Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι

 Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι

Posted on  by planodion


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη

 

Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι

Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύ­σκο­λα. Ὁ δι­κη­γό­ρος εἶ­πε ὅ­τι ἂν δὲν κα­τα­φέ­ρουν νὰ μποῦ­νε στὸ νό­μο Κα­τσέ­λη, οἱ τρά­πε­ζες θὰ εἶ­ναι μὲ λυ­μέ­να τὰ χέ­ρια. Θὰ βγά­λουν τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σὲ πλει­στη­ρια­σμό. Στὰ νύ­χια στέ­κον­ται. Ἂν τὰ χρέ­η εἶ­χαν πρω­το­εμ­φα­νι­στεῖ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν μνη­μο­νί­ων, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος γύ­ρι­σε ἀ­νά­πο­δα τό­τε. Ἀλ­λὰ ἐ­δῶ τὰ χρέ­η ξε­κί­νη­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ δέ­να­νε τὰ σκυ­λιὰ μὲ τὰ λου­κά­νι­κα, ὁ­πό­τε κλά­φ’­τα.

        «Ἐν­τά­ξει ρὲ Θέ­μη, πὲς ὅ­τι δὲν ἔ­κα­να κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρέ­πει νὰ τὰ χά­σω ὅ­λα; Ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα χρω­στά­ει, μό­νο ἐ­γὼ εἶ­μαι;»

       «Ἠ­λί­α, δὲν ἔ­χει ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα ξε­νο­δο­χεῖ­ο στὴ Σαν­το­ρί­νη. Ἐ­γὼ θὰ κά­νω ὅ,τι μπο­ρῶ, ἀλ­λὰ ὁ δι­κα­στὴς δὲν εἶ­ναι χα­ζός».

        «Φέ­τος τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο θὰ δου­λέ­ψει. Θὰ δου­λέ­ψει κα­λά. Ἔ­φε­ρα hotel manager ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει καὶ σὲ ψυ­χί­α­τρο στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο. Θὰ βά­λω ἕ­να τέ­λος στὴν κα­τρα­κύ­λα. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, βο­ή­θη­σέ με νὰ τὸ σώ­σου­με».

        Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γό­ρα­σε τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο πρὶν 20 χρό­νια. Τὴ χρο­νιὰ ποὺ γνώ­ρι­σε τὴ Βα­σι­λι­κή. Πού­λη­σε τὸ ἀρ­γυ­ρο­χο­εῖ­ο ποὺ τοῦ ἄ­φη­σε ὁ πα­τέ­ρας του στὰ Γι­άν­νε­να καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ νη­σὶ ὅ­που γνω­ρί­στη­καν καὶ ἐ­ρω­τεύ­τη­καν. Ἔ­κα­ναν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια. Τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἀ­δέρ­φια καὶ ἤ­θε­λε με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια.

      Τὸν πρῶ­το και­ρὸ ζοῦ­σαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Στὸ πρῶ­το τη­λε­φώ­νη­μα ἀ­πὸ τὴν εἰ­σπρα­κτι­κή, ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­η ὅ­τι κά­ποι­ο λά­θος εἶ­χε γί­νει. Ὅ­ταν πῆ­γε στὴν τρά­πε­ζα νὰ ση­κώ­σει χρή­μα­τα καὶ εἶ­δε ὅ­τι ὁ κοι­νός τους λο­γα­ρια­σμὸς ἦ­ταν ἄ­δει­ος, ἔ­χα­σε τὴ γῆ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Πῆ­γε στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ χί­μη­ξε κα­τὰ πά­νω του μπρο­στὰ στοὺς πε­λά­τες. «Ἀ­λι­τή­ρι­ε, δὲν σκέ­φτη­κες τὰ παι­διά σου». Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τὰ πά­ρει καὶ θὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὴν ἄ­κου­σαν ὅ­λα τὰ Φη­ρά.

        Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔμ­πλε­ξε μὲ πα­ρέ­α. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­παι­ζαν μιὰ στὸ τό­σο. Ὅ­μως ἐ­πί­α­νε χαρ­τιὰ στὸ χέ­ρι καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να ἀ­κα­τα­μά­χη­το γαρ­γα­λη­τὸ στὰ σω­θι­κά του. Ἔ­χα­νε καὶ ξα­να­έ­χα­νε καὶ συ­νέ­χι­ζε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι για­τί ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ θὰ κερ­δί­σει. Τε­λι­κὰ ση­κω­νό­ταν κα­τα­χρε­ω­μέ­νος. Εἶ­χε πά­ρει τρί­α δά­νεια γιὰ ἐ­πι­σκευ­ὲς καὶ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὅ­λα φα­γω­μέ­να στὰ χαρ­τιά.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ τε­λι­κὰ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ποῦ νὰ πά­ει μὲ τέσ­σε­ρα παι­διὰ χω­ρὶς δε­κά­ρα; Συ­νέ­χι­σαν νὰ ζοῦν σὰν ξέ­νοι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια στέ­γη. Τὸν τι­μω­ροῦ­σε μὲ τὴ σι­ω­πὴ της σκά­βον­τας ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ τὴν τά­φρο τοῦ χω­ρι­σμοῦ τους.

        Ὁ δι­κη­γό­ρος τοῦ ἔ­δω­σε ραν­τε­βοὺ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη στὶς ὀ­κτώ­μι­ση ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ο. Τοῦ εἶ­πε νὰ ξυ­ρι­στεῖ καὶ νὰ φο­ρέ­σει κο­στού­μι. Ἂν οἱ ἐ­ρω­τή­σεις τῶν δι­κη­γό­ρων τῆς τρά­πε­ζας τὸν ζο­ρί­σουν, νὰ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν δι­κα­στὴ καὶ ὄ­χι αὐ­τούς.

        Ὁ Ἠ­λί­ας κα­τη­φό­ρι­σε πρὸς τὸ σπί­τι. Εἶ­δε στὸ δρό­μο ἕ­να ζευ­γά­ρι Κι­νέ­ζων, νε­ό­νυμ­φοι, νὰ φω­το­γρα­φί­ζον­ται μὲ θέ­α τὴν Καλ­ντέ­ρα. Θυ­μή­θη­κε τὸ τα­ξί­δι τοῦ μέ­λι­τος μὲ τὴ Βα­σι­λι­κή. Πό­σο τὴ λά­τρευ­ε. Πό­σα ἀ­πὸ ὅ­σα τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κε μπό­ρε­σε τε­λι­κὰ νὰ τῆς δώ­σει; Ἔ­πει­τα συλ­λο­γί­στη­κε τὰ ἀ­γό­ρια του. Ὁ με­γά­λος τέ­λει­ω­νε φέ­τος τὸ λύ­κει­ο. Τί μέλ­λον μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει; Μέλ­λον ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νο ὅ­πως τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο.

        Ἔ­φτα­σε σπί­τι. Ἡ Βα­σι­λι­κὴ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας καὶ ἔ­τρω­γε μό­νη.

        «Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι ἔ­ξω;»

        Δὲν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση. Πῆ­γε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί της στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Βα­σι­λι­κή, θέ­λω νὰ σοῦ ζη­τή­σω μιὰ χά­ρη. Αὔ­ριο εἶ­ναι τὸ δι­κα­στή­ριο. Αὔ­ριο στὶς ἐν­νιά το πρω­ί. Μπο­ρεῖς νὰ ἔρ­θεις μα­ζί μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ;» εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἄ­φη­σε τὸ κου­τά­λι. Ἔ­βα­λε τὶς πα­λά­μες ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Τί μὲ θές, Ἠ­λί­α; Νὰ φα­νοῦ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ζευ­γά­ρι; Νὰ μοι­ρα­στοῦ­με τὴν ντρο­πὴ πού ἔ­φε­ρες στὸ σπί­τι μας; Τί μὲ θὲς ἐ­μέ­να, μοῦ λές;»

        Ὁ Ἠ­λί­ας χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα. Κόμ­πια­σε. Ἅ­πλω­σε τὸ δε­ξὶ χέ­ρι καὶ τὴν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸν καρ­πό. Τὴν ἔσφι­ξε.

        «Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι, Βα­σι­λι­κή. Χω­ρὶς ἐ­σέ­να φο­βᾶ­μαι θὰ δι­α­λυ­θῶ. Στε­νεύ­ει ὁ κό­σμος καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ρω ἀ­νά­σα. Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι».

        Τὸν κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο.

        «Ἠ­λί­α, βγά­λ’ τὰ πέ­ρα μό­νος σου». Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να.

        Ὁ Ἠ­λί­ας ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, ὅ­πως κά­θε βρά­δυ. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ ξυ­πνη­τή­ρι, ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του ὅ­τι ἦ­ταν παι­δά­κι καὶ βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ πα­τρι­κοῦ του στὰ Γι­άν­νε­να, μὲ τὴ μά­να του νὰ τὸν μα­λώ­νει για­τί ἔ­κο­βε τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ὲς τοῦ κή­που.

        Ξύ­πνη­σε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος. Ἔ­ρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ντύ­θη­κε ἄ­ρον ἄ­ρον. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να νὰ πά­ρει τὸ χά­πι γιὰ τὴν πί­ε­ση. Βρῆ­κε τὴ Βα­σι­λι­κὴ νὰ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Μό­λις τὸν εἶ­δε, ση­κώ­θη­κε.

        «Πᾶ­με;» τοῦ εἶ­πε.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη (Πρέ­βε­ζα, 1983). Ἀ­πό­φοι­τη Νο­μι­κῆς Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Curiosity ανοίγει βράχο στον Άρη και βρίσκει τη μεγαλύτερη έκπληξη

  Το Curiosity ανοίγει βράχο στον Άρη και βρίσκει τη μεγαλύτερη έκπληξη Μια μεγάλη έκπληξη περίμενε το Curiosity rover που ερευνά τον πλανήτ...