Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Μέρα της Ποίησης η σημερινή και με την ευκαιρία βάζω κάτι ποιητικό -αναδημοσιεύω, επαυξημένο όμως, ένα άρθρο του 2016 για τις ρίμες με ομόηχες λέξεις
Εννοώ ρίμες με λέξεις όπως «τείχη – τύχη» ή «είχον – ήχον» (και οι δυο από τον Καβάφη).
Τον κατάλογο με τις ομόηχες ρίμες τον συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου «Η γλώσσα έχει κέφια» (2018) και ποτέ δεν σταμάτησα να τον εμπλουτίζω με νέα ευρήματα. Σήμερα παρουσιάζω την τελευταία μορφή του που πλησιάζει τα 100 λήμματα. Ελπίζω με τη δική σας συμμετοχή να εμπλουτιστεί κι άλλο -αναζητούμε, καταρχήν, στίχους από ποιήματα ή από τραγούδια με ομοιοκαταληξίες ομόηχες.
Το ριμάριο είναι λεξικό με ρίμες, δηλαδή περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις, ταξινομημένες ανάλογα με τις ομοιοκατάληκτες συλλαβές, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στιχοπλόκος (ή και ποιητής) για να ταιριάξει ομοιοκαταληξίες. Έτσι, στο -άρι θα έχει το φεγγάρι, το μαξιλάρι, αλλά και το «(να) πάρει», στο -έλι το «τέλι» αλλά και τα «μέλη» ή το «θέλει».
Ριμάριο είναι και κατάλογος με ρίμες αντλημένες από ποιήματα -ο φίλος Μπάμπης Καράογλου έχει, ας πούμε, κάνει μια εργασία για το Ριμάριο του Καβάφη.
Ομώνυμα είναι, για τον πολύ κόσμο, τα κλάσματα -και έχουμε, γενεές και γενεές, μοχθήσει για να μάθουμε πώς να κάνουμε ομώνυμα τα ετερώνυμα κλάσματα, που είναι όρος απαραίτητος για να μπορέσουμε να τα τιθασέψουμε και μετά να τα προσθαφαιρέσουμε. Είναι και τα άλλα τα ομώνυμα, που απωθούνται όταν τα ετερώνυμα έλκονται. Όμως στη γραμματική, ομώνυμες λέξεις, όπως λέει και το ΛΚΝ, είναι αυτό που ο πολύς κόσμος, κι εγώ μαζί, λέμε «ομόηχα», ομόηχες λέξεις, λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως τα ζευγάρια «ψηλά» και «ψιλά», ή η τετράδα «τείχη-τύχη-τοίχοι-(να) τύχει».
Ο λόγος που τις λέμε «ομώνυμες λέξεις» είναι ότι έτσι τις ονόμασε ο Αριστοτέλης (όνομα εννοούσε την προφορά), οπότε κρατάμε την ορολογία τιμής ένεκεν. Δεν είναι τόσο απλό πάντως με την ορολογία και σε ένα προηγούμενο άρθρο είχαμε μπερδευτεί καμπόσο ανάμεσα σε ομώνυμα, ομόηχα, ομόφωνα και ομόγραφα, αλλά να μη χαθούμε σε αυτόν τον λαβύρινθο, σήμερα θα μιλήσουμε για ποίηση -έστω και έμμεσα. Πάντως για ρίμες.
Έχω ένα πολύ ωραίο βιβλίο του νεοελληνιστή Ξενοφώντα Κοκόλη (1939-2012), που είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί του και να ανταλλάξουμε κείμενα, που λέγεται «Η ομοιοκαταληξία» (εκδόσεις Στιγμή). Σε αυτό, ο Κοκόλης μελετάει, ανάμεσα στ’ άλλα, την ομοιοκαταληξία ομωνύμων, όταν δηλαδή έχουμε ομοιοκαταληξία με ομόηχες ή ομώνυμες λέξεις (εδώ θα χρησιμοποιήσω τους δυο όρους σαν συνώνυμους). Παράδειγμα, από τον Καβάφη, που είναι, όπως λέει ο Κοκόλης, ο ποιητής μας που περισσότερο από κάθε άλλον χρησιμοποίησε ρίμες ομωνύμων. Στο ποίημά του «Τα τείχη» τολμάει και βάζει τρία τέτοια ζευγάρια.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Οι ρίμες είναι: αιδώ-εδώ, τείχη-τύχη, είχον-ήχον.
Όμως το ρεκόρ, που δεν το αναφέρει ο Κοκόλης, το πετυχαίνει ένα άλλο καβαφικό ποίημα, από τα κρυμμένα, το «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου» (1917):
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια,
δεν έμεινε μες στην φιάλη μου μια στάλα.
Είν’ η ώρα να στραφούμεν, οίμοι!, στ’ άλλα.
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι
— να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.
Έξι δίστιχα, από τα οποία τα πέντε έχουν ρίμες με ομώνυμα (δηλαδή ομόηχες λέξεις) -βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, το «(εγώ) ήπια», που προφέρεται δισύλλαβο, δεν είναι ακριβώς ομόηχο με «τα ήπια», που προφέρεται τρισύλλαβο.
Η έκτη ρίμα έχει ομοηχία (στ’ άλλα – στάλα) αλλά ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, τις ρίμες-μωσαϊκό (όρος του Κοκόλη) ή ρίμες καλαμπούρια που τις είπε ο Σεφέρης αποδίδοντας το αγγλικό rhyme puns. Εδώ, έχουμε πάλι ομοηχία, που όμως δημιουργείται από περισσότερες από μία λέξεις στο ένα σκέλος: στ’ άλλα – στάλα ή μετάξι – με τάξη, όπως στο ποίημα του Καβάφη «Του μαγαζιού»:
Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Αυτές όμως τις έχουμε συζητήσει σε άλλο άρθρο Τις ανέφερα μόνο για λόγους πληρότητας και επιστρέφω στις ρίμες ομωνύμων (ή ομοήχων).
Οι ρίμες ομωνύμων, λέει ο Κοκόλης, «είναι καταρχήν όλες τους εντυπωσιακές. Η πλήρης ηχητική σύμπτωση δύο διαφορετικών σημασιών προκαλεί οπωσδήποτε την προσοχή μας: ο Πάρης / να πάρεις ή μιλιά / μηλιά. Το γεγονός αυτό της σύμπτωσης μπορεί να μας φανεί απλώς εντυπωσιακό· ή και διασκεδαστικό· ή και κωμικό. Ούτως ή άλλως ενέχει, σε βαθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυτό που ονομάζουμε έκπληξη».
Ενώ οι ρίμες με ομώνυμες λέξεις είναι εντυπωσιακές, εννοείται ότι οι ρίμες με την ίδια λέξη θεωρούνται δείγμα κακής τεχνικής και συνήθως αποφεύγονται. Να πούμε πάντως ότι και οι ρίμες με ομώνυμα από κάποιους θεωρούνται υποδεέστερες. Από κάποιους άλλους, βέβαια, όλη η σύγχρονη ομοιοκατάληκτη ποίηση θεωρείται υποδεέστερη. Είναι αλήθεια, και θα φανεί από την καταγραφή που ακολουθεί, ότι οι ρίμες με ομώνυμα χρησιμοποιούνται συχνά σε σατιρικά στιχουργήματα.
Ο Κοκόλης στο βιβλίο του αποδελτιώνει (πρόχειρα, όπως λέει) τους οχτώ τόμους της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, χρησιμοποιεί το «Ριμάριο Καβάφη» του Καράογλου, και καταγράφει καμιά σαρανταριά ομοιοκαταληξίες ομωνύμων, στις οποίες προσθέτει (σε υποσημειώσεις) και 2-3 από τον Μανούσο Φάσση (το πειραχτικό αλτερέγκο του Μαν. Αναγνωστάκη).
Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτω, σε αλφαβητική σειρά, όλα τα παραδείγματα του Κοκόλη συμπληρωμένα με όσα παραδείγματα μπόρεσα να βρω εγώ ή εσείς στο προηγούμενο άρθρο. Έτσι, το αρχικό δείγμα του Κοκόλη υπερδιπλασιάστηκε αφού το Ριμάριό μας περιλαμβάνει 97 λήμματα, αν μέτρησα σωστά.
Δέχομαι, όπως θα δείτε, όλα τα ομόηχα καθώς και κάποια ομόγραφα, όταν πρόκειται για άλλο μέρος του λόγου ή για άλλο γένος και αριθμό. Καταχρηστικά δέχομαι και τα ομόγραφα που δεν είναι ακριβώς ομόηχα όπως στην περίπτωση «τα ήπια / εγώ ήπια».
Ξεκινάμε λοιπόν, αλφαβητικά, και κατά σύμπτωση με μια καταχρηστική ομοηχία, αφού η άδεια του φαντάρου προφέρεται τρισύλλαβη ενώ η άδεια τσέπη δισύλλαβη.
άδεια (ουσιαστικό) : άδεια (επίθετο)
Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη
(τραγούδι «Ο φαντάρος», στίχοι Μανώλης Ρασούλης)
αιδώ : εδώ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
(…)
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
(Καβάφης, «Τείχη»)
άλλο: (την) άλω
…………….. άλλο
το νόημα φυσικά και άλλο το αντίκρισμα. Φοράς την άλω
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Der Sinn und die Bedeutung»)
αναμένει : αναμμένη
εμπορικό· νεότατος -και που αναμένει
(…)
όλ’ η νεότης του στον σαρκικόν πόθο αναμμένη
(Καβάφης, «Στο πληκτικό χωριό»)
ανέμοι : ανέμη
Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι
(…)
χρυσή της νύχτας την ανέμη
(Αθ. Κυριαζής)
αυτί : αυτή
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
(Καβάφης, «Δέησις»)
αυτί: αυτοί
Ως πότε παπαγάλοι, με τεντωμένο αυτί
θα ξαναλέτε πάλι ό,τι σας λεν αυτοί;
(Μαριανίνα Κριεζή, Το τραγούδι του παπαγάλου)
βάζο : βάζω
Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,
με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.
(Τραγούδι «Κακές συνήθειες», στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης)
βάψει : βάψη
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι «Τα παιδιά»)
γείρει : γύρη
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός.
(Σικελιανός, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»)
Γιάννη : (να) γιάνει
και λέει «παίξε Γιάννη»,
ο πόνος του να γιάνει.
(Τραγούδι «Ένας σατράπης θηλυκός», στίχοι Γιάννης Παπαϊωάννου)
(να) γιάνω : Γιάννο
Μάνα μου αν θες να γιάνω
πάντρεψέ με τον Γιάννο
(τραγούδι «Δίχως Γιάννο δεν θα γιάνω», στίχοι Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος και Παν. Παπαδούκας)
γνωστοί : γνωστή
Και να μου λεν διάφοροι γνωστών γνωστοί
κάπου η μούρη σου μου φαίνεται γνωστή
(Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδι «Βαφτιστικό»)
γύρω : (να) γείρω
Να ’ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
(Σκαρίμπας, «Σπασμένο καράβι»)
(να) δεις : δις
άκουσε να δεις
(…)
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
(Μανούσος Φάσσης)
δίνει : δίνη, η
Σε φυγαδέψαν οι γονοί σου -κλέφτες τού ό,τι ο Θεός δίνει-
τώρα στ’ ανάβλεμμά σου τ’ άστρα πιάνουν του χαλασμού τη δίνη
(Βάρναλης, «Σε μια μέρα της ζωής μου»)
δίστιχο : δύστυχο
Ποιος απ’ αυτούς, Σοφία μου, θα ’φτιαχνε το δίστιχο
…
Δεν λέω, λίγοι είν’ καλά παιδιά αλλά το δύστυχο
στιχάκι τους…
(Ευρ. Γαραντούδης, «Οι νεοσσοί του σονέτου», περ. Ποιητική)
δόση : (να) δώσει
Αν θέλεις να με δεις γαμπρό κατέβαινε μια δόση,
από τη προίκα που ’ταξε ο γέρος σου να δώσει.
(Τραγούδι «Αν θέλεις να με δεις γαμπρό», στίχοι Μάρκος Βαμβακάρης)
δούνε : δούναι
δε θέλουν να σε δούνε
(…)
έχεις λαβείν και δούναι
(Μανούσος Φάσσης)
δύστυχα : δίστιχα
Αχ, πόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, και χρόνια δύστυχα
(…)
να στέλνουμε στα επαρχιακά τα φύλλα δίστιχα
(Μανούσος Φάσσης)
δύο : δύω
Σ’ το’ χα πει, σ’ το’ χα πει μια και δύο
σ’ το ’χα πει, ανατέλλω και δύω.
(Τραγούδι «Προσεχώς», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)
είδει : ήδη
Βραχιόλια από κουκουναριές και βελανίδια, εν είδει
(…)
κι απείρου δόξης καύχημα -που έτσι Του στάλθηκε ήδη
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Χους ην»)
είχον : ήχον
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
(…)
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
(Καβάφης, «Τείχη»)
εκίνα : εκείνα
δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα. [έσμιξες: τα σμιξίματα]
(Ερωτόκριτος Ε779-80)
Έλληνες : έλυνες
Λίγο πολύ είναι τρελοί οι Έλληνες,
Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες – τους Έλληνες!
(Τραγούδι «Τρέλα πέρα για πέρα», στίχοι Αιμίλιος Σαββίδης)
ζήλια : ζίλια (τα)
Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλια
στον αέρα να φέρνω, και να ’χω παλάμες
δυο ζίλια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
ηλί : ιλύ
μια στο καρφί ο αδερφός μου: «Ηλί, ηλί»
φώναζε χθες, σαν μες του κόσμου την ιλύ.
(Γιώργος Κοροπούλης, Ελλειπτική)
(τα) ήπια – ήπια
Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
Βράδιασεν όμως, δυστυχώς. Να, και τον οίνον όλον ήπια
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)
ήτταν : ήταν
του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.
(…)
που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.
(Καβάφης, «Τεχνουργός κρατήρων»)
ίσως : ίσος
Τα φώτα σου και τα σκοτάδια σου (ίσως
πιο πολύ τα σκοτάδια σου!), ό,τι λάθος,
ό,τι αλήθεια λογιέται, στέρεος κι ίσος
τ’ αγγίζω …
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)
καλή : καλεί
Ένδοξος οίκος (ο περιφανής Σωσίβιος κι η καλή
συμβία του· έτσι να λέμε) εις εορτήν του μας καλεί.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)
καλό : καλώ
άυλο κι ανορμήνευτο, κι απ’ όλα πλιο καλό,
στρατοκόπε θλιβερέ κι αποσπερνέ Διαβάτη,
στου ανέμου το ξεφάντωμα συμπότη σε καλώ
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Maya»)
κάνει : κάννη
κι ένα ζευγάρι ταιριαστό, δυο περιστέρια
φωλιά του κάνει
τη μαύρη κάννη
(Τραγούδι «Παλιό κανόνι», στίχοι Γιώργος Μαυρομουστάκης)
κάμποι : κάμπη (η κάμπια)
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
(Παλαμάς, «Ασάλευτη ζωή»)
καν(ε) : κάνε [κάνε = καν = τουλάχιστον]
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
(Βάρναλης, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου»).
κανίς : κανείς
Το σκυλάκι το κανίς
Ποιος το έκλεψε; Κανείς!
(Τραγούδι «Το σκυλάκι το κανίς», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)
κάπως : κάπος
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ‘πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
(Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας»)
κάτι : κάτι [κάτι: η πτυχή, το πόσες φορές διπλώνουμε ένα ύφασμα, βλ. άρθρο]
του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι
το ’κανε που ήταν πάγανο και τυλιμένο κάτι
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.(…)»
(Κωστής Παλαμάς, «Η φλογέρα του βασιλιά»-Λόγος πέμπτος)
(να) κεράσει : κεράσι
Μου ’πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.
(τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)
κερί : καιροί
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
(Καβάφης, «Δέησις»)
κρίνοι : κρίνει
Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
(Καβάφης, «Του μαγαζιού»)
κώμη : κόμμι : κόμη
Απ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξίδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
(Καβάφης, «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)
κώπη : κόποι
αγγίζει ελαφρότατα, θωπεύει η κώπη.
Χρειάζεται μια τέτοια ανάπαυσις: είναι βαρείς οι κόποι.
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)
κρίση : Κροίσοι
Έλα ας την κρίση
Να μετράει τα βήματα
Έλα έχουνε κι οι Κροίσοι
Τρομερά προβλήματα
(Τραγούδι «Βάλε κατσαρόλα», στίχοι Σταμάτης Κραουνάκης)
Λάκων : λάκκον (: λάκκων)
Λάκων τις ήνοιξε λάκκον
ίνα πέσει άλλος Λάκων.
(…)
Κι επληρώθη ο τόπος λάκκων.
Κι ίνα εκφρασθώ ως Λάκων:
«Κάθε Λάκων κι έναν λάκκον»…
(Νίκος Δεληπέτρος – Ασμοδαίος, «Μανιάτικη βεντέτα»)
λείπει : λύπη
Αφροδίτη όπου λείπει
η ζωή ’ναι πάντα λύπη
(Αθαν. Χριστόπουλος, «Απόφαση»)
[Και από πολλούς άλλους, ιδίως με αντίστροφη σειρά, π.χ. «Μια κυρά την τρώει λύπη / για τον άντρα της που λείπει» του Σουρή]
λίαν : λείαν (ουσιαστικό)
Μα σήμερα είναι λίαν (…)
τα πλοία με την λείαν
(Καβάφης, «Εις ιταλικήν παραλίαν»)
και
λίαν : λείαν (επίθετο)
Ωραίον ήτο το απόγευμά μου, λίαν
ωραίον. Την αλεξανδρινή θάλασσαν ηδέως λείαν
(Καβάφης, «Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου»)
λοιπόν : λυπών
Πλήρης πάχους πλήρης λίπους ήτο φυσικό λοιπόν
που με πότισες φαρμάκων και με γέμισες λυπών
(Μποστ, σκίτσο «Όλα για το παιδί της», Ταχυδρόμος 1959)
Μαύρα: μαύρα
Κι άλλος για την Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα
(Βάρναλης, «Η χαρά του πολέμου)
μέλη : μέλει
εκεί λοιπόν εβλέπομεν ’τι εχάμνισαν τα μέλη
για πλούτον, δόξαν και τιμήν δεν πρέπει να μας μέλει
(Πένθος θανάτου, ανώνυμο του 16ου αι.)
μέλη : μέλλει
τη νύχτα ν’ αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη
κι ως ξημερώσει, να το δουν, η τζόγια τίνος μέλλει.
(Ερωτόκριτος Β2365)
μέλι : μέλη : μέλει
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η κουτή
δεν νιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο τον μέλει
(Καβάφης, «Η αρρώστια του Κλείτου»)
μέλλει : μέλι
Να ’ξερα ποιος είν’ άντρας μου, ποιος άγουρος μου μέλλει
να τον ταΐζω ζάχαρη, να τον ποτίζω μέλι
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)
Μήλο : μήλο
Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο
πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)
μιλιά : μηλιά
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
(Σικελιανός, Πάσχα των Ελλήνων)
μισώ : μισό
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
τον έχουμε μισό-μισό.
(τραγούδι «Τον κόσμο που κι εγώ μισώ», στίχοι Μάνος Ελευθερίου)
Μοίρα : μύρα
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
(…)
Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα
(Καβάφης, «Εν εσπέρα»)
νέγροι : Νέγρη
Λιβανέζοι και Νέγροι / στη Φωκίωνος Νέγρη
(τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», στίχοι Ν. Γκάτσος)
νίκη : νοίκι
μιαν άπτερο μπροστά μου βλέπω νίκη
(…)
ποτέ μου δε σκοτίστηκα για νοίκι
(Γ. Κοροπούλης, «Επύλλιο»)
όμως : ώμος
Tώρα το χέρι σου κρατάω αλλά όμως
(…)
Λείπει, αλίμονο, ο άσπρος σου ο ώμος,
(Τραγούδι «Το βαμπίρ», Χάρρυ Κλυνν)
πάθη : (να) πάθει
Είναι έτοιμος να πάθει
του Ακταίωνος τα πάθη.
(Ηλίας Τανταλίδης, «Αιγιαλός»)
πάλι : πάλη
Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.
(Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)
πάλλει : πάλι : πάλη
Ο νέος Αντιοχεύς
είπε στον βασιλέα,
«Μες στην καρδιά μου πάλλει
μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι,
Αντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι
μες στην μεγάλη πάλη.
(Καβάφης, «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»)
παν, το : παν (πάνε)
Εμεταβλήθηκε το παν
όλα ανάποδα με παν
(Αλέξανδρος Κάλφογλου, 18ος αιώνας)
Πάρη : πάρει
Η κάθε μια καλόπιανε τον Πάρη
της ομορφιάς το μήλο για να πάρει
(τραγούδι «Ο Πάρις και το μήλο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)
Πάρης : πάρεις
Μα εκείνην την απόφαση οπού ’δωκεν ο Πάρης
και τσ’ ομορφιάς το χάρισμα μόνια έκαμε να πάρεις [μόνια: μονάχη εσύ]
(Χορτάτσης, Ο Γύπαρης)
Πάρο : πάρω
Και τ’ Αγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
(Τραγούδι «Κυκλαδίτικο», στίχοι Νίκος Γκάτσος)
πήραν : πείραν
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
(Καβάφης, «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια»)
πλάτη, τα : πλάτη, η
Η γη μια σβούρα στ’ ουρανού τα πλάτη
(…)
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη
(Τραγούδι «Παλίρροια 2002», στίχοι Άλκης Αλκαίος)
πλην : πλειν
Τι τα ’θελες τα «συν» και τα «πλην»
μες στην αναμπουμπούλα;
Δεν την κοπάναγες στη ζούλα;
-ου παντός πλειν…
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένταξη στον αιώνα»)
πολίται : πωλείται
χώρας ελεύθερης και μεις ελεύθεροι πολίται,
που αντί χρήματος το παν και η τιμή πωλείται.
(Στίχος του Πωλ Νορ στο περιοδικό Παπαρούνα, 1933)
πολίται: πωλείτε
Ω της ενδόξου χώρας μας νοήμονες πολίται,
το Κράτος, φευ, σας συνιστά θερμώς: μη τα πωλείτε!
Μα να προσθέσει θα ’πρεπε: και μη τ’ αναπολείτε!
(Χειρόγραφο σατιρικό του Λαπαθιώτη, 1922)
πότε : πόται
Οι ιππόται οι ιππόται
κουτσοπίναν πότε πότε
κι απ’ το πότε πότε πότε
καταλήξαν όλοι πόται.
(Τραγούδι «Οι ιππόται πότε πότε», στίχοι Σταμάτης Δαγδελένης)
ρήγισσα : ρίγησα
Αντίκρισα μια Ρήγισσα
κι από τον πόθο ρίγησα
(Μανούσος Φάσσης)
(η) ρόδα : (τα) ρόδα
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει
(Καβάφης, «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»)
και, προσθέτω, πιο ωραία στον Λαπαθιώτη («Μια περηφάνια»):
…Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα
ρώμη : Ρώμη
Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη
(Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας»)
σκηνή : σκοινί
Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί
στη σκηνή
(…)
κι αν μας αντέξει το σκοινί
(τραγούδι «Το χειροκρότημα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)
Σκώτος : σκότος
Κι ένιωσε χαρά ο Σκώτος
που διαλύθηκε το σκότος
(Μποστ, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»)
στέκει : στέκι
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά
(τραγούδι «Στην Καισαριανή», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)
ΤΑΣΣ : (επί) τας
Ήταν με το ΤΑΣΣ;
(…)
Ή ταν ή επί τας!
(Νίκος Παπαδόπουλος, «King Kong»)
τείχη : τύχη
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(…)
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, «Τείχη»)
τέλια : τέλεια
Και πώς, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στα ’φιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
(Γιάννης Σκαρίμπας, «Βαλς χωρίς ντάμα»)
[Όπως και στο καβαφικό ήπια – ήπια πιο πάνω, μπορεί να διατυπωθεί εδώ η ένσταση ότι κανονικά η τέλεια δεν είναι ομόηχη με τα τέλια, παρά μόνο αν προφερθεί ιδιότυπα]
(των) τρίτων : (ο) τρίτων
Λογαριασμός, έτσι, υπέρ τρίτων
(…)
πάνω από τον αφρό ένας τρίτων
(Νίκος Παπαδόπουλος, «Ένιοι τινές»
τύχει : τοίχοι
κι ό,τι λάχει κι ό,τι τύχει
μα τον ξέρουνε κι οι τοίχοι
(Βάρναλης, «Ακτοπλοϊκό»)
τύχει : τείχη
Όταν τύχει κάποια μέρα, όταν τύχει
να γκρεμίσουνε τα τείχη
(Τραγούδι «Όταν τύχει», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)
ύπατος : ήπατος
Ο Ναπολέων, όταν ήταν πρώτος ύπατος,
υπέφερε από κίρρωση του ήπατος.
(Σατιρικό δίστιχο ανωνύμου, δημοσιεύτηκε στην Εκλογή το 1961)
φάμ’ – femme:
κι αν δεν έχουμε το σήμερα να φάμ’
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
(τραγούδι «Σερσέ λα φαμ», στίχοι Βασίλης Τσιτσάνης)
(τα) φέγγη : φέγγει
Απ’ όλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη [..]
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά κι αν πιο μακριά δε φέγγει
(Κωστής Παλαμάς, «Σκέψη»)
φίλον : φύλλων
Και όταν δίδεις ασπασμόν εις πρόσωπόν τι φίλον
ακούεις ήχον πνέοντος βορρά διά των φύλλων;
(Δ. Παπαρρηγόπουλος, «Η ψυχή μου»)
φίλον : φύλλον : φύλον
Φίλος έδωσε εις φίλον
τριαντάφυλλον με φύλλον
και παρήγγειλε στον φίλον
Φίλε, φύλαττε το φύλλον
απ’ το γυναικείον φύλον…
(παροιμιακό στιχούργημα)
Χάνη : χάνει [χάνης: ο μεγάλος Χάνος των Κινέζων]
Πράσινη τέντα του πασά και μαστραπάς του Χάνη
όποιος γυρεύει να σε διει, το λογισμό του χάνει
(Δημοτικό δίστιχο της συλλογής του Πασσόβ)
Χάρου : χάρου (προστακτική)
Κυρά μου τσ’ ομορφάδες σου μην τις φυλάς του Χάρου,
μ’ εμένα παίξε-γέλασε και τη ζωή σου χάρου
(Δημοτικό της συλλογής του Ανδρ. Λασκαράτου, Άγρα 2016)
χάση, η : χάσει
Το φεγγάρι είναι στην χάση,
φεγγαράκι χάσικο.
Το μυαλό μου το ’χω χάσει
για τα σε μπαγάσικο.
(Τραγούδι «Φεγγαράκι χάσικο», στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος)
χήρας : χείρας
Κι όλο πήγαινες στης χήρας
με το τάβλι ανά χείρας
(Τραγούδι «Τσάο τσάο», στίχοι Γιάννης Λογοθέτης)
χίλια : χείλια
Όλα ’ταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα· χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
(…)
Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
(Βάρναλης, «Προσκυνητής»)
ψηλά : ψιλά
Μάτια που στρέφονται ψηλά
προς επουράνια καλά,
κι άλλα που ψάχνουν χαμηλά
να βρούνε τίποτα ψιλά.
(Σουρής, «Τα μάτια»)
Άφησα για το τέλος, για να το ξεχωρίσω, το μοναδικό απ’ όσο ξέρω ποίημα που είναι αφιερωμένο σε μια ομοηχία –ένα τρίστιχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα από τη συλλογή του Ρήματα, που αξιοποιεί την πλούσια ομοηχία της εξάρτησης:
Τριπλή παραλλαγή
Στον έρωτά μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
– ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση.
Και περιμένω να συμπληρώσετε τον κατάλογο με τα δικά σας σχόλια!
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου