Αγάντα γιαλέσα
Τρεις φορές τη βδομάδα έβγαινε ο Γιώργης με το σφουγγαράδικο στ’ ανοιχτά. Παλιότερα έβγαινε συχνότερα, αλλά έτσι που ήταν πια τα οικονομικά του έπρεπε να κάνει και μεροκάματα στα κτήματα και στην ταβέρνα για να τα φέρει βόλτα. Από φαμίλια θαλασσοκύρηδων ήταν, από τις πιο γνωστές στο νησί. Πάππος προς πάππον, άλλος δυο, άλλος τρία σφουγγαράδικα, στη θάλασσα γεννήθηκαν, με τη θάλασσα ταΐσανε τα στόματα των παιδιών τους και στη θάλασσα αποθάνανε άλλος πάνω στο καΐκι του κι άλλος στα μαύρα βάθη της. Δύσκολη η ζωή των σφουγγαράδων, μα η θάλασσα τάιζε στόματα από τη μια και ήταν και το μεράκι τους, ο έρωτάς τους απ’ την άλλη. Λίγα ήταν τα σπίτια που δεν είχαν έστω έναν θαλασσινό και σχεδόν κανένα που δεν βούλιαξε στο μοιρολόι για θαλασσοπνιγμένο.
Ο Γιώργης ήταν νιόπαντρος. Το Λενιώ το αγαπούσε σαν τα μάτια του, μα κι εκείνο έλεγε “ο Γιώργης” κι έσταζε το στόμα του μέλι. Συμφωνία έκαμε μαζί της ότι τη θάλασσα δεν θα την απαρατούσε κι αυτή δέχτηκε βαστώντας το φυλαχτό της κάθε φορά που τον αποχαιρετούσε από το μπαλκόνι της εξώπορτας, καθώς τον άκουγε να τραγουδάει δυνατά για να μαζευτούν τα παλικάρια του “Ε, γιάλεσα, γιαλέσα, αγάντα γιαλέσα*…”. Όλο το νησί την αναγνώριζε την φωνή του, δυνατή, στεντόρια, σωστού παλικαριού, λεβέντικη. Κατέβαινε το καλντερίμι προς το λιμάνι καμαρωτός, με την τραγιάσκα του, το γιλέκο και τις βράκες του και τραγουδούσε. Οι νοικοκυρές τον χαιρετούσαν, οι άντρες απαντούσαν στο “Ε, γιάλεσα, γιαλέσα” με “αγάντα γιαλέσα” και του ευχόντουσαν καλές θάλασσες. Η Λενιώ, κάθε φορά που έφευγε με το σφουγγαράδικο ο άντρας της, έχανε το χρώμα της από την αγωνία. Καταπιανόταν με δουλειές του σπιτιού, ζύμωνε, έπλενε, μαγείρευε, βοηθούσε την πεθερά της, έκανε ό,τι δεν έφτανε ο νους του ανθρώπου για να ξεχνάει τον φόβο της. Και λίγο πριν νυχτώσει καθόταν δίπλα στο παράθυρο με τον αργαλειό της και όσο ύφαινε περίμενε να τον ακούσει “Γιάλεσα, γιαλέσα…” και μόνο τότε πήγαινε η καρδιά στον τόπο της.
Ο Γιώργης δεν ήταν για τα κτήματα, ούτε για την ταβέρνα. Θάλασσα και τραγούδι να του δίνανε κι ας του έπαιρναν την ψυχή. Ήταν Παρασκευή βράδυ στην ταβέρνα και καθώς σέρβιρε τους θαμώνες σιγομουρμούραγε έναν σκοπό. Στο βάθος καθόταν ένας άγνωστος άντρας. Το παρουσιαστικό του δεν έμοιαζε με ντόπιου. Καθόταν μονάχος κι έπινε κρασί και τσιμπολογούσε μια ομελέτα και κάτι μεζεκλίκια. Ξεχώριζε ανάμεσα στους γέρους του νησιού και τους μεσήλικες με το ριγέ του κοστούμι, το κατάλευκο πουκάμισο και την ρεπούμπλικα που την είχε ακουμπήσει στην γωνία του τραπεζιού. Ο Γιώργης τον πλησίασε να δει αν θέλει τίποτα άλλο.
“Όχι, παλικάρι. Μια χαρά είμαι. Από ‘δω είσαι;”
“Ναι. Εσένα δεν σε έχω ξαναδεί. Ξένος είσαι ή μετανάστης;”
“Ξένος. Είχα έναν φίλο στο νησί και πέθανε προχθές και ήρθα να αφήσω στη χήρα του το μπαγιόκο που είχε μαζευτεί από τις δουλειές μας.”
“Τον Λευτέρη λες; Αυτός είχε πάρε δώσε με την πρωτεύουσα. Από την Αθήνα έρχεσαι;”
“Ναι. Τον ήξερες τον μακαρίτη;”
“Εκατό νωματαίοι είμαστε δεν είμαστε εδώ. Όλοι γνωριζόμαστε. Με τον Λευτέρη είμασταν από παιδιά μαζί. Μετά το στρατό αυτός έφυγε στην Αθήνα, άρχισε κάτι δουλειές εκεί για να στέλνει λεφτά στη γυναίκα του και στη μάνα του. Αλλά από την ώρα που επέστρεψε δεν φαινόταν καλά. Τι δουλειά έχουμε εμείς οι θαλασσινοί με την πόλη; Τον έφαγε.”
“Μωρέ, αν με άκουγε, μια χαρά θα ήταν. Του είπα πάρε την κυρά σου και τη μάνα σου και φέρτες εδώ να δείτε όλοι Θεού πρόσωπο. Δεν άκουγε. Το νησί και το νησί… Εσύ; Παντρεμένος είσαι;”
“Ναι, με το Λενιώ. Νιόπαντρος.”
“Σα να λέμε τώρα μπήκες στα βάσανα. Και από δουλειά; Τι κάνεις;”
“Έχω το καΐκι μου, αλλά πάω και για μεροκάματα στα κτήματα του Αγγελή και εδώ στην ταβέρνα. Δύσκολοι καιροί, τα σφουγγάρια δεν φέρνουν παράδες και το σπίτι και η φαμίλια έχουν έξοδα.”
“Γιώργης είπαμε; Άκου, Γιώργη. Εγώ στην Αθήνα έχω μαγαζιά με μουσική ζωντανή. Με τέτοια φωνή αντρίκια και τέτοια λεβέντικη κορμοστασιά, χρυσές δουλειές θα έκανες.”
“Μη συνεχίζεις, μάστορα. Εγώ το νησί δεν το παρατάω. Εδώ είναι τα πάντα μου. Το βιος, η ζωή μου, το σπίτι μου, το καΐκι μου, η θάλασσα. Δεν φεύγω.”
“Μα δεν σου είπα να φύγεις από το νησί. Για αρχή, αντί δυο φορές τη βδομάδα στην ταβέρνα εδώ, να κατεβαίνεις στη χώρα και να τραγουδάς σε ένα στέκι που κυκλοφορούν άνθρωποι με παράδες και χρυσοπληρώνουν για να ακούσουν τα τραγούδια σας και να γλεντήσουν. Κάθε βράδυ ένα πεντακοσάρικο. Δεν είναι κι άσχημα.”
Πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του ο ξένος, άνοιξε η πόρτα της ταβέρνας και φάνηκε το Λενιώ. Τον έψαξε με το βλέμμα της και σαν την είδε του έκανε νόημα να πάει κοντά της.
“Τι θες εδώ τέτοια ώρα, Λενιώ μου; Τι έγινε;”
“Η μάνα. Ένας πόνος στο στήθος της. Βαριανασαίνει. Φέρε τον γιατρό.”
“Πάμε.”
Ο Γιώργης και η Λενιώ έφυγαν τρέχοντας για το σπίτι. Ο ξένος είδε τη σκηνή, το βλέμμα του σκοτείνιασε και ένα χαμόγελο σαρδόνιο απλώθηκε στα χείλη του. Ίσως η τύχη ήταν με το μέρος του.
Η γερόντισσα πέθανε τα ξημερώματα. Ο Γιώργης έκλαιγε βουβά, αλλά η Λενιώ δεν σταμάτησε το μοιρολόι. Η φωνή της ακουγόταν στο δρόμο. Πέρασαν μέρες για να συνέλθει. Η πεθερά της ήταν δεύτερη μάνα της. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, έπιασε το χέρι της και της είπε: “Κόρη δεν μ’ έδωσε ο Θεός και κόρη βρήκα. Δεν είσαι νύφη μου. Παιδί μου είσαι. Τώρα που φεύγω, να μη φοβηθείς, ο Θεός θα είναι μαζί σου και τη θάλασσα να μην τη φοβάσαι. Μόνο να θυμάσαι ένα πράγμα. Να μην φύγει το σφουγγαράδικο του Σταυρού ανήμερα. Αυτό μονάχα. Να μη φύγει το σφουγγαράδικο του Σταυρού.”. Το ίδιο είπε και στον γιο της, μα ήξερε πως μόνο τη Λενιώ θα άκουγε το παλικάρι της. Ανήμερα του Σταυρού έφυγε ο πατέρας της κι ο άντρας της και το είχε για κακό να βγαίνει στη θάλασσα το καΐκι εκείνη τη μέρα. Τον Γιώργη τον είχε μάθει να είναι πάντα στη στεριά του Σταυρού, όσο κι αν γελούσε με τις προλήψεις της μάνας του.
Την επομένη της κηδείας, ο ταχυδρόμος έφερε ένα χαρτί από την τράπεζα. Ο Γιώργης το διάβασε ξανά και ξανά. Έβαλε τα χέρια του μέσα στα μαλλιά του και αναστέναξε. Η Λενιώ τον πλησίασε και πήγε να ακουμπήσει την πλάτη του μα εκείνος την απόδιωξε με ένα νεύμα. Μαζεύτηκε στη γωνιά της, κατάλαβε τι έγραφε το χαρτί χωρίς να της το διαβάσει. Έχαναν το καΐκι.
“Λενιώ, πάω ως την ταβέρνα να πιω ένα κρασί. Δεν βαστώ άλλο εδώ μέσα. Πνίγομαι.”. Πήρε την τραγιάσκα του και το πανωφόρι του και κατηφόρισε προς το λιμάνι.
Μπήκε στην ταβέρνα κι έκατσε μόνος του σ’ ένα τραπέζι. Ο κυρ- Παντελής τον είδε από μακριά και δίχως να ρωτήσει του πήγε ένα μισόκιλο κρασί και μεζέ.
“Να κάτσω μαζί σου ή θες την ησυχία σου, Γιώργη;” τον ρώτησε.
“Κάτσε, κυρ- Παντελή, αλλά δεν έχω όρεξη για κουβέντες.”
“Καλά. Πάω να σερβίρω τον Μανώλη και τον Γαβρίλη και θα ξανάρθω.”
Ώσπου να επιστρέψει ο κυρ- Παντελής, μπήκε στην ταβέρνα ο ξένος. Είδε τον Γιώργη και τον πλησίασε. Χωρίς να ρωτήσει τράβηξε την καρέκλα και έκατσε δίπλα του.
“Ζωή σε λόγου σας, λεβέντη. Να ζήσεις να τη θυμάσαι τη μάνα σου.”
“Να ‘σαι καλά.”
“Ξέρω πως δεν είναι ώρα τώρα, αλλά μήπως το σκέφτηκες;”
“Το σκέφτηκα και είναι όχι. Μην χάνεις το χρόνο σου. Αν ήταν όχι προχθές, τώρα είναι δυο και τρεις φορές όχι. Δεν αφήνω μόνο του το Λενιώ. Έχει ο Θεός.”
“Και τότε; Γιατί είσαι εδώ και τα πίνεις μοναχός σου και δεν είσαι με το Λενιώ στο σπίτι σου;”
“Άσε με, ρε άνθρωπε, στην ησυχία μου. Είπα όχι και τέλος.”
“Καλά, καλά, μη φωνάζεις, βρε αδερφέ. Εγώ να βοηθήσω είπα. Αν δεν θες, δεν θες. Να πάρε την κάρτα μου. Έχει επάνω το τηλέφωνό μου. Αν αλλάξεις γνώμη τηλεφώνησέ μου.”
Γύρισε σκεπτικός στο σπίτι ο Γιώργης. Τι μαγαζιά και τραγούδια; Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν το καΐκι του. Μόνο για τη θάλασσα τραγουδούσε και για το κέφι του. Η Λενιώ τον είδε που ήταν σκοτισμένος και δεν μίλησε. Κλείστηκε στην κάμαρή τους και έπιασε να υφαίνει. Ο Γιώργης κατάλαβε πως η γυναίκα του στενοχωριόταν μαζί του και κόντευε να σκάσει. Πώς να την αφήνει, νέα γυναίκα κατάμονη τα βράδια; Αν συμβεί κανένα κακό; Και τι θα λέει και ο κόσμος; Ότι αφήνει μόνη της τη γυναίκα του ακόμα δεν μαράθηκαν τα λουλούδια στα στέφανά τους; Από την άλλη το καΐκι του ήταν η ανάσα του, ό,τι είχε μείνει από τον πατέρα του, δεν ήθελε να το δώσει στην τράπεζα, ούτε να το βλέπει στο καρνάγιο να σαπίζει. Όμως τα λεφτά ήταν πολλά. Πού θα έβρισκε τριάντα χιλιάδες δραχμές; Τις χρυσές της προίκας της Λενιώς τις είχαν πουλήσει από καιρό για να βγάλουν ένα μέρος από το χρέος, το ίδιο και το σπίτι στο πίσω λιβάδι προικόο της μάνας του. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Πηγαινοερχόταν από τη μια μεριά του οντά στην άλλη. Η Λενιώ τον άκουγε μα δεν μιλούσε.
Πέρασαν έτσι δυο μέρες. Ο Γιώργης καθώς γύριζε από το καΐκι μπήκε στην ταβέρνα κι έκανε νόημα στον κυρ- Παντελή.
“Πες μου τι να κάνω. Εσύ είσαι σαν πατέρας μου. Δεν θέλω να πάρει το καΐκι η τράπεζα. Από την άλλη το Λενιώ τι φταίει;”
“Δεν φταίει, Γιώργη. Μα τι είναι καλύτερα; Να πεινάσετε; Δυο φορές τη βδομάδα δεν είναι τίποτα. Ώσπου να πας θα έρχεσαι. Κι αν δεις κι αποειδείς, σταματάς. Μίλα στη γυναίκα σου. Η Λενιώ μπορεί να είναι μικρή, αλλά τώρα πια είναι αυτή η καπετάνισσα. Θα καταλάβει. Και μη φοβάσαι. Όλο το χωριό την αγαπάει. Μια φωνή να βάλει και όλοι θα τρέξουμε.”
Ο Γιώργης εξήγησε στο Λενιώ και το Λενιώ κατάλαβε και συναίνεσε. Από τη μια στιγμή στην άλλη από Λενιώ έγινε Ελένη, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα με θέληση και τσαγανό. Σήκωσε τα μάτια της από το πάτωμα που τα είχε μόνιμα καρφωμένα, τέντωσε τη ραχοκοκαλιά της και κοίταξε τον Γιώργη κατάματα, σαν να ήθελε να μπει το βλέμμα της μέσα στην ψυχή του.
“Να πας, άντρα μου. Να σώσουμε το καΐκι μας. Μη φοβάσαι για μένα. Εσύ να κάνεις αυτό που πρέπει κι αν δεις ότι δεν βαστάς, τότε παράτα τα κι έλα να δούμε τι άλλο θα κάνουμε. Δεν είναι τίποτα δυο βράδια. Ώσπου να πας θα ξαναγυρίζεις. Μην ανησυχείς.”
Ο Γιώργης ξαλάφρωσε. Πήγε στη χώρα, βρήκε τον πρωτευουσιάνο και δώσανε τα χέρια. Άρχισε να πηγαινοέρχεται δυο φορές τη βδομάδα και η αλήθεια είναι πως άρχισε να γεμίζει η τσέπη του πολύ γρήγορα. Δυο μήνες πέρασαν, το χρέος το μοίρασε στα τέσσερα και είχε ήδη ξοφλήσει το ένα τέταρτο. Κουραζόταν όμως και σταμάτησε να πηγαίνει και στα χωράφια. Μόνο για τη θάλασσα δεν κουραζόταν. Η Ελένη, τον έβλεπε πάλι να κατηφορίζει τραγουδώντας για το λιμάνι κι άνοιγε η καρδιά της. Ένα πρωί καθώς σηκώθηκε κι έπινε τον καφέ του της είπε:
“Ελένη, τι λες; Θες ένα βράδυ να σε πάρω μαζί μου στη χώρα; Να δεις το μαγαζί και να με ακούσεις;”
“Τι λες, Γιώργη; Σε ποιο μαγαζί γυρνάνε τα βράδια γυναίκες; Τρελάθηκες; Εγώ δεν πατάω ούτε στου κυρ- Παντελή που με ξέρει από μικρό παιδάκι και θα πάω νυχτιάτικα στο μαγαζί στη χώρα;”
“Έλα, βρε Ελένη, εκεί είναι κι άλλες γυναίκες με τους άντρες τους. Μη φοβάσαι. Έλα να σε χαρώ. Να βγεις κι εσύ λίγο από το σπίτι που σε έχουν πλακώσει τα ντουβάρια.”
“Γιώργη, να με αφήσεις ήσυχη. Δεν θέλω. Άσε που για να έρθω, πώς θα έρθω; Με την υφαντή μου την ποδιά και το λευκό το μεσοφόρι και τη μαντήλα τη μαύρη; Ακόμα η μάνα σου δεν χρόνισε.”
“Γι’ αυτό σκας; Θα πάμε στη χώρα να πάρεις ό,τι θες. Φτάνει να έρθεις.”
Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει. Η Ελένη πείστηκε με τα πολλά παρακάλια του Γιώργη κι έκανε όπως όριζε ο άντρας της. Κατέβηκαν στη χώρα από νωρίς και πήγαν σε ένα μαγαζί για να πάρει ένα φουστάνι και ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Πήγαν σε ένα ξενοδοχείο για να ετοιμαστούν και σαν την είδε ο Γιώργης αλλαγμένη τόσο πολύ κόντεψε να χάσει το μυαλό του. Το πράσινο σκούρο φόρεμα μέχρι τη μέση της γάμπας, οι λεπτές κάλτσες, τα γυαλιστερά παπούτσια με το τακούνι και τα κατακόκκινα μαλλιά της απλωμένα πάνω στους ώμους της, την έκαναν σαν να βγήκε από περιοδικό. Πού πήγε το Λενιώ με την παραδοσιακή της φορεσιά και τις μακριές πλεξούδες; Τούτο το αερικό δεν μπορεί να είναι η γυναίκα του. Όλο το βράδυ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Μόνο που δεν ήταν ο μόνος.
Γύρισαν στο χωριό την επόμενη μέρα το πρωί και η Ελένη ξαναμπήκε στη ρουτίνα της χωρίς να χάσει χρόνο. Έβλεπε στο βλέμμα του Γιώργη ότι την κοιτούσε αλλιώς, αλλά δεν την ένοιαζε. Η ζωή της δεν ήταν στα μαγαζιά και στις ορχήστρες, η ζωή της ήταν στο σπίτι της με τον άντρα της και τους ανθρώπους του χωριού τους. Την επόμενη φορά που ο Γιώργης έφυγε για τη χώρα, η Ελένη δεν τον ακολούθησε. Δεν ένιωθε καλά. Ούτε και ήθελε να το κάνει συνήθεια το ξενύχτι. Μαντάλωσε την πόρτα του σπιτιού της και άρχισε ν’ ανεβαίνει στο πάνω πάτωμα. Ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο κεφαλόσκαλο όταν άκουσε το ρόπτρο στην πόρτα.
“Τι ξέχασες, Γιώργη μου;”
Άνοιξε την πόρτα χωρίς να ρωτήσει και είδε μπροστά της τον πρωτευουσιάνο από το μαγαζί στη χώρα, το “αφεντικό” που της σύστησε ο Γιώργης εκείνο το βράδι.
“Δεν είμαι ο Γιώργης και συννέφιασες, ε; Καλησπέρα, Ελένη. Μπορούμε να μιλήσουμε;”
“Ο Γιώργης δεν είναι εδώ. Μόλις έφυγε.”
“Το ξέρω. Με σένα θέλω να μιλήσω.”
“Καλύτερα μια άλλη στιγμή, να είναι κι ο Γιώργης.”
“Γιατί, βρε; Με φοβάσαι;”
“Δεν φοβάμαι κανέναν. Ελάτε αύριο που θα είναι εδώ κι ο άντρας μου.”. Πήγε να κλείσει την πόρτα, αλλά δεν την άφησε. Την έσπρωξε πίσω και μπήκε με το ζόρι στο σπίτι. Την έριξε στο πάτωμα και χωρίς πολλά-πολλά έπεσε από πάνω της και της έκλεισε το στόμα με το χέρι του για να μην φωνάξει. Εκείνη τον δάγκωσε δυνατά και τον παρακάλεσε να μην την πειράξει:
“Μη, σε παρακαλώ, μη. Το μωρό μου…”
Το πρωί ο Γιώργης μπήκε στο σπίτι του. Είδε το κιλίμι στην πόρτα τσαλακωμένο και αίματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Έψαξε την Ελένη, αλλά δεν ήταν εκεί. Βγήκε στο δρόμο και κατευθύνθηκε στην ταβέρνα. Ο κυρ- Παντελής μόλις είχε ανοίξει.
“Μήπως είδες το Λενιώ;” του είπε.
“Όχι. Θα πήγε στο φούρνο ή στην εκκλησιά, του Σταυρού είναι σήμερα. Εχθές ήταν εδώ αυτός ο πρωτευουσιάνος.”
Ο Γιώργης σάστισε. Ο πρωτευουσιάνος; Γι’ αυτό έλειπε το βράδυ; Άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη τη γυναίκα του. Μόλις έφτασε στην προκυμαία, είδε σε ένα σημείο κόσμο μαζεμένο. Ο Μανώλης κι ο Γαβρίλης τον είδαν και έτρεξαν να τον προλάβουν μα τους παραμέρισε. Μπλέχτηκε μέσα στον κόσμο που είχε μαζευτεί εκεί κι ένας- ένας άρχισαν να κάνουν στην άκρη για να περάσει. Δεν πίστευε στα μάτια του. Μπροστά του ήταν ξαπλωμένη η Ελένη με ρούχα καταματωμένα και μούσκεμα. Το πρόσωπό της κάτασπρο και τα μαλλιά της βρεγμένα από τη θάλασσα και με φύκια εδώ κι εκεί γύρω από το πρόσωπό της. Έσκυψε πάνω της κι ένα ουρλιαχτό βγήκε από τον λαιμό του. Σήκωσε στα χέρια του το άψυχο κορμί της και κατευθύνθηκε προς το καΐκι τους. Την ξάπλωσε μέσα στο σκαρί και ξανοίχτηκε στο γκρίζο πέλαγος τραγουδώντας “Ε, γιάλεσα γιαλέσα, αγάντα γιαλέσα”. Πίσω του χτυπούσε η καμπάνα. Του Σταυρού είναι σήμερα.
*σφουγγαράδικο τσιμάρισμα: τραγούδι που έδινε το ρυθμό στους σφουγγαράδες για να κάνουν κουπί και να μαζεύουν τα δίχτυα τους.
https://thewomen.gr/
Despina Alice Paulson
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου