Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης: Χά­θη­κες

 Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης: Χά­θη­κες 

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 6 Σεπτέμβριος 2024

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης

Χά­θη­κες

ΑΘΗΚΕΣ, διά­βα­σε στὸ κι­νη­τό του ἐκεῖ­νο τὸ βρά­δυ, κα­θὼς ἀνα­κά­τευε τὶς πα­τά­τες κι ἔπαι­ζε πι­ρου­νο­μα­χία μὲ τὸν μι­κρό του γιό. Δὲν στα­μά­τη­σε, ἀφοῦ δὲν ἤξε­ρε ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ πὼς αὐ­τὴ ἡ λέ­ξη θὰ τοῦ ἄλ­λα­ζε τὴ ζωή. Ἔτσι γί­νε­ται μὲ τὶς λέ­ξεις. Δὲν ξέ­ρου­με τὸν ἀν­τί­κτυ­πό τους, μὰ τὸν νιώ­θου­με με­τὰ γιὰ τὰ κα­λά, βα­θιὰ στὰ σω­θι­κά.

       Ἡ ἱστο­ρία γνω­στὴ τώ­ρα, μὰ τό­τε οὔ­τε ποὺ φαν­τα­ζό­ταν τί θὰ ἀκο­λου­θοῦ­σε.

       Κοι­μή­θη­κε ἐκεῖ­νο τὸ βρά­δυ. Δὲν εἶ­δε ὄνει­ρο, δὲν ἔβλε­πε τό­τε ὄνει­ρα. Εἶ­χαν χα­θεῖ σὲ μιὰ προ­η­γού­με­νη ζωὴ ποὺ δὲν ἔζη­σε. Τὸ πρωὶ ση­κώ­θη­κε καὶ κά­τι τὸν ἔτρω­γε. Σὰν ἐκεί­νη τὴν αἴ­σθη­ση ὅτι κά­τι θὰ γί­νει καὶ πο­τὲ δὲν γί­νε­ται, ἀλ­λὰ τὸ κά­ψι­μο ἢ ὁ κόμ­πος στὸν λαι­μὸ δὲν φεύ­γουν ὅλη μέ­ρα. Ἡ δου­λειὰ ἐκεῖ πάν­τα. Τὸ σπί­τι στὴν ἴδια θέ­ση. Οἱ σκέ­ψεις του ἐκεῖ ποὺ πάν­τα πε­τοῦ­σαν. Ἐκεῖ­νος, ὅμως, ἀλ­λοῦ. Εἶ­χε κολ­λή­σει στὴ λέ­ξη ποὺ διά­βα­σε τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ. Ποῦ τὸ ξέ­ρει; Πῶς τὸ ἔνιω­σε;

       Θυ­μή­θη­κε τὴν ἱστο­ρία ποὺ εἶ­χαν γρά­ψει μα­ζὶ λί­γο και­ρὸ πρίν, ὅταν εἶ­χαν πρω­το­γνω­ρι­στεῖ. Τοῦ φά­νη­κε ὅτι τὴν ἤξε­ρε, ὅτι μά­λι­στα εἶ­χε συ­ζή­σει μα­ζί της, κι ἂς ἦταν ἀδύ­να­το. Ἦταν τὸ πῶς ἔνιω­θε δί­πλα της ποὺ τὸν ἔκα­νε νὰ πι­στεύ­ει σὲ προ­η­γού­με­νες ζω­ές. Μὰ δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ πεῖ πο­τὲ τί­πο­τα, πέ­ρα ἀπὸ κά­ποια ἀστειά­κια καὶ κά­ποια τη­λε­φω­νή­μα­τα. Δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ ἀφή­σει τὸν ἑαυ­τό του νὰ χα­ρεῖ κἂν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶ­ναι ἐκεί­νη στὸν ἴδιο χῶ­ρο, κι ἂς ἀνέ­βαι­νε ὁ κόμ­πος καὶ τοῦ ἔσκι­ζε τὸν λαι­μὸ στὴν προ­σπά­θειά του νὰ τὸν κρα­τή­σει, μὴν τυ­χὸν καὶ πεῖ λέ­ξη.

       Χά­θη­κες, διά­βα­σε στὸ κι­νη­τό του ἐκεῖ­νο τὸ βρά­δυ καὶ θυ­μή­θη­κε ὅτι στὸ μυα­λό του ἔγρα­φε ποι­ή­μα­τα μὲ λέ­ξεις ποὺ εἶ­χε συλ­λέ­ξει ἀπὸ τὶς δι­κές της. «Δὲν ὑπάρ­χει ζωὴ δί­χως ποί­η­ση», τῆς εἶ­χε πεῖ, ἀλ­λὰ δὲν ἦταν αὐ­τὸ ποὺ ταί­ρια­ζε τώ­ρα στὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἔστει­λε. Τό­σο φτω­χὴ καὶ μό­νη, μὰ τό­σο γε­μά­τη νόη­μα.

       Χά­θη­κα ἢ βρέ­θη­κα τε­λι­κά, σκέ­φτη­κε καὶ τῆς ἀπάν­τη­σε λί­γες μέ­ρες με­τά: Ἐδῶ θὰ εἶ­μαι. Τρεῖς λέ­ξεις γιὰ μία δι­κή της, ἔτσι εἶ­ναι ἡ ἀνα­λο­γία τους.

       Ποῦ; τὸν ρώ­τη­σε σχε­δὸν ἀμέ­σως.

       Ἐκεῖ ποὺ θέ­λω. 

       Ἐδῶ; 

       Ναί. 

       Χά­θη­κες; 

       Ξέ­ρω ποῦ εἶ­μαι. 

       Κι ἀκό­μη χά­νον­ται καὶ βρί­σκον­ται, μὲ μί­το τους τὶς λέ­ξεις.

 Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λογὴ διηγη­μά­των Ταν­γκὸ σὲ Μπλὲ Νύ­χτες (Ἐκδό­σεις Πη­γή, 2024).

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κράταιγος ή λευκάκανθα: Ο αρχαίος καρπός που στηρίζει την καρδιά

  Κράταιγος ή λευκάκανθα: Ο αρχαίος καρπός που στηρίζει την καρδιά Bigstock Μιχάλης Θερμόπουλος Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024 19:00 Ο κράταιγος...