Σινάνη Αικατερίνη

Μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν οι ηλικιωμένοι, είναι το πότε θα σταματήσουν να οδηγούν.

Σύμφωνα με νέα μελέτη, ακόμη και μικρές αλλαγές στην ικανότητα μνήμης, σκέψης και λογικής, μπορούν να οδηγήσουν έναν ηλικιωμένο να αποφασίσει να σταματήσει την οδήγηση.

Η έκπτωση της γνωστικής λειτουργίας συμβάλλει στην απόφαση πολλών ηλικιωμένων να σταματήσουν να οδηγούν, περισσότερο από ό,τι η ηλικία ή οι σωματικές αλλαγές που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ, διαπίστωσαν οι ερευνητές.

Οι συνηθισμένες εξετάσεις εγκεφάλου, και ειδικά ο έλεγχος για τον εντοπισμό και της πιο ανεπαίσθητης έκπτωσης, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να λαμβάνουν ασφαλείς αποφάσεις για την οδήγηση, διατηρώντας παράλληλα την ανεξαρτησία τους, κατέληξε η μελέτη.

«Πολλοί ηλικιωμένοι οδηγοί έχουν επίγνωση των αλλαγών που τους συμβαίνουν καθώς γερνούν, συμπεριλαμβανομένης της υποκειμενικής γνωστικής έκπτωσης», δήλωσε ο ερευνητής Ganesh Babulal, αναπληρωτής καθηγητής νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις.

«Οι γιατροί θα πρέπει να συζητούν αυτές τις αλλαγές με τους ηλικιωμένους ασθενείς τους. Εάν ο κίνδυνος εντοπιστεί νωρίς, υπάρχει περισσότερος χρόνος για να υποστηριχθούν οι εναπομείνασες ικανότητες και δεξιότητες, παρατείνοντας το χρόνο που μπορούν να οδηγούν με ασφάλεια, και να προγραμματιστεί η μετάβαση σε εναλλακτικές επιλογές μεταφοράς προκειμένου να διατηρηθεί η ανεξαρτησία τους όταν έρθει η ώρα να σταματήσουν να οδηγούν» πρόσθεσε.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν 283 άτομα μέσης ηλικίας 72 ετών που οδηγούσαν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και δεν είχαν γνωστικές διαταραχές κατά την έναρξη της μελέτης.

Οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε εξετάσεις εγκεφάλου κάθε χρόνο για σχεδόν έξι χρόνια. Υποβλήθηκαν επίσης σε τομογραφίες εγκεφάλου και ανάλυση εγκεφαλονωτιαίου υγρού κάθε δύο έως τρία χρόνια, για την αναζήτηση πρώιμων ενδείξεων της νόσου Αλτσχάιμερ.

Από την αρχή της μελέτης, περίπου το ένα τρίτο των ατόμων πληρούσαν τα κριτήρια για τη νόσο Αλτσχάιμερ χωρίς συμπτώματα, με βάση τις μη φυσιολογικές πρωτεΐνες αμυλοειδούς και tau που βρέθηκαν στον εγκέφαλο και το νωτιαίο υγρό.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, 24 συμμετέχοντες σταμάτησαν να οδηγούν, 15 πέθαναν και 46 εμφάνισαν γνωστική εξασθένιση, δήλωσαν οι ερευνητές.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τρεις ήταν οι παράγοντες που προέβλεπαν ποιοι θα σταματούσαν να οδηγούν κατά τη διάρκεια της μελέτης: τα συμπτώματα γνωστικής εξασθένησης, η επιδείνωση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων για τη νόσο Αλτσχάιμερ και το φύλο.

Οι γυναίκες είχαν τετραπλάσιες πιθανότητες να σταματήσουν να οδηγούν από ό,τι οι άνδρες κατά τη διάρκεια της μελέτης.

«Γνωρίζουμε από προηγούμενες μελέτες ότι δεν υπάρχει διαφορά στην ικανότητα οδήγησης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτό που έχουμε δείξει σε προηγούμενες εργασίες είναι ότι οι γυναίκες έχουν συχνά μεγαλύτερη επίγνωση των ικανοτήτων τους, είναι πιο πρόθυμες να παραδεχτούν ότι δεν είναι πλέον σε θέση να οδηγούν με ασφάλεια και προετοιμάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό το μεταβατικό στάδιο σε σύγκριση με τους άνδρες οδηγούς. Οι άνδρες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να είναι ρεαλιστές όσον αφορά τις ικανότητές τους καθώς γερνούν», δήλωσε ο Babulal.

«Υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να προσαρμοστούν στις αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία. Τα προγράμματα αποκατάστασης οδηγών, συχνά υπό την καθοδήγηση εργοθεραπευτών, μπορούν να παρέχουν εξειδικευμένη εκπαίδευση και στρατηγικές για τους ηλικιωμένους οδηγούς ώστε να προσαρμοστούν στις σωματικές και γνωστικές αλλαγές για να διατηρήσουν την ικανότητα οδήγησης», πρόσθεσε.

«Τελικά, οι περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να σταματήσουν να οδηγούν, αλλά ξεκινώντας τη συζήτηση εγκαίρως, μπορούμε να υποστηρίξουμε καλύτερα την ανεξαρτησία και την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων», κατέληξε ο Babulal.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Neurology.

https://www.onmed.gr/