος, δίνει τη βαλίτσα να την κρατάει ο Μηνάς γιατί ήτουνα βαριά κι όλοι μαζί φεύγουνε στο σταθμό. Βγάζουνε εισιτήρια κι ώσπου ναρθή το τρανό κάνουνε τους λογαριασμούς. Εννιακόσα επί διακόσα ενενήντα, διακόσες εξήντα μία χιλιάδες, μάλιστα, παίρνει από την τσέπη του πέντε μάτσα πενηντάρια ο Φέτας, παίρνει κι έντεκα χιλιάρικα, τα μετράει σωστά, μερσί ελήφθησαν, τέλειωσε η δουλειά. Έρχεται το τρένο, τους μπαρκάρει ευγενέστατος ο άνθρωπος, «στο καλό και στα φρέσκα», γελάνε και κάνει «σφφφ σσσ» η μηχανή και φεύγουνε.
Δε θέλει τώρα να τον ρίξει ο Φέτας καθόσο να πούμε αυτή η δουλειά μπορεί να αφήσει πολύ ψωμί. Και σκέφτεται ότι δεν υπάρχει και ποινικό να πούμε, γιατί τι έκανε; Γούστο του ήτανε, πλέρωσε κι αγόρασε κάλπικες λίρες. Να ’ταν αλλιώς δεν την δεχότανε τη Σαλονίκη στη συμφωνία, αλλά τώρα έτσι πρέπει να γίνει γιατί η καινούργια παρτίδα, θ’αφήσει παραπάνω και ο κύριος τις κάνει καλά τις δουλειές του. Μασ’τα.
Με το που ’φυγε το τρένο, ο «κύριος» αγοράζει γρήγορα ένα «Βήμα», παίρνει ένα ταξί και τρέχει στην Ασφάλεια. Μπαίνει σίφουνας λαχανιασμένος, τρομάζουνε οι άνθρωποι.
-Τι συμβαίνει;
-Κύριοι, λέει με κομμένη την ανάσα, εγώ ήτανε να φύγω για τη Θεσσαλονίκη με το πρωινό σήμερα, να το εισιτήριό μου. Κατέβηκα όμως να αγοράσω μιαν εφημερίδα και δεν ξέρω πώς καθυστέρησα και το τρένο έφυγε.
-Καλά και τι φταίμε εμείς;
-Σας παρακαλώ. Δεν πρόκειται για αυτό. Μέσα στο κομπαρτιτμάν τέσσερα άφησα μια βαλίτσα μετάλλινη με διπλό λουκέτο, να το κλειδί. Και η βαλίτσα περιέχει χίλιες εννιακόσιες ογδόντα λίρες σε φυσέκια των πενήντα, μόνο από το πρώτο λείπουν είκοσι. Είναι όλες Βικτώριες από τις παλιές με το πρόσωπο της Βικτωρίας νέο. Πρώτης εκδόσεως. Σας παρακαλώ τα χρήματά μου διότι πήγαινα Θεσσαλονίκη ακριβώς δι’αγοράς ειδών μακεδονικής προελεύσεως, ορίστε το διαβατήριό μου, εμπορεύομαι τοιαύτα είδη με την Γερμανίαν.
Αναστατώθηκαν τα Τμήματα και τηλεφώνησαν αμέσως στο σταθμό στο Μπογιάτι.
-Βρήτε μια βαλίτσα έτσι κι έτσι στο τάδε κουπέ του τρένου.
Η χωροφυλακή περίμενε στημένη στο σταθμό και με το που φάνηκε το τραίνο, χλαπ μπουκάρανε στο βαγόνι του Φέτα. Τους είδε ο Φέτας και τα χρειάστηκε.
-Αμάν, μας δώσανε.
Τραβήχτηκε λοιπόν άκρη να κάνει τον αδιάφορο και οι χωροφυλάκοι την είδανε αμέσως κοτζάμ βαλιτσάρα.
-Δικιά σας είν’η βαλίτσα;
Τι να πη ο Φέτας; Δικιά μου να τον μπουζουριάσουνε με την κάλπικη Βικτώρια και να τον τραβάνε; Όχι. Έκανε λοιπόν το κορόιδο.
-Όχι. Αλλουνού είναι, έδειξε το τέταρτο άδειο κάθισμα.
-Και πού πάει ο άλλος;
-Δεν ξέρω, δεν τον είδα.
Οι χωροφύλακες πήρανε τη βαλίτσα και το τρένο ξεκίνησε, μαζί και ο Φέτας. Σε δυο ώρες ο «κύριος» αφού του ελέγξανε και τη βαλίτσα και τη βρήκανε εντάξει την παρέλαβε ενθουσιασμένος.
Γιατί οι Βικτώριες οι ωχρές δεν ήταν ψεύτικες, ήτανε αληθινές. Και ο «κύριος» την έστησε ωραία την μηχανή του στον Φέτα τον πονηρό. Και γι’ αυτό τις βρίσκανε εν τάξει όσοι τις εξετάσανε…
Τώρα ο Φέτας ψάχνει να βρη τον κύριο να καθαρίσει. Και δεν θα τον βρη καθόσο ο κύριος έφυγε και δουλεύει επιστημονικά.
Τι σου κάνει αδερφάκι η επιστήμη την σήμερον!
Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου