Δύο ποιήματα
Του Μανώλη Αλυγιζάκη
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Πήγα στο πατρικό μου και προσκύνησα
εκεί που κάποτε υπήρξα
βρέφος νιογέννητο
στην αγκαλιά της άγια μάνας
τέσσερις τοίχους είδα που καθόριζαν
το μέγεθος του λίγου χώρου
μέσα στ’ απέραντο, εκεί που άφησα
το πρώτο βρέφους κλάμα
ακόμα ολοφάνερα σχεδιασμένο
σε δυο μεγάλες πέτρες δυτικά
εκεί απ’ όπου σκάλιζε ο γαρμπής
σημάδια ανεξίτηλα στην πέτρα
κι ήταν θαμπό εκεί στη σκοτεινιά
πρώτη φορά το φως που αντίκρισα
κι είπα
σκληρός ο χρόνος μες στο άχρονο.
Πήγα στο πατρικό μου και προσκύνησα
το χώρο που τα πρώτα βάδισα βήματα
μοναχικό και σφαλισμένο παραθύρι,
πόρτα πεσμένη στ’ ανατολικά
σαν θα `θελε διάπλατα το δρόμο
να μου δείξει μια μέρα που θ’ ακολουθούσα
κι είπα
απλός θεέ μου που `ναι ο κόσμος
απλή που `ναι η ζωή
απτός θεέ μου που ` ναι ο μονόδρομος
προς την απτή μεγαλοσύνη.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΟΥ
Του πατρικού την πόρτα
έσπρωξα δειλά και άφησε ο θάνατος
κραυγή φριχτή που οι βάσεις
του σπιτιού ετρίξαν και τα παράθυρα
ζητήσαν να ξαναγεννηθούν
καθώς διάπλατα τ’ άνοιξα το φως
να μπει κι ο αγέρας
τράβηξα τις κουρτίνες ζωή να δώσω
στους τέσσερις ήχους
που απ’ τις γωνιές εβγαίναν βογκητά
στάθηκα στη μέση δωματίου
και διαλογίστηκα στο νόημα της απουσίας
χώρος γυμνός σαν χειραφετημένο
γυναίκας καλλίγραμο κορμί, έρημο
κι αξεδίψαστο που γνώση απόκτησε
στην ερημιά εμβαθύνοντας, εκεί
που πάντα η σοφία κυριαρχεί
η σοφία το γυμνό που αποκτά μόνο
όταν διαλογίζεται στην απουσία
σαν ερημίτης μες στην ερημιά του
Από την ανέκδοτη συλλογή με τίτλο, “Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΟΥ”
https://www.fractalart.gr/
Το βρήκα στο: https://vequinox.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου