-STELLA-


Κάθε άνθρωπος έχει την δική του ιστορία να αφηγηθεί. Κάποιοι πασχίζουν να την κρύψουν στα βαθιά. Τους καταλαβαίνεις όμως από τη ματιά. Από εκείνο το βαθύ θλιμμένο βλέμμα και τον πόνο που παλεύουν με κόπο να κρύψουν στα σωθικά, όχι για να μην ανακαλύψεις και δεις, αλλά μη τυχόν και νιώσουν ότι θα τους λυπηθείς. Ευαίσθητοι, γνήσιοι, ειλικρινείς, συμπονετικοί. Βιώνουν ένα συνεχή πόνο για τα άλυτα θέματα και τα “γιατί”. Μια συνεχή αναζήτηση χωρίς τέλος και αρχή. Βασανισμένες ψυχές. Πετούν μόνο όταν αγαπηθούν.

Tην θυμάμαι από μικρή. Εκείνα τα μικρά, θλιμμένα, βαθυστόχαστα μάτια της που έκρυβαν επιμελώς την απέραντη μοναξιά της. Μαθημένη από πάντα να προσφέρει, να τα δίνει όλα στους γύρω της χωρίς να κρατά τίποτα για τον εαυτό της. Το μόνο που επιζητούσε ήταν μια ζεστή αγκαλιά, μια υποψία από χάδι, ένα νεύμα αγάπης, μια επιβεβαίωση, μια θαλπωρή. Μάταιος κόπος, όσο το επιζητούσε, τόσο το όνειρο απομακρυνόταν, όσο το εκλιπαρούσε, τόσο δυσβάσταχτο γινόταν το κενό της αποδοχής και της ασφάλειας.

Με τον καιρό, απομονώθηκε, απέφευγε επιμελώς τη χαρά και έκανε φίλη της την θλίψη. Άκουγε τον πόνο της, τις λέξεις που δεν ξεστόμιζε, τα συναισθήματα που ρέαν μέσα της χωρίς επιστροφή. Την ένιωθε, την πονούσε, την καταλάβαινε χωρίς λόγια περιττά.

Οι άνθρωποι τριγύρω απέφευγαν να δουν τη μελαγχολία στο βλέμμα της. Θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν και την δικιά τους. Δύσκολος αγώνας να αντιμετωπίσει κανείς τον κυκεώνα της καλοδιατηρημένης καθημερινότητας και ζωής του. Ο για χρόνια πολυπόθητος καθρέπτης θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια. Προσπάθησε μερικές φορές να ξεστομίσει λίγες λέξεις, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να κρυφτεί πιο βαθιά στο βυθό της, αφού να κατανοήσουν δεν μπορούν. Κάποια στιγμή απλά σώπασε να προσπαθεί, άλλωστε και η ίδια δεν τολμούσε να το αγγίξει, πυρωμένη λάβα στην ψυχή, η πληγή.

Ακροβατώντας σε τεντωμένο σκοινί, από τη μια η ζωή που κυλάει και οι άλλοι. Πόσο κόντρα στον άνεμο χρειάστηκε να αντισταθεί για να αντέξει χωρίς φτερά!

Πόσο τυχεροί αυτοί που κούρνιασαν κάτω από τις φτερούγες μιας αγκαλιάς. Πόσο τυχεροί αυτοί που βίωσαν και ένιωσαν το αίσθημα της αγάπης άνευ όρων, της αγάπης “ότι και να γίνει”. Πόσο τυχεροί αυτοί που μπόρεσαν να πετάξουν έχοντας πάντα διαθέσιμη μια ζεστή φωλιά να γυρίσουν απ’ τις δυσκολίες της ζωής.

Πόσο δύσκολο να ρισκάρεις, να ξεμυτίσεις και να πας μπροστά αν δεν έχεις κάπου να ξαποστάσεις, κάπου να πάρεις δυνάμεις για να προχωρήσεις στη ζωή. Απλά πασχίζεις, ιδρώνεις, σωριάζεσαι, κουρνιάζεις στα σκοτάδια και μετά ξαναψάχνεις απελπισμένα την ελπίδα για το φως, στα σκοτεινά σοκάκια της ζωής, στους ενοίκους, στους μόνιμους, αλλά και στους περαστικούς. Ελπίζεις μονάχα να σε αποδεχτούν. Ψάχνεις απελπισμένα να σου δώσουν αυτά που δεν σου πρόσφεραν εξαρχής. Ένα ανελέητο κυνηγητό του εαυτού σου με εσένα.

Απέκτησες ένα στιβαρό προσωπείο για να μπορείς να τα βγάλεις πέρα, άλλοι σε είπαν σνομπ, άλλοι ξινή. Πού να ‘ξεραν ότι ήταν η άμυνά σου για να μπορείς να επιβιώνεις, ότι ήταν η ασπίδα σου για εκείνο το μικρό παιδί που είχες κρυμμένο εκεί κάπου στην καρδιά, που το μόνο που αποζητούσε ήταν απλά μια αγκαλιά, που φοβόταν να μην πληγωθεί ξανά. Πού να ‘ξεραν…

Τα χρόνια περνούσαν και η ελπίδα θύμιζε ξεθωριασμένο κουρέλι, αφημένο στον καυτό ήλιο και τη σκόνη. Είχε χιλιοχτυπηθεί στους απόκρημνους βράχους της ζωής και της αναμονής, παρέδωσε την ελπίδα στον Θεό. Έτσι απλά ένα πρωί απλά αποφάσισε να συγχωρέσει, για να ξαλαφρώσει το μέσα της. Τo απελευθέρωσε για να λυτρωθεί, να φύγει το βάρος, να μπορέσει η ίδια να προσφέρει εις εαυτόν ότι δεν δόθηκε απλόχερα. Τα κατάφερε… Η πληγή μπορεί να μην αιμορραγούσε πια, ο πόνος είχε μειωθεί δραματικά, είχε μείνει όμως η ουλή για να θυμίζει.

Και έτσι ξαφνικά…
Δυο λέξεις, οχτώ γράμματα
Δυο λέξεις που ανέστησαν τη πληγωμένη ψυχή
Δυο λέξεις που κατάφεραν να σιωπήσουν τις κραυγές
Δυο λέξεις που πρόσφεραν την επιβεβαίωση που τόσα χρόνια επιζητούσε
Δυο λέξεις που σφράγισαν ότι τελικά άξιζε τον πόνο
Δυο λέξεις… το θαύμα που δεν περίμενε ποτέ ότι θα συμβεί

-Σε αγαπώ!
-Κι εγώ σε αγαπώ μαμά!
Το μικρό κοριτσάκι κούρνιασε ευτυχισμένο και χαμογελαστό στην φωλιά του, εκεί κάπου δίπλα στην καρδιά της και το μεγάλο κορίτσι κούρνιασε, για πρώτη φορά στην αγκαλιά της μαμάς του.

41 χρόνια περίμενε. Ποιος είπε ότι δεν γίνονται θαύματα πια;

 https://gynaikaeimai.com/

Από Stella