Τα μυθιστορήματα ΄Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό’, ‘Επουλωμένες καρδιές’ και ‘Φωτεινό άντρο’ που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις LOGGIA σε μεταφράσεις του Βίκτωρος Ιβάνοβιτς, αποτελούν την υποβλητική αποτύπωση της αντιπαράθεσης ενός ανθρώπου με την αρρώστια και τον θάνατο. Κι όταν αυτός ο άνθρωπος είναι συγγραφέας, τότε ο κόσμος που απεικονίζεται είναι πλούσιος, παράξενος, σουρεαλιστικός, μελαγχολικός, ακόμη και φευγαλέα όμορφος.
Ο Ρουμάνος συγγραφέας Μάξ Μπλέχερ (Max Blecher, 1909-1938) μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη εβραϊκή οικογένεια στο Ρόμαν, μια πόλη στα βορειοανατολικά του τότε Βασιλείου της Ρουμανίας. Το 1928 έφυγε για το Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική αλλά λίγο αργότερα προσβλήθηκε από φυματίωση των οστών και πέρασε το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του καθηλωμένος στο κρεβάτι για να καταλήξει τελικά το 1938 σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Παρά τον σύντομο βίο του, ο Μπλέχερ άφησε μια πλούσια λογοτεχνική κληρονομιά αποτελούμενη από δοκίμια, ποιήματα, άρθρα, επιστολές και τρία μυθιστορήματα που ο Ευγένιος Ιονέσκο συνέκρινε με τα έργα του Φραντς Κάφκα και που σήμερα επιβεβαιώνουν τη μεταθανάτια φήμη ενός από τους μεγάλους ανατολικοευρωπαίους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
Το ’Φωτεινό Άντρο’, το μυθιστόρημα που κλείνει αυτή την τριλογία, ο Μπλέχερ το έγραψε λίγο πριν πεθάνει, αν και το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1971 - αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του. Η αφήγηση ξεκινά με τον ανώνυμο ήρωα του βιβλίου να νοσηλεύεται στο σανατόριο του Μπερκ. Καθηλωμένος στο κρεβάτι λόγω της ίδιας ασθένειας που ταλάνιζε και τον συγγραφέα, αφήνει το μυαλό του να περιπλανηθεί σε αναμνήσεις, όνειρα και παράξενες εμπειρίες, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που μοιάζει με παραίσθηση ενώ το σώμα του γίνεται σχεδόν δευτερεύον στις σκέψεις του. Μέσα από ζωντανές περιγραφές και ενδοσκοπικούς στοχασμούς ο Μπλέχερ αποτυπώνει μοναδικά τα συναισθήματα απογοήτευσης και αποξένωσης που κατακλύζουν τον αφηγητή.
Ο νοητικός χώρος του αφηγητή/συγγραφέα αναπαρίσταται στον τίτλο του βιβλίου ως «άντρο»˙ ένα σύμβολο του ψυχολογικού κόσμου που κατοικεί˙ ένας σκοτεινός και κλειστοφοβικός χώρος στον οποίο βρίσκεται παγιδευμένος. Αυτό το άντρο είναι φωτισμένο, αλλά το φως δεν είναι μέσο άνεσης ή διαύγειας. Αντίθετα, το φως αποκαλύπτει τις σκοτεινές γωνίες του μυαλού του - τον πόνο και την καθημερινή υπενθύμιση του θανάτου, αγωνιώδεις αναμνήσεις, σουρεαλιστικά οράματα και υπαρξιακούς φόβους που τον οδηγούν σε μια αλλοιωμένη αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας. Η χρήση αυτής της μεταφοράς από τον Μπλέχερ είναι αριστοτεχνική. Το άντρο είναι ταυτόχρονα καταφύγιο και φυλακή, ένα μέρος όπου ο πρωταγωνιστής αποσύρεται και γυρίζει συνεχώς στο παρελθόν. Ένα παρελθόν όμως που δεν είναι καταφύγιο αλλά που εμφανίζεται πάντα απρόσιτο, ως κάτι που δεν μπορεί ποτέ να γίνει πλήρως κατανοητό ή να ανακτηθεί με ακρίβεια, γεμάτο κενά, παραμορφώσεις και μισοξεχασμένες στιγμές που δεν συνθέτουν μια συνεκτική ιστορία.
‘Εντός του χρόνου που «ακόμη δεν παρήλθε» βρίσκονται όλα τα γεγονότα, όλα τα συναισθήματα, όλες οι σκέψεις, όλα τα όνειρα τα οποία δεν έχουν λάβει ακόμη χώρα, και απ’ όπου γενιές και γενιές ανθρώπων θα αντλήσουν το απαραίτητο μερίδιό τους πραγματικότητας, ονείρου και τρέλας. Αχανές απόθεμα παραφροσύνης του κόσμου, απ’ το οποίο θα τραφούν τόσοι και τόσοι ονειροπόλοι˙ τεράστιο απόθεμα ρέμβης του κόσμου, εκ του οποίου θα εξαγάγουν τα ποιήματά τους τόσοι και τόσοι ποιητές˙ ανεξάντλητο απόθεμα ενυπνίων, με τα οποία θα εποικήσουν τους εφιάλτες και τους τρόπους τους τόσοι και τόσοι κοιμώμενοι!
Είναι η ανεξερεύνητη αποθήκη της πραγματικότητας, γεμάτη σκοτάδι και εκπλήξεις. Όλα αυτά συσσωρεύονται σε έναν απέραντο χρόνο, και δεν πρόκειται να εκτυλιχθούν παρά μόνο κύτταρο με κύτταρο, όνειρο με όνειρο, ίνα με ίνα, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε γωνία του διαστήματος, ώστε να λάβει σχήμα η δυσθεώρητη εκείνη εικόνα που είναι η «καθολική ζωή του σύμπαντος σε πλήρη εξέλιξη». Κι εγώ αναλογίζομαι αυτή την εξέλιξη σε μία και μοναδική στιγμή της δικής μου ζωής. Τη στιγμή αυτή που γράφω, μέσα από μικρά, σκοτεινά κανάλια και ζωντανά ρυάκια που ελίσσονται σε ζοφερές κοιλότητες σκαμμένες μες στη σάρκα, με ένα ανεπαίσθητο πλην ρυθμικό γουργουρητό παλμού, κυλώντας ανάμεσα σε νεύρα, μυς και οστά, το αίμα μου ξεχύνεται στη νύχτα του κορμιού μου.’
Το βιβλίο είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια που το καθένα αποτελεί μια διαφορετική ανάμνηση του αφηγητή. Σε κάθε μια από τις κατακερματισμένες, ασαφείς και συχνά αναξιόπιστες αυτές αναμνήσεις, ο αναγνώστης τον παρακολουθεί να παλεύει με τους φυσικούς του περιορισμούς και τον θάνατο και μπορεί να αισθανθεί, σχεδόν απόλυτα, την αγωνία, το φόβο, αλλά και την παράξενη ομορφιά σε αυτή την εμπειρία όπου η ασθένεια που καθορίζει την ύπαρξή του, φαίνεται ταυτόχρονα να υπερβαίνει το φυσικό του σώμα.
Η απεικόνιση της ασθένειας είναι μια από τις πιο συναρπαστικές πτυχές του βιβλίου. Ο Μπλέχερ δεν εξιδανικεύει τα βάσανά του ούτε μετατρέπει την ασθένεια σε μεταφορά για λύτρωση ή προσωπική ανάπτυξη. Αντίθετα, τα παρουσιάζει ως μια αδυσώπητη, σκληρή πραγματικότητα που αλλάζει κάθε πτυχή της ζωής. Το μυθιστόρημα καταγράφει πώς η ασθένεια μπορεί να αλλοιώσει την αίσθηση του χρόνου, κάνοντας τις στιγμές να φαίνονται αιώνιες και την πραγματικότητα να φαίνεται θολή. Μέσα από την εξερεύνηση της ασθένειας, της απομόνωσης και των ασαφών ορίων μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ο Μπλέχερ περιηγείται στην ανθρώπινη ψυχή με απαράμιλλη ένταση δημιουργώντας μια στοιχειωμένη, ενδοσκοπική αφήγηση που αντηχεί τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Αν και το βιβλίο δεν είναι ρητά φιλοσοφικό, η αναμέτρηση του αφηγητή με την ασθένειά του και τον επικείμενο θάνατό του τον φέρνει αντιμέτωπο με μια σειρά υπαρξιακών ερωτημάτων για τον παραλογισμό της ύπαρξης, το αναπόφευκτο του θανάτου, την αντίληψη της πραγματικότητας και την αναζήτηση νοήματος σε έναν ανούσιο κόσμο. Ζώντας σε ένα είδος οριακού χώρου, εγκλωβισμένος μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ συνείδησης και παραληρήματος, παρατηρεί τον κόσμο μέσα από τον παραμορφωμένο φακό του πόνου και της αποξένωσης — το αίσθημα του να είσαι αποκομμένος από τον κόσμο, από τους άλλους ανθρώπους, ακόμη και από την αίσθηση του εαυτού σου. Ταυτόχρονα οι σκέψεις του για την αγάπη και τις σχέσεις οδηγούν σε έναν διαλογισμό για την ένταση μεταξύ των φευγαλέων στιγμών ομορφιάς της ζωής και του έμφυτου πόνου της.
‘Σε τι ακριβώς συνίσταται το ειδικό βάρος μιας στιγμής; Πώς μπορεί κανείς να εκτιμήσει ποιο είναι το βάθος αυτής και ποια η μη αναστρεψιμότητά της; Σε τι διαφέρει η στιγμή του θανάτου ενός ατόμου από τις άλλες, όταν συμβαίνουν πράγματα κοινά και ασήμαντα; Αλλά σε κάθε στιγμή λαμβάνουν χώρα και σοβαρά γεγονότα και συμβάντα άνευ σημασίας, ενώ το σκηνικό παραμένει ίδιο και απαράλλακτο, ίδιο και το φως του απογεύματος , ίδια και η χλιαρή θερμοκρασία του σώματός μου, μέσα στο δικό του σακί από δέρμα. Και όταν κλείνω τα μάτια μου, το ίδιο σκοτάδι κατακλύζει τα βλέφαρά μου και οι ίδιες πάντα οπτασίες εισβάλλουν μέσα μου: σοβαρές ή απλές, εν είδει παραισθήσεων, έκτακτες ή ιλαρές, πλην όμως όλες, απολύτως όλες, άσχετες προς το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μόλις πέθανε. Κι όλο έτσι, κάθε στιγμή … κάθε στιγμή … Αποκαρδιωτικό!’
Με τη χρήση ατμοσφαιρικών περιγραφών, με σύμβολα και μεταφορές και μια πυκνή, υποβλητική γλώσσα ο Μπλέχερ δημιουργεί μια στοιχειωμένη και σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που διαπερνά το μυθιστόρημα ενώ η απεικόνιση του πόνου ως καταλύτη για το εσωτερικό του ταξίδι προς την αυτογνωσία είναι τόσο βαθιά όσο και συγκινητική. Μια αξέχαστη εμπειρία ανάγνωσης.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου