Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Ἀου­γοῦ­στο Ρόα Μπά­στος (Augusto Roa Bastos): Ὁ χερ­σό­το­πος

 

Ἀου­γοῦ­στο Ρόα Μπά­στος (Augusto Roa Bastos): Ὁ χερ­σό­το­πος

Posted on  by planodion

Ἀου­γοῦ­στο Ρόα Μπά­στος (Augusto Roa Bastos)

Ὁ χερ­σό­το­πος

(El baldío)

ΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟ, βρώ­μι­κοι, ρου­φηγ­μέ­νοι ἀπ’ τὸ σκο­τά­δι. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ δύο σι­λουέ­τες ἀμυ­δρὰ ἀν­θρώ­πι­νες, μὲ τὰ σώ­μα­τα χα­μέ­να στὶς σκιές τους. Ἴδιες καὶ ὅμως τό­σο δια­φο­ρε­τι­κές. Ἀρ­γο­σά­λευ­τος ὁ ἕνας, νὰ με­τα­κι­νεῖ­ται στὴν ἐπι­φά­νεια τοῦ ἐδά­φους μὲ τὴν πα­θη­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀνυ­πο­ψί­α­στου ἢ τὴν ἀπό­λυ­τη ἀδια­φο­ρία. Κυρ­τω­μέ­νος ὁ ἄλ­λος, ἀγ­κο­μα­χῶν­τας ἀπ’ τὴν προ­σπά­θεια νὰ τὸν σύ­ρει ἀνά­με­σα στὰ ἀγριό­χορ­τα καὶ τὰ σκου­πί­δια. Κά­που-κά­που στα­μα­τοῦ­σε γιὰ νὰ πά­ρει ἀνά­σα. Με­τὰ ξα­νάρ­χι­ζε σκύ­βον­τας ἀκό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὸ φορ­τίο του. Ἡ μυ­ρου­διὰ τῶν λι­μνα­σμέ­νων νε­ρῶν τοῦ Ρια­τσουέ­λο μᾶλ­λον ἁπλω­νό­ταν παν­τοῦ, ἀλ­λὰ ἐδῶ ἦταν πιὸ ἔν­το­νη∙ μὲ τὴ γλυ­κε­ρὴ ἀπό­πνοια τοῦ χερ­σό­το­που ποὺ βρο­μο­κο­ποῦ­σε σκου­ριά, πε­ριτ­τώ­μα­τα ζώ­ων, αὐ­τὴ ἡ πη­χτὴ ἀπ’ τὴν ἐπερ­χό­με­νη κα­κο­και­ρία μυ­ρου­διά, τὴν ὁποία κα­τὰ και­ροὺς ὁ ἄν­δρας ἐπι­χει­ροῦ­σε χει­ρο­νο­μῶν­τας νὰ ξε­κολ­λή­σει ἀπ’ τὸ πρό­σω­πό του. Κομ­μα­τά­κια ἀπὸ γυα­λὶ ἢ μέ­ταλ­λο συγ­κρού­ον­ταν με­τα­ξύ τους ἀνά­με­σα στὰ ἀγριό­χορ­τα, ἂν καὶ εἶ­ναι σί­γου­ρο ὅτι κα­νεὶς ἀπὸ τοὺς δύο δὲν θὰ ἄκου­γε αὐ­τοὺς τοὺς ἰσό­χρο­νους καὶ ἰδιό­τυ­πους ἤχους∙ οὔ­τε τὸ πνι­χτὸ μουρ­μου­ρη­τὸ τῆς πό­λης ποὺ ἐκεῖ ἔμοια­ζε νὰ κλυ­δω­νί­ζε­ται κά­τω ἀπ’ τὴ γῆ∙ κι ὁ ἄν­δρας ποὺ εἶ­χε ἀνα­λά­βει τὴ με­τα­φο­ρὰ ἄκου­γε ἴσως μό­νον ἐκεῖ­νο τὸν βύ­θιο καὶ ὑπό­κω­φο γδοῦ­πο ποὺ ἔκα­νε τὸ σῶ­μα ἀνα­πη­δῶν­τας στὸ ἔδα­φος, τὸν τριγ­μὸ τῶν πε­τα­μέ­νων χαρ­τιῶν καὶ τὸ ἀπροσ­διό­ρι­στο πά­τη­μα τῶν πα­που­τσιῶν στὰ κον­σερ­βο­κού­τια καὶ τὰ μπά­ζα. Κά­ποιες φο­ρὲς ὁ ὦμος τοῦ ἄλ­λου σκά­λω­νε στοὺς σκλη­ροὺς θά­μνους ἢ σὲ κά­ποια πέ­τρα. Τὸν ἐλευ­θέ­ρω­νε τό­τε τραν­τά­ζον­τάς τον, ἐνῷ ξε­στό­μι­σε κά­ποιο πα­ρά­ξε­νο ἐπι­φώ­νη­μα ἢ ἔβγα­ζε ἐκεῖ­νο τὸ γογ­γυ­τὸ τῶν φορ­το­εκ­φορ­τω­τῶν ὅταν ρί­χνουν μὲ δύ­να­μη τὸ ἀτί­θα­σο φορ­τίο στὴν πλά­τη. Ἦταν φα­νε­ρὸ ὅτι τοῦ φαι­νό­ταν ὅλο καὶ πιὸ βα­ρύς. Ὄχι μό­νο ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πα­θη­τι­κῆς ἀν­τί­στα­σης ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε κά­ποιες στιγ­μὲς ἀπ’ τὰ ἐμ­πό­δια, ἀλ­λὰ καὶ λό­γῳ τοῦ δι­κοῦ του φό­βου, τὴν ἀγα­νά­κτη­ση ἢ τὴν ἀγω­νία∙ τοῦ ἐξαν­τλοῦ­σαν τὶς δυ­νά­μεις, ὠθῶν­τας τον νὰ τε­λειώ­νει τὸ συν­το­μό­τε­ρο.

       Στὴν ἀρ­χὴ τὸν ἔσερ­νε ἀπ’ τὰ χέ­ρια. Ἐὰν δὲν εἶ­χε πέ­σει τό­σο τὸ σκο­τά­δι, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔχει δεῖ τὰ δύο ζευ­γά­ρια χέ­ρια πλεγ­μέ­να, πρᾶγ­μα ποὺ δὲν βο­η­θοῦ­σε κα­θό­λου τὴν ἐπι­χεί­ρη­ση διά­σω­σης ἀν­τι­κρι­στά. Ὅταν τὸ σῶ­μα ξα­να­σκά­λω­σε, ἅρ­πα­ξε τὰ δύο πό­δια καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὸν τρα­βά­ει μὲ γυ­ρι­σμέ­νη τὴν πλά­τη, σκυμ­μέ­νος πρὸς τὰ ἐμ­πρὸς γιὰ κα­λύ­τε­ρη εὐ­στά­θεια στὶς λακ­κοῦ­βες. Τὸ κε­φά­λι τοῦ ἄλ­λου χο­ρο­πη­δοῦ­σε ζω­η­ρά, εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νο προ­φα­νῶς ἀπ’ τὴν ἀλ­λα­γή. Σὲ μιὰ στρο­φή, τὰ φα­νά­ρια κά­ποιου αὐ­το­κι­νή­του ἔρι­ξαν ξαφ­νι­κὰ ἕνα κί­τρι­νο φῶς ποὺ ἔφτα­σε κα­τὰ κύ­μα­τα πά­νω στοὺς σω­ροὺς ἀπὸ σκου­πί­δια, στὰ ἀγριό­χορ­τα καὶ στὶς ἀνω­μα­λί­ες τοῦ ἐδά­φους. Ἐκεῖ­νος ποὺ τρα­βοῦ­σε ξά­πλω­σε πά­νω στὸν ἄλ­λον. Γιὰ μιὰ στιγ­μή, κά­τω ἀπ’ αὐ­τὴ τὴν ἀμυ­δρὴ πι­νε­λιά, τὰ πρό­σω­πά τους ἔδει­χναν, με­λα­νια­σμέ­νο καὶ τρο­μαγ­μέ­νο τὸ ἕνα, γε­μᾶ­το χώ­μα­τα τὸ ἄλ­λο∙ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ μεί­νουν ψύ­χραι­μοι. Τὸ σκο­τά­δι τοὺς κα­τά­πιε πά­λι.

       Ση­κώ­θη­κε καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ τὸν τρα­βᾶ ἀκό­μα λί­γο, ὅμως εἶ­χαν ἤδη φτά­σει κά­που ὅπου τὰ ἀγριό­χορ­τα ἦταν πιὸ ψη­λά. Τὸν βό­λε­ψε ὅπως μπο­ροῦ­σε, τὸν κου­κού­λω­σε μὲ σκου­πί­δια, ξε­ρὰ κλα­διά, μπά­ζα. Φαι­νό­ταν αἴφ­νης νὰ θέ­λει νὰ τὸν προ­στα­τέ­ψει ἀπὸ ἐκεί­νη τὴν ὀσμὴ ποὺ τύ­λι­γε τὸ χερ­σό­το­πο ἢ τὴ βρο­χὴ ποὺ δὲν θὰ ἀρ­γοῦ­σε νὰ πέ­σει. Στα­μά­τη­σε, πέ­ρα­σε τὸ χέ­ρι ἀπὸ τὸ ἱδρω­μέ­νο μέ­τω­πο καὶ ἔφτυ­σε ὀρ­γι­σμέ­νος. Τό­τε ἄκου­σε ἐκεῖ­νο τὸ κλα­ψού­ρι­σμα ποὺ τὸν αἰφ­νι­δί­α­σε. Ἔβγαι­νε ἀδύ­να­μο καὶ ἐπι­τα­κτι­κὸ ἀπ’ τον χερ­σό­το­πο, σὰν ὁ ἄλ­λος, μέ­σα στὸ μνῆ­μα του ἀπὸ σκου­πί­δια, νὰ εἶ­χε ἀρ­χί­ζει νὰ δια­μαρ­τύ­ρε­ται μὲ κλά­μα νε­ο­γέν­νη­του.

       Θὰ τὸ ἔσκα­γε· ὅμως στα­μά­τη­σε τυ­φλω­μέ­νος ἀπὸ τὴ λάμ­ψη μιᾶς ἀστρα­πῆς ποὺ ἔβγα­λε ἀπ’ τὸ σκο­τά­δι τὸν με­ταλ­λι­κὸ σκε­λε­τὸ τῆς γέ­φυ­ρας καὶ κα­τά­λα­βε πό­σο λί­γο εἶ­χε ἀπο­μα­κρυν­θεῖ. Νι­κη­μέ­νος, ἔσκυ­ψε τὸ κε­φά­λι. Γο­νά­τι­σε καὶ πλη­σί­α­σε σὰν κυ­νη­γό­σκυ­λο ἐκεῖ­νο τὸ κλα­ψού­ρι­σμα∙ ἀδύ­να­μο, πνι­χτό, ἐπί­μο­νο. Κον­τὰ στὸν σω­ρὸ ὑπῆρ­χε ἕνα ἀσπρι­δε­ρὸ μπο­γα­λά­κι. Ὁ ἄν­δρας ἔμει­νε γιὰ λί­γο χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει τί νὰ κά­νει. Ση­κώ­θη­κε γιὰ νὰ φύ­γει, ἔκα­νε κά­ποια βή­μα­τα πα­ρα­παί­ον­τας, ἀλ­λὰ δὲν μπό­ρε­σε νὰ προ­χω­ρή­σει. Τὸ κλα­ψού­ρι­σμα τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε. Ἀσθμαί­νον­τας, γύ­ρι­σε σι­γά-σι­γά πί­σω στὰ τυ­φλά. Ξα­να­γο­νά­τι­σε, δι­στα­κτι­κὸς ἀκό­μα. Ὕστε­ρα ἅπλω­σε τὸ χέ­ρι. Τὸ «ἀμ­πα­λὰζ» ἔτρι­ξε. Μέ­σα στὶς σε­λί­δες τῆς ἐφη­με­ρί­δας ἀγω­νι­ζό­ταν μιὰ μι­κρὴ ἀν­θρώ­πι­νη φι­γού­ρα. Ὁ ἄν­δρας τὴν πῆ­ρε στὰ χέ­ρια του. Οἱ κι­νή­σεις του ἦταν ἀδέ­ξιες καὶ ἀφη­ρη­μέ­νες, οἱ κι­νή­σεις κά­ποιου ποὺ δὲν ξέ­ρει τί κά­νει∙ ἀλ­λὰ ποὺ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ κά­νει. Ἀνα­ση­κώ­θη­κε ἀρ­γά, σὰν ἀη­δια­σμέ­νος ἀπὸ αὐ­τὴ τὴν ξαφ­νι­κὴ τρυ­φε­ρό­τη­τά του πρὸς τὴν πιὸ ἀκραία ἐγ­κα­τά­λει­ψη, καὶ βγά­ζον­τας τὸ πα­νω­φό­ρι του σκέ­πα­σε μὲ ἐκεῖ­νο τὸ ὑγρὸ καὶ κλα­ψιά­ρι­κο πλά­σμα.

       Κά­θε φο­ρὰ ὅλο καὶ πιὸ γρή­γο­ρα, σχε­δὸν τρέ­χον­τας, ἀπο­μα­κρύν­θη­κε ἀπ’ τὸν χερ­σό­το­πο μὲ τὸ κλά­μα καὶ χά­θη­κε στὸ σκο­τά­δι.

Πηγή: https://www.literatura.us/augusto/baldio.html

Ἀου­γοῦ­στο Ρόα Μπά­στος (Augusto Roa Bastos). (Ἀσουν­σιόν [Asunción], Πα­ρα­γουάη, 1917 – Ἀσουν­σιόν, 2005). Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ σπου­δαιό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας της Πα­ρα­γουά­ης τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους τῆς λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κης λο­γο­τε­χνί­ας. Πέ­ρα­σε τὴν παι­δι­κή του ἡλι­κία στὸ Ἰτοῦρ­μπε –μι­κρὸ χω­ριὸ μὲ κουλ­τού­ρα γκουα­ρα­νί–, μό­νι­μο σκη­νι­κὸ καὶ ση­μεῖο ἀνα­φο­ρᾶς στὸν λο­γο­τε­χνι­κό του κό­σμο. Πῆ­ρε μέ­ρος στὸν πό­λε­μο τοῦ Τσά­κο ἀνά­με­σα στὴ χώ­ρα του καὶ τὴ Βο­λι­βία, ἐμ­πει­ρία ποὺ θὰ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε στὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Hijo del hombre (1960), ἔρ­γο ποὺ κα­λύ­πτει ἑκα­τὸ χρό­νια ἱστο­ρί­ας τῆς Πα­ρα­γουά­ης. Ἀξιο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ τε­χνι­κὴ ἀκρί­βεια μὲ τὴν ὁποία ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀφη­γεῖ­ται τὴν ὑπό­θε­ση τοῦ ἔρ­γου του, κα­θὼς καὶ ἡ ἔν­τα­ση τοῦ μι­κτοῦ λό­γου του μὲ τὸν ὁποῖο με­τα­φέ­ρει τὴν το­πι­κὴ γλῶσ­σα. Ἐνάν­τιος στὸ δι­κτα­το­ρι­κὸ κα­θε­στὼς τῆς χώ­ρας του, ἔζη­σε στὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸ Μπουέ­νος Ἄϊρες δου­λεύ­ον­τας ὡς δη­μο­σιο­γρά­φος καὶ κα­θη­γη­τής. Ἀνά­με­σα στὰ βι­βλία του εἶ­ναι οἱ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των: El trueno entre las hojas (1953), El baldío (1966), Madera quemada (1967), Los pies sobre el agua (1967), Moriencia (1969) y Cuerpo presente (1971). Τὸ σπου­δαιό­τε­ρο ἔρ­γο του εἶ­ναι τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Yo, el supremo (1974), ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δι­κτά­το­ρα τῆς Πα­ρα­γουά­ης El do­ctor Fran­cia γιὰ τὰ χρό­νια ἀπὸ 1814 μέ­χρι 1840. Στὸ τε­λευ­ταῖο ἐμ­βα­θύ­νει στὶς ρί­ζες τῆς ἱσπα­νι­κῆς γλώσ­σας στὴν Πα­ρα­γουάη, δί­νον­τας ἔμ­φα­ση στὴ δη­μιουρ­γία νε­ο­λο­γι­σμῶν, πα­ρα­ποι­ή­σε­ων καὶ σὲ συ­νε­χῆ παι­χνι­δί­σμα­τα τό­σο λε­ξι­λο­γι­κῶν ὅσο καὶ συν­τα­κτι­κῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγ­γρα­φὴ σε­να­ρί­ων γιὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες, ἄλ­λα ἔρ­γα του εἶ­ναι τά: El pollito de fuego (1974), Lucha hasta el alba (1979), La vigilia del almirante (1992), Ὁ κα­τή­γο­ρος (ἑλ­λην. ἔκδ. 1999), Contravida (1995) καὶ Madame Sui (1995). Τὸ 1989 ἀξιώ­θη­κε τὸ Βρα­βεῖο Θερ­βάν­τες καὶ τὴν ἑπό­με­νη χρο­νιά, τὸ Βρα­βεῖο la Orden Nacional del Mérito de Paraguay.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.

Εἰκόνα: Στι­γμι­ό­τυ­πο ἀπὸ τὸ «El Baldío», τοῦ Mar­ce­lo Mar­ti­nes­si.

Φω­το­γρα­φία: lababosacine.com.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική

  Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική Αναστάτωση στο κέντρο της πόλης τα ξημερώματα Αναστάτωση ε...