Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη

Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!

ΣΩΣ νά ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­κό­μη ἀ­σή­μαν­τος ἄν­θρω­πος πού ἔ­βρι­σκε πα­ρη­γο­ριά σέ ἀ­κα­τα­νό­η­τες φρά­σεις δι­α­τη­ρών­τας τήν αὐ­τα­πά­τη πώς ἔ­χει ἕ­να ὄ­νο­μα πού πρέ­πει νά τό ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ὥς τήν τε­λευ­ταί­α του ἀ­να­πνο­ή. Καί πράγ­μα­τι λί­γο πρίν τήν στερ­νή του ἀ­νά­σα, γύ­ρι­σε κι εἶ­πε μέ στεν­τό­ρια φω­νή στόν πα­λιό του φί­λο «Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!».

       Ἄλ­λες αἰ­νιγ­μα­τι­κές κου­βέν­τες πού ἔ­μοια­ζε νά τόν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν, τίς ἔ­λε­γε χα­μο­γε­λών­τας κι ἁ­πλώ­νον­τας τά χέ­ρια στίς πλα­τι­ές λου­ρί­δες πο­λύ­χρω­μο φῶς πού περ­νοῦ­σε μέ­σα ἀ­πό τά τζα­μι­λί­κια τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀλ­λά κι ὅ­ταν πή­γαι­νε νά βρεῖ τή φί­λη του τήν πα­λιά ἠ­θο­ποι­ό δί­πλα στό συν­τρι­βά­νι ὅ­που το­ύς ἔ­λου­ζε τό θάλ­πος μιᾶς γε­να­ρι­ά­τι­κης με­σημ­βρί­ας, πά­λι ἔ­βρι­σκε εὐ­και­ρί­α νά τίς ἐ­πα­να­λά­βει.

       Τί ἤ­θε­λε νά πεῖ; Πώς δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τίς λέ­ξεις; Πώς εἶ­χε γλι­τώ­σει ἀ­πό τά ὀ­νό­μα­τα; Πώς μέ­σα του κρου­νί­ζει σάν τό συν­τρι­βά­νι ἕ­να νό­η­μα πλῆ­ρες ἀ­πό εἰ­κό­νες καί αἰ­σθή­μα­τα λου­σμέ­να στή σι­ω­πή;

       Ἤ ἀν­τί­θε­τα πώς στό κέν­τρο τῆς ὕ­παρ­ξής του εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μιά πο­λύ­λα­λη ἡ­συ­χί­α; Ἀλ­λά τό­τε για­τί φώ­να­ξε μέ στεν­τό­ρια φω­νή «Κρά­τα τό ὄ­νο­μά μου ψη­λά»;

       Κά­πο­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πώς εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει με­ρι­κά κα­λά ποι­ή­μα­τα ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α με­ρι­κά θε­ω­ρή­θη­καν ὑ­πο­δε­ίγ­μα­τα τοῦ εἴ­δους τους καί συ­ζη­τή­θη­καν πο­λύ. Κά­πο­τε εἶ­χε ἀ­γα­πη­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μι­κρό ἀλ­λά πι­στό ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, μέ δυό λό­για, ἄν ἦ­ταν ἕ­νας ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος πού εἶ­χε ἀ­να­λώ­σει ἀλ­λι­ῶς τή ζωή του, ἡ πρό­τα­ση μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­γό­ταν καί σάν πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­α – τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­πρί­τσιο κά­ποι­ου νά ξε­φουρ­νί­σει μιά δι­α­νο­ου­με­νί­στι­κη ἤ ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρο “κουλ­του­ρι­ά­ρι­κη ἐ­ξυ­πνά­δα”. Ἀλ­λά αὐ­τός πού ἔ­ζη­σε τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του ὥς τό ση­μεῖ­ο νά γί­νει ἐ­ρη­μί­της “ἐ­νώ­πιόν τους μό­νον”, τί μπο­ροῦ­σε νά ἐν­νο­εῖ ἐ­πι­μέ­νον­τας πώς τό «πο­ί­η­μα πιά πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα του»;

       Τόν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν μιά ἄ­φω­νη Δι­ο­τί­μα; Ἤ πώς ἔ­φτα­σε σέ μιάν ψυ­χι­κή ἀ­νύ­ψω­ση ὅ­που ἡ Μο­ύ­σα καί ἡ χα­ρά τῆς πα­ρου­σί­ας της δι­ώ­χνει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα κα­τα­φυ­γῆς στόν λό­γο; Εἶ­ναι τό­σο ἡ­δύ αὐ­τό πού τοῦ συμ­βα­ί­νει ὥ­στε δέν μπο­ρεῖ νά ἀρ­θρώ­σει κα­μιά λέ­ξη; Πο­ρε­ύ­ε­ται ἤ­δη μέ­σα σέ ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα τῶν ὁ­πο­ί­ων δέν δύ­να­ται νά κά­νει ἄλ­λους κοι­νω­νο­ύς; Ἤ ἀ­φή­νει, χω­ρίς κι ὁ ἴ­διος νά τό ἐ­πι­δι­ώ­κει, μιά πα­ρα­κα­τα­θή­κη γιά το­ύς ἄ­σω­τους τῆς ἐ­φή­με­ρης φλυ­α­ρί­ας πώς ἡ πραγ­μα­το π ο ί η σ η εἶ­ναι βα­θιά ἐ­σω­τε­ρι­κή; Μιά κί­νη­ση, μιά πρά­ξη πού ἀ­να­τέλ­λει κα­ταυ­γά­ζοντας τόν και­ρό μιᾶς κρυμ­μέ­νης ἡ­μέ­ρας;

Ἡ ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νη ἠ­θο­ποι­ός τόν κοί­τα­ζε λυ­πη­μέ­να, για­τί σ’ αὐ­τήν ἔ­λει­πε ἀ­φό­ρη­τα ἡ σκη­νή, τό ρε­περ­τό­ριο, ὁ σκη­νο­θέ­της… Πρω­τί­στως ἡ φω­νή της νά τι­νά­ζε­ται ἀ­πό τό λα­ρύγ­γι κρου­νί­ζον­τας στό ἠ­χεῖ­ο τοῦ στό­μα­τός της.

       «Δέν εἶ­μαι συν­θέ­της», ἀ­παν­τοῦ­σε με­τά ἀ­πό ὥ­ρα κα­μιά φο­ρά, «γιά νά σέ κα­τα­νο­ή­σω. Εἶ­μαι μό­νον ἕ­να ὄρ­γα­νο, σω­πα­σμέ­νο πιά.»

       «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ τυ­χε­ρός», ἔ­λε­γε ἀ­κό­μα. Κι αὐ­τός τέν­τω­νε πά­λι τά χέ­ρια του πρός τή γε­να­ρι­ά­τι­κη φεγ­γο­βο­λή πού δια­ρκεῖ λί­γο ἀλ­λά, ὥ­σπου νά φτά­σει στό ζε­νίθ της, προ­χω­ρεῖ ἀ­πό ἔν­τα­ση σέ ἔν­τα­ση, καί χα­μο­γε­λοῦ­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος.

       «Μή φε­ύ­γεις» ἔ­μοια­ζε νά λέ­ει : «Μή φε­ύ­γεις φῶς μου.»!

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Ὁ Φι­λόσο­φος. Σιω­πή. Πίνα­κας (1940) τοῦ Ni­cho­las Roe­rich (Ни­­ко­лай Ре­рих, Ἁ­γία Πε­τρού­πο­λη, 1874-Παν­τζάμπ, Ἰν­δία, 1947).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις;

  Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις; – Θώμη Μπαλτσαβιά – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 Υπάρχουν πολλά στάδια που πέρασα με σένα και τη...