Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ: Ἡ κο­μό­δα

 Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ: Ἡ κο­μό­δα

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 8 Αὔγουστος 2024

Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ

Ἡ κο­μό­δα

ΕΘΑΝΕ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νή. Ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ νοί­κια­ζε τὸ μι­κρὸ δυα­ρά­κι κά­τω ἀπὸ μᾶς τὰ τε­λευ­ταῖα εἴ­κο­σι χρό­νια. Τὴ φω­νά­ζα­με πάν­τα ἔτσι, «ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νή», ἂν καὶ δὲν ὑπῆρ­χαν ἄλ­λες Μα­ρί­ες στὸ κτή­ριο μας. Ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἔβγα­ζε τὰ πρὸς τὸ ζεῖν κα­θα­ρί­ζον­τας σπί­τια. Γιὰ κά­ποιο διά­στη­μα κα­θά­ρι­ζε καὶ τὸ δι­κό μας σπί­τι. Ἐρ­χό­ταν μιὰ φο­ρὰ τὴν ἑβδο­μά­δα καὶ ἡ μα­μά μου ἔλε­γε ὅτι ἦταν πο­λὺ κα­λὴ στὴ δου­λειά της. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τό, για­τὶ ἦταν «πο­λὺ κα­θα­ρὴ καὶ σκλη­ρὴ στὴ δου­λειά», ἡ μα­μά μου τὴ σύ­στη­σε στα­δια­κὰ καὶ σὲ πολ­λὲς ἄλ­λες φί­λες καὶ γει­τό­νισ­σες κι ἦταν ὅλες πο­λὺ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νες μα­ζί της.

       Ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἦταν μιὰ γυ­ναῖ­κα ψη­λή, μὲ ἐν­τυ­πω­σια­κὸ πα­ρου­σια­στι­κό. Ὅταν τὴν πρω­το­γνω­ρί­σα­με θά ’τα­νε δὲν θά ’τα­νε κα­μιὰ τριαν­τα­πεν­τα­ριὰ χρο­νῶν. Εἶ­χε ἕνα σφι­χτό, σφρι­γη­λὸ κορ­μὶ κι ἕνα ἔν­το­νο, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ γέ­λιο, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­χε γλυ­κὸ πρό­σω­πο. Πα­ρὰ τὸ νε­α­ρὸ τῆς ἡλι­κί­ας της, εἶ­χε ἕνα πρό­σω­πο σκλη­ρὸ ὅπως οἱ μη­ροί της. Δη­λα­δή, ὅταν δὲν χα­μο­γε­λοῦ­σε τὸ στό­μα της ἦταν μιὰ γραμ­μή. Ἦταν σὰν ἡ ἡλι­κία τοῦ κορ­μιοῦ της νὰ ἦταν ἀν­τι­στρό­φως ἀνά­λο­γη μ’ αὐ­τὴν τοῦ προ­σώ­που της. Εἶ­χε, ὅμως, ἀμυ­γδα­λω­τὰ με­λὶ μά­τια. Ἔτσι, δὲν ἦταν ἄξιο ἀπο­ρί­ας τὸ γε­γο­νὸς πὼς ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ εἶ­χε κα­τὰ γε­νι­κὴ ὁμο­λο­γία πολ­λὲς κα­τα­κτή­σεις στὴ γει­το­νιὰ καὶ πολ­λοὶ παν­τρε­μέ­νοι ἄν­τρες στὰ σπί­τια τῶν ὁποί­ων πή­γαι­νε τα­κτι­κὰ γιὰ ξε­σκό­νι­σμα καὶ σφουγ­γά­ρι­σμα τὴν λι­γου­ρεύ­ον­ταν. Ἀλ­λά, ὅπως ἔλε­γαν οἱ με­γά­λοι, ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἦταν πο­λὺ ἔξυ­πνη καὶ πο­τὲ δὲν ἔκα­νε κά­τι ποὺ θὰ ἔβλα­πτε τὴ δου­λειά της. Ἡ μα­μά μου ἔλε­γε ὅτι ἦταν «πο­λὺ αὐ­στη­ρὴ σ’ αὐ­τά». Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἔχαι­ρε τῆς ἐκτι­μή­σε­ως τοῦ πε­ρί­γυ­ρου. Κι ἦρ­θαν μά­λι­στα ἐπο­χὲς ποὺ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἔβγα­ζε ἀπ΄τη δου­λειά της ἀρ­κε­τὰ χρή­μα­τα καὶ ἔτσι μπό­ρε­σε καὶ ἀγό­ρα­σε τὸ δι­κό της αὐ­το­κί­νη­το καὶ ντυ­νό­ταν πο­λὺ ὡραῖα, μὲ ἀκρι­βὰ ροῦ­χα ποὺ κο­λά­κευαν τὴν κα­λο­φτιαγ­μέ­νη σι­λουέ­τα της καὶ τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της γέ­λιο ἀκού­γον­ταν ὅλο καὶ πιὸ συ­χνὰ ἀπ’ τὸ κά­τω πά­τω­μα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ποὺ τὴν γνώ­ρι­ζαν ἔβλε­παν κα­λο­προ­αί­ρε­τα αὐ­τὴ τὴν ἐξέ­λι­ξη τῆς Μα­ρί­ας, ἂν καὶ ἐκ­πλήσ­σον­ταν κα­μιὰ φο­ρὰ ὅταν τὴν ἔβλε­παν νὰ δια­σχί­ζει τὸ δρό­μο ἔτσι κα­λό­γου­στα ντυ­μέ­νη κι ἔλε­γαν σὰν νὰ μο­νο­λο­γοῦ­σαν, πιὸ πο­λὺ σα­στι­σμέ­νοι καὶ ἀπο­ρη­μέ­νοι, «γιὰ κοί­τα ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ πῶς φτιά­χτη­κε σι­γά-σι­γά».

       Κι ὕστε­ρα κά­ποια στιγ­μὴ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ παν­τρεύ­τη­κε κά­ποιον τὸν ὁποῖο θυ­μᾶ­μαι ἐλά­χι­στα. Ἦταν κά­ποιος τὸν ὁποῖο γνώ­ρι­ζε ἀπὸ τὴν Ἀλ­βα­νία, πρὶν ἔρ­θει στὴν Ἑλ­λά­δα. Αὐ­τὸν τὸν φω­νά­ζα­με «ὁ ἄν­τρας τῆς Μα­ρί­ας τῆς Ἀλ­βα­νῆς» καὶ μα­ζί του ἀπέ­κτη­σε τὸν Δη­μη­τρά­κη, ποὺ ἦταν ἕνα ξαν­θό, ἀδύ­να­το καὶ κά­πως ντρο­πα­λὸ καὶ ἐσω­στρε­φὲς ἀγο­ρά­κι ποὺ ἔρ­χο­ταν συ­χνὰ σπί­τι μας γιὰ νὰ παί­ξου­με ἢ νὰ ζη­τή­σει λε­μό­νι ἢ ἁλά­τι ἢ ὁτι­δή­πο­τε τὸν ἔστελ­νε ἡ μά­να του νὰ μᾶς ζη­τή­σει. Ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ τοῦ ἔβα­ζε τὶς φω­νὲς πο­λὺ συ­χνά. Οἱ θυ­μω­μέ­νες της φω­νὲς ἦταν τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές, ὅσο τὸ γέ­λιο της. Δὲν τὸν ἔδερ­νε ὅμως πο­τέ. Μό­νο τοῦ φώ­να­ζε. Τοῦ φώ­να­ζε τό­σο πο­λὺ ποὺ ἔπρε­πε νὰ δυ­να­μώ­σου­με τὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἢ νὰ πά­ψου­με νὰ μι­λᾶ­με. Ἡ μα­μά μου ἔλε­γε ὅτι οἱ φω­νές της ἦταν εὐ­θέ­ως ἀνά­λο­γες τῆς ἀγά­πης της. Ὁ Δη­μη­τρά­κης φο­ροῦ­σε πάν­τα μπλὲ μπι­τζά­μα καὶ ἕνα πλε­κτὸ κόκ­κι­νο γι­λε­κά­κι.

       Με­τὰ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ χώ­ρι­σε, καὶ τὸν ἄν­τρα της τὸν βλέ­πα­με πιὰ πο­λὺ σπά­νια ὅταν ἐρ­χό­ταν νὰ πά­ρει ἢ ν’ ἀφή­σει τὸν Δη­μη­τρά­κη. Φο­ροῦ­σε πάν­τα ἕνα δερ­μά­τι­νο μπου­φὰν καὶ δυὸ χρυ­σὲς κα­δέ­νες, μιὰ στὸ λαι­μὸ καὶ μιὰ στὸ χέ­ρι. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν ἔχει ση­μα­σία. Τό­τε ἦταν ποὺ ἄρ­χι­σαν τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ προ­βλή­μα­τα καὶ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βανὴ πολ­λὲς φο­ρὲς δὲν εἶ­χε νὰ μᾶς πλη­ρώ­σει τὸ νοί­κι. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ δὲν ἄλ­λα­ξε τὶς σχέ­σεις μας, ἄλ­λα­ξε ὅμως τὴ Μα­ρία τὴν Ἀλ­βα­νή, για­τὶ ξαφ­νι­κὰ ἔβγα­λε ἀκμή. Ἦταν μιὰ ἀκμὴ ψυ­χο­λο­γι­κῆς φύ­σε­ως ἀπ’ ὅσο μᾶς ἐξή­γη­σε καὶ δὲν εἶ­χε κα­μιὰ σχέ­ση μὲ τὴν ἐφη­βι­κὴ ἡλι­κία, ἀλλὰ μὲ ἐνή­λι­κα τραύ­μα­τα. 

       Κι ὕστε­ρα πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια καὶ μεῖς ἀλ­λά­ξα­με σπί­τι, ἀλ­λὰ ἐπι­σκε­πτό­μα­σταν ποῦ καὶ ποῦ τὴν πα­λιά μας γει­το­νιὰ καὶ τὴν πο­λυ­κα­τοι­κία μας για­τὶ ἐκεῖ συ­νέ­χι­ζε νὰ μέ­νει ὁ παπ­ποῦς μου καὶ κά­ποιες σκο­νι­σμέ­νες ἀνα­μνή­σεις. Συ­νέ­χι­ζε νὰ μέ­νει καὶ ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νή, μέ­χρι ποὺ πέ­θα­νε τὶς προ­άλ­λες.

       Ὁ παπ­ποῦς μου εἶ­ναι πο­λὺ θυ­μω­μέ­νος για­τί ἀπ’ ὅτι φαί­νε­ται ἡ Μα­ρία ἡ Ἀλ­βα­νὴ ἄφη­σε πί­σω της ἕνα σω­ρὸ ἀπλή­ρω­τα χρέη. Ὑπο­στη­ρί­ζει ὅτι διά­λε­ξε τὴν χει­ρό­τε­ρη ἐπο­χὴ γιὰ νὰ πε­θά­νει, τώ­ρα ποὺ πρό­κει­ται νὰ ἔρ­θουν ὅλοι οἱ φό­ροι μα­ζε­μέ­νοι, οἱ ὁποῖ­οι ἀπ’ ὅσο λέ­ει ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἀνα­μέ­νον­ται νὰ εἶ­ναι φέ­τος ἰδιαί­τε­ρα ὑψη­λοὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἰδιο­κτῆ­τες ἀκι­νή­των. Κα­τό­πιν ὅλων αὐ­τῶν, λοι­πόν, μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε ἀνα­στα­τω­μέ­νη ἡ μη­τέ­ρα μου γιὰ νὰ ζη­τή­σει τὴ συμ­βου­λή μου σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἂν θὰ ἦταν σω­στὸ ἀπὸ ἠθι­κῆς πλευ­ρᾶς, ὅπως τὸ ἔθε­σε, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ τα­κτο­ποι­η­θεῖ τὸ ζή­τη­μα μιὰ ὥρα ἀρ­χύ­τε­ρα, μιᾶς καὶ ὁ Δη­μη­τρά­κης, ὁ μο­να­δι­κὸς κλη­ρο­νό­μος, εἶ­ναι πιὰ φοι­τη­τὴς στὴ Λά­ρι­σα καὶ ἀπ’ ὅσο φαί­νε­ται ἔχει ἐρ­γα­στή­ρια τὸ παι­δὶ καὶ δὲν θά ’ρθει μὲς στὴ βδο­μά­δα, νὰ μποῦ­με, λέ­ει, δη­λα­δὴ ὁ παπ­ποῦς θὰ μπεῖ, στὸ δια­μέ­ρι­σμα τῆς ἀπο­θα­νού­σης καὶ νὰ πά­ρου­με μιὰ κο­μό­δα, ἀν­τί­κα λέ­ει, δῶ­ρο κά­ποιας μα­κρι­νῆς θεί­ας, τῆς ὁποί­ας ἡ ἀξία θὰ ἀνα­πλή­ρω­νε, λέ­ει, μέ­ρος τοῦ χρέ­ους. Καὶ στὸ κά­τω-κά­τω τῆς γρα­φῆς, τί θὰ τὴν κά­νει, λέ­ει, ὁ Δη­μη­τρά­κης τὴν ἀν­τί­κα; Ἄσε ποὺ ται­ριά­ζει, λέ­ει, ἀπό­λυ­τα καὶ μὲ τὴν τρα­πε­ζα­ρία τοῦ σα­λο­νιοῦ. Εἶ­ναι, ὅμως, σω­στό;

       Ὅλα αὐ­τὰ ἔγι­ναν τὶς προ­άλ­λες. Καὶ 'γὼ δὲν ξέ­ρω για­τί με­τὰ ἀπὸ τό­σα χρό­νια ἀπου­σί­ας βλέ­πω τώ­ρα ξαφ­νι­κὰ μπρο­στά μου τό­σο ζων­τα­νὰ τὴν πα­λιά μας πο­λυ­κα­τοι­κία πιὸ πα­λιὰ ἀπὸ πο­τέ, τὸν παπ­ποῦ πιὸ γέ­ρο ἀπ’ ὅσο ἦταν πο­τὲ καὶ τὸ σπί­τι ὅλο νὰ ἔχει κα­τα­λη­φθεῖ ἀπὸ πε­ρι­στέ­ρια. Καὶ ὅπως συμ­βαί­νει συ­νή­θως σ’ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις, ἡ μα­μὰ τὴν πλή­ρω­σε.

Πη­γή: Ἀπὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ νο­η­τὴ εὐ­θεῖα ποὺ ἑνώ­νει ἕνα σῶ­μα μ’ ἕνα ἀλ­λο (Σμί­λη, 2018).

Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ζεῖ στὴν Ἱ­σπα­νί­α ὅ­που ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α ξέ­νων γλωσ­σῶν. Εἶ­ναι τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στό­το­που γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα «Πλα­νό­διον- Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι». Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις της συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου κα­θὼς καὶ στὰ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα «Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι» (2014- 2016), ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δυ­ὸ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Σμί­λη κυ­κλο­φο­ρεῖ ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Ἡ νο­η­τὴ εὐ­θεί­α ποὺ ἑ­νώ­νει ἕ­να σῶ­μα μ’ ἕ­να ἄλ­λο. Τε­λευταῖο της βι­βλίο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ προ­σμο­νὴ ἢ Τὰ βου­νά (ἐκδ. Πε­ρι­κείμε­νο, 2023).Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά:

http://nancyangeli.blogspot.com.es/

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μέσα σου είδα εμένα…

  Μέσα σου είδα εμένα… – Άνδρεα Αρβανιτίδου – , ΣΧΕΣΕΙΣ GynaikaEimai Πόσο σπουδαίο είναι να είσαι ο εαυτός σου μέσα σε μια σχέση, να μην μετ...