1821: Τὰ Μικρὰ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα: Πεθαίνοντας στὸ Μεσολόγγι |
1821: Τὰ Μικρὰ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα
Πεθαίνοντας στὸ Μεσολόγγι
[τοῦ Χρήστου Καψάλη]
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΗΣ δημογέροντας Χρῆστος Καψάλης, γέρος καὶ κουτσός, πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἔξοδο, γύρισε τοὺς δρόμους ἀκουμπῶντας στὸ ραβδί του καὶ φώναζε τὰ γυναικόπαιδα τ' ἀδύνατα, τοὺς γέρους καὶ γριές, τοὺς πληγωμένους, νὰ μποῦνε μαζί του στὰ Καψαλαίϊκα σπίτια, ὅπου ἦταν ἡ μπαρουτοποθήκη ποὺ δέναν τὰ φυσέκια, κι' ὅπου τὸ ἴδιο ἐκεῖνο πρωῒ εἶχε ὁ Καψάλης ἰδεῖ τὴ γριὰ γυναῖκα του νὰ πεθαίνῃ.
— Μὴν κλαῖς, εἶχε πεῖ στὸ γυιό του· καλύτερα νὰ χαίρεσαι ποὺ γλύτωσε ἡ μάννα σου ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Κοίτα τώρα νὰ σωθῇς ἐσύ, κ' ἐμένα μὴ μὲ νοιάζεσαι, εἶμαι γέρος· καὶ νὰ βγῶ μαζί σου, πάλι δὲ γλυτώνω· ἢ θὰ σκοτωθῶ ἢ θὰ πέσω σκλάβος στὸν ὀχτρό.
Ἀφοῦ μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι, τὸ ντουφέκι μέσ' τὸ Μεσολόγγι βάσταξε τρεῖς μέρες, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι· ὡς ποὺ νὰ τὰ πάρουν οἱ Ἀρβανῖτες κ' οἱ Ἀραπάδες πληρῶσαν ἀκριβά. Στὸ ντουφεκίδι ἀνάμεσα τὸ συγκρατητό, ἄκουγες πότε καὶ πότε βρόντους δυνατούς· ἤτανε τὰ μπαρούτια ποὺ τοὺς δίνανε φωτιὰ οἱ κλεισμένοι. Ἕνας παππᾶς Σουλιώτης εἶχε κλειστῆ σ' ἕνα ἀπὸ τὰ προχώματα, μὲ ὑπόνομο γιομάτη, καὶ τινάχτηκε μονάχος, πρῶτος, στὸν ἀγέρα.
Ὁ Καψάλης ἅμα εἶδε πὼς ἦρθε κ' ἡ δική του ἀράδα, ἔλεγε στὴς γυναῖκες νὰ βγαίνουνε στὰ παράθυρα γιὰ νὰ τὴς δοῦνε οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ συναχτοῦν πολλοί. Τότε ἔβαλε φωτιὰ καὶ κάηκε κι' αὐτὸς μ' ὅλους τοὺς ἄλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου