Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΣΙΣΥΦΟΣ ΜΕ ΤΑ ΟΧΤΩ ΠΟΔΙΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ)

 Ο ΣΙΣΥΦΟΣ ΜΕ ΤΑ ΟΧΤΩ ΠΟΔΙΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Για το σημερινό λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα εύθυμο διήγημα ενός αγαπημένου συγγραφέα, του Τούρκου Αζίζ Νεσίν (1915-1995), που είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα αφού ευτύχησε να έχει μεταφραστή τον Έρμο Αργαίο (Ερμόλαο Ανδρεάδη). Στο ιστολόγιο είχαμε παρουσιάσει πριν από τέσσερα χρόνια ένα άλλο δικό του διήγημα (περιέργως, σχεδόν την ίδια ημερομηνία, τότε 10 Μαΐου).

Ο Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη, στα Πριγκιπονήσια, και έζησε κυρίως στην Πόλη. Ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από αυταρχικά καθεστώτα στην πατρίδα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μάχη ενάντια στον θρησκευτικό φανατισμό. Είχε αρχίσει να μεταφράζει τους Σατανικούς στίχους και το 1993, ενώ συμμετείχε σε μια εκδήλωση Αλεβιτών στη Σεβάστεια (Σιβάς) ένα πλήθος φανατικών περικύκλωσε το κτίριο και έβαλε φωτιά -με 37 θύματα.

Το 1957 ο Νεσίν ίδρυσε το Ίδρυμα Νεσίν, που το προικοδότησε με τα συγγραφικά του δικαιώματα. Δέχεται κάθε χρόνο ως υπότροφους τέσσερα άπορα παιδιά και αναλαμβάνει τη στέγη, την τροφή και την εκπαίδευσή τους μέχρι την ενηλικίωση.

Τα πρώτα βιβλία του Νεσίν, όπως η συλλογή διηγημάτων Ο καφές και η δημοκρατία, τα είχα διαβάσει μικρός στην πατρική βιβλιοθήκη.

Το σημερινό διήγημα είχε δώσει τον τίτλο σε συλλογή διηγημάτων που είχε εκδοθεί το 1972 από τις εκδόσεις Διογένης, εξαντλημένο πια. Εκεί το πρωτοδιάβασα και με είχε εντυπωσιάσει. Δεν είναι ξεκαρδιστικά εύθυμο, κάθε άλλο. 

Tο διήγημα του Νεσίν έχει στα τουρκικά τον τίτλο Sekiz ayaklι Sisifus (σεκίζ = οχτώ, αγιάκ = πόδι). Ωστόσο, απ’ όσο είδα, δεν υπάρχει στα τουρκικά συλλογή διηγημάτων του Αζίζ Νεσίν με αυτό τον  τίτλο -ο Έρμος Αργαίος προφανώς διάλεξε μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Νεσίν και δεν μετέφρασε αυτούσια μια συλλογή του. 

Για την εδώ δημοσίευση πήρα το κείμενο από το Λογοτεχνικό ιστολόγιο, που το έχει πάρει από τη  δημοσίευση του διηγήματος στην Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 143-4, Νοε-Δεκ 1966).

Ο Σίσυφος με τα οχτώ πόδια

Αυτό συμβαίνει σ’ όλους μας: Υπάρχουν τύποι ανθρώπων, που από την πρώτη γνωριμία, αισθανόμαστε απώθηση γι’ αυτούς· είτε από την ασκήμια τους, είτε από την χοντροκοπιά τους, είτε από τα χυδαία καμώματά τους, ή και για λόγους ανεξήγητους… Όταν όμως αρχίζουν να μιλούν κάτι τέτοιοι, τα πρώτα μας συναισθήματα γι’ αυτούς αλλάζουν, και με τον λόγο τους απλώνουν μπροστά μας την ομορφιά του εσωτερικού τους κόσμου. Και πίσω απ’ εκείνη τη φαινομενική ψυχρή εξωτερική τους εμφάνιση αποκαλύπτεται η κρυμμένη ζεστασιά της ψυχής τους. Και με τα έργα και τις πράξεις τους γίνονται ακόμα πιο ωραίοι.
Υπάρχουν και κάτι ζώα αντιπαθητικά, που μας προκαλούν αηδία, αποστροφή και φόβο. Όπως το φίδι, το ποντίκι, ο σκορπιός, ή σαρανταποδαρούσα… Και ποιο είναι αυτό το συναίσθημα: Καλά – καλά ούτε φόβος είναι, ούτε σιχασιά… Ίσως να ‘ναι λίγο απ’ όλα, κάτι που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί…
Εγώ αντιπαθώ τις αράχνες και τα έντομα αυτής της κατηγορίας. Τις σιχαίνομαι περσότερο και από τα φίδια και από τα ποντίκια.

     Χτες Πέμπτη, ήμασταν απένταροι στο σπίτι… Όμως πρέπει να βγάλω λίγα λεφτά, για να έχει να φάει η οικογένεια την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή. Η Δευτέρα είναι αρχή της βδομάδας, όπως και να ’ναι θα καταφέρω από κάπου να βρω λεφτά. Και για να ζήσω πρέπει να γράφω διηγήματα… Αν μπορούσα να ‘γραφα ένα διήγημα την Παρασκευή, θα το πήγαινα αμέσως στο περιοδικό και θα ‘παιρνα λεφτά.
Την Παρασκευή το πρωί στρώθηκα στο γραφείο μου για να γράψω διήγημα. Άνοιξα τους φακέλους με τα θέματα για διηγήματα, τρεις φάκελοι γεμάτοι θέματα… Ξεφύλλισα μια προς μια τις σελίδες κι έριξα μια ματιά στα θέματα που έχω σημειώσει: Απ’ τα δέκα θέματα, που έχω διαλέξει, δεν έχει ωριμάσει κανένα ακόμα στο μυαλό μου. Ίσως να φταίει και η μέρα… Όμως πρέπει να γράψω το διήγημα για να πάρω λεφτά… Στριφογυρίζω στην καρέκλα μου…
Να γράψω αυτό το διήγημα… Όχι δεν είναι καλό… Να γράψω το άλλο, κι αυτό δεν μου αρέσει… Το πόσο δύσκολο και βασανιστικό είναι, να εξασφαλίσει κανείς τη ζήση του με την πέννα του, σε μια καθυστερημένη χώρα, δεν μπορούν να το ξέρουν οι άλλοι, δεν μπορούν να το καταλάβουν. Κι αυτό που γράφεις να ‘ναι διήγημα, όχι χρονογράφημα σε εφημερίδα…
Στριφογυρίζω πάνω στην καρέκλα μου… Καπνίζω το ‘να πάνω στ’ άλλο. Το μεγάλο μπακιρένιο τάσι που χρησιμοποιώ για τασάκι, γέμισε αποτσίγαρα, ξεχειλάει. Πίνω τσάι.
Χτυπάει η πόρτα… Ν’ άκουγαν τουλάχιστο από μέσα το κουδούνι της πόρτας… Μόλις είχα καταφέρει να τσακώσω ένα διήγημα και το κουδούνι της πόρτας κομμάτιασε τη σκέψη μου. Ξαναχτύπησε το κουδούνι. Γιατί δεν ακούν από μέσα; Στο τρίτο κουδούνισμα πήγα κι άνοιξα την πόρτα. Ήταν το παιδί του γείτονα που ζητούσε κάτι…
Ξανακάθομαι στο γραφείο μου… Αναποδιά, αυτή τη φορά το ραδιόφωνο έχει ένα ελεεινό τραγούδι αλά-τούρκα. Να τέλειωνε αυτό το τραγούδι… Δεν θέλω να σηκωθώ απ’ τη θέση μου, για να μην κοπεί το νήμα των ιδεών μου. Όμως δεν γίνεται αλλιώς… Σηκώνομαι και κλείνω το ραδιόφωνο…
Τώρα ακούγεται από μέσα φασαρία, φωνές, κακό… Αν τους φωνάξω κι εγώ «Σωπάστε!», θα μου θυμώσουν… Όλοι μπορούν να με μαλώσουν, όμως εγώ δεν μπορώ να τους μαλώσω. Γιατί αυτοί έχουν πάντα δίκιο.
Ξαναχτυπάει η πόρτα… Ήρθε ο γαλατάς… Το διήγημα… Το κουδούνι… Ο γαλατάς φωνάζει από κάτω: «Γαλατάαας!…»
Ειδοποιώ τους μέσα: «Ήρθε ο γαλατάς…»
«Έχουμε, δεν θέλουμε… Να μας φέρει αύριο…»
Φωνάζω απ’ την πόρτα στον γαλατά που είναι κάτω:
«Έχουνε, λέει, γάλα. Να φέρεις αύριο…»
Το διήγημα… Προσπαθώ να το γράψω σήμερα…
Έρχεται κάποιος από μέσα και λέει κάτι. Κάτι που δεν γράφεται, που δεν λέγεται… Ύστερα απ’ αυτή την κουβέντα πρέπει να πάω σ’ ένα σπίτι ανάπαυσης να μείνω ένα μήνα τουλάχιστο, για να μπορέσω να ξεκουραστώ και να ‘ρθω στα συγκαλά μου… Όμως εγώ προσπαθώ σήμερα να γράψω διήγημα, και να πάρω λεφτά γι’ αυτό.
Πήγα στην τουαλέτα… Δεν ήταν απαραίτητο να πάω στην τουαλέτα, όμως πήγα…
Στον πάτο της μπανιέρας μια μικρή αράχνη. Μια αράχνη με κόκκινη κοιλιά. Δεν είναι απ’ αυτές τις γνωστές, που πλέκουν τον ιστό τους στους τοίχους, είναι ένα άλλο είδος.
Βλέπω κι άλλες φορές έντομα στη μπανιέρα. Χύνω αμέσως ένα τάσι νερό, το έντομο παρασύρεται από το νερό στην τρύπα της μπανιέρας κι εξαφανίζεται…
Εκείνη τη μέρα δεν έχυσα νερό στην μπανιέρα. Η αράχνη σκαρφαλωμένη στα άσπρα γυαλιστερά τοιχώματα της μπανιέρας προσπαθούσε να σωθεί. Σκαρφαλώνει λίγο και πέφτει, επειδή τα πόδια της δεν μπορούν να πιαστούν στη γυαλιστερή φαγιάντσα. Αρχίζει πάλι να σκαρφαλώνει απ’ εκεί που έπεσε, και ξαναπέφτει. Πάλι σκαρφαλώνει, πάλι πέφτει… Άσ’ την να πέσει. Όπως και να ναι, δεν θα γλιτώσει απ’ εδώ η αράχνη. Γι’ αυτό και δεν θέλω να χύσω νερό, να φύγει απ’ την τρύπα προς τα κάτω. Ούτε και την πατάω για να ψοφήσει… Γιατί και ο θάνατος θα είναι λυτρωμός για την αράχνη. Γιατί, σκοτώνοντάς την, τη γλιτώνω απ’ τη λευκή της κόλαση, απ’ όπου δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να σωθεί. Αφήνω τη μικρούλα αράχνη μέσα στην κατάλευκη φυλακή της…
Κάθομαι στο γραφείο μου… Αρχίζω και σκαλίζω τους φακέλους με τα θέματα για διηγήματα…
Τόσα χρόνια είμαι συγγραφέας. Όπως και να ‘ναι, με την εμπειρία που έχω θα σκαρώσω ένα διήγημα. Όμως παρόλα αυτά δεν είναι και τόσο εύκολο να γράψεις ένα διήγημα. Ο νέος συγγραφέας δεν δυσκολεύεται σ’ αυτό. Οι παλιοί όμως συγγραφείς δεν μπορούν να το κάνουν, γιατί όλων η προσοχή είναι στραμμένη πάνω τους. Ουφφφ… Πρέπει να γράψω ένα καλό διήγημα, προσπαθώ να το γράψω…
— Άιντε τρώμε!…
Τρώμε για μεσημέρι, κι ακόμα να γραφεί το διήγημα…
Μετά το φαγητό κάθομαι στο γραφείο μου. Ας γράψω ετούτο… Αυτοί που δείχνουν πως μας αγαπούν πολύ, μας εγκαταλείπουν πρώτοι. «Τώρα πια δεν μπορεί να γράψει όπως άλλοτε», λένε, και μ’ αυτόν τον τρόπο μας εκδικούνται στα κρυφά. (Το ωραίο είναι ότι θα χαρεί πολύ και ο διευθυντής του περιοδικού αν γράψω κανένα κακό διήγημα. «Πού είναι εκείνα τα παλιά διηγήματα… Δεν μπορεί πια να γράψει όπως πρώτα», θα πει στους γύρω του).
Πηγαίνω στην τουαλέτα. Γιατί πηγαίνω; Να, έτσι… Η αράχνη είναι ακόμα στη μπανιέρα… Δεν μπόρεσε να γλυτώσει απ’ την άσπρη φυλακή της. Ωχ, καλύτερα να μη γλιτώσει… Σκαρφαλώνει, πέφτει… Ξανά σκαρφαλώνει… Όπως και να ‘ναι δεν θα γλιτώσει απ’ αυτό το άσπρο πηγάδι, γιατί να τη σκοτώσω και να τη λυτρώσω απ’ αυτή την τυραννία;
Πολλά πράγματα είπανε οι άνθρωποι για τον άνθρωπο, και τον περιγράψανε κατά διάφορους τρόπους. Ο άνθρωπος είναι ζώο που γελάει», είπανε. «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω», είπανε. «Ο άνθρωπος είναι σκεπτόμενο ζώο», είπανε. «Ο άνθρωπος μιλάει, είναι λογικό ζώο», είπανε. «Ο άνθρωπος είναι το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας», είπανε…
Κατά τη γνώμη μου, ο άνθρωπος είναι το ζώο που βασανίζει. Γιατί δεν υπάρχει στην πλάση ζώο πιο σκληρό απ’ τον άνθρωπο… Όμως κι αυτός ο ορισμός δεν είναι τέλειος. Το σωστό είναι αυτό: «Ο άνθρωπος είναι ζώο που βασανίζει και που βασανίζεται».
Αφήνω την αράχνη στο μαρτύριό της και γυρίζω στα δικά μου βάσανα. Όπου και να ‘ναι θα βραδιάσει… Πότε θα γράψω το διήγημα; Διαλέγω απ’ τις σημειώσεις μου το θέμα που μου αρέσει κάπως για το διήγημα. Αρχίζω να ετοιμάζω τον σκελετό. Χτυπάει πάλι η πόρτα… Από μέσα ακούγονται φασαρίες… Έξω καυγαδίζουν.
Έρχεται ένας μουσαφίρης, ένας φίλος μου!… Πάει το διήγημα… Καθόμαστε και πίνουμε τσάι… Ένα σωρό κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες… Αν μπορούσα, λέει, να του δανείσω είκοσι λίρες. Ώστε κι αυτός έχει ανάγκες.
Πάει το διήγημα… Ήρθε ο εισπράχτορας του ηλεκτρικού… «Αφήστε την απόδειξη, πάμε αργότερα και πληρώνουμε μόνοι μας», του λέω.
Το κουδούνι… φωνές…. το διήγημα… η αράχνη στο μπάνιο…
— Έλα να φάμε!…
Ενώ πλένω τα χέρια μου στην τουαλέτα παρατηρώ την αράχνη, ακόμα σκαρφαλώνει, ακόμα πέφτει και κυλιέται, ακόμα σκαρφαλώνει…
Τρώμε για βράδυ. Μετά το φαγητό… Τι κατσούφης άνθρωπος που είμαι, και τι γκρινιάρης… Γέλασε λίγο καημένε, παίξε με τα παιδιά σου…
Έρχονται πάλι τρεις μουσαφίρηδες. Για μια στιγμή πάω στην τουαλέτα, κοιτάζω την αράχνη. Ακόμα παιδεύεται. Ωωωχ, δεν θα γλιτώσει…
Φεύγουν οι μουσαφίρηδες. Οι δικοί μου κοιμούνται.
Η αράχνη στη μπανιέρα, κι εγώ στο γραφείο μου…
Τέλειωσε και η εκπομπή του ραδιόφωνου. Ωωωχ, ησυχία. Τώρα μπορώ να γράψω ένα καλό διήγημα. Ετοιμάζω ένα σωρό σχέδια. Δεν μου αρέσει κανένα. Ξαναγράφω… Δεν γίνεται τίποτα. Αφήνω το ένα και πιάνω το άλλο.
Αυτή τη νύχτα θα γράψω το διήγημα, αύριο Σάββατο πρωί – πρωί το πάω στο περιοδικό και παίρνω τα λεφτά… Αλλιώς, Κυριακάτικα θα είμαι άψιλος…
Με πιάνει ύπνος για καλά. Σηκώνομαι και κόβω βόλτες στο δωμάτιο. Αρχίζω και ξαναγράφω. Για να ξενυστάξω πάω στην τουαλέτα και νίβομαι με κρύο νερό. Η αράχνη στην μπανιέρα… Δεν μπορεί να γλιτώσει.
Ξαναγυρίζω στο γραφείο μου. Αυτό το διήγημα δεν είναι καθόλου εύθυμο. Οι αναγνώστες μου ζητούν από μένα να τους κάνω να ευθυμήσουν. Άλλωστε για τέτοιου είδους διηγήματα με πληρώνει το περιοδικό…
Γέρνει το κεφάλι μου πάνω στο χαρτί… Αρχίζω και κουτουλάω…
Κοιτάζω την ώρα: τρεισήμισι…
Με τέτοια νύστα, δεν θα μπορέσω να γράψω. Καλύτερα να πέσω να κοιμηθώ· σηκώνομαι αύριο νωρίς και γράφω αμέσως το διήγημα. Σα να μισοτελείωσε… Και στον ύπνο μου, μπορεί να προχωρήσει το διήγημα… Άλλωστε κοντεύει να ξημερώσει. Σε δυο – τρεις ώρες θα βγει ο ήλιος…
Προτού να πέσω, πήγα στην τουαλέτα. Κοίταξα την αράχνη και δεν βγήκα έξω. Μου κίνησε το ενδιαφέρον η φοβερή αυτή προσπάθεια του μικροσκοπικού πλάσματος. Έφυγε ο ύπνος μου. Κάθισα στην άκρη της μπανιέρας και άρχισα να χαζεύω…
Το σώμα της έχει δυο τμήματα, το πίσω είναι μεγαλύτερο. Το μπροστινό τμήμα έχει κοκκινωπό χρώμα, και το πίσω ακόμα πιο ζωηρό, κόκκινο. Έχει οχτώ πόδια, τα τέσσερα δεξιά και τα τέσσερα αριστερά… Μ’ αυτά τα οχτώ πόδια προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην άσπρη φαγιάντσα, μα όλο πέφτει, πέφτει… Χτυπιέται στο νερό που είναι μαζεμένο στον πάτο της μπανιέρας. Καταφέρνει να γλιτώσει απ’ το νερό. Παραπατάει λίγο, και αφού ξεκουραστεί ένα διάστημα, ξαναρχίζει το σκαρφάλωμα. Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει, και ξαναπέφτει. Αυτή τη φορά πέφτει ανάσκελα. Χτυπιέται συνέχεια, με τα οχτώ πόδια στον αέρα… Καταφέρνει να στηρίξει κάπου το ένα πόδι κι έρχεται το κορμί της στην κανονική θέση. Στέκεται έτσι. Είναι φανερό πως δεν έχει κουράγιο να κουνηθεί. Κουράστηκε ολότελα με την προσπάθειά της να γλιτώσει από τη λευκή αυτή φυλακή. Φαίνεται πως περιμένει τον θάνατό της! Όχι, όχι, πάλι περπατάει. Ξαναρχίζει την προσπάθεια… Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει… Μεμιάς γλιστράει και πέφτει…
Σα να είχα ξυπνήσει από βαθύν ύπνο… Πηγαίνω στο δωμάτιό μου, και ψάχνω στη «Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια» το λήμμα «Αράχνη». Παίρνω τον τόμο εκείνο της εγκυκλοπαίδειας κι έρχομαι στο μπάνιο. Η αράχνη σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει και πέφτει· κι εγώ διαβάζω στην εγκυκλοπαίδεια για την αράχνη.
Η αράχνη όμως δεν το βάζει κάτω και, παρόλο ότι είναι αράχνη, δεν θέλει να παραδεχτεί την ήττα της, στον απελπισμένο αγώνα να σωθεί από την άσπρη φυλακή της.
Στο μπάνιο διχάστηκε η προσωπικότητά μου. Λέει ο ένας «εαυτός μου» στον άλλον: «Δεν έχεις καθόλου ανθρωπιά, δεν τη λυπάσαι καθόλου, σκότωσέ την να γλιτώσει η καημένη αράχνη…». Απαντάει ο άλλος εαυτός μου: «Ας γλιτώσει μόνη της…».
Τσακώνομαι με τον εαυτό μου. Θέλω να σκοτώσω την αράχνη για να τη λυτρώσω. Όμως τρέφω βαθύτατο σεβασμό στον αγώνα της για την επιβίωσή της που λυπάμαι να τη σκοτώσω, δεν πάει το χέρι μου… Είναι δικαίωμά του να ζήσει ο Σίσυφος αυτός με τα οχτώ πόδια…
— Άιντε Σίσυφε, γλίτωσε τον εαυτό σου!… Εμπρός!… Νίκησε τα άσπρα ντουβάρια αυτής της φυλακής!…
Αν θες να τη γλιτώσεις την αράχνη, βγάλ’ την έξω και άφησέ την σ’ ένα ίσιο μέρος την καημένη… Να νιώσει τη λευτεριά της… Όχι, δεν τη γλιτώνω γιατί τη σιχαίνομαι…
Αν γλιτώσει, τότε θα τη σκοτώσω, θα την τσαλαπατήσω και θα την πετάξω απ’ την τρύπα… Όμως δεν γλιτώνει για να τη σκοτώσω.
Η μπανιέρα έχει τέσσερα τοιχώματα. Τα τρία απ’ αυτά είναι όρθια και το ένα πλαγιαστό… Μη μπορώντας η αράχνη να βγει από τα τρία όρθια τοιχώματα τράβηξε στο πλαγιαστό. Είναι κάτι το φοβερό, πολύ φοβερό… Πώς το ’παθε και πήγε στο πλαγιαστό τοίχωμα; Ούτε οι γνώσεις την οδήγησαν, ούτε το ένστικτο… Ξεπέρασε και το ένστικτο αυτή η προσπάθειά της… Πώς διάλεξε το πλαγιαστό τοίχωμα η αράχνη; Με την αναζήτηση… Μη μπορώντας να καταφέρει τίποτα ύστερα από την εικοσάωρη προσπάθεια με τα όρθια τοιχώματα, κατευθύνεται τώρα στο πλαγιαστό. Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει… Κουράγιο… Έφτασε στη μέση. Στέκεται λίγο και ξεκουράζεται. Πάλι σκαρφαλώνει. Όταν πάει να πέσει, αλλάζει πορεία, πηγαίνει απ’ τα πλάγια. Να μου ζήσεις αράχνη, ζήτω· δικαίωμά σου να ζήσεις αράχνη… Ανέβα αυτό το ντουβάρι, φτάσε στην κορφή, ύστερα θα σε σκοτώσω…
Πέφτει… Κρίμα. Παρ’ ολίγο να ’φτανε στο τέρμα…
Ξεκουράζεται, συγκεντρώνει δυνάμεις και ορμάει στο ντουβάρι… Σκαρφαλώνει, σκαρφαλώνει… Άιντε μπρε αράχνη, κουράγιο!… Στέκεται για μια στιγμή, ξεκουράζεται και συνεχίζει το σκαρφάλωμα. Άιντε κι έμεινε λίγο ακόμα… Κουράγιο!
Ανεβαίνει η αράχνη και φτάνει στο ίσιωμα της μπανιέρας. Στέκεται λίγο εκεί κι ύστερα αρχίζει να τρέχει μ’ όλη τη δύναμή της…
Θα την τσαλαπατήσω. Θα τη σκοτώσω γιατί τη σιχαίνομαι.
Όχι, όχι… Δεν μου έρχεται να τη σκοτώσω. Τρέφω μεγάλη εκτίμηση στην αράχνη που κατάφερε να γλιτώσει από την κόλαση της φυλακής της… Να μου ζήσεις αράχνη, ζήτω, Σίσυφε με τα οχτώ πόδια, σου ανήκει η ζωή…
Βγαίνω απ’ το μπάνιο. Ξημέρωσε, έγινε πρωί. Ώρα: έξι…
Είχα παρακολουθήσει δυόμισι ώρες τη μάχη της αράχνης με τα ντουβάρια, με κατάληξη τη νίκη.
Χαιρετίζω την αυγή, καλημέρα της… Σκέφτομαι τον λαό μου, τους ανθρώπους που σκαρφαλώνουν στα ντουβάρια..
Δεν έχω καθόλου ύπνο. Κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω τον «Σίσυφο με τα οκτώ πόδια». Τελειώνει το διήγημά μου. Όμως η ώρα είναι μία μετά το μεσημέρι. Σάββατο μέρα, ύστερα απ’ αυτή την ώρα δεν είναι κανένας στο περιοδικό… Τι να κάνουμε, θα περάσουμε αυτή την Κυριακή στο σπίτι δίχως λεφτά.

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνθρωποι παράσιτα, που έχουν μάθει να στηρίζονται πάντα στους άλλους

  Άνθρωποι παράσιτα, που έχουν μάθει να στηρίζονται πάντα στους άλλους -Κική Γιοβανοπούλου- GynaikaEimai 22 Ιανουαρίου 2025 Είναι κι αυτοί π...