«Οι υπομνήσεις ενός παιδιού που βρίσκει την καρδιά ακόμα ν’ αγαπάει»
Γράφει η Αφροδίτη Κατσαδούρη // *
Αθανασία Δρακοπούλου, «Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου», εκδόσεις Τύρφη.
Οι «αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου» είναι ένας τίτλος μιας συλλογής που δεν συναντάται συχνά στα λογοτεχνικά σαλόνια της κοσμικής ποίησης. Τίτλος ξεκάθαρα αντικοινωνικός, ασύμβατος, σχεδόν τρομακτικός, διαρρηγνύει εκκωφαντικά την αστική ευπρέπεια, ταράζει την καλά σταθμισμένη κοσμική σιγή, που διέπει τις αδιάφορες πια παρουσιάσεις και συστάσεις βιβλίων και, παράλληλα, σε προετοιμάζει, προειδοποιώντας σε υπόκωφα για εκείνη την ακατάπαυστη οδοντική μανία που ασταμάτητη κοχλάζει κάτω από τη γλώσσα σου, όπως συμβαίνει με τις αναρίθμητες βρισιές που εκτοξεύουμε κατά τον χαρακτηρισμό κάποιου ως κωλόπαιδο». Η λέξη «κωλόπαιδο» όμως έχει μια χαριτοδιπλωμένη και διττή σημασιολογία . Γεμάτη άλλωστε η λογοτεχνία από υπερβατικά σχήματα λόγου: την ίδια στιγμή που εκπορεύεται η ομολογουμένως αρνητική πρώτη αίσθηση που προκαλείται κατά τον χαρακτηρισμό κάποιου ως «κωλόπαιδο» σχηματίζεται αυτόχρημα και η εξαγνιστική διάστασή του.
Πείτε μου, ποιο κωλόπαιδο γράφει για τις ραγισμένες οθόνες αφής των κινητών;
Τα κορίτσια των πολυκατοικιών:
Τα κορίτσια των πολυκατοικιών περιμένουν νέα από το μέτωπο τον ήχο μιας σειρήνας. Όμως τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά και κανείς μας δεν ξέρει αν προμηνύεται η λήξη ή η έναρξη του πολέμου σε μια ραγισμένη οθόνη αφής.
Τα ποιήματα της Δρακοπούλου είναι μικρά θεατρικά οικογενειακά τραπέζια, σύντομες και μικρές, αλλά ταυτόχρονα τόσο μεγάλες με την έννοια της διαχρονικότητας, αέναες και επαναφορτιζόμενες, οικογενειακές ιστορίες. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας, το πεζοδρόμιο των παλιών ρηγμάτων, παιδική ηλικία, το ψωμί, το γλυκό στο ψυγείο, τα απορρυπαντικά των πιάτων, όλα εκείνα που μας ταλανίζουν πότε στο οικείο πια σαλονάκι της ψυχολόγου και πότε πλησίον του νεροχύτη, όταν τρέχει το ζεστό νερό και αφηρημένες ξεπλένουμε για κάνα τέταρτο τα πιάτα. Το πέρασμα της ποίησης στο κουζινάκι ή την κουζίνα σπάει υπερήφανο τα ταμπού και τα ελιτίστικα κλισέ που αγχωμένα δυσθυμούν όταν μαθαίνουν πως το ποιητικό υποκείμενο –αλλά και το αναγνωστικό κοινό– μπορεί να κλαίει υπερήφανο κάτω από τον απορροφητήρα, να φοράει ποδιά και ταυτόχρονα να σιγομαγειρεύει καλύτερα και από τον πιο πολυδιαφημιζόμενο γραφιά τις λέξεις λύσσα στο αλάτι.
Η ίδια, όπως και η ποίησή της, δεν διατηρεί καμία απόσταση από τα γραφόμενά της. Ποίηση βιωματική, αυτοπαθής, υπαρξιακή, σπαραχτική, αληθινή, ατόφια, κρίσιμη εν καιρώ κρίσης, γεμίζει τις σελίδες της με λέξεις και πυροβολεί τα μηνίγγια μας χωρίς καμιά διάθεση να μας σώσει. Όχι, μην τα συνδέετε. «Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι κωλόπαιδο. Άλλωστε τα «κωλόπαιδα» ή καλύτερα τα κατ’ εξορκητικό ευφημισμό «κωλοπαίδια» είναι σε πολλές από τις περιπτώσεις τους οι τρυφερότεροι των τρυφερών, εκείνοι που επωάζουν φοβισμένοι την ευαισθησία τους κάτω από ένα περίβλημα απόρθητο και σκληρό για να μπορέσουν να υπάρξουν σ’ έναν κόσμο που αδυσώπητα μας συνθλίβει. «Μοιάζουν με αφρικάνικες μάσκες που ξορκίζουν το κακό και τον θάνατο» είχε πει κάποτε ο Σαχτούρης όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη δουλειά του κι έχω την αίσθηση ότι και η Δρακοπούλου, συνειδητά ή ασύνειδα, χρησιμοποιεί έναν τέτοιο ηχηρό τίτλο για να αντιμετωπίσει πάνοπλη τον κωλοπαιδισμό αυτού του κόσμου.
Η Δρακοπούλου ενσαρκώνει τα ποιήματά της στίχο τον στίχο – μεδούλι το μεδούλι. Η ίδια έχει το δικό της κεφάλαιο στις ιστορίες ανθρώπων που δεν επιδιώκουν τη δημοσιότητα, που αγνοούν με θάρρος τα φώτα της πόλης, που συνεχίζουν να κρύβονται στο καθημερινό τους πόστο, χαϊδεύοντας μας με αγιότητα στα διαλείμματα της δουλειά μας. Άτμητη, εκείνη μαζί με τα ποιήματά της, η Δρακοπούλου συγκινεί όπως ακριβώς μας συγκινούν και μας τραβάνε από το μανίκι οι λαμπεροί αδικημένοι, οι επισήμως ξεχασμένοι, εκείνοι οι φιλήσυχοι απόκληροι, που αποστρέφονται με θράσος τη στρογγυλεμένη αρτιότητα, τη σπουδαγμένη καθολοκληρία και την καλά σιγουρεμένη βεβαιότητα.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΛΟΓΑ
Ποιητής δεν ήμουν ούτε το ζήλεψα. Αυτοί βλέπουν μόνο πουλιά λευκά ή μαύρα στις μέσα, έξω, άνω και κάτω χώρες.
Η ποίηση, θα πει κανείς, δεν είναι κάτι υπερβατικό; Kάτι μεγαλειώδες και πολύ φιλολογικό, κάτι που αρδεύεται επιμελώς στα σαλόνια ειδικών και επαϊόντων; Όχι, η ποίηση δεν είναι αυτό. Η ποίηση δεν είναι φιλολογικός ορισμός, δεν είναι αποστειρωμένος ορισμός που διακινείται αυστηρώς στα μεγαλόσχημα γραφεία των επαγγελματιών γραφιάδων, ούτε η φιλεύσπλαχνη φιλοτεχνία των πονεμένων. Η ποίηση γεννάται ασύντακτη σε θολά νερά, αγαπάει με μητρική αγάπη τα λάθη, θέλγεται από το καθημαγμένο, βουτάει χωρίς μελετημένη ανάσα στο κενό, χαϊδεύει τα μαλλιά της τραγωδίας, αγκαλιάζει το ανθρώπινο εκκρεμές και σταλάζει τα νοήματά της στο κρυμμένο περιθώριο των λευκών της σελίδων. Η ποίηση, η αληθινή, η μεγίστη και η σπουδαία, σκάβει τα σύννεφα ακούραστη για την ελάχιστη χαραμάδα ουρανού.
Και εδώ εντοπίζεται το εξής ωραίο και αντιφατικό: πώς γίνεται να με διαλύει επισταμένα και συνταγμένα κάθε φορά η ποίησή της, όταν εκείνη, ομοούσια και αδιαίρετη δεν έχει την παραμικρή απόσταση από τις λέξεις που τόσο αγαπά, υπηρετεί και φροντίζει. Η φιλολογική μου ιδιότητα ίσως να θολώνει τα νερά και τις καθηγητικές αναλύσεις μιας και το αντικείμενο της διάλυσης περνάει σε άλλο επαγγελματικό κλάδο, ωστόσο, σαν μαθήτρια που γοητεύεται από τα γραπτά που ανοίγει αντάμα με τα τετράδιά της, χαίρομαι και απολαμβάνω τόσο πολύ αυτή την άλυτη άσκηση στο σπίτι. Αρράγητη και αρραγής, πιστή στα αδιέξοδα που μόνο η ποίηση συνθέτει, μακριά από τους κανόνες και τις φιλολογικές απομυζήσεις, η Δρακοπούλου μαζί με την κατοικίδια ποίησή της μας ξηλώνει κλωστή-κλωστή και ύστερα μας κεντάει με το βελονάκι της στην καρδιά, συνεχίζοντας εκείνο που μόνο οι πεπρωμένοι ποιητές ξέρουν -χωρίς διατυμπανισμούς- να κάνουν. Να φτιάχνουν, δηλαδή, σύμπαντα έκλυτα και άλλο τόσο μυστικοπαθή, να σε καρφώνουν στην πληγή αλλά παράλληλα να σε φροντίζουν, ν’ αποδίδουν στους αφανείς την ηρωικότητά τους και να γράφουν για να μην γίνει η ιστορία τους σιωπή.
Διαβάσεις Πεζών
ακούραστος εργάτης ο κότσυφας βιάζεται φύλλα να πληγώσει. Είναι το ιδρωμένο κόκκινο τριαντάφυλλο που τις φλέβες του ασύστολα χτυπούν οι μαύρες στρατιές τα πέντε χρόνια στο κέλυφος του εδάφους. Και πάντοτε της λάσπης οι ηττημένοι
Αναμφίβολα ο «κωλοπαιδισμός» αποτελεί συνιστώσα του αστικού πολιτισμού. Η αναρριχώμενη εξουσία των καθαρμάτων γεμίζει καθημερινά τα στόματά μας κάθε φορά που αφήνουμε να βγει απ’ το στόμα ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Πόσες φορές όμως, αποκαλούμε κάποιον χαριτολογώντας «κωλόπαιδο», όταν καταφέρνει να μας συγκινήσει; Εκείνα τα ευαίσθητα, λοιπόν, κωλόπαιδα, που καταφέρνουν να συνυπάρχουνε ανάμεσά μας, συγκινώντας μας και ταράζοντάς μας ξεσηκωτικά κάθε φορά με τις πυρωμένες αναμνήσεις και τις εξεγερτικές τους λέξεις είναι η μεγαλόστομη απάντηση στην Πατρίκια κατάφαση για το πώς η ποίηση μας βρίσκει. Και οι «αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου» είναι τελικά οι υπομνήσεις ενός παιδιού που βρίσκει την καρδιά ακόμα ν’ αγαπάει.
*Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε εδω:
https://www.fractalart.gr/oi-ypomniseis-enos-paidioy/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου