Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

 

ΤΟ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ


 στις 

Τον Φεβρουάριο του 1964 ο Χορστ Κρίγκερ (Horst Krüger, 1919-1999), μετά από πρόσκληση του Γενικού Εισαγγελέα της Έσσης, Φριτς Μπάουερ, βρέθηκε να παρακολουθεί ως δημοσιογράφος τη Δίκη του Άουσβιτς – στην πραγματικότητα μια σειρά από δίκες γύρω από τα εγκλήματα μελών των SS στο μεγαλύτερο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου κατά το διάστημα 1933–1945. Η κοινή γνώμη, μέχρι εκείνη τη στιγμή, αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τις δίκες και άκουγε για το Ολοκαύτωμα σχεδόν με αδιαφορία ή ακόμη και με εκνευρισμό, μέχρι που η αλήθεια για το τι συνέβη στο Άουσβιτς ειπώθηκε δυνατά στην αίθουσα του δικαστηρίου από μάρτυρες και επιζώντες∙ μια αλήθεια που πλέον δεν μπορούσε ούτε να αγνοηθεί ούτε να καλυφθεί. Ο Κρίγκερ, ως δημοσιογράφος, κάθισε στην αίθουσα του δικαστηρίου και άκουσε τις κατηγορίες των μαρτύρων. 

‘Παρευρίσκομαι στη δίκη του Άουσβιτς γιατί θέλω να διαλευκάνω μέσα μου αυτόν τον μύθο. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να κάτσω εκεί και να ακούω, να βλέπω, να παρατηρώ. Είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Μόλις έχει ξεκινήσει ένα νέο κύμα πολιτικών δικών. Είναι πολύ σημαντικές. Είναι η τελευταία μας δυνατότητα να συναντήσουμε το παρελθόν με σάρκα και οστά, τους πρωταγωνιστές της Ιστορίας, τους δράστες και τα θύματά τους, όχι σαν απεικονίσεις του τρόμου και του πόνου, αλλά ως ανθρώπους, όμοιους με εσένα και εμένα. Θέλω να παρακολουθήσω αυτό το σύγχρονο δράμα πριν βυθιστεί στην άβυσσο της Ιστορίας. Θέλω να ξανασυναντηθώ με τα νεανικά μου χρόνια την εποχή του Χίτλερ.’

Παρακολουθώντας τους ανθρώπους που καθόντουσαν στο εδώλιο, ο Κρίγκερ είδε μια ομάδα συνηθισμένων απλών πολιτών, σαν κι αυτούς που ζούσαν γύρω του, στη γειτονιά του, στην πόλη του και που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι είναι ικανοί για όσα αποτρόπαια κατηγορούντο. Ακούγοντας όσα θηριώδη διέπραξαν πολλά περισσότερα από όσα επέβαλαν οι διαταγές που είχαν – όπως γράφει στο εξαιρετικό επίμετρο του βιβλίου ο Μάρτιν Μόζεμπαχ – ο Κρίγκερ οδηγείται στην αμφισβήτηση του δικού του παρελθόντος και αρχίζει ν’ αναρωτιέται : ‘Κι εσύ; Πώς θα είχες φερθεί αν, τυχαία, ως απλός στρατιώτης, είχες παγιδευτεί στη γραφειοκρατία αυτού του στρατοπέδου θανάτου; Υπάρχουν γεννημένοι δολοφόνοι; Σε πόσα θα είχες συμμετάσχει χωρίς ν’ ανοίξεις το στόμα σου; Πόσο ένοχος θα είχες γίνει;’.  Στην αίθουσα του δικαστηρίου το τρομερό παρελθόν γίνεται παρόν και πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Ο Χορστ Κρίγκερ μεγάλωσε σε μια συνοικία του Γκρίνεβαλντ, το Άιχκαμπ, μια μεσοαστική περιοχή με σπίτια μικρά με κήπους, δρόμους με φουντωτές πασχαλιές και κατοίκους απλούς, τίμιους ανθρώπους που ασχολούνται όσο καλύτερα μπορούν με την τέχνη τους, τα μαγαζιά τους, τις επιχειρήσεις τους.΄ Ο πατέρας του ήταν προτεστάντης, ένας φιλήσυχος και καλόβολος άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερα ταλέντα και πιστός στο κράτος, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, μετά από μια ανέλπιστη ανέλιξη  στην ιεραρχία του Υπουργείου Πολιτισμού, μπόρεσε να προσφέρει στην οικογένειά του ένα μικρό σπίτι στην περιοχή. Η μητέρα του από την άλλη ήταν μια πιστή καθολική,  με καταγωγή από τη Σιλεσία, πάντα λίγο άρρωστη, με μέτρια μουσικά ενδιαφέροντα και έντονη αστική ταξική συνείδηση. Ήταν άνθρωποι του προγράμματος και του καθήκοντος, βολικά περιχαρακωμένοι στους ρόλους τους. Ο Κρίγκερ περιγράφει γλαφυρά τις σιωπηλές Κυριακές στο πατρικό σπίτι που πίσω από το απαρέγκλιτο πρόγραμμα ο καθένας αποσυρόταν στον εαυτό του και τη σιωπή διέκοπτε μόνο ο κτύπος του μεγάλου ρολογιού ‘Καθόμασταν σαν μαριονέτες που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν η μία την άλλη. Τα σχοινιά από τα οποία κρεμόμασταν απείχαν πολύ.’

Όπως οι γονείς του, έτσι και οι γείτονές τους, δεν ασχολούντο καθόλου με την πολιτική. Όλοι τους ήταν σκληρά εργαζόμενοι, κάποιοι κακότροποι, κάποιοι άλλοι αξιοσέβαστοι, όλοι τους απολιτικοί και ανερωτικοί, αλλά κανένας δεν ήταν Ναζί. Ζούσε δηλαδή ανάμεσα σε ανθρώπους για τους οποίους η αγάπη ήταν εξίσου σιωπηλή με την πολιτική. ‘Είμαι από το Άιχκαμπ και είμαι ο τυπικός γιός αυτών των άκακων Γερμανών που δεν υπήρξαν ποτέ  ναζί, και χωρίς τους οποίους ποτέ οι ναζί δεν θα είχαν καταφέρει να κάνουν αυτά που έκαναν.’

Έτσι, όταν ο Χίτλερ εμφανίστηκε σ’ αυτούς τους ανυποψίαστους ανθρώπους, εκείνοι δεν έμειναν απλώς σαστισμένοι, αλλά ενθουσιάστηκαν και παρασύρθηκαν από το κύμα των εθνικών βελτιώσεων – τις νέες θέσεις εργασίας, τους νέους αυτοκινητόδρομους, κ.ά. Ο Χίτλερ κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’30 τους πρόσφερε την υπόσχεση ενός νέου και πιο λαμπρού μέλλοντος, μια νέα εποχή μεγαλείου.

Αποφασισμένος να ιχνηλατήσει τις αιτίες που επέτρεψαν την υπνοβασία της Γερμανίας προς την καταστροφή, ο Κρίγκερ επιστρέφει στη γενέθλια πόλη στα μέσα της δεκαετίας του 1960.  ‘Το διαλυμένο σπίτι’ του τίτλου  είναι το σπίτι της οικογένειάς του στο Άιχκαμπ, το οποίο βρίσκει γκρεμισμένο.  Η πόλη όμως είναι ίδια σαν να μην έχουν μεσολαβήσει όλα αυτά τα χρόνια και ένας μεγάλος πόλεμος. Τα παλιά σπίτια με ταράτσα του μεσοπολέμου με τους μικρούς μπροστινούς κήπους, σώζονται ακόμη. Τα στενά δρομάκια εξακολουθούν να έχουν τα ίδια ονόματα, οι κήποι είναι πάλι γεμάτοι λουλούδια, ο γέρος φούρναρης συνεχίζει να πουλάει το ψωμί του, οι τάφοι έχουν καθαριστεί σύμφωνα με τους κανονισμούς του νεκροταφείου και ο Κρίγκερ ξαναφέρνει στη μνήμη του τα σχολικά του χρόνια και τα χρόνια της εφηβείας του, την αυτοκτονία της μεγαλύτερης αδερφής του, τις Κυριακές που εκπροσωπούσε υποχρεωτικά την οικογένεια στην εκκλησία, τη μητέρα του που διάβαζε το ‘Ο Αγών μου’ και του χάρισε σημαιούλα με τον αγκυλωτό σταυρό  για το ποδήλατό του για να μην διαφέρει από τα άλλα αγόρια, τη σύλληψή του από την Γκεστάπο επειδή μοίραζε φυλλάδια βοηθώντας τη σοσιαλιστική ομάδα του φίλου του Βάνια,- μια εμπειρία που τον άφησε να δει το πρόσωπο των διάφορων βαθμίδων εξουσίας.  Θυμάται πώς αναζήτησε και ξαναβρήκε τον Βάνια λίγα χρόνια αργότερα, στην Ανατολική Γερμανία, όπου ο φίλος του είχε περάσει ‘από την αυτοκρατορία του Χίτλερ σε αυτή των Σοβιέτ’ και πλέον ήταν αδύνατον να αποκατασταθεί η παλιά φιλία τους ‘Βασικά, δεν είχαμε τίποτα να πούμε. Δεν οφειλόταν στις καινούργιες πεποιθήσεις του · με αληθινούς μαρξιστές καυγαδίζεις υπέροχα. […] Δεν σκεφτόταν · μιλούσε σαν να διάβαζε αποφθέγματα. Ήταν ένας εγκάθετος, διεστραμμένος κομμουνισμός που ταίριαζε γάντι σε αυτήν τη διεστραμμένη Νέα Γερμανία’.

Θυμάται ακόμη τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Βερολίνο και στο Φράιμπουργκ, αλλά και τη θητεία του στους αλεξιπτωτιστές το 1942 και την εκούσια παράδοσή του στους Αμερικανούς τον Απρίλιο του 1945.

‘Παγιδευτήκαμε στον μύλο της Ιστορίας, εμείς, τα παιδιά της μικροαστικής τάξης του Αμβούργου και του Μπρεσλάου, εμείς, οι γιοί της Γερμανίας […] Δεκατεσσάρων χρονών ήμουν όταν ήρθε ο Χίτλερ στην εξουσία, μόνο αυτό το Ράιχ γνώριζα, το δικό μου Ράιχ, το δικό μας Ράιχ. Μόνο το μίσος και τον πόλεμο γνώριζα και πως, στο τέλος, έπρεπε να θυσιαστούμε όλοι. Το μόνο που πάντα άκουγα ήταν ότι εκεί έξω κυριαρχούσαν οι Εβραίοι, οι μπολσεβίκοι, οι πλουτοκράτες, κάθε τι εχθρικό, κάθε τι κακό, οι υπάνθρωποι που ήθελαν να πατήσουν κάτω και να διαλύσουν τη φτωχή, περήφανη χώρα μας.’

Κινούμενος επιδέξια μέσα στο χρόνο, σε ένα κείμενο στοχαστικό και ειλικρινές, ο Κρίγκερ συνδέει τη γερμανική ιστορία με τις προσωπικές του εμπειρίες, σκιαγραφώντας έτσι την εικόνα της μικροαστικής ζωής μιας ολόκληρης γενιάς. 

Παρόλο που αναφέρεται στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του είναι άξιο παρατήρησης ότι οι πληροφορίες που δίνει γι’ αυτές δεν είναι πολλές. Για παράδειγμα ο  λόγος της αυτοκτονίας της αδελφής του ή  ο τρόπος που πέθαναν οι γονείς του δεν μαρτυρούνται πουθενά. Η περίοδος μετά τον πόλεμο, και η επαγγελματική του εξέλιξη, επίσης αποσιωπώνται. Μία εξήγηση γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ότι οι λεπτομέρειες αυτές έχουν παραληφθεί γιατί ο στόχος του Κρίγκερ δεν ήταν να γράψει μια ολοκληρωμένη αυτοβιογραφία αλλά να ανιχνεύσει αυτό που χαρακτήριζε τη γερμανική νεολαία της εποχής του και έκανε δυνατή την υποστήριξη της ναζιστικής δικτατορίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου του, που έγραψε 10 χρόνια αργότερα από την πρώτη έκδοση,  επισημαίνει ότι ‘το πατρικό σπίτι έγινε, άθελά μου, μια μεταφορά για τη Γερμανία. […] Από αυτή την άποψη το κεφάλαιο «Ένα ρέκβιεμ για την Ούρσουλα» είναι το κλειδί για όλο το βιβλίο. Περιγράφει κάτι που δύσκολα το συλλαμβάνεις μόνο με τη λογική: τη βιολογική αυτοδιάλυση μιας γερμανικής οικογένειας, τον τρόπο με τον οποίο αποσυντίθεται εκ των έσω, την έλξη που, ασυνείδητα, νιώθει για τον θάνατο.’

Χορστ Κρίγκερ (Horst Krüger, 1919-1999)

Η συγγραφή του βιβλίου ‘Το διαλυμένο σπίτι’ ήταν προφανώς μια βαθιά συναισθηματική διαδικασία για τον συγγραφέα, ο οποίος σε μια προσπάθεια ‘αυτό-λύτρωσης’ προσπάθησε να κατανοήσει όχι μόνο το πώς δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες που επέτρεψαν τη δημιουργία του μορφώματος του ναζισμού αλλά και το πώς μπορεί ένας Γερμανός πολίτης να διαχειριστεί την ενοχή για όσα αποκαλύφθηκαν σ’ αυτή τη δίκη.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ενώ ο Κρίγκερ φεύγει από την αίθουσα του δικαστηρίου  και προχωρά  μέσα στο πλήθος της πολυσύχναστης Φρανκφούρτης, τον στοιχειώνει η σκέψη ότι με τη δίκη δεν έχει νικηθεί το κακό στους ανθρώπους, ότι ο Χίτλερ υπάρχει ακόμα. 

‘Παραμένει κυρίαρχος στο σκοτάδι, υπόγεια. Με κάποιον τρόπο έχει επιφέρει ένα ρήγμα. Άλλοι κυνηγούν το χρήμα, άλλοι πηγαίνουν στη δίκη του Άουσβιτς, κάποιοι τα κουκουλώνουν, κάποιοι τα ξεσκεπάζουν – αυτές είναι οι δύο πλευρές του γερμανικού νομίσματος. Σκέφτομαι πως ο Χίτλερ θα μείνει για πάντα μαζί μας, για όλη μα τη ζωή!’

Το βιβλίο ‘Το διαλυμένο σπίτι’ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1966 αλλά για πολλά χρόνια ήταν εκτός κυκλοφορίας –  πιθανά γιατί οι αλήθειες που περιέχει ήταν πολύ καυστικές για να τις χωνέψει ένα τραυματισμένο έθνος – και επανεκδόθηκε το 2019 για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Κρίγκερ. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε φροντισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Gutenberg μεταφρασμένο άρτια από τη Σίσσυ Παπαδάκη.

Σχετικό άρθρο:

«Το διαλυμένο σπίτι» του Χορστ Κρίγκερ (κριτική) – Το σιωπηλό δράμα ενός συλλογικού τραύματος

https://passepartoutreading.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις;

  Κι έγινα ο καθρέφτης σου… πώς νιώθεις; – Θώμη Μπαλτσαβιά – GynaikaEimai 15 Ιανουαρίου 2025 Υπάρχουν πολλά στάδια που πέρασα με σένα και τη...