Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Μπού­λη Ἀν­δρε­ά­δου: Σωζία

 Μπού­λη Ἀν­δρε­ά­δου: Σωζία

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 25 Αὔγουστος 2024

Μπού­λη Ἀν­δρε­ά­δου

Σωζία

— ΣΩΖΙΑ, Σω­ζία. Βρα­χνὴ ἡ φω­νὴ τῆς μά­νας ἔφτα­σε στὰ αὐ­τιά της. Ποῦ εἶ­σαι ἀχα­ΐ­ρευ­το θη­λυ­κό; Τσα­κί­σου καὶ ἔλα νὰ πλύ­νεις τὰ βρα­κιά σου.

       Ἡ Σω­ζία εἶ­χε βρεῖ κα­τα­φύ­γιο κά­τω ἀπὸ μία ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη βάρ­κα. Στὸ ἄκου­σμα τῆς μη­τρι­κῆς φω­νῆς ἔσφι­ξε πιὸ δυ­να­τὰ τὴν κού­κλα στὴν ἀγ­κα­λιά της. Τὴν εἶ­χε φτιά­ξει μό­νη της μὲ μιὰ πα­λιά, τρύ­πια κάλ­τσα τοῦ πα­τέ­ρα ποὺ τοὺς εἶ­χε ἐγ­κα­τα­λεί­ψει ἐδῶ καὶ χρό­νια. Εἶ­χε πα­ρα­γε­μί­σει τὴν κάλ­τσα μὲ φλι­σκού­νι. Ἡ κού­κλα δὲν εἶ­χε οὔ­τε χέ­ρια οὔ­τε πό­δια. Μὲ κάρ­βου­νο τὸ κο­ρι­τσά­κι εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει δύο μά­τια κι αὐ­τὰ ἀλ­λή­θω­ρα. Ὅμως τὴν ἀγα­ποῦ­σε τὴν κού­κλα της ἡ Σω­ζία. Τὴν ἔσφιγ­γε τρυ­φε­ρὰ πά­νω στὸ στῆ­θος της καὶ τῆς ἔλε­γε γλυ­κό­λο­γα. Ὅλα ὅσα αὐ­τὴ ἤθε­λε νὰ ἀκού­σει, ὅσα δὲν εἶ­πε πο­τὲ τὸ στό­μα τῆς σκλη­ρῆς της μά­νας, τὰ ἔλε­γε στὴν ἄσχη­μη, κα­κο­φτιαγ­μέ­νη κού­κλα, ποὺ ὅμως μο­σχο­βο­λοῦ­σε.

       Ἡ φω­νὴ ἀκού­στη­κε ξα­νά. Ἡ Σω­ζία κοί­τα­ξε τὸ ἄδειο κα­βού­κι της χε­λώ­νας ποὺ κει­τό­ταν δί­πλα της. Τὴν εἶ­χε βρει πε­θα­μέ­νη, γυ­ρι­σμέ­νη ἀνά­πο­δα μὲ τὰ πό­δια τεν­τω­μέ­να πρὸς τὰ πά­νω. Ποιός ξέ­ρει μὲ τί μαρ­τυ­ρι­κὸ θά­να­το εἶ­χε πε­θά­νει ἀπὸ πεῖ­να καὶ δί­ψα.

       Μὲ ἕνα μυ­τε­ρὸ κα­λά­μι εἶ­χε τό­τε ἀφαι­ρέ­σει τὴ σάρ­κα, ποὺ ἦταν σὲ ἀπο­σύν­θε­ση, μέ­σα ἀπ’ τὸ κα­βού­κι. Αὐ­τὸ βρω­μοῦ­σε πο­λύ. Μῦ­γες εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ τρι­γύ­ρω. Τὸ εἶ­χε ἀδειά­σει καὶ τὸ εἶ­χε πλύ­νει κα­λὰ-κα­λὰ στὴ θά­λασ­σα. Ὅμως ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ ψο­φι­μιοῦ δὲν εἶ­χε φύ­γει, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὸ εἶ­χε θά­ψει μέ­σα στὸ χῶ­μα.

Τώ­ρα ὅμως τὸ κα­βού­κι ἦταν πεν­τα­κά­θα­ρο καὶ γυα­λι­στε­ρό. Δὲν μύ­ρι­ζε πιά. Τὰ σκου­λή­κια εἶ­χαν ἐξα­φα­νί­σει κά­θε ἴχνος τῆς χε­λώ­νας. Ἡ ἀλ­λή­θω­ρη κού­κλα βρῆ­κε τὸ κρε­βα­τά­κι της. Τρυ­φε­ρὰ τὴν ἀπί­θω­σε μέ­σα στὸ κα­βού­κι. Κοι­μή­σου καὶ μὴ φο­βᾶ­σαι, τῆς ψι­θύ­ρι­σε, θὰ ἐπι­στρέ­ψω γρή­γο­ρα.

       Πί­σω στὸ σπί­τι κοί­τα­ξε τὴ μη­τέ­ρα της ποὺ ἐκεί­νη τὴν ὥρα σκού­πι­ζε τὸ πά­τω­μα. Φο­ροῦ­σε μαῦ­ρα ξε­θω­ρια­σμέ­να ροῦ­χα, ποὺ μὲ δυ­σκο­λία ἔκρυ­βαν τὸ πα­χύ, δύσ­μορ­φο κορ­μί της. Κι­νιό­ταν μὲ δυ­σκο­λία. Τὸ πά­χος τὴν εἶ­χε πα­ρα­μορ­φώ­σει. Δύο τε­ρά­στια στή­θη ποὺ τί­πο­τε δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ συγ­κρα­τή­σει κρέ­μον­ταν μέ­χρι τὴν κοι­λιά της, ποὺ κι αὐ­τὴ ἐξεῖ­χε σὰν μπαλ­κό­νι. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ ὑπό­λοι­πο κορ­μί, τὰ πό­δια ἦταν ἀδύ­να­τα καὶ κα­τέ­λη­γαν σὲ δύο τε­ρά­στιες πα­τοῦ­σες μὲ σκα­σμέ­νες φτέρ­νες καὶ στρα­βὰ δά­κτυ­λα.

       Ἡ Σω­ζία κοί­τα­ξε μιὰ τὸ κλα­δὶ λυ­γα­ριᾶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔτρω­γε ξύ­λο καὶ μιὰ τὴν κα­ρέ­κλα, στὴν ὁποία ἡ μά­να της ἐγ­κα­τέ­στη­σε τὸ πα­χύ­σαρ­κο σῶ­μα της γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ στὴν αὐ­λή. Ἀπό­ρη­σε πῶς ἡ ξύ­λι­νη, μι­σο­σπα­σμέ­νη κα­ρέ­κλα ἄν­τε­χε τὸ βά­ρος αὐ­τοῦ τοῦ ἄμορ­φου ὄγ­κου. Μά­ζε­ψε κά­ποια ἐσώ­ρου­χα καὶ ἕνα φό­ρε­μα ποὺ φο­ροῦ­σε τὴν Κυ­ρια­κὴ στὴν ἐκ­κλη­σία, τὰ ἔβα­λε σὲ ἕναν μπό­γο καὶ τὰ φόρ­τω­σε στὴν πλά­τη της. Ὕστε­ρα βγῆ­κε ἀθό­ρυ­βα ἔξω στὴν αὐ­λή. Ἔδω­σε μιὰ κλω­τσιὰ στὸ πί­σω πό­δι τῆς κα­ρέ­κλας καὶ ἡ μά­να βρέ­θη­κε πε­σμέ­νη στὸ ἔδα­φος ἀνά­σκε­λα. Ἄρ­χι­σε νὰ βρί­ζει καὶ νὰ ἀπει­λεῖ κου­νῶν­τας ἀπε­γνω­σμέ­να τὰ ἀδύ­να­τά της πό­δια. Οὔρ­λια­ζε στὴν κό­ρη της καὶ τῆς ζη­τοῦ­σε νὰ τὴ βο­η­θή­σει νὰ ση­κω­θεῖ. Ἡ Σω­ζία τῆς γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴν ἀνα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη βάρ­κα. Τὴν ἀνα­σή­κω­σε καὶ πῆ­ρε ἀπὸ κά­τω τὴν κού­κλα ποὺ κοι­μό­ταν στὸ κα­βού­κι της χε­λώ­νας. Ὕστε­ρα ἔτρε­ξε πρὸς τὸ λι­μά­νι. Μό­λις ποὺ πρό­λα­βε νὰ ἐπι­βι­βα­στεῖ στὸ πλοῖο ποὺ ἔφευ­γε. Στὴν τσέ­πη τοῦ φου­στα­νιοῦ της ἦταν τὰ λε­φτὰ ποὺ ἡ μά­να της ἔκρυ­βε στὸ βά­ζο μὲ τὸ ἀλεύ­ρι.

       Ποιός ξέ­ρει, σκέ­φτη­κε ἡ Σω­ζία, γε­μί­ζον­τας τὰ πνευ­μό­νια της μὲ τὸν εὐ­ερ­γε­τι­κὸ ἀέ­ρα τῆς θά­λασ­σας καὶ ἀπο­χαι­ρε­τῶν­τας νο­ε­ρὰ τὰ ἐρεί­πια τῆς Ἀφαίας, πό­σες μέ­ρες θὰ μεί­νει ἡ μά­να ἀνά­σκε­λα μὲ τὰ πό­δια ψη­λά, πει­νῶν­τας καὶ δι­ψῶν­τας.

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ Ἡ ἀ­γε­λά­δα τοῦ γεί­το­να (Μι­κρο­δι­η­γή­μα­ταἐκδ. ΑΩ, 2023).

 

Μπού­λη Ἀν­δρε­ά­δου (Ἀ­θή­να, 1939). Συμ­μετεῖ­χε στὶς ἀν­θο­λο­γί­ες Φλέ­βες Γρα­φῆς (ἐκδ. Ρώ­μη, 2019) καὶ Γράμ­μα ἀ­πὸ μιὰ ἄλ­λη Ή­πει­ρο (ἐκδ. Ρώ­μη, 2022). Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σιευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Κο­ρί­τσι μὲ γε­ρα­σμέ­νο παι­δί (λά­δι σὲ καμ­βὰ 100Χ100 ἑκ.). Ἔρ­γο τῆς Ἡ­ρῶς Νι­κο­πού­λου (2010).

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς…

Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς… – Sasa Ken – 16 Σεπτεμβρίου 2024 The Women Χωρίς εσένα ο χρόνος κυλάει αλλιώς… Κλείδωσε τα αισθήματά μου...