Posted on 27 Ἰούνιος 2024 by planodion
Παναγιώτης Παγιάτης
Ὁ θρῆνος τοῦ ἐλαφιοῦ
ΙΧΑ ΝΑ ΔΩ ΤΗΝ ΕΜΜΑ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιμνημόσυνης δέησης. Ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκα, εἶχε σηκώσει ὅλο το σπίτι στὸ πόδι. Ἀφοῦ μὲ συνόδευσε μέχρι τὸ καθιστικό, ἔτρεξε ὅπως-ὅπως στὴν κουζίνα λὲς καὶ προσπαθοῦσε νὰ σώσει κάποιο φαγητὸ ποὺ καιγόταν. Φαινόταν καλύτερα. Τὰ μαλλιά της ἦταν χτενισμένα καὶ γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μὰρκ θαρρῶ πὼς φοροῦσε στὰ χείλη της κραγιόν. «Τώρα ἔρχομαι!», φώναξε ἀπὸ τὸ βάθος καὶ νομίζω πὼς διέκρινα ἕναν παιγνιώδη τόνο στὸν τρόπο ποὺ μίλησε. Ἐνῶ τὴν περίμενα, τὰ μάτια μου γύριζαν ἐρευνητικὰ στὸν χῶρο. Ἡ σιδερώστρα εἶχε πάνω της φρεσκοδιπλωμένα μωρουδιακὰ ρουχαλάκια. Τὸ σίδερο ἦταν ἀκόμη ἀναμμένο. «Τώρα ἔρχομαι, Μάρκ!», τὴν ἄκουσα καὶ πάλι νὰ φωνάζει μὲ ἕναν τρόπο πού, αὐτὴ τὴ φορά, μαρτυροῦσε βιασύνη. Τὰ βήματά της, καθὼς ἔτρεχε πρὸς τὸ μπαλκόνι, χτυποῦσαν στὸ πάτωμα κι ἔρχονταν στ’ ἀφτιά μου σὰν ἔντονο καρδιοχτύπι. Τὴν ἀκολούθησα νομίζοντας πὼς κυνηγοῦσα ἐλάφι. Εἶχα ἀκούσει πὼς ἀπὸ τότε ποὺ βρῆκε τὸ μωρὸ παγωμένο ἔξω στὸ κλουβί, περνοῦσε σχεδὸν ὅλη τὴν ἡμέρα της ἐκεῖ μέσα. Μόλις ἔφτασα, τὴ βρῆκα σκυμμένη στὰ γόνατα νὰ ταΐζει φρουτόκρεμα ἕνα λούτρινο ζωάκι. Θυμᾶμαι τῆς τὸ εἶχα κάνει δῶρο, πέρυσι τὰ Χριστούγεννα, μαζὶ μὲ τὸν Ἄντυ. Δὲν τῆς μίλησα. Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅπως τὴν ἔβλεπα νὰ σκουπίζει μὲ τρυφερὲς κινήσεις τὸ στόμα τοῦ μικροῦ ἀρκούδου, ἤμουν σίγουρη πὼς εἶχε ἤδη ξεχάσει ἐντελῶς τὴν παρουσία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου