Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Τί­να Κω­τσι­ο­πού­λου: Ἐ­γὼ τὸν κα­φέ μου τὸν πί­νω σκέ­το

 

Τί­να Κω­τσι­ο­πού­λου: Ἐ­γὼ τὸν κα­φέ μου τὸν πί­νω σκέ­το

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 20 Αὔγουστος 2024

Τί­να Κω­τσι­ο­πού­λου

Ἐ­γὼ τὸν κα­φέ μου τὸν πί­νω σκέ­το

ΓΩ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΜΟΥ τὸν πί­νω σκέ­το. Ἐ­πί­σης, θέ­λω τὸ πρω­ῒ νὰ μὴ μοῦ λέ­νε «Κα­λη­μέ­ρα». Δέ­κα λε­πτὰ στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας χω­ρὶς νὰ μὲ ἐ­νο­χλεῖ κα­νέ­νας. Ἡ ἀ­πό­λυ­τη εὐ­τυ­χί­α ὁ­ρί­ζε­ται στὸ ἄγ­γιγ­μα τοῦ ζε­στοῦ φλυ­τζα­νιοῦ καὶ στὴ σι­ω­πή. Τοὺς ζο­ρί­ζει ὁ σε­βα­σμός. Ἡ ἡ­δο­νὴ τῶν ἀ­νύ­παρ­κτων σκέ­ψε­ων. Δὲν θέ­λω ρὲ φί­λε νὰ ὑ­πάρ­χω γιὰ δέ­κα λε­πτά. Τὸ σπί­τι λέ­ει ἦ­ταν βρώ­μι­κο καὶ ἔ­πρε­πε νὰ τὸ κα­θα­ρί­σουν στὶς ὀ­κτώ τὸ πρω­ὶ καὶ ὄ­χι στὶς ἐν­νέ­α για­τί αὐ­τὴ ποὺ θὰ ἔ­φερ­ναν εἶ­χε καὶ ἄλ­λη δου­λειὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ἐ­πί­σης εἶ­παν πὼς δὲν θὰ μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε, για­τὶ θὰ ἄρ­χι­ζε ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τρώ­γα­με στὴν βε­ράν­τα μιᾶς καὶ θὰ ἦ­ταν κα­θα­ρά, ἀλ­λὰ εἰ­σέ­πρα­ξα ἕ­να κου­ρα­σμέ­νο βλέμ­μα. Ἦ­ταν χει­μώ­νας ἀλ­λὰ αὐ­τοὶ ἐ­πέ­με­ναν νὰ σφουγ­γα­ρί­σουν παν­τοῦ. Ξύ­πνη­σα χα­ρού­με­νη καὶ βά­ζον­τας μό­νο τὶς κάλ­τσες του πῆ­γα στὴν κου­ζί­να. Ἡ μπαλ­κο­νό­πορ­τα ἦ­ταν ἀ­νοι­χτὴ . Ἔ­κα­νε κρύ­ο. Μό­λις πλη­σί­α­σα γιὰ νὰ τὴν κλεί­σω ἀ­κού­ω τὴν πρώ­τη κα­λη­μέ­ρα. Δὲν ἀ­παν­τῶ. Κλεί­νω τὴν πόρ­τα καὶ κα­τευ­θύ­νο­μαι στὸ μά­τι τῆς κου­ζί­νας. Ἕ­να ρεῦ­μα ἀ­έ­ρα μοῦ κοκ­κα­λώ­νει τὴν πλά­τη καὶ ἀ­κού­ω μιὰ δεύ­τε­ρη κα­λη­μέ­ρα για­τί δὲν εἶ­χα ἀ­κού­σει λέ­ει τὴν πρώ­τη. Προ­σπα­θῶ νὰ συγ­κρα­τη­θῶ. Ἀρ­χί­ζω νὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζω τὸ πε­ρί­τε­χνο κου­τα­λά­κι τῆς για­γιᾶς καὶ κά­νω ὑ­πο­μο­νὴ ἐ­νῶ δὲν θέ­λω. Συ­νε­χί­ζει νὰ μι­λά­ει βρί­σκον­τας ὁ­μοι­ό­τη­τες στὸν τρό­πο ποὺ ξυ­πνᾶ­με. Ἡ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι μοιά­ζω μὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ πλέ­νει τὶς βε­ράν­τες τὸ χει­μώ­να μὲ ἀ­να­γου­λιά­ζει. Κα­τα­πί­νω τὸ σά­λιο μου καὶ ὁ λαι­μός μου ξε­ραί­νε­ται ἐ­πι­κίν­δυ­να. Βά­ζω τὸ φλυ­τζά­νι μου στὸ τρα­πέ­ζι καὶ πά­ω νὰ ξα­να­κλεί­σω τὴν μπαλ­κο­νό­πορ­τα. Πε­τά­γε­ται ἀ­πό­το­μα πί­σω ἀ­πὸ τὸ φί­κο καὶ μοῦ λέ­ει νὰ πά­ω στὸ σα­λό­νι, για­τὶ τὴν πόρ­τα τὴν θέ­λει ἀ­νοι­χτή. Τὴν κοι­τά­ζω καὶ τὴν ξα­να­κλεί­νω. Κά­θο­μαι νὰ σώ­σω ὅ­σα λε­πτά μοῦ ἔ­χουν ἀ­πο­μεί­νει. Ἡ πόρ­τα ἀ­νοί­γει μὲ νεῦ­ρα καὶ ἕ­να ἀ­νε­παί­σθη­το μουρ­μου­ρη­τὸ ἀ­κού­γε­ται. Περ­νά­ει ἀ­πὸ δί­πλα βρο­μο­κο­πών­τας χλω­ρί­νη τὴν ὥ­ρα ποὺ τὰ χεί­λη μου ἀ­κουμ­ποῦν τὴν πορ­σε­λά­νη. Ἀ­φή­νω σι­γὰ-σι­γὰ τὸ φλυ­τζά­νι στὸ πι­α­τά­κι του. Ἔ­χει μι­σο­κρυ­ώ­σει ἄλ­λω­στε καὶ δὲν πί­νε­ται. Ὁ ἀ­πο­λο­γι­σμὸς εἶ­ναι δύ­ο κα­λη­μέ­ρες, ἀ­κα­τά­σχε­τη φλυ­α­ρί­α καὶ κυ­κλο­φο­ρια­κὸ χά­ος. Ὁ­μο­λό­γη­σαν πὼς ἦ­ταν λά­θος νὰ μὲ ἀ­φή­σουν μό­νη μου μα­ζί της. Δὲν ἦ­ταν λά­θος νὰ πί­νω τὸν κα­φέ μου μὲ τὴν μπαλ­κο­νό­πορ­τα ἀ­νοι­χτὴ ὅ­μως, οὔ­τε νὰ κρέ­με­ται τὸ λά­στι­χο σὰν τὸν κα­ταρ­ρά­κτη τοῦ φο­νιᾶ στὴ Σα­μο­θρά­κη πά­νω ἀ­πὸ τὴ φτέ­ρη.

       Τὴν βρῆ­καν τὸ ἀ­πό­γευ­μα στὸ πί­σω μπαλ­κό­νι κα­θι­σμέ­νη σὲ μιὰ ὡ­ραι­ό­τα­τη μπαμ­ποὺ κα­ρέ­κλα νὰ κρα­τά­ει μὲ τὸ ἕ­να δε­μέ­νο της χέ­ρι τὸ λά­στι­χο ἀ­νοι­χτὸ καὶ τὸ ἄλ­λο τὴ χλω­ρί­νη . Στὸ στό­μα τῆς εἶ­χα χώ­σει ἕ­να ἀ­πορ­ρο­φη­τι­κὸ σου­η­δι­κὸ πα­νά­κι ποὺ δὲν χρει­ά­ζε­ται ἀ­πορ­ρυ­παν­τι­κὸ καὶ θὰ ἔ­κα­νε τὴν γλώσ­σα της λαμ­πί­κο. Ἦ­ταν μπλὲ ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο. Εἶ­χαν εἰ­δο­ποι­ή­σει καὶ τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α. Ἐ­γὼ εἶ­χα κλεί­σει ὅ­λες τὶς πόρ­τες, εἶ­χα βά­λει στὸ φούλ το κα­λο­ρι­φὲρ καὶ εἶ­χα φτιά­ξει ἕ­να δι­πλὸ ἑλ­λη­νι­κὸ. Τί ὡ­ραῖ­ες ποὺ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νες οἱ δι­α­κο­πὲς στὴν Σα­μο­θρά­κη. Τοῦ φώ­να­ζα νὰ μὴν σκαρ­φα­λώ­σει στὰ βρά­χια μὰ δὲν μὲ ἄ­κου­σε. Τί­πο­τα δὲν ἤ­θε­λα πα­ρὰ νὰ μὲ ἀ­φή­νουν μό­νη μου αὐ­τὰ τὰ δέ­κα λε­πτά. Δὲν ἤ­θε­λα νὰ δι­ώ­ξω τὴν μυ­ρω­διά του ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ οὔ­τε πί­στευ­α πὼς μπο­ροῦ­σε νὰ ξη­με­ρώ­σει ἄλ­λη κα­λὴ μέ­ρα γιὰ μέ­να. Μπῆ­κα στὸ πλοῖ­ο μὲ ἕ­να μαῦ­ρο κα­πέ­λο καὶ ἕ­να ἄ­σπρο φέ­ρε­τρο. Νὰ φαν­τα­στεῖ­τε, για­τρέ μου, πὼς μέ­χρι τό­τε ἔ­πι­να τὸν κα­φέ μου μὲ δυ­ὸ κου­τα­λι­ὲς ζά­χα­ρη.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τί­να Κω­τσι­ο­πού­λου (Κύ­θη­ρα, με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να). Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ε.Κ.Π.Α. Δου­λεύ­ει ὡς κα­θη­γή­τρια Ἀγ­γλι­κῶν στὴν Πρω­το­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει σε­μι­νά­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς στὸ Ἵ­δρυ­μα Αἰ­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δου καὶ στὸ Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὴν ἀν­θο­λο­γί­α Δεῖ­πνο ποι­η­τῶν (ἐκδ. Ἐν τύ­ποις, 2017). Μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὴν ἀν­θο­λο­γί­α Μονοπάτια της γραφής, (ἐκδ. Ἐν τύ­ποις),  καὶ Με μια σχεδία (ἐκ­δ. Πα­ρα­τη­ρη­τὴς τῆς Θρά­κης). Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ: Πλα­νό­διον, δι­η­γή­μα­τα Μπον­ζά­ιὉ Χάρ­της121 λέ­ξεις.

Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 20 Αὔγουστος 2024


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Και τώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα…

  Και τώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα… – StavRoula – 20 Σεπτεμβρίου 2024 The Women Tώρα που έμαθα να ζω χωρίς εσένα… Ανακάλυψα μια δυνατή π...