Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

 Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

 στις 

Η πλοκή του μυθιστορήματος της Marie NDiaye ‘Η εκδίκηση είναι δική μου’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Αλεξάνδρας Κωσταράκου, αρχίζει να ξετυλίγεται από την πρώτη κιόλας σελίδα, όταν μια δικηγόρος έρχεται αντιμέτωπη με μια από αυτές τις περιπτώσεις στις οποίες η κοινωνική ετυμηγορία είναι αμείλικτη.

Η κυρία Σιζάν, η δικηγόρος της ιστορίας δέχεται μια μέρα την επίσκεψη του Ζιλ Πρενσιπό που της ζητά να αναλάβει την υπεράσπιση της αγαπημένης του συζύγου που δολοφόνησε τα τρία τους παιδιά.  Πάνω σε αυτή την θηριωδία ξετυλίγεται ένα μυθιστόρημα που ερευνά προσεκτικά την ανθρώπινη φύση. Ένα μυθιστόρημα που αντανακλά τον τρόπο που η ζωή μας διαμορφώνεται από συμπτωματικά ασαφή γεγονότα, από τυχαίες χειρονομίες και λέξεις, από βλέμματα και συζητήσεις, που μας επηρεάζουν και τελικά μας καθορίζουν.

Το αποτρόπαιο έγκλημα της δολοφονίας των τριών παιδιών είναι γνωστό από τις εφημερίδες και η κυρία Σιζάν, που μέχρι τώρα δεν έχει αναλάβει καμία μεγάλη υπόθεση που θα την έκανε γνωστή, απορεί με την επιλογή του πελάτη της. Για να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η ένταση, η κυρία Σιζάν πιστεύει ότι στο πρόσωπο του Ζιλ Πρενσιπό βλέπει το νεαρό αγόρι που γνώρισε μικρή όταν η μητέρα της την πήρε μαζί της σ’ένα σπίτι που εργαζόταν, και ο μικρός τότε Ζιλ την προσκάλεσε στο δωμάτιό του Η ανάμνηση της παλιάς συνάντησης επανέρχεται στην κυρία Σιζάν ‘με τόση ακρίβεια, με τόση βιαιότητα, που νοιώθει σαν να δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο μέτωπο’.  Αυτό όμως που παραμένει θολό είναι το τι ακριβώς συνέβη σ’ εκείνο το δωμάτιο∙ και είναι αυτό το ασαφές της ανάμνησης που τυλίγει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα ενός δυσοίωνου επικείμενου κινδύνου. Η θαμμένη εμπειρία, την οποία η ηρωίδα δεν μπορεί πλέον να ανακατασκευάσει πλήρως, την οδηγεί σε σύγχυση και σε σύγκρουση με το περιβάλλον της. Ο πατέρας της πιστεύει ότι κάτι ηθικά απαράδεκτο είχε συμβεί ενώ η μητέρα της  δεν θυμάται καθόλου το περιστατικό. Ο ίδιος ο Ζιλ Πρενσιπό κυριαρχεί πάνω της με τη συγκρατημένη στάση του και το επιβλητικό του όνομα, – ενώ το όνομα της κυρίας Σιζάν δεν αναφέρεται ποτέ – και δηλώνει ότι δεν την θυμάται καθόλου ενισχύοντας την αναστάτωσή της.


Με φόντο το ομιχλώδες Μπορντώ, ο αναγνώστης ακολουθεί τις σκέψεις της ηρωίδας και την κλιμακούμενη ψυχολογική ευθραυστότητά της, η οποία εκφράζεται με ένα μπερδεμένο πλέγμα καχυποψίας, εικασιών και παρεξηγήσεων προς όλους: τους γονείς της, τον πιο κοντινό της φίλο, την οικιακή της βοηθό – μια παράνομη μετανάστρια από τον Μαυρίκιο που δείχνει απρόσβλητη στην επίθεση αγάπης και φροντίδας της κυρίας Σιζάν – ενώ η σκληρότητα του ίδιου του εγκλήματος των τριών παιδοκτονιών  την γεμίζει αμφιβολίες και την κάνει να πιστέψει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.

Ο Ζιλ και η Μαρλίν Πρενσιπό σε δύο ξεχωριστούς μονολόγους εξηγούν τις συνθήκες του τρομερού εγκλήματος. Η Μαρλίν ξεκινά κάθε πρότασή της μ’ ένα ‘αλλά’ με το οποίο εκφράζει λιγότερο αντίθεση και περισσότερο παραίτηση. Αυτό που σοκάρει είναι το συναισθηματικό της κενό∙ μοιάζει να μην αισθάνεται πλέον τίποτα, λες και ενήργησε σαν να ήταν υπό επιταγή. Από την άλλη ο Ζιλ Πρενσιπό φαίνεται να αναζητά δικαίωση με τη συχνή χρήση του ‘γιατί’.  Τα τρία νεκρά παιδιά δεν παίζουν πλέον κανένα ρόλο στο παιχνίδι του μοιραίου ζευγαριού. Ενώ εκείνος θέλει να τη σώσει, εκείνη τον περιφρονεί. Δύο διαφορετικές εξομολογήσεις που φωτίζουν σκληρά τις σκοτεινές γωνιές της κάθε ψυχής και κόβουν την ανάσα τόσο με το περιεχόμενο όσο και με τη γλωσσική τους μορφή.

‘Αλλά τώρα που σας μιλάω δεν θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού παρά μόνο σ’ αυτή τη φυλακή. Αλλά δεν έχω πια δικό μου σπίτι, αλλά τόσο το καλύτερο. Αλλά, όχι, το σπίτι μας στο Μπουσκά, αλλά δεν μου άρεσε, αλλά είχα φτάσει στο σημείο να το απεχθάνομαι. Αλλά προτιμώ το κελί μου και το μικρό μου κρεβάτι που είναι εντελώς δικό μου. […]Αλλά είναι καλά, μόνος εκεί στο σπίτι μας, αλλά τον βλέπω ολοκάθαρα, αυτός… Αλλά απαντάει στα μέιλ όπου οι άνθρωποι  του εκφράζουν τη συμπόνια τους, αλλά παριστάνει τον γενναίο που κρύβει τα δάκρυά του αλλά κανένα δάκρυ δεν έβρεξε ποτέ έστω την άκρη των ματιών του. Αλλά ο κ. Πρενσιπό είναι δυνατός, μέσα στην αγιοσύνη του. Αλλά δεν θα πω τίποτα εναντίον του, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αλλά ποια είναι τα θύματα της πράξης; Φυσικά όχι εγώ, έτσι δεν είναι; Αλλά τα παιδιά κι εκείνος, ναι. Αλλά είναι καλά στη μοναξιά του. Αλλά συχνά μας φώναζε: Παρατήστε με! Αφήστε με λιγάκι στην ησυχία μου! Αλλά φροντίζαμε να τον πλησιάζουμε μόνο ΄ταν νιώθαμε το σώμα του χαλαρό και το μυαλό του έτοιμο να θυμηθεί τη σεβαστική μας ύπαρξη. Αλλά τον αφήναμε στην ησυχία του, αλλά το φρόντιζα εγώ με αυστηρότητα και τα παιδιά με υπάκουαν. Αλλά γιατί φώναζε έτσι; Αφήστε με στην ησυχία μου! Αλλά ήμουν πάντα αγχωμένη. Αλλά να μην έχει φασαρία, αλλά όχι ακαταστασία, όχι ενοχλήσεις.‘

…………………….

‘Γιατί, ναι κυρία Σιζάν, […], γιατί χρειάστηκε τελικά να φτάσω, γιατί χρειάστηκε να μπω στο σπίτι μας και να κοιτάξω, τολμώ να πω! Γιατί αυτό που υπήρχε για να το δω, έπρεπε, έτσι δεν είναι, να το δω! Γιατί έτσι κι αλλιώς θα έφτανα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα έβλεπα αυτό που έπρεπε να δω, δεν είναι έτσι, κυρία Σιζάν; Γιατί το να δεις αυτό που σου δείχνουν, γιατί το να μην έχεις την τύχη να είσαι τυφλός, γιατί είναι αναπόφευκτο, δεν είναι έτσι, κυρία Σιζάν; Γιατί είναι τύχη να είσαι τυφλός σε τ΄τοιες συνθήκες, κυρία Σιζάν! Γιατί δεν ζήτησα να τα δω! Γιατί με υποχρέωσαν, κυρία Σιζάν! Γιατί δεν ήθελα να δω τίποτα ούτε να ξέρω τίποτα, γιατί δεν ήθελα να κοιτάξω ούτε να μάθω αλλά αγαπούσα μόνο τη Μαρλίν, κυρία Σιζάν. Γιατί αγαπούσα τη γυναίκα μου πάνω απ’όλα, κυρία Σιζάν.’

Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο αναγνώστης βρίσκεται να αναρωτιέται κατά πόσο όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της αναξιόπιστης κρίσης της κυρίας Σιζάν ή τελικά τα βάσανα των άλλων είναι η οθόνη για να προβάλει τον δικό της πόνο. Η Marie NDiaye, δεν μορφοποιεί υπερβολικά τη βία και την καταστροφικότητα, αλλά επιδέξια τα προβάλει σαν ουσιαστικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης καταφέρνοντας με απλότητα, να σπείρει αμφιβολίες για το προφανές.

Η εκδίκηση του τίτλου του βιβλίου αφήνεται στην ερμηνεία του αναγνώστη. Ποιος εκδικείται ποιόν; Για ποια αδικία; Παρόλο που η ίδια η εκδίκηση ως έννοια είναι ένα συναίσθημα άγριο,  εδώ λειτουργεί ως καταλύτης οδηγώντας στο πιο ανησυχητικό συμπέρασμα, ότι προέρχεται από ένα άτομο που καθοδηγήθηκε να ενεργήσει με βάση προσδοκίες που δεν μπορούσε να εκπληρώσει.  

https://passepartoutreading.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνθρωποι παράσιτα, που έχουν μάθει να στηρίζονται πάντα στους άλλους

  Άνθρωποι παράσιτα, που έχουν μάθει να στηρίζονται πάντα στους άλλους -Κική Γιοβανοπούλου- GynaikaEimai 22 Ιανουαρίου 2025 Είναι κι αυτοί π...