Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Ἡρὼ Νικοπούλου: Περικλῆς Κοροβέσης – Ζωντανὴ μνήμη ἑνὸς φίλου

 Ἡρὼ Νικοπούλου: Περικλῆς Κοροβέσης – Ζωντανὴ μνήμη ἑνὸς φίλου


[Ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Πε­ρι­κλῆ Κο­ρο­βέ­ση: 1/14 (Κάθε Κυριακή)]

Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης

* * *

Ζων­τα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου

 

σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χὴ τῆς σπο­ρᾶς καὶ ὄ­χι τῆς συγ­κο­μι­δῆς

Π.Κ.

ΕΝ ΕΙΝΑΙ μιὰ ‘βδο­μά­δα καὶ κά­τι, στὶς 11 Ἀ­πρι­λί­ου, ποὺ κλεί­σα­νε τρί­α χρό­νια ἀ­φό­του ὁ Πε­ρι­κλῆς ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ κον­τά μας, ἀ­φή­νον­τας τὸ φεγ­γο­βό­λο ἐ­κεῖ­νο κε­νὸ ποὺ ἀ­φή­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δὲν ἀρ­κοῦν­ται στὰ λό­για, ἀλ­λὰ σφρα­γί­ζουν τὰ πιστεύω τους μὲ τὸ αἷ­μα τῶν πρά­ξε­ών τους. «Συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής, ἀ­κτι­βι­στὴς καὶ πο­λι­τι­κὸς τῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς» ἀ­να­φέ­ρει ἡ Βι­κι­παί­δεια, ἀλ­λὰ αὐ­τὰ πε­ρι­γρά­φουν ἐ­λά­χι­στα, γιὰ ὅ­σους τὸν γνώ­ρι­σαν, τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο ἦ­θος τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ στὰ προ­σω­πι­κά ὅ­σο καὶ στὰ κοι­νω­νι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ πράγ­μα­τα δὲν δί­στα­ζε μὲ ὅ­ποι­ο τί­μη­μα νὰ παίρ­νει ἀ­πέ­ναν­τί τους τὴν κρι­τι­κὴ ἀ­πό­στα­ση ποὺ τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­ε ἡ ἐν­τι­μό­τη­τα καὶ ἡ συ­νεί­δη­σή του, ὅ­πο­τε χρει­α­ζό­τα­νε. Καὶ χρει­α­ζό­τα­νε συ­χνά.

* * *

Τὸν Πε­ρι­κλῆ τὸ­ν ἤ­ξε­ρα πρὶν τὸν γνω­ρί­σω μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μι­σό­λο­γα τῶν με­γά­λων· ἦ­ταν χούν­τα κι ὅ­λοι γιὰ τὰ ση­μαν­τι­κὰ μι­λού­σα­με ψι­θυ­ρι­στά. Εἴ­χα­με με­τα­κο­μί­σει ἀ­πὸ τὴν μο­νο­κα­τοι­κί­α τῆς ὄ­μορ­φης Νέ­ας Σμύρ­νης στὸν δεύ­τε­ρο ὄ­ρο­φο μιᾶς ἑ­ξα­ό­ρο­φης πο­λυ­κα­τοι­κί­ας στὴν Κά­τω Κυ­ψέ­λη, στὴν ὁ­δὸ Κο­ρυ­δαλ­λέ­ως 7-9, πλά­ι στὴν Ἁ­γί­ου Με­λε­τί­ου, καὶ πά­νω ἀ­πὸ μᾶς στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο ἔ­με­ναν οἱ γο­νεῖς του. Εἴ­χα­με ἤ­δη δυ­ὸ χρό­νια ἐ­κεῖ, ἀ­πὸ τὸ 1970, καὶ τὰ ἀρ­χι­κὰ κα­λη­με­ρί­σμα­τα σι­γὰ-σι­γὰ ἐ­ξε­λί­χθη­καν σὲ μιὰ ζε­στὴ φι­λί­α ποὺ κρά­τη­σε πολ­λὰ χρό­νια μέ­χρι τὴν ἀ­πο­δη­μί­α τῶν γο­νι­ῶν τοῦ Πε­ρι­κλῆ, τοῦ Χρή­στου καὶ τῆς Μα­ρί­κας ἀλ­λὰ συ­νε­χί­στη­κε μὲ τὴν στε­νὴ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ φι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας μου μὲ τὴν Ἄλ­κη­στη, τὴν ἀ­δελ­φή τοῦ Πε­ρι­κλῆ, ἕ­ως τὸν πρό­ω­ρο θά­να­τό της. Ἡ μη­τέ­ρα μου καὶ ἡ μη­τέ­ρα του ἀν­τάλ­λασ­σαν πε­σκέ­σια μὲ τὶς σπε­σι­α­λι­τέ τους, οἱ κα­ρυ­δό­πι­τες καὶ οἱ ρε­βυ­θά­δες ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὶς σκά­λες καὶ οἱ ψι­θυ­ρι­στὲς φω­νὲς ἀ­π’ τὸ φω­το­γω­γό, ποὺ ἔ­παι­ζε τό­τε τὸν ρό­λο τῆς ἐν­δο­συ­νεν­νό­η­σης. Ἐν τῷ με­τα­ξὺ Πε­ρι­κλῆ ἄ­κου­γα καὶ Πε­ρι­κλῆ δὲν ἔ­βλε­πα. Ἔ­λε­γαν πὼς ἔ­λει­πε στὴ Γαλ­λί­α γιὰ σπου­δές. Μὲ τὴν με­τα­πο­λί­τευ­ση ἁ­πλώ­θη­κε ἡ εἴ­δη­ση τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς του.

            Ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὸν ἀν­τί­κρι­σα θὰ μοῦ μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη, μα­θή­τρια τοῦ γυ­μνα­σί­ου ἐ­γὼ καὶ ἡ ἀ­μη­χα­νί­α μου με­γά­λη μπρο­στὰ σ’ αὐ­τὸν τὸν ψη­λὸ ὀ­στε­ώ­δη ἄν­τρα μὲ τὰ ἀ­τί­θα­σα μαλ­λιὰ καὶ τὸ ἔν­το­νο βλέμ­μα, ποὺ ὅ­λο κά­πνι­ζε. Τὸν ἄ­κου­γα πο­λὺ προ­σε­κτι­κὰ πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ἀ­πο­κω­δι­κο­ποι­ή­σω ὅ­λα ὅ­σα ἔ­λε­γε μὲ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ με­λω­δι­κὴ φω­νή του. Ἦ­ταν γο­η­τευ­τι­κὸς καὶ στὰ παι­δι­κά μου μά­τια ἔ­μοια­ζε κά­πως μυ­στη­ρι­ώ­δης μὲ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ τὸν συ­νό­δευ­αν. Ἡ αὔ­ρα ποὺ τὸν τύ­λι­γε ὅ­μως μοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μή. Εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στὴν γκαρ­σο­νι­έ­ρα ποὺ εἶ­χε ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του στὸ ὑ­πό­γει­ο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, ποὺ σύν­το­μα με­τα­μορ­φώ­θη­κε σ’ ἕ­να ὁ­λο­ζών­τα­νο στέ­κι ποὺ γέ­μι­ζε φί­λους καὶ βι­βλί­α, πολ­λὰ βι­βλί­α, καὶ κα­πνοὺς τσι­γά­ρων ἀ­να­κα­τε­μέ­νους μὲ γέ­λια ποὺ ἔ­φτα­ναν μέ­χρι σὲ μᾶς στὸν δεύ­τε­ρο, ἄ­σε ποὺ ἐ­πι­τέ­λους πρα­σί­νι­σε κι ὁ τό­πος, ἀ­νά­με­σα στὰ τσι­μέν­τα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, για­τὶ ἀ­νά­στη­σε μὲ με­ρά­κι καὶ πολ­λὰ φυ­τὰ στὸ μι­κρὸ κη­πά­κι τοῦ ἀ­κά­λυ­πτου, καὶ κα­θὼς θέ­ρι­ευ­αν τὰ δεν­τρά­κια τὰ Κα­λο­καί­ρια ὁρ­μοῦ­σαν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νοι­χτὴ μπαλ­κο­νό­πορ­τα μέ­σα στὸ σπί­τι. Τὸ ἔ­βλε­πα νὰ φουν­τώ­νει τὴν Ἄ­νοι­ξη ἀ­πὸ τὸ πί­σω μπαλ­κό­νι τοῦ δεύ­τε­ρου ὀ­ρό­φου καὶ τὸ κα­μά­ρω­να. Στὸ ἴ­διο δι­α­μέ­ρι­σμα ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μει­νε γιὰ ἕ­να δι­ά­στη­μα ὁ φί­λος του —με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια καὶ δι­κός μου φί­λος— Γι­ῶρ­γος Οἰ­κο­νό­μου, ἐ­πί­σης μα­θη­τὴς τοῦ Κα­στο­ριά­δη ὅ­πως καὶ ὁ Πε­ρι­κλῆς, μα­θη­μα­τι­κὸς καὶ συγ­γρα­φέ­ας πο­λι­τι­κῶν δο­κι­μί­ων, ποὺ τραυ­μα­τί­στη­κε σο­βα­ρὰ ἀ­πὸ σφαί­ρα στὴν ἀν­τι­χουν­τι­κὴ ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ Πο­λυ­τε­χνεί­ου.

Ὅ­ταν δι­ά­βα­σα τοὺς Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες, —πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἐρ­χό­μουν ἀν­τι­μέ­τω­πη μὲ τό­ση βί­α, κα­θὼς ἀ­φο­ροῦ­σε πρό­σω­πό μου οἰ­κεῖ­ο— συγ­κλο­νί­στη­κα, κα­θὼς συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σα τὴν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη σκλη­ρό­τη­τα ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­δεί­ξει ἕ­νας ἄν­θρω­πος σὲ συ­νάν­θρω­πό του. Κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τῆς χούν­τας ψι­θυ­ρί­ζον­ταν ἀ­σύλ­λη­πτα πράγ­μα­τα γιὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὶς φυ­λα­κές, ἱ­στο­ρί­ες ὡ­στό­σο ποὺ δὲν τολ­μού­σα­με νὰ πι­στέ­ψου­με. Ὅ­μως ἡ ψύ­χραι­μη πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ Πε­ρι­κλῆ Κο­ρο­βέ­ση, ποὺ ἀ­πέ­δω­σε μὲ λό­γο λι­τὸ καὶ δυ­να­τὸ ὅ­λα τα βα­σα­νι­στή­ρια ποὺ ὑ­πέ­στη κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς κρά­τη­σής του στὶς φυ­λα­κὲς ΕΑΤ-ΕΣΑ, ἀ­πο­κά­λυ­ψε δι­ε­θνῶς τὸ πραγ­μα­τι­κὸ πρό­σω­πο τῆς Χούν­τας καὶ ὁ­δή­γη­σε τὸ θέ­μα μέ­χρι τὸ Συμ­βού­λιο τῆς Εὐ­ρώ­πης. Με­τὰ τὴν βα­ρύ­νου­σα κα­τά­θε­ση τοῦ Πε­ρι­κλῆ, ἡ Χούν­τα τῶν συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν ἀ­πο­χώ­ρη­σε ἐ­σπευ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ Συμ­βού­λιο κα­θὼς ἦ­ταν βέ­βαι­η γιὰ τὴν κα­τα­δί­κη της. Ἀλ­λὰ οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τοῦ Πε­ρι­κλῆ συ­νε­χί­στη­καν ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ 1989, ἄρ­θρο τῆς Ἀγ­γε­λι­κῆς Νι­κο­λού­λη στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἔ­θνος προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν ἐμ­πλέ­ξει μὲ τὴν 17η Νο­έμ­βρη, καὶ τότε ὅ­λοι μας ἀ­να­στα­τω­θή­κα­με.

Ὁ Πε­ρι­κλῆς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ λέ­με «ψη­μέ­νος» ἄν­θρω­πος, εἶ­χε πε­ρά­σει πολ­λὰ καὶ δύ­σκο­λα, κι ὅ­μως ὅ­ταν ὀ­νει­ρευ­ό­ταν καὶ μά­λι­στα μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἀ­λά­φραι­νε, πέ­τα­γε ἡ καρ­διά του, φω­τί­ζον­ταν τὰ μά­τια του καὶ ὅ­λα ξαφ­νι­κὰ φαι­νόν­του­σαν μπο­ρε­τά. Τὸ γνή­σια ἀ­ναρ­χι­κὸ καὶ σί­γου­ρα ἀν­τι­ε­ξου­σι­α­στι­κό του πνεῦ­μα τὸν ἔ­κα­νε νὰ πεῖ κά­πο­τε: «Ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ θὰ ἔ­λε­γα πὼς εἶ­μαι ‘’Κοροβεστιστὴς’’ καὶ δὲν θέ­λω κα­νέ­να ὀ­πα­δό, για­τὶ θὰ μοῦ τὰ κά­νει σκα­τά», ὅ­πως μνη­μο­νεύ­ει στὸ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο ἄρ­θρο του ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης Σα­ϊ­νης, στὶς 17 Ἀπριλίου τοῦ 2020 στὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν.

            Με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια ὅ­ταν ξα­να­συ­ναν­τή­θη­καν οἱ δρό­μοι μας, μέ­σα ἀ­πὸ κοι­νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, βι­βλί­α, στέ­κια καὶ κοι­νὲς πο­λυ­ποί­κι­λες λο­γο­τε­χνι­κὲς συν­τρο­φι­ές, ὅ­που στα­θε­ρὰ δι­έ­κρι­νες ποι­ός ἦ­ταν ὁ μὴ-κουλ­του­ριά­ρης, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι πα­ρέ­με­νε τὸ ἴ­διο ἁ­γνὸ καὶ ὀ­νει­ρο­πό­λο πλά­σμα ποὺ πρω­το­γνώ­ρι­σα. Πο­τέ, μὰ πο­τὲ δὲν τὸν εἶ­χα ἀ­κού­σει νὰ μι­λᾶ μὲ ἐμ­πά­θεια ἢ κα­κί­α γιὰ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε, ἀν­τι­θέ­τως πάν­τοτε ἡ σκέ­ψη του ἦ­ταν στραμ­μέ­νη μὲ θε­τι­κό­τη­τα στὸ κοι­νὸ κα­λό, ποὺ πάν­τα ξε­κί­να­γε ἀ­πὸ τὸν χει­ρο­πια­στὸ δι­πλα­νό, γιὰ νὰ ἁ­πλω­θεῖ τα­χύ­τα­τα καὶ νὰ φτά­σει στὸ ὄ­νει­ρο καὶ τὴν οὐ­το­πί­α, τὴν ἄ­πια­στη δί­χως τὸ Μα­ζί. Στὸ πρό­σω­πό του ζοῦ­σα πα­ρα­δειγ­μα­τι­κῶς τὸν αὐ­θεν­τι­κὸ πυ­ρή­να τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ: τὴν Ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Ἡ ἀ­κού­ρα­στη ἐ­πω­δός του στις συ­ναν­τή­σεις μας ἦ­ταν μί­α: κά­τι νὰ κά­νου­με!


            Θυ­μᾶ­μαι ἀ­κό­μα τὸ ­2­0­07 κά­ποι­ες ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες φι­λι­κὲς συ­ναν­τή­σεις μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἐ­κλο­γή του ὡς βου­λευ­τῆ στὴν Α’ Ἀ­θη­νῶν σ’ ἕ­να γρα­φεῖ­ο στὴν πλα­τεί­α Καμ­πά­νη πί­σω ἀ­πὸ τὴν Ἁ­γί­ου Με­λε­τί­ου. Θυ­μᾶ­μαι μὲ τί προ­σο­χὴ ἄ­κου­γε τοὺς συ­νο­μι­λη­τές του ἀλ­λὰ καὶ μὲ τί πά­θος μι­λοῦ­σε γιὰ ὅ­σα πί­στευ­ε. Κι ὅ­πο­τε ἡ συ­ζή­τη­ση συ­νε­χι­ζό­ταν σὲ κά­ποι­α τα­βέρ­να, πάν­τα μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του Μα­ρί­α φύ­λα­κα ἄγ­γε­λο στὸ πλά­ι του, ὅ­λα γιὰ λί­γο γι­νόν­του­σαν ἐ­φι­κτά. Καὶ δὲν ἐ­νέ­δω­σε πο­τὲ στὸ εὔ­κο­λο, στὸ αὐ­το­νό­η­το ἢ στὸ συμ­φέ­ρον, ἤ­ξε­ρε νὰ λέ­ει ὄ­χι ἐ­κεῖ ποὺ τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­ε ἡ συ­νεί­δη­σή του κι ἄς ἔ­χα­νε θέ­σεις, χρή­μα­τα, ἐ­ξου­σί­α… Κέρ­δι­ζε ψυ­χή, φί­λους, ἀ­γά­πη καὶ τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη τῶν ἄλ­λων στὰ ἰ­δα­νι­κά του. Πράγ­μα­τα, δη­λα­δὴ ἀ­νε­κτί­μη­τα.

            Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ Πε­ρι­κλῆ ἦ­ταν καὶ ἡ ψυ­χι­κή του γεν­ναι­ο­δω­ρί­α. Θυ­μᾶ­μαι τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 2009 ἕ­να ἀ­πρό­σμε­νο μή­νυ­μά του στὸν τη­λε­φω­νη­τή μου, ὅ­που μοῦ ἐ­ξέ­φρα­ζε τὴν με­γά­λη συγ­κί­νη­σή του μὲ ἀ­φορ­μὴ ἕ­να ἄρ­θρο μου ποὺ εἶ­χε δι­α­βά­σει στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Αὐ­γὴ στὸ πλαί­σιο τῆς ἑ­βδο­μα­δια­ίας σει­ρᾶς «Ἕ­νας δρό­μος μιὰ ἱ­στο­ρί­α». Στὸ κεί­με­νό μου ἐ­κεῖ­νο, ποὺ εἶ­χε τί­τλο «Ὁ­δὸς Κο­ρυ­δα­λέ­ως 7-9», ἀ­να­φε­ρό­μουν στὸ δρο­μά­κι ποὺ μέ­να­με καὶ στοὺς ἰ­δι­αί­τε­ρους καὶ χα­ρι­σμα­τι­κοὺς κα­τοί­κους τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μας, στὸν Πε­ρι­κλῆ Κο­ρο­βέ­ση καὶ στὸν Κώ­στα Μαυ­ρου­δῆ καὶ τὸν πα­τέ­ρα του, τὸν ἀ­ξι­α­γά­πη­το δά­σκα­λο-συγ­γρα­φέ­α κύ­ριο Χρῆ­στο (μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χα καὶ τὴν με­γα­λύ­τε­ρη οἰ­κει­ό­τη­τα, ἔχω ἀκόμα κάποια βιβλία του ποὺ μοῦ εἶ­χε χαρίσει), ποὺ κα­τοι­κοῦ­σαν στὸν τρί­το καὶ στὸν πρῶ­το ἀν­τι­στοί­χως, ἀλ­λὰ καὶ στοὺς Μι­χά­λη Γκα­νᾶ καὶ Γιάν­νη Πα­τί­λη ποὺ ἦ­σαν τα­κτι­κοὶ ἐ­πι­σκέ­πτες στὸ σπί­τι τοῦ Μαυ­ρου­δῆ μιὰ ποὺ τό­τε κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια μας στὸ πρῶ­το ὄ­ρο­φο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μας φύ­τρω­νε μὲ τὴν συ­νερ­γα­σί­α τῶν τρι­ῶν τους τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τὸ Δέν­τρο. Μοῦ ἔ­λε­γε, ἐ­πί­σης, ὁ Πε­ρι­κλῆς ὅ­τι εἶ­χα κα­τα­γρά­ψει πτυ­χὲς καὶ λε­πτο­μέ­ρει­ες — γιὰ τὸν τό­πο, τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α μας καὶ γιὰ τὸν χρό­νο— ποὺ πολ­λοὶ ἄλ­λοι δὲν εἶ­χαν προ­σέ­ξει. «Ἐ­γὼ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τά ‘χω πεῖ ἔ­τσι», μοῦ εἶ­πε, καὶ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ντρα­πῶ. Μὲ εἶ­χε σκλα­βώ­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ μή­νυ­μά του καὶ τὸ ἔ­χω φυ­λά­ξει.

            Ἡ αὐ­το­ε­ξο­ρί­α του κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τῆς Χούν­τας καὶ ὁ τρό­πος ποὺ τὸν πε­ρι­έ­θαλ­ψαν στὴ Σου­η­δί­α στε­ρέ­ω­σε μέ­σα του τὴν ἤ­δη δη­μι­ουρ­γη­μέ­νη ἄ­πο­ψη ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χουν λα­θραῖ­οι ἄν­θρω­ποι, ὅ­τι σὲ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς ἡ μό­νη ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, πε­ποί­θη­ση ποὺ τί­μη­σε μὲ πολ­λοὺς τρό­πους σὲ ὅ­λη του τὴν ζω­ή. Στὸ δι­ή­γη­μά του «Ξε­χα­σμέ­να εὐ­χα­ρι­στῶ» με­τα­ξὺ ἄλ­λων προ­σώ­πων εὐ­χα­ρι­στεῖ μιὰ Ἴν­γκριντ ἀ­πὸ τὴν Στοκ­χόλ­μη ποὺ τοῦ συμ­πα­ρα­στά­θη­κε καὶ τὸν ἔ­κα­νε νὰ αἰ­σθαν­θεῖ καὶ νὰ γρά­ψει γιὰ αὐ­τὴν τὴν μα­κρι­νὴ καὶ κρύ­α γιὰ μᾶς χώ­ρα: «ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει θε­ός». Αὐ­τὴ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζε­στα­σιὰ ποὺ πῆ­ρε τό­τε, τὴν χά­ρι­ζε πάν­τα ἁ­πλό­χε­ρα καὶ στοὺς γύ­ρω του. Κλεί­νον­τας τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μά του μὲ τί­τλο «Λα­θρο­με­τα­νά­στης», κα­θὼς κοι­τᾶ τοὺς ξέ­νους πε­ρα­στι­κοὺς ἀ­πὸ τὸ κα­φε­νεῖ­ο του στὴν Ἀ­χαρ­νῶν, ἀ­να­κα­λεῖ συν­τρο­φι­κά: «Λα­θρο­με­τα­νά­στης ἤ­μουν κι ἐ­γὼ στὴ ζω­ή μου, χω­ρὶς χαρ­τιὰ καὶ ἄ­δεια πα­ρα­μο­νῆς…. Πάρ­τε με μα­ζί σας. Εἶ­μαι δι­κός σας.»

* * *

Ἡ ἀ­με­σό­τη­τα ποὺ εἶ­χε στὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μὲ τοὺς φί­λους του καὶ γε­νι­κό­τε­ρα μὲ ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, βγαί­νει ἀ­τό­φια καὶ στὸν τρό­πο ποὺ γρά­φει. Ὁ βα­θύς, σχε­δὸν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κὸς τό­νος στὰ δι­η­γή­μα­τά του σὲ κερ­δί­ζει, δη­μι­ουρ­γεῖ μί­αν οἰ­κει­ό­τη­τα, σὲ κά­νει νὰ αἰ­σθά­νε­σαι πὼς δι­α­βά­ζεις κά­τι ποὺ σὲ ἀ­φο­ρᾶ ἄ­με­σα. Οἱ ἀ­φορ­μή­σεις τῶν κει­μέ­νων του προ­έρ­χον­ται ἄλ­λο­τε ἀ­πὸ ἁ­πλὲς κα­θη­με­ρι­νὲς σκη­νὲς τοῦ δρό­μου καὶ τῶν πε­ρα­στι­κῶν, ἄλ­λο­τε ἀ­πὸ τὴν κρι­τι­κή του μα­τιὰ στὴν τρέ­χου­σα πο­λι­τι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ πα­ρα­μορ­φω­τι­κὰ νὰ μᾶς ἐγ­κλω­βί­ζει, καὶ ἄλ­λο­τε ἀ­πὸ τὴν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σια­κὴ συμ­βι­ω­τι­κὴ δύ­να­μή του νὰ κά­νει δι­κές του μνῆ­μες πι­κρὲς ἄ­γνω­στών του συν­τρό­φων τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ὅ­πως στὸ κο­ρυ­φαῖ­ο ἐ­κεῖ­νο «Τὰ βή­μα­τα τῶν ἐ­κτε­λε­σμέ­νων».

            Πο­τὲ δὲν μά­ση­σε τὰ λό­για του ὁ Πε­ρι­κλῆς, οὔ­τε στὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­πως στὸ δι­ή­γη­μά του «Κυ­ρί­αρ­χος λα­ὸς», οὔ­τε σ’ αὐ­τὰ ποὺ ἔ­γρα­φε στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α εἴ­τε στὴ στή­λη του «Στὸ κέν­τρο τοῦ πε­ρι­θω­ρί­ου» ποὺ κρά­τη­σε γιὰ χρό­νια στὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν, ἀ­π’ ὅ­που στα­δια­κὰ πῆ­ρε καὶ τὶς ἀ­πο­στά­σεις του ἀ­πὸ τὴν ἀ­νευ­θυ­νό­τη­τα τῶν πρώ­ην ‘ὁ­μο­ϊ­δε­α­τῶ­ν’ του, ποὺ τό­τε κυ­βερ­νοῦ­σαν τὴ χώ­ρα.

            Ἡ ἀ­ναρ­χι­κὴ, ἀν­τι­ε­ξου­σι­α­στι­κή του μα­τιὰ ποὺ συ­ναν­τᾶ­με στὰ δι­η­γή­μα­τά του ἁ­πλώ­νε­ται, μὲ τὸ ἴ­διο αἴ­σθη­μα προ­σω­πι­κῆς εὐ­θύ­νης, καὶ στὰ μι­κρὰ καὶ κα­θη­με­ρι­νά, ὅ­σο καὶ στὰ με­γά­λα θέ­μα­τα: τὸν Με­γά­λο πό­λε­μο καὶ τὶς γε­νο­κτο­νί­ες, τὸν Χί­τλερ καὶ τὸν Στά­λιν, τὸν ρό­λο τῶν πο­λυ­ε­θνι­κῶν καὶ τὴν μι­θρι­δα­τι­κοῦ τύ­που ἐ­ξοι­κεί­ω­ση ὅ­λων μας ἀ­πέ­ναν­τί τους. Πρό­κει­ται γιὰ τὸν σπά­νιο τύ­πο τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δύ­σκο­λα ξε­χω­ρί­ζει ἀ­νά­με­σα στὸ μι­κρὸ καὶ τὸ με­γά­λο κα­κό, πράγ­μα ποὺ κά­νει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δύ­σκο­λη καὶ τὴν συ­νύ­παρ­ξή του μὲ τὴν κομ­φορ­μι­στι­κὴ καὶ ἐκ­βι­α­στι­κὴ συλ­λο­γι­στι­κὴ τοῦ «μὴ χεί­ρο­νος» στὴν τρέ­χου­σα πο­λι­τι­κή, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τοὺς δι­κούς μας δι­σταγ­μοὺς καὶ τὶς ἀ­να­σφά­λει­ες, ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ το­πο­θε­τη­θοῦ­με πο­λι­τι­κὰ στὴν πρά­ξη.

* * *

Ὁ Πε­ρι­κλῆς ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πὸ τοὺς πιὸ θαρ­ρα­λέ­ους, τοὺς πιὸ εὐ­γε­νεῖς καὶ τοὺς πιὸ ἀ­νι­δι­ο­τε­λεῖς καὶ γεν­ναι­ό­δω­ρους ἀν­θρώ­πους ποὺ ἔ­χω συ­ναν­τή­σει στὴ ζω­ή μου. Πα­ρέ­μει­νε γιὰ πάν­τα ἀ­γα­πη­μέ­νο καὶ στα­θε­ρὸ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς μου ἀ­πὸ τὰ πρῶ­τα ἐ­φη­βι­κά μου χρό­νια μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Γι’ αὐ­τὸ δὲν θὰ πά­ψω πο­τὲ νὰ τὸν θυ­μᾶ­μαι, νὰ τὸν ἀ­γα­πῶ, νὰ τὸν θαυ­μά­ζω καὶ νὰ θέ­λω τὸ πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τὸν μι­μη­θῶ.

Νι­κο­πού­λου, Ἡ­ρώ. (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τέσ­σε­ρις συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἡ­ρώ Νι­κο­λο­πού­λου καὶ ἄλ­λες συν­τα­χνια­κές ἱ­στο­ρί­ε­ς (δι­η­γή­μα­τα, Γα­βρι­η­λί­δης, 2020). Συν­δι­ευ­θύ­νει μὲ τὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μα­ζί του τὶς ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κροῦ δι­η­γή­μα­το­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15 καὶ Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16 (Γα­βρι­η­λί­δης). Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ στὸν ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, ι­τα­λι­κά, ρω­σι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, φιλανδικά, τουρ­κι­κὰ καὶ σέρ­βι­κα. Στά Ἰ­σπα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ ἡ ἀν­θο­λο­γί­α ποι­η­μά­των της μέ τὸν τί­τλο A­ce­pti­o­nes de la Mi­ran­da σὲ με­τά­φρα­ση Jo­­sé Anto­nio Mo­re­no Ju­ra­do (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐ­πι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν. Δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα:
www.ironikopoulou.gr
Εἰ­κό­νες: Φω­το­γρα­φί­ες κει­μέ­νου: Στὴν ἔ­ναρ­ξη: Μὲ τὸν Πε­ρι­κλῆ στὴν Αἰ­γεί­ρα Αἰ­γι­α­λεί­ας, στὴν βρα­διὰ τὴν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν κοινὸ μας φί­λο τουμ­πί­στα Γιά­ννη Ζου­γα­νέ­λη, στὶς 30 Σε­πτεμ­βρί­ου 2005. Στὸν ἐ­πί­λο­γο: Μὲ τὸν Πε­ρι­κλῆ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν πί­να­κά μου, τὸν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸν ἄλ­λο με­γά­λο ἀ­γω­νι­στῆ/ἀ­κτι­βι­στῆ τῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς Μα­νώ­λη Γλέ­ζο, στὴν ἔκ­θε­ση «Ἱ­στο­ρί­ες Ἀν­τί­στα­σης» τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐ­πι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας στὴν Δη­μο­τι­κὴ Πι­να­κο­θή­κη τῆς Ἀ­θή­νας, στὶς 24 Ὀ­κτω­βρί­ου 2014.

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μούχλα στο τυρί: Το πετάμε ή σώζεται

  Μούχλα στο τυρί: Το πετάμε ή σώζεται Το αν πετάμε τα  τυριά  με  μούχλα  ή όχι εξαρτάται από τον τύπο του κάθε τυριού και το πόση υγρασία ...