Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ

 Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


19 Απριλίου, 2024


Το  2024 είναι έτος Βάρναλη, αφού συμπληρώνονται 140 χρόνια από τη γέννησή  του και 50 από τον θάνατό του. Διοργανώνονται λοιπόν και πολλές εκδηλώσεις για τον ποιητή. Τις τελευταίες μέρες πήρα μέρος σε τρεις εκδηλώσεις με θέμα τον Βάρναλη. Στις 8 Απριλίου πήρα μέρος στην  παρουσίαση του βιβλίου Καρναβα(ρνα)λικά του Βασίλη Αλεξίου, στις 13 Απριλίου μίλησα προσκαλεσμένος της Στάσης στο Καλαμάκι για τον  Βάρναλη μέσα από τα χρονογραφήματά του και στις 15 Απριλίου συμμετείχα σε εκδήλωση  στο Χαλάνδρι όπου μίλησα για τον δημοσιογράφο Κ. Βάρναλη. Το βιβλίο του Αλεξίου το έχω ήδη παρουσιάσει στο ιστολόγιο, οπότε σήμερα θα παρουσιάσω την  ομιλία μου στο Καλαμάκι, που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό και όσα είπα στο Χαλάνδρι -αν και αυτή η τελευταία ομιλία ήταν πολύ πιο σύντομη (Πολύ καλή ήταν  η  εισήγηση του φίλου Θέμη Κοτσιφάκη στο Χαλάνδρι, με θέμα τα μελοποιημένα ποιήματα του Βάρναλη, ίσως παρουσιάσω κάποτε κάτι σχετικό). 

Πολλά από αυτά που είπα τα έχω ήδη αναφέρει είτε σε προλόγους βιβλίων μου για τον Βάρναλη είτε σε άρθρα του ιστολογίου, αλλά ελπίζω πως δεν  είναι όλα γνωστά σε όλους.

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ομιλία στον  Άλιμο,  στον πολυχώρο της ΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ, 13 Απριλίου 2024

Καλησπέρα σας,  σας  ευχαριστώ που ήρθατε εδώ να  με ακούσετε, ευχαριστώ και τη ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ για την πρόσκληση, τον φίλο Σταύρο Παπαγιαννόπουλο που μου έκανε την  πρόταση και τη Σίτσα Καραμπάτη που ανέλαβε τα οργανωτικά.

Θα  μιλήσουμε για τον Κώστα Βάρναλη, εδώ στον Άλιμο, που εγώ τον έμαθα να τον λέω Καλαμάκι, όπως Καλαμάκι το έλεγε και ο Βάρναλης, ο οποίος μάλιστα έμενε εδώ· όπως έχει ερευνήσει ο αγαπητός Αριστείδης Θωμόπουλος, όταν το 1975 ο Δήμος Αλίμου αποφάσισε τη μετονομασία της οδού Β. Γεωργίου Α’ σε Κώστα Βάρναλη, αιτιολόγησε την απόφαση με το επιχείρημα ότι ο μεγάλος ποιητής  ήταν «δημότης και επί  σειρά ετών κάτοικος» της πόλης και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι έμεναν, αυτός και η Δώρα Μοάτσου, και στο Καλαμάκι, παρόλο που διατηρούσαν πάντοτε κατοικία στην Αθήνα, αρχικά στο Κολωνάκι και από το 1958 στο Παγκράτι, στη Σπύρου Μερκούρη.

Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες, όπως της κ. Λίνας Πετράκη, που είναι εδώ μαζί μας απόψε και είναι βαφτισιμιά του Βάρναλη, βλέπετε και τη φωτογραφία άλλωστε, ότι η παρέα Μοάτσου-Βάρναλης, Γιοφύλλης, Αλεξίου  μαζεύονταν κάθε Καθαρή Δευτέρα στο σπίτι της γιαγιάς της, της Στέλλας Επιφανίου-Πετράκη, Καλλέργη 5 και Πλάτωνος ή ότι στη δεκαετία του 60 ο Βάρναλης  σύχναζε στα καφενεία της Θουκυδίδου, πχ στου Κριμπένη ή ότι εκείνος ήθελε να μένει στην Αθήνα κι έτσι πηγαινοερχόταν ενώ η Δώρα Μοάτσου προτιμούσε το Καλαμάκι.

Υπάρχει μάλιστα και η άποψη ότι ο Τριβέλας, που εμφανίζεται στον πρόλογο των Σκλάβων  Πολιορκημένων να πειράζει τον «Κωσταντή» (κι αν σε πείραζε κανένας  – αχ εκείνος ο Τριβέλας!) έχει κάποια σχέση με τη γνωστή καλαμακιώτικη ταβέρνα του Τριβέλα, αλλά σε αυτό έχω επιφυλάξεις· προτιμώ  να σκεφτώ πως  ο Βάρναλης διάλεξε το όνομα του πειραχτηριού επειδή  το τριβέλι-τρυπάνι κεντάει, τσουχτερά, όπως και το πείραγμα.

Πάντως, παρόλο που γνωρίζουμε συγκεκριμένα πού έμενε στην Αθήνα ο Βάρναλης με τη Δώρα Μοάτσου, ας πούμε στη Σπύρου Μερκούρη  από το 1958 και μετά και πιο πριν στην οδό Δημοχάρους 43, και ακόμα πιο πριν Ιασίου 4Α, Θησέως 7, Ζαλοκώστα 9, δεν έχει διαπιστωθεί με ακρίβεια πού βρισκόταν η κατοικία του στο Καλαμάκι. Ίσως κάποιος τοπικός ερευνητής κάποτε το εντοπίσει.

Αλλά να έρθω στο θέμα μου, που είναι ο Βάρναλης μέσα από τα χρονογραφήματά του. Ο Βάρναλης, βέβαια, ποιητής είναι κατά κύριο λόγο, σαν ποιητής έχει κερδίσει την αθανασία, ή έστω σαν  λογοτέχνης, για να το διευρύνουμε, αφού στη δημιουργική του δεκαετία, όπως ονόμασε ο Γιάννης Δάλλας την περίοδο 1922-1933, ο Κώστας Βάρναλης ασχολήθηκε εξίσου με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία (Λαός των Μουνούχων, Αληθινή απολογία του Σωκράτη) ή με το δοκίμιο (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική).

Ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι λογοτέχνες, ο Βάρναλης είχε και μακρόχρονη αλλά και πολύ δημιουργική συνεργασία  με εφημερίδες, μια συνεργασία που ήταν άλλωστε και βιοποριστικά απαραίτητη: μετά την απόλυσή του για πολιτικούς λόγους από τη Μέση Εκπαίδευση, ο ποιητής βρέθηκε στην ανάγκη να κερδίζει το ψωμί του με την πένα του, δουλεύοντας πρώτα ως συνεργάτης σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες κι έπειτα με τακτική, και αργότερα καθημερινή, συνεργασία με εφημερίδες.

Οπότε, η ενασχόληση του Βάρναλη με το χρονογράφημα είναι απόρροια της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφία, και ο χρονογράφος Βάρναλης είναι συνέχεια του δημοσιογράφου Βάρναλη, που είναι άλλωστε και το επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε, από την Αυγή το 1958, αφού δεν του αναγνωρίστηκε συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική θητεία του στην εκπαίδευση (1908-1926).

Θυμίζω επιτροχάδην ότι ο Βάρναλης, γεννημένος στον Πύργο της Βουλγαρίας, από πατέρα που καταγόταν από τη Βάρνα, ήρθε με υποτροφία στην Ελλάδα και σπούδασε στη Φιλοσοφική και από το 1908 εργαζόταν στη Μέση  Εκπαίδευση. Το 1919 παίρνει υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι και εκεί δέχεται και τα μηνύματα της Οκτωβριανής Επανάστασης και ασπάζεται τον κομμουνισμό.

Η σταδιοδρομία του Βάρναλη στη μέση  εκπαίδευση έληξε πρόωρα όταν ο ποιητής βρέθηκε μπλεγμένος στο λεγόμενο σκάνδαλο των Μαρασλειακών, που ήταν η επιτυχημένη τελικά προσπάθεια των αντιδραστικών κύκλων να ακυρώσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1923-24, μεταρρύθμιση που είχε βρει την υλοποίησή της στη δημιουργία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας με επικεφαλής τον Δημήτρη Γληνό και στην αναβάθμιση του Μαράσλειου Διδασκαλείου με τον Αλέξανδρο Δελμούζο.

Πράγματι, ο Βάρναλης προσκλήθηκε στην Παιδαγωγική Ακαδημία για να διδάξει νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά λίγες μέρες μετά την έναρξη της λειτουργίας της, τον Νοέμβριο του 1924, άρχισε από τις στήλες της Εστίας η πολεμική εναντίον της Ακαδημίας και του Γληνού, εστιασμένη στα «αντιπατριωτικά» γραφτά του Βάρναλη, δηλαδή σε επιλεγμένους στίχους από το Φως που καίει, που το είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα. Η επίθεση της Εστίας ήταν ένα σημείο καμπής, διότι ως τότε όλες οι επιθέσεις ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό προέρχονταν από τη βασιλόφρονα παράταξη, ενώ η Εστία ήταν φιλικά διακείμενη προς τους βενιζελικούς.

Τότε ήταν που στάλθηκε και στον πρωθυπουργό, τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, το Φως που καίει του Βάρναλη, με σημειωμένες τις σελίδες που έπρεπε να διαβάσει ο πρωθυπουργός για να δει πόσο αντιπατριωτικός είναι ο Βάρναλης. Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του ρουφιάνου είναι ότι πάνω στο εξώφυλλο γράφει «Το κτήνος είναι και κωφόν» -ξέρουμε ότι ο μεγάλος ποιητής ήταν βαρήκοος.

Τελικά ο Βάρναλης τιμωρήθηκε με 6μηνη παύση. Η τιμωρία του Βάρναλη προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών και λογοτεχνών, όχι μόνο αριστερών. Τον Απρίλιο του 1925 κυκλοφόρησαν δυο κείμενα διαμαρτυρίας, ένα από πολιτικούς και λογίους της Αθήνας, και άλλο ένα από λογίους της Αλεξάνδρειας, στο οποίο φιγουράρει και η υπογραφή του Κ.Π.Καβάφη -και είναι, απ’ όσο ξέρω, η μοναδική φορά που ο Καβάφης υπέγραψε συλλογικό κείμενο. Μετά την επιστροφή του, τον  μετέθεσαν δυσμενώς στα Χανιά, εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση.

Μετά την παραίτησή του, αρχίζει η τακτική συνεργασία του Βάρναλη με εφημερίδες. Φυσικά, ακόμα και τον καιρό που υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος, ο Βάρναλης είχε δημοσιεύσεις σε διάφορες εφημερίδες, όμως σποραδικές και ευκαιριακές. Η τακτική συνεργασία του αρχίζει μετά.

Πρώτη τακτική, αν και βραχύβια, συνεργασία του Βάρναλη με εφημερίδα ήταν το 1926 όταν, με έξοδα της αθηναϊκής εφημερίδας Πρόοδος, μεταβαίνει ως ανταποκριτής στο Παρίσι και από εκεί στέλνει μια σειρά ανταποκρίσεις, άλλες αισθητικές και άλλες ταξιδιωτικές. Αυτή η πρώτη συνεργασία διάρκεσε λίγους μήνες και σήμερα τα κείμενα αυτά περιλαμβάνονται στο βιβλίο Γράμματα από το Παρίσι (Αρχείο 2013) σε δική μου επιμέλεια.

Για αρκετά από τα επόμενα χρόνια ο Βάρναλης θα δουλέψει σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, καθώς και σε διάφορα περιοδικά.

Η επόμενη τακτική συνεργασία με εφημερίδα έρχεται το 1934, όταν ο Βάρναλης ταξιδεύει μαζί με τον Γληνό στη Μόσχα για να παρακολουθήσει το 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων και δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στον Ελεύθερο Άνθρωπο, εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «αριστερίζουσα». Οι εντυπώσεις αυτές κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ (Αρχείο 2014) σε δική μου επιμέλεια.

Στη συνέχεια, ο Βάρναλης συνεργάστηκε το 1935 με τον Ανεξάρτητο, όπου δημοσίευσε κυρίως φιλολογικές αναμνήσεις. Τα σημαντικά αυτά κείμενα έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο Φιλολογικά απομνημονεύματα σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου (Κέδρος 1981). Από τις αρχές του 1936 ο Βάρναλης αρχίζει τη συνεργασία με τον Ριζοσπάστη, όπου δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική και επιφυλλίδες χωρίς όμως να έχει τακτική στήλη.

Μετά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, όταν ο Ριζοσπάστης έκλεισε και το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, ο Βάρναλης συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πρωία, αφού προηγουμένως στις αρχές της δεκαετίας είχε συνεργαστεί με το Λεξικό της. Ξεκινώντας από τον Μάιο του 1937, άρχισε να δημοσιεύει κάθε εβδομάδα «φυσιογνωμίες λογοτεχνών που έλειψαν», δηλαδή φιλολογικά πορτρέτα, που αργότερα τα συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι. Το 1938 συνεχίζει, πάντοτε κάθε Δευτέρα, με αισθητικά δοκίμια (με τον γενικό τίτλο «Καλλιτεχνικά και φιλολογικά ζητήματα»). Τα περισσότερα από αυτά τα συμπεριέλαβε αργότερα στο βιβλίο «Αισθητικά-κριτικά» ή στα «Σολωμικά». Επίσης μέσα στο 1938 δημοσιεύει μια σειρά με εντυπώσεις από το Δημόσιο Ψυχιατρείο, που αργότερα μπήκαν στο βιβλίο του Αληθινοί άνθρωποι. (Τα δυο βιβλία «Ζωντανοί άνθρωποι» και «Αληθινοί άνθρωποι» κυκλοφορούν πλέον σε έναν τόμο από τον Κέδρο με τον τίτλο Άνθρωποι)

Όλες αυτές οι δημοσιεύσεις γίνονται ανώνυμα ή ψευδώνυμα. Ο λόγος είναι απλός: μέσα στη δικτατορία, ο Βάρναλης μπορεί μεν να γράφει, αλλά του απαγορεύεται αυστηρά να υπογράφει τα κείμενά του, έστω κι αν όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήξεραν σε ποιον ανήκουν οι δημοσιεύσεις αυτές.

Το 1939 ο Βάρναλης δημοσιεύει σε συνέχειες στην Πρωία, ανώνυμα, τη μυθιστορηματική βιογραφία «Ο αυτοκράτωρ Νέρων», η οποία τελειώνει στις 6 Αυγούστου. Από εκείνο το φύλλο και μετά, αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες, πάλι ανώνυμα, η βιογραφία «Κλεοπάτρα, η εστεμμένη Αφροδίτη». Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα πεθαίνει ο φίλος του Γιώργος Σερούιος, που κρατούσε το καθημερινό χρονογράφημα στην Πρωία με τον γενικό τίτλο «Τέχνη και ζωή», υπογράφοντας ως SER. Η διεύθυνση της Πρωίας ανέθεσε το καθημερινό χρονογράφημα στον Βάρναλη, ο οποίος φαίνεται αρχικά να είχε κάποιες επιφυλάξεις αλλά τελικά δέχτηκε.

Πράγματι, στις 18 Αυγούστου 1939, έξι μέρες μετά τον θάνατο του Σερούιου, δημοσιεύεται το πρώτο χρονογράφημα του Βάρναλη στην Πρωία, ανυπόγραφο αλλά αναγνωρίσιμο, με τον τίτλο «Ο ‘Ίντεξ’ της Αγίας Έδρας» και θέμα του τα βιβλία που απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από  την Καθολική Εκκλησία. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και «επιφυλλίδα» αντί για «χρονογράφημα»· ο Βάρναλης, τον πρώτο χρόνο της καθημερινής του συνεργασίας διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα των κειμένων του Σερούιου, που ήταν περισσότερο επιφυλλίδες ή εκλαϊκευτικά αισθητικά δοκίμια γύρω από την ιστορία της τέχνης και της φιλολογίας ή για τη διεθνή πνευματική κίνηση.

Τα πρώτα πρώτα κείμενα του Βάρναλη στη στήλη «Τέχνη και ζωή» ήταν ανυπόγραφα, αλλά από τις 24 Αυγούστου 1939 καθιερώνει την υπογραφή Τ.κ.Ζ. (όπως είπαμε, δεν του επιτρεπόταν να υπογράφει με το πραγματικό του όνομα). Βέβαια, πολλοί ήξεραν ποιος είναι· χαρακτηριστικά, η Νέα Εστία είχε  σχολιάσει ότι τα χρονογραφήματα είναι «γνωστού, ως εσημειώθη και άλλοτε, λογοτέχνου, δυσκόλως κρυπτομένου υπό τα αρχικά αυτά»

Στις 4 Σεπτεμβρίου 1939 ο Βάρναλης αφιερώνει το χρονογράφημά του στη νεκρολογία του Σερούιου, αποτίοντας φόρο τιμής στον προκάτοχό του και παίρνοντας επίσημα, θα λέγαμε, τη σκυτάλη του χρονογράφου της εφημερίδας.

Στους δεκατέσσερις μήνες από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως και τον Οκτώβριο του 1940, ο Βάρναλης θα δημοσιεύσει στη στήλη «Τέχνη και ζωή» περί τα 420 κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία όμως συγγενεύουν μάλλον με επιφυλλίδα, στο πνεύμα του Σερούιου, παρά με καθαρόαιμο χρονογράφημα.

Όλα αλλάζουν με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τώρα πια, το χρονογράφημα του Βάρναλη παρακολουθεί την πολεμική καθημερινότητα, στρατεύεται κι αυτό στην πολεμική προσπάθεια.  Ένα μικροφιλολογικό μυστήριο, στο οποίο δεν έχω να προτείνω κάποια πιθανή εξήγηση, είναι το γεγονός ότι ο Βάρναλης άρχισε να υπογράφει τα κείμενά του όχι μετά ή αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, επωφελούμενος από την αυτονόητη χαλάρωση των λογοκριτικών περιορισμών, όπως έχει γραφτεί, αλλά από την προηγούμενη μέρα, από το φύλλο της 27ης Οκτωβρίου! Το πρώτο χρονογράφημα στην Πρωία που το υπέγραψε ο Βάρναλης με το όνομά του, στις 27.10.1940, έχει τίτλο «Ψυχαγωγία-διδασκαλία». Από τότε, η στήλη «Τέχνη και ζωή» φέρει την υπογραφή Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ.

Τα «πολεμικά» χρονογραφήματα του Βάρναλη τα έχω συμπεριλάβει σε ειδικό  τόμο (Πολεμικά, Αρχείο 2020). Αξίζει να  σημειωθεί ότι τόσο ο Βάρναλης  όσο και άλλοι λογοτέχνες έγραφαν καθημερινά πύρινα κείμενα εναντίον των φασιστών, κάτι που δεν άρεσε στο καθεστώς Μεταξά. Έτσι,  στις 19.12.40 κάλεσαν στην Ασφάλεια καμιά εικοσαριά λογοτέχνες, ανάμεσά τους  και τον Βάρναλη, όπου τους κράτησαν δυο μέρες και τελικά ο Παξινός, ο διοικητής της Ασφάλειας τούς έκανε συστάσεις:

– Έχουμε πόλεμο, λέει, με την Ιταλία κι εσείς βρήκατε ευκαιρία να χτυπάτε το φασισμό. Τι σας έφταιξε ο φασισμός; Οι Ιταλοί μας επιτεθήκανε. Κι άλλα κράτη έχουνε φασισμό, αλλά δε μας πειράζουν. Αυτά να τα παρατήσετε. Ξέρουμε πολύ καλά τι ήσαστε. Να προσέξετε γιατί θα βρείτε μπελά

Ίσως και εξαιτίας της νουθεσίας αυτής, από τις 12/1/41 έως τις 7/4/41 ο Βάρναλης  δεν έγραφε χρονογράφημα, αλλά επιφυλλίδες για τις σκοτεινές σελίδες της  ιστορίας της αρχαίας Ρώμης, τις οποίες αργότερα συμπεριέλαβε στον τόμο «Οι δικτάτορες» (εκδόσεις Κέδρος).

Ξαναρχίζει να γράφει χρονογράφημα στις 8 Απριλίου, με τη γερμανική επίθεση. Στις 27 Απριλίου 1941 μπαίνουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Αρχίζει η Κατοχή. Ο Βάρναλης γράφει καθημερινά το χρονογράφημα στην Πρωία, η οποία, μέσα στις κατοχικές συνθήκες, κυκλοφορεί μόνο σε 2 σελίδες, ένα μονόφυλλο μεγάλου σχήματος, χωρίς καθόλου γελοιογραφίες, εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες.

Τα κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη πλησιάζουν τα χίλια, και πολλά από αυτά συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα του είδους. Όπως γράφει ο Γιώργος Ζεβελάκης στην εισαγωγή της ανθολογίας κατοχικών χρονογραφημάτων του Βάρναλη που έχει εκδώσει , «αν το χρονογραφείν είναι δύσκολη δουλειά σε καιρό ειρήνης, την Κατοχή ήταν λίαν επικίνδυνη απασχόληση. Μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω, μπορούσε να σε οδηγήσει στο Χαϊδάρι, ενώ μια έκφραση επαινετική να σου αποδώσει πρόθεση συνεργασίας».

Στα κατοχικά του χρονογραφήματα, ο Βάρναλης προσπαθεί να συμπαρασταθεί στον αναγνώστη που δοκιμάζεται σκληρά, να τον κάνει να ευθυμήσει λίγο, να σπάσει τη γενική κατήφεια. Και ενώ σε πολλά χρονογραφήματα θίγονται ρητά οι κατοχικές συνθήκες, σε άλλα δεν υπάρχει καμιά αναφορά στη ζοφερή πραγματικότητα, ιδίως όταν ο Βάρναλης περιγράφει τη φύση και τις αγαπημένες του εκδρομές στα βουνά και τις ακρογιαλιές της Αττικής.

**ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ [Εδώ διαβάστηκε το χρονογράφημα «Ο Αντρίκος» του Βάρναλη, που το έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο).

Από την άλλη, τόσο ο Βάρναλης όσο και οι άλλοι συνεργάτες της εφημερίδας οραματίζονται τον καινούργιο κόσμο που μπορεί να φτιαχτεί μετά την  απελευθέρωση κι έτσι σε πολλά χρονογραφήματα ο Βάρναλης εκθέτει τις γλωσσικές του θέσεις ή τις απόψεις του για την  εκπαίδευση κτλ. Να πούμε εδώ ότι, μέσα στην βαθιά Κατοχή, το 1943, η δισέλιδη Πρωία μπορούσε να φιλοξενεί στην πρώτη σελίδα της, πλάι στις υποχρεωτικές -και κάθε άλλο παρά αντικειμενικές- ειδήσεις από τα πολεμικά μέτωπα (βλέπετε, είχε αρχίσει να γυρίζει η πλάστιγγα) συνεργασίες των  πιο εκλεκτών διανοουμένων.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 όλες οι καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες, ανάμεσά τους και η Πρωία, αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω έλλειψης δημοσιογραφικού χαρτιού και στη θέση τους εκδόθηκαν δύο μόνο εφημερίδες, μία πρωινή και μία απογευματινή. Ο Βάρναλης ανέλαβε το χρονογράφημα στη μία από αυτές, τον Ηνωμένο Τύπο, ένδειξη του κύρους του. Δεν υπάρχει πλήρες σώμα της βραχύβιας άλλωστε αυτής έκδοσης αλλά στο αρχείο Βάρναλη σώζονται 2-3 χρονογραφήματα. Πάντως, στα τέλη Σεπτεμβρίου σταμάτησε και αυτή η έκδοση.

Η Πρωία δεν επανεκδόθηκε μετά την Κατοχή, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ποιητής είχε πια βρεθεί στον φυσικό του χώρο, αφού αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισε να συνεργάζεται με τον Ριζοσπάστη (και αργότερα με τον Ρίζο της Δευτέρας) με κριτική, δοκίμια και επιφυλλίδες (εδώ βλέπουμε μια κριτική για τη συλλογή Πούσι του Ν. Καββαδία, στον Ρίζο της Δευτέρας, 27.1.1947). Ωστόσο, το καθημερινό χρονογράφημα του μεταπολεμικού Ριζοσπάστη το ανέλαβε ο Απόστολος Σπήλιος. Το 1946, με παρέμβαση του Ζαχαριάδη, ο Βάρναλης πήρε άδεια μετ’ αποδοχών από τον Ριζοσπάστη για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδαΣτα τέλη του 1947 το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα έντυπά του έκλεισαν και έτσι σταμάτησε αυτή η περίοδος δημοσιογραφικής δραστηριότητας του Κ. Βάρναλη.

Επόμενη συνεργασία, τον Απρίλιο του 1950, η εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος. Επρόκειτο για νεότευκτη εφημερίδα, που είχε αρχικά εκδοθεί ως εβδομαδιαία (κυριακάτικη) στις 12.2.1950 προκειμένου να στηρίξει το κεντρώο κόμμα ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα στις επικείμενες εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και στη συνέχεια μετατράπηκε, από τις αρχές Απριλίου, σε καθημερινή απογευματινή εφημερίδα «προοδευτικών φιλελευθέρων αρχών» σύμφωνα με την προμετωπίδα της.

Ο Φιλελεύθερος φρόντιζε να έχει και αριστερούς συνεργάτες, τόσο για πολιτικούς λόγους όσο και για κυκλοφοριακούς, αφού οι αριστερές εφημερίδες, όταν και όπως κυκλοφορούσαν, βρίσκονταν διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας ή του κλεισίματος. Στις 8.4.1950, Μεγάλο Σάββατο, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το αφήγημα του Βάρναλη «Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη» και από τις 24 Απριλίου 1950 ο ποιητής αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Από μέρα σε μέρα».

Τώρα που δεν υπάρχουν οι κατοχικοί περιορισμοί, ο Βάρναλης δεν τσιγκουνεύεται τους τσουχτερούς πολιτικούς υπαινιγμούς. Πολλά από τα φιλολογικά χρονογραφήματά του έχουν ευθείες αναφορές στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, εγχώρια και διεθνή, μεταξύ άλλων  για τα χάλια της εκπαίδευσης ή τις προσπάθειες της κυβέρνησης να εξοβελίσει τη δημοτική από την εκπαίδευση.

Από τον Μάιο του 1953, ο Βάρναλης συνεργάζεται και με την πρωινή εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή, η οποία είχε αρχίσει να εκδίδεται από το 1951 με διευθυντή τον Νικ. Παπαπολίτη, ηγετικό στέλεχος της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, αλλά, όπως και ο Προοδευτικός Φιλελεύθερος, είχε και αριστερούς συνεργάτες (ο Γιάνης Κορδάτος έγραφε επιφυλλίδες, και μουσικοκριτική ο Μίκης Θεοδωράκης). Εδώ ο Βάρναλης γράφει καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Πρωινά λόγια». Έτσι, για μερικούς μήνες του 1953 δημοσιεύονταν καθημερινά δύο δικά του χρονογραφήματα. Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Αλλαγή δεν διαφέρουν καθόλου στο πνεύμα από εκείνα στον Φιλελεύθερο.

Ωστόσο, από το 1952 έχει εκδοθεί, αρχικά τον Αύγουστο εβδομαδιαία και από τα τέλη του χρόνου καθημερινή, η Αυγή, το όργανο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς. Από τις 23 Αυγούστου 1953 ο Βάρναλης αρχίζει να συνεργάζεται με την Αυγή, σταματώντας τη συνεργασία του με τις δύο κεντρώες εφημερίδες, οι οποίες άλλωστε λίγο αργότερα διέκοψαν τη λειτουργία τους καθώς ύστερα από τον θάνατο του Πλαστήρα (26.7.1953) το κόμμα της ΕΠΕΚ διασπάστηκε και αποδυναμώθηκε.

Στην Αυγή ο Βάρναλης δημοσίευε καθημερινό χρονογράφημα σε στήλη με τον γενικό τίτλο «Λόγια που καίνε». Όπως δείχνει και ο τίτλος, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ήταν, κατά κανόνα, πολιτικά και μαχητικά. Στην Αυγή ο Βάρναλης βρέθηκε ξανά στον φυσικό χώρο του. Μάλιστα, για πρώτη φορά γράφει χρονογράφημα σε μια εφημερίδα με της οποίας την πολιτική γραμμή συμφωνεί (στον Ριζοσπάστη δεν έγραψε χρονογραφήματα). Σχολιάζει λοιπόν δηκτικά την πολιτική κατάσταση και ιδίως την πολιτική εξάρτηση της χώρας από τους υπερατλαντικούς πάτρωνες, δίνει αγώνα για τους εξόριστους και στους φυλακισμένους της Αριστεράς, γράφει πύρινα χρονογραφήματα για το Κυπριακό, ένα ζήτημα που δέσποζε στην πολιτική επικαιρότητα όλα εκείνα τα χρόνια, ή καταγγέλλει τις διώξεις και εκτοπίσεις αριστερών συγγραφέων όπως ο Μενέλαος Λουντέμης ή ο Θέμος Κορνάρος.

Ο φίλος του Βάρναλη Γεράσιμος Σταύρου, περιγράφει απολαυστικά με ποιον τρόπο δούλευε ο Βάρναλης τα χρονογραφήματά του την εποχή που έγραφε στην Αυγή:

Στρώνεται στο γράψιμο σαν να αρχίζει μια χειρωνακτική εργασία. Βγάζει το σακάκι, ανασηκώνει τα μανίκια, απλώνει στο στήθος και στη μέση μια ποδιά, σαν τους καλφάδες στα τσαγκαράδικα, και πέφτει κυριολεκτικά με τα μούτρα στα χαρτιά του. Έχει αραδιάσει μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια στο τραπέζι, σε όλα τα σχέδια και τα μεγέθη. Αν τον ρωτήσετε τι τα θέλει τόσα μολύβια έτοιμα προς… δράσιν, θα σας απαντήσει πως δεν μπορεί αλλιώς να δουλέψει. Μόλις σπάσει ή λιώσει του ενός η μύτη, αρπάζει τ’ άλλο. Δεν μπορεί να σταματήσει. Είναι τα εργαλεία του δουλευτή που δεν τ’ αφήνει να του παγώσουν τα χέρια. Έτσι κι ο σιδεράς έχει στη φωτιά τις αναμμένες σφήνες για να παίρνει τη μια όταν λιγοστεύει η κόκκινη φλόγα της άλλης. Με τον ίδιο τρόπο ο μπαρμπα-Κώστας μάς φτιάχνει τα «Λόγια που καίνε». Α, εκείνα τα χειρόγραφα τι τραβάνε μαζί του. Αυτά, μάλιστα, θα τον νομίζουν ένα γέρο παράξενο. Και θα έχουν δίκιο. Δε μουτζουρώνει ποτέ τη λέξη ή τη φράση που δεν του αρέσει για να προχωρήσει. Θα τη σβήσει με γομολάστιχα, να μην υπάρχει. Θα γράψει πάνω της την καινούργια – κι αυτό μπορεί να γίνει δυο και τρεις φορές, πέντε φορές. Ποτέ δεν αποφεύγει κάτι που τον ενοχλεί. Παλεύει ακούραστος με την έκφραση. Γι’ αυτό είναι θριαμβευτής της…»

Βέβαια, τα χρόνια περνάνε, και ο Βάρναλης έχει πια περάσει τα 70, οπότε δεν γράφει χρονογράφημα αδιάλειπτα κάθε μέρα όπως πριν. Τελικά, όταν το 1958 μια σοβαρή ασθένεια τον αναγκάζει σε μακρά νοσηλεία, η δημοσιογραφική του θητεία τερματίζεται –και ο ίδιος συνταξιοδοτείται, όπως είπαμε, ως δημοσιογράφος, από την Αυγή. Τελευταίο του χρονογράφημα στην Αυγή, στις 9 Απριλίου 1958, με τίτλο «Προπαγάνδα».

Το  χρονογράφημα είναι βέβαια είδος εφήμερο, εξ ορισμού θα λέγαμε, αφού δημοσιεύεται σε εφημερίδα. Υπάρχει λόγος να διαβάζουμε σήμερα χρονογραφήματα που γράφτηκαν πριν από 70 ή 80 χρόνια;

Ως είδος εφήμερο, που δημοσιεύεται σε μέσο εφήμερο, το χρονογράφημα, αντέχει λιγότερο στον χρόνο από άλλα είδη, κακογερνάει θα λέγαμε. Ωστόσο, τα χρονογραφήματα των μεγάλων λογοτεχνών, ιδίως όταν δεν αναφέρονται σε ξεχασμένα πια περιστατικά της πολιτικής επικαιρότητας, διατηρούν την αξία τους σε δυο επίπεδα. Καταρχάς, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει μιαν ακόμα πτυχή του έργου του λογοτέχνη. Κι έπειτα, τα χρονογραφήματα ενός μεγάλου μάστορα (όπως ήταν ο Βάρναλης) έχουν για τους αναγνώστες των επόμενων γενεών και μιαν άλλη αξία, ότι μας δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια εικόνα της ζωής πριν από μερικές δεκαετίες, για πράγματα που έχουν αναντίστρεπτα αλλάξει.

Από τα παλιά χρονογραφήματα λοιπόν παίρνουμε μιαν εικόνα για το πώς ζούσαν οι πατεράδες ή οι παππούδες μας που δεν μας τη δίνει η μεγάλη ιστορία. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο να εκδίδονται ανθολογίες ή και πλήρεις συλλογές με τα χρονογραφήματα που έγραψαν οι μεγάλοι του είδους, είτε σε χρονολογική είτε σε θεματική ταξινόμηση, ακόμα και σε πολλούς τόμους (ο Νιρβάνας εξέδωσε οχτώ τόμους με χρονογραφήματά του, οργανωμένα θεματικά).

Και ποσοτικά, το χρονογραφικό έργο του Βάρναλη είναι επιβλητικό. Συνολικά τα χρονογραφήματά του ξεπερνούν τα 3500 κείμενα: περίπου 1450 στην Πρωία (ωστόσο περίπου 300 από αυτά πρέπει να χαρακτηριστούν επιφυλλίδες), καμιά δεκαριά στον Ηνωμένο Τύπο, 1020 στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο, 115 στην Προοδευτική Αλλαγή και περίπου 980 στην Αυγή.

Μια παράμετρος που ίσως δεν έχει προσεχτεί σε σχέση με την δημοσιογραφική δουλειά και τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, είναι ότι, όσον καιρό συνεργαζόταν καθημερινά με εφημερίδες, πολύ λίγα λογοτεχνικά έργα έγραψε. Η δημοσιογραφική δουλειά, όπως και νωρίτερα η δουλειά στα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες, τον κούραζε ή ίσως τον αφυδάτωνε. Όπως άλλωστε έχει τονίσει κι ο ίδιος ήδη από το 1932, σε συνέντευξή του στον Γιώργο Κοτζιούλα, «για να δημιουργήσεις, χρειάζεται να ’χεις άνεση και κέφι, να περνάς μια ζωή ‘οτσιόζαμ’, τεμπέλικη, όπως λεν κι οι Λατίνοι». Μη μπορώντας να βρει την άνεση, οικονομική ή άνεση χρόνου, ο Βάρναλης σχεδόν σταμάτησε να γράφει λογοτεχνία. Ενδεικτικό είναι ότι, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, στράφηκε και πάλι στη λογοτεχνία ολοκληρώνοντας, αν και άρρωστος, το θεατρικό του έργο Άτταλος ο Γ’ και γράφοντας, σε προχωρημένη πια ηλικία, τα ποιήματα της συλλογής Ελεύθερος κόσμος ύστερα από δεκαετίες σχεδόν ολικής ποιητικής σιγής.

Οπότε, τα χρόνια εκείνα της λογοτεχνικής του αγρανάπαυσης στα χρονογραφήματα κυρίως διοχέτευε ο Βάρναλης την ποιητική του διάθεση, γι’ αυτό και πολλά από τα κομμάτια του τόμου αυτού δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καθαυτό λογοτεχνικά έργα, καθώς λειτουργούν σαν «παραθύρια απ’ όπου μπορούσε να ξανασάνει ο ποιητικός του λογισμός», όπως έχει επισημάνει κάποιος μελετητής.

Ο Βάρναλης δεν περιφρονούσε τη δημοσιογραφική δουλειά του, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι εξέδωσε σε βιβλίο και συμπεριέλαβε στα Άπαντά του αρκετά δημοσιογραφικά του κείμενα. Και από τα χρονογραφήματα του πολλά, που έχουν φιλολογικό θέμα, τα έχει συμπεριλάβει στα Αισθητικά-Κριτικά ή στα Σολωμικά του.

Τα υπόλοιπα χρονογραφήματά του δεν τα αξιοποίησε, παρόλο που φαίνεται πως υπήρχε τέτοια σκέψη: όταν αναγγέλθηκε η έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο, στον αρχικό σχεδιασμό που ανακοινώθηκε στον Τύπο (π.χ. Αυγή 7.9.1956, σελ. 2) περιλαμβανόταν και μια ενότητα με Χρονογραφήματα.

Επίσης, η επισκόπηση του αρχείου του υποβάλλει την ιδέα ότι σχεδίαζε να τα αξιοποιήσει με κάποιον τρόπο. Τα αποκόμματα των εφημερίδων με τα χρονογραφήματα είναι σχολαστικά φυλαγμένα, συνήθως με αναφορά της χρονολογίας δημοσίευσης. Μάλιστα, όταν κάποιο χρονογράφημα λείπει, ο Βάρναλης ή η Δ. Μοάτσου σημειώνει «Το έδωσα στον  Κ.» (πρόκειται για τον Κ. Καρθαίο) ή, άλλοτε, «στις τάδε του μηνός δεν είχε χρονογράφημα λόγω πληθώρας ύλης» ή «την  τάδε απεργούσαν οι εφημερίδες».

Κάποια χρονογραφήματα είναι ταξινομημένα θεματικά, ενώ άλλα έχουν ιδιόγραφες διορθώσεις και προσθήκες που αφορούν όχι μόνο τυπογραφικά λάθη αλλά και τροποποιήσεις ουσίας.

Στο αρχείο Βάρναλη βρίσκουμε και πρόχειρα φύλλα που έχει  κρατήσει ο Βάρναλης με σημειώσεις για χρονογραφήματα. Ας πούμε, αποδελτίωνε γλωσσικά λάθη από τις εφημερίδες και τις σχετικές σημειώσεις τις αξιοποιούσε σε χρονογραφήματα, που τα έχω συμπεριλάβει στον τόμο Φιλολογικά. Αλλού, έχει κόψει ειδησάρια του αστυνομικού δελτίου, που τα έχει καρφιτσωμένα σε φύλλα, με θεματική κατάταξη -σε άλλο φύλλο χαρτί πέντε ειδησάκια για «εγκλήματα τιμής», σε άλλο ειδήσεις για απάτες. Αυτά τα χρησιμοποίησε σε χρονογραφήματα που έχουμε συμπεριλάβει στον τόμο Αστυνομικά.

Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη δεν περνούσαν απαρατήρητα στην εποχή τους. Πολλά έδωσαν αφορμή για έντονες συζητήσεις, εντάχθηκαν στην αντιπαράθεση των ιδεών της εποχής τους (όπως, ας πούμε, η τετράδα χρονογραφημάτων «Περί σκότους» το 1942) και διαβάζονταν με πολλή προσοχή τόσο από επώνυμους όσο και από ανώνυμους.

Στο αρχείο Βάρναλη, πλάι στις άφθονες επιστολές απλών αναγνωστών που εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το τάδε ή το δείνα χρονογράφημα, υπάρχουν επίσης γράμματα λογίων (Ν. Β. Τωμαδάκης, Μ. Καραγάτσης, Κώστας Μπίρης, Γιώργος Κοτζιούλας) σχετικά με ζητήματα που είχε θίξει ο Βάρναλης σε κάποιο χρονογράφημά του ή με απορίες που είχε εκφράσει. Είναι δηλαδή σαφές ότι τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην εποχή τους αποτελούσαν πνευματικό γεγονός και καθημερινό ανάγνωσμα. (Πάντως υπάρχουν στο αρχείο και μερικές ανώνυμες υβριστικές επιστολές: ένας ανώνυμος ρωτάει τον διευθυντή της Πρωίας πώς ανέχεται έναν απαίσιο συνεργάτη που «ρίχνει φαρμακερές σαΐτες εναντίον των χριστιανικών μας παραδόσεων», ενώ ένας άλλος, αγανακτισμένος για τον δημοτικισμό του Βάρναλη, λυπάται που «οι ενταύθα Γερμανοί δεν ηξεύρουν ελληνικά για να σε γραπώσουν και σε τακτοποιήσουν»!)

Η δική μου εκδοτική ενασχόληση με τον Βάρναλη ξεκίνησε το 2013 με τα Γράμματα από το Παρίσι και το 2014 με τις ανταποκρίσεις από τη Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια αποφασίσαμε να στραφούμε στα χρονογραφήματα, φυσικά σε  συνεννόηση με την κόρη του ποιητή, την Ευγενία Βάρναλη, και με την άδειά της. Η αρχική ιδέα που είχαμε με την Ηρώ Διαμαντούρου, την εκδότρια του Αρχείου, ήταν να βγάλουμε δύο ή τρεις τόμους, σε χρονολογική σειρά,  αλλά βλέποντας πόσα καλά χρονογραφήματα υπήρχαν αλλάξαμε τακτική και προτιμήσαμε τη θεματική ταξινόμηση.

Ο πρώτος τόμος ήταν τα Αττικά το 2016 με 400 χρονογραφήματα με θέμα την Αθήνα και την Αττική. Αν θέλετε τη γνώμη  μου, είναι ίσως ο καλύτερος τόμος της σειράς, ίσως επειδή μάς δίνει εικόνες από την Αθήνα και την Αττική που γνώρισαν οι παππούδες μας. Επιπλέον, έχει και αρκετές αναφορές στο Καλαμάκι -τον Άλιμο, αν  προτιμάτε.

Δεύτερος τόμος, τα Αστυνομικά το 2017, με 265 χρονογραφήματα που έχουν ως θέμα τους μικροεπεισόδια του αστυνομικού δελτίου.

Τρίτος τόμος, το 2019, τα Συμποσιακά, με 154 χρονογραφήματα εμπνευσμένα από το καφενείο και την ταβέρνα, τον καφέ και το τσιγάρο, το πιοτό και το φαΐ, από τις παρέες και από τη συλλογική ευωχία.

Τέταρτος τόμος, το 2020, τα Πολεμικά, στα οποία ήδη  αναφέρθηκα:  81 χρονογραφήματα με θέμα τον πόλεμο του 1940-41.

Πέμπτος τόμος, το 2021, τα Ερωτικά, με 181 χρονογραφήματα που αναφέρονται στον έρωτα και στις γυναίκες, στον γάμο και τα προβλήματά του, στις οικογένειες και στις σχέσεις των φύλων.

Έκτος τόμος, το 2022, τα Ιστορικά, με 153 χρονογραφήματα με θέμα αντλημένο από την ιστορία.

Έβδομος τόμος, το 2023, τα Φιλολογικά, με 400 χρονογραφήματα για τη λογοτεχνία και την αισθητική, τη γλώσσα και τις γλωσσικές διαμάχες, το βιβλίο και την πνευματική κίνηση. Θεωρώ ότι και αυτός ο τόμος έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως για όσους μελετούν την ιστορία της λογοτεχνίας μας και την ιστορία των γλωσσικών αντιπαραθέσεων.

Σκοπός μας (εννοώ: δικός μου και του εκδοτικού οίκου) καιρού επιτρέποντος είναι να εκδοθούν άλλοι τρεις τόμοι, οπότε θα έχουμε καλύψει τα 2/3 του συνόλου των χρονογραφημάτων του Βάρναλη. Ο επόμενος όγδοος τόμος θα έχει θέμα τα ζώα και τη φύση, ο ένατος τα καθημερινά θέματα, και ο δέκατος θα είναι όλα τα υπόλοιπα, ανάμεσά τους και τα πολιτικά χρονογραφήματα.

Παράλληλα, η Αυγή έχει αρχίσει να εκδίδει σε τόμους και με χρονολογική σειρά τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην προδικτατορική Αυγή από το 1953 έως το 1958, οπότε, για να ελαχιστοποιήσω την αλληλοκάλυψη, στους δικούς μου τόμους ανθολογώ μόνο δειγματοληπτικά από  την  Αυγή.

Από τα χρονογραφήματα αυτά, δεν μαθαίνουμε μόνο πώς ζούσαν οι παππούδες μας αλλά γνωρίζουμε και τον ίδιο τον Βάρναλη. Μαθαίνουμε τις συνήθειές του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του: ο Βάρναλης δεν αντέχει τη ζέστη, τον ήλιο τον θέλει μόνο τον χειμώνα, λατρεύει όμως τη θάλασσα, αν και αυτό το ξέραμε κι από την ποίησή του· αγαπά τις εκδρομές και την πεζοπορία, αλλά όχι την πολυκοσμία ή τις φορτικές παρέες· συμπαθεί τον γάιδαρο και τα σπουργίτια, αντιπαθεί τις χουρμαδιές και τις πιπεριές, με δέος αντιμετωπίζει την κάμπια που ασχημίζει τα πευκοδάση. Έχει οξεία την όσφρηση και κάμποσα χρονογραφήματα είναι αφιερωμένα σε έντονες μυρωδιές (σαλαμούρα, σκόρδο) τόσο παραστατικά που ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν τη βαριάν οσμή.

Του αρέσει η παρέα του καφενείου και της ταβέρνας, λατρεύει το κρασί του βαρελιού, τη ρετσίνα βέβαια, ενώ αντιπαθεί τα εμφιαλωμένα κρασιά, που τα θεωρεί δηλητήριο· δεν του αρέσει να υπάρχει ραδιόφωνο στο εξοχικό κέντρο όπου θα καθίσει με την παρέα του· αγαπάει τα παιδιά, αν και δικαιολογεί την αυστηρότητα των δασκάλων.

Όπως κάθε χρονογράφος, πολλές φορές ο Βάρναλης ανεβάζει στη σκηνή και το άλτερ έγκο του: ο φίλος μου ο παραδοξολόγος, ο γερογκρινιάρης φίλος μου, ο ερασιτέχνης φιλόλογος, ένας παλιός ταξιδευτής κτλ. δεν είναι παρά περσόνες του ίδιου του Βάρναλη.

Με τον ίδιο τρόπο, παραθέτει και αποσπάσματα από έργα του χωρίς να διεκδικεί την πατρότητα. Ήδη διαβάσαμε την πρώτη γραφή της πασίγνωστης Μπαλάντας του Αντρίκου, η οποία εισάγεται αποδιδόμενη σε κάποιον παλιό φίλο, άνθρωπο αλλουνού κόσμου, «που πέρασε κείνο το καλοκαίρι του στο νησί –και μην έχοντας άλλον τρόπο να σκοτώσει τον καιρό του, σκότωσε την ποίηση». Σε άλλα χρονογραφήματα βρίσκουμε  το ποίημά του «Δεν είναι παίξε γέλάσε», βρίσκουμε μεταφράσεις του (από τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου, τον  Ναζίμ Χικμέτ ή τον  Ζακ Πρεβέρ) χωρίς ποτέ ο Βάρναλης να προβάλλεται ως δημιουργός αυτών των  έργων.

Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη είναι γραμμένα με κέφι, με τη χαρακτηριστική του μαστοριά, με την αστραφτερή, χυμώδη δημοτική γλώσσα του. Στα περισσότερα ο συγγραφέας τους δείχνει απλόχερα (αλλά χωρίς να επιδεικνύει) την πολυμάθειά του και ειδικά την αρχαιομάθειά του. Κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα του τόμου αυτού τοποθετούν τον Βάρναλη στην κορυφή των μεγάλων και του χρονογραφήματος.

Πράγμα περίεργο σε πρώτη  ματιά, αλλά τα χρονογραφήματα της Κατοχής είναι πολύ πιο αισιόδοξα από εκείνα της περιόδου 1950-58. Ο λόγος είναι απλός: στην Κατοχή αφενός χρειαζόταν να στηριχθεί το φρόνημα των αναγνωστών και αφετέρου, το βασικότερο, υπήρχε η ελπίδα ότι μετά την  απελευθέρωση θα χτιζόταν ένας νέος κόσμος. Μετά το 1950, ο Βάρναλης βρίσκεται, όπως κάθε αριστερός, με την πλευρά των ηττημένων του εμφυλίου, βλέπει τους φίλους του στη φυλακή και στην εξορία ή να «εξυγιαίνονται» (δηλ. απολύονται) από τη δημόσια διοίκηση. Μοιραία, γίνεται οξύς, πικρόχολος, σαρκαστικός στα σχόλιά του, ακόμα και παραδοξολόγος.

Πάντως, είτε στην Κατοχή είτε στη δεκαετία του 50, με τα χρονογραφήματα ο Βάρναλης μπόρεσε να έρθει σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, να το επηρεάσει, να κάνει γνωστές τις θέσεις του όχι μόνο για τρέχοντα γεγονότα αλλά και για τα μεγάλα ζητήματα και προβλήματα. Σήμερα, 70 χρόνια μετά, δίνουμε την ευκαιρία στα κείμενά του, έστω κι αν εξ ορισμού ήταν εφήμερα, να φτάσουν και σε ένα  νεότερο κοινό. Αυτό το κοινό θα κρίνει, εσείς δηλαδή θα κρίνετε, αν αυτή η προσπάθεια αξίζει τον κόπο κι αν τη φέραμε σε πέρας αποτελεσματικά.

Σας ευχαριστώ!

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Πόσο κοστίζει το ελαιόλαδο σε 5 μεγάλα σούπερ μάρκετ

  Βόλος: Πόσο κοστίζει το ελαιόλαδο σε 5 μεγάλα σούπερ μάρκετ Το ελαιολαδο είναι από τα ακριβοτερα καταναλωτικά προϊόντα, αλλά και απολύτως...