Ήταν απλά ένας άγνωστος
Τόσο καιρό σύχναζε σε αυτό το μαγαζί, μα πρώτη φορά την είχε δει εκεί. Στο “στέκι του” όπως έλεγε, τους ήξερε σχεδόν όλους, άλλους λίγο, άλλους πολύ, μα δεν είχε δει ποτέ πριν την ξανθιά κοπέλα που καθόταν μόνη στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Σίγουρα θα την θυμόταν αν είχε τύχει να την δει. Έπινε μάλλον τσάι και κοίταζε διαρκώς έξω από το παράθυρο, λες και περίμενε κάποιον. Του έκανε εντύπωση η ομορφιά της και προσπαθούσε να την κοιτάζει δίχως να τον πάρει χαμπάρι. Ήθελε να την πλησιάσει, να της πιάσει κουβέντα, αλλά ντρεπόταν. Καθώς στροβίλιζε το μυαλό του μέσα στις άμοιρες σκέψεις του, εμφανίστηκε ένας ψηλός, καλοντυμένος άντρας, αρκετά μεγαλύτερός της. Έσκυψε, την φίλησε και έπειτα έκατσε απέναντί της.
Η ώρα περνούσε και η συζήτηση ανάμεσά τους είχε αρχίσει να γίνεται έντονη. Κάποιες λέξεις ακούγονταν διάσπαρτα ανάμεσα στους ήχους της μουσικής, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Προσπαθούσε να μη στρέφει το βλέμμα του πάνω της, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατον. Η ξανθιά κοπέλα φαινόταν θλιμμένη, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ο ψηλός, καλοντυμένος άντρας φαινόταν εκνευρισμένος. Μετά από λίγη ώρα, σηκώθηκε, άφησε στο τραπέζι μερικά χαρτονομίσματα και έφυγε, αφήνοντας πίσω μόνη την ξανθιά κοπέλα.
Ήθελε τόσο πολύ να την πλησιάσει, να της μιλήσει, να την παρηγορήσει, δίσταζε όμως. Έπρεπε να κάνει την υπέρβαση, έπρεπε να τολμήσει… Ζήτησε από τον μπάρμαν ένα διπλό σφηνάκι τεκίλα και μόλις το ήπιε σηκώθηκε από το σκαμπό του μπαρ και πήγε προς το μέρος της.
«Πρώτη φορά σε βλέπω στο στέκι μας…» της είπε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι της χωρίς να έχει το κουράγιο να του μιλήσει.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε, αλλά εκείνη του απάντησε με ένα νεύμα κατάφασης και άρνησης μαζί. Το δάκρυ στα μάτια της ήταν έτοιμο να κυλίσει.
«Μπορώ να καθίσω;» και πριν ακόμα του απαντήσει, είχε τραβήξει την καρέκλα και είχε καθίσει εκεί, στο ίδιο τραπέζι μαζί της.
«Σε έναν άγνωστο είναι πιο εύκολο να μιλήσεις, εξάλλου εγώ δεν σε γνωρίζω και ούτε είμαι άξιος για να σε κρίνω. Καθένας μας ζει τις δικές του δοκιμασίες, γιατί αυτό είναι η ζωή, μια διαρκής δοκιμασία» της είπε. Τότε ξαφνικά λες και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και η ξανθιά κοπέλα άρχισε να κλαίει λυτρώνοντάς την από το βάρος που είχε.
«Είναι παντρεμένος…», ψέλλισε ανάμεσα στο κλάμα της. «Ήρθε να μου πει πως όλα τέλειωσαν μεταξύ μας, γιατί ήθελε να δώσει μία ευκαιρία στον γάμο του. Ήταν ο πρώτος μου, στην αρχή μου ήταν αδιανόητο πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάμεσά μας, αλλά αυτός όλο και επέμενε. Αμάθητη στα ερωτικά βλέπεις, έπεσα… » Η εικασία που είχε κάνει την ώρα που τους έβλεπε να διαπληκτίζονται, είχε επιβεβαιωθεί. Ήταν σχεδόν σίγουρος πλέον πως ο ψηλός καλοντυμένος άντρας ήταν ένας εκμεταλλευτής ψυχών, ένας κυνηγός σαρκών, από εκείνους που δεν διστάζουν να επωφεληθούν κάθε αδυναμία. Δεν προσπάθησε να την κάνει να σταματήσει το κλάμα, απεναντίας την άφησε να κλαίει και να μιλάει. Μόνο άκουγε. Εκείνη τι στιγμή αυτό χρειαζόταν…
Όταν πια τα δάκρυα τελείωσαν, και τα λόγια στέρεψαν, η ξανθιά κοπέλα άρχισε να νιώθει ανακούφιση, άρχισε να την πλημμυρίζει μια ανέλπιστη ηρεμία, μια λύτρωση. «Στα είπα όλα και εσύ δεν είπες ούτε λέξη. Μα πώς; Πώς με έκανες να νιώσω καλά;» τον ρώτησε.
«Το γιατρικό βρίσκεται μέσα μας και μόνο αν ακούσουμε τον εαυτό μας θα μπορέσουμε να το βρούμε κι εσύ μόλις τον άκουσες…»
«Δεν ξέρω ούτε καν το όνομά σου!» του είπε.
«Δεν έχει σημασία, είμαι ένας άγνωστος που απλά ακούει… γιατί η ικανότητα να ακούς τους ανθρώπους είναι το παν…»
https://gynaikaeimai.com/
Σοφία Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου