Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Θεραπεῖες

 

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Θεραπεῖες



από planodion

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης

Θε­ρα­πεῖ­ες

ΟΝ ΚΑΙΡΟ τῆς ἀρρώστιας τῆς μη­τέ­ρας, ὅ­πως τό­σοι καὶ τό­σοι ἄν­θρω­ποι, ἐ­πι­σκε­πτό­μα­σταν σὲ τα­κτὰ χρο­νι­κὰ δι­α­στή­μα­τα τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι γιὰ τὶς ἀ­ναγ­καῖ­ες χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ξε­κι­νοῦ­σε νω­ρὶς τὸ πρω­ῒ μὲ τὶς ἐ­ξε­τά­σεις αἵ­μα­τος, καὶ τε­λεί­ω­νε ἀρ­γὰ τὸ με­ση­μέ­ρι. Οἱ ἡ­μέ­ρες καὶ οἱ ἡ­με­ρο­μη­νί­ες ἦ­ταν αὐ­στη­ρὰ κα­θο­ρι­σμέ­νες καὶ ἄλ­λα­ζαν μό­νο ἂν ὑ­πῆρ­χαν ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα ἐμ­πό­δια. Ἔ­τσι λί­γο-πο­λὺ στοὺς δι­α­δρό­μους στοι­βα­ζό­μα­σταν λό­γω καὶ ἔλ­λει­ψης χώ­ρου —στὸ πα­λιὸ τό­τε ἀ­κό­μα νο­σο­κο­μεῖ­ο—οἱ ἴ­δι­ες πά­νω-κά­τω φυ­σι­ο­γνω­μί­ες ἀ­σθε­νῶν καὶ συ­νο­δῶν. Καὶ λέ­ω λί­γο-πο­λὺ για­τί κά­ποι­οι ἐν τῷ με­τα­ξὺ τε­λεί­ω­ναν τὸν κύ­κλο τῆς θε­ρα­πεί­ας τους καὶ δὲν ξα­να­έρ­χον­ταν γιὰ με­γά­λο δι­ά­στη­μα, ἄλ­λοι πά­λι τε­λεί­ω­ναν τὸν κύ­κλο τῆς ζω­ῆς τους καὶ μα­θαί­να­με τὰ ἄ­σχη­μα νέ­α ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους συ­νο­δοι­πό­ρους στὸν Γολ­γο­θᾶ τῆς ἐ­πά­ρα­της νό­σου.

       Ἕ­να με­ση­μέ­ρι κα­τὰ τὶς δώ­δε­κα, κα­θὼς πε­ρί­με­να στὸ δι­ά­δρο­μο ὄρ­θιος ­—στὶς λί­γες θέ­σεις κά­θον­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι καὶ ἀ­σθε­νεῖς— ἐ­νῶ ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­χε ἀρ­χί­σει τὴ θε­ρα­πεί­α, ξα­πλω­μέ­νη σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα ὀ­δον­τιά­τρου, ἐμ­φα­νί­στη­κε ἕ­νας με­λα­ψὸς με­σή­λι­κας, πι­θα­νό­τα­τα τσιγ­γά­νος. Χαι­ρέ­τη­σε καὶ κά­θι­σε σὲ μιὰ ἄ­δεια θέ­ση στὸν κα­να­πέ. Εἶ­χε ἔρ­θει μό­νος του, χω­ρὶς συ­νο­δό. Ἐ­γὼ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἔ­βλε­πα. Οἱ ἄλ­λοι ὅ­μως φά­νη­κε πὼς τὸν γνώ­ρι­ζαν. Ἔ­δω­σε αἷ­μα καὶ πε­ρί­με­νε τὴ σει­ρά του. Ὅ­ση ὥ­ρα κα­θό­ταν ἔ­βη­χε μὲ ἕ­ναν βα­θὺ ὕ­που­λο βή­χα ποὺ τὸν συν­τά­ρα­ζε ὁ­λό­κλη­ρο. Ὁ για­τρός του ὡ­στό­σο ἀρ­γοῦ­σε νὰ ἔρ­θει, καὶ ὁ ἄν­θρω­πος κά­ποι­α στιγ­μὴ ση­κώ­θη­κε καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω. Στά­θη­κε στὸν ἤ­σκιο, στὴν εἴ­σο­δο τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, ἄ­να­ψε ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὸ ρου­φᾶ λαί­μαρ­γα, βή­χον­τας ταυ­τό­χρο­να. Τὶς κι­νή­σεις του τὶς ἀν­τι­λή­φθη­καν οἱ πα­ρα­κα­θή­με­νοι καί, ὅ­ταν μπῆ­κε μέ­σα, κά­ποι­οι τοῦ ρί­χτη­καν – ἦ­ταν πρό­σφα­τες καὶ οἱ αὐ­στη­ρὲς δι­α­τά­ξεις τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ἕ­νω­σης, ποὺ εἶ­χαν ὀ­ξύ­νει στὸ ἔ­πα­κρο τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α τῶν ἀν­τι­κα­πνι­στῶν.

       — Κα­λὰ ἐ­σὺ δὲ βά­ζεις μυα­λό. Δὲν δι­ορ­θώ­νε­σαι μὲ τί­πο­τα; Οὔ­τε ἡ ἀρ­ρώ­στια σὲ συ­νε­τί­ζει;

       Ἐ­κεῖ­νος προ­σπά­θη­σε νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ ἡ φω­νή του κο­βό­ταν ἀ­πὸ βή­χα καὶ τε­λι­κὰ ἀ­κού­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ λό­γος, ἕ­να μούγ­κρι­σμα δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας.

       Με­τὰ μπῆ­καν κι ἄλ­λοι στὴ συ­ζή­τη­ση καὶ ἔ­βγα­λαν ὅ­λο τὸν πό­νο γιὰ τοὺς δι­κούς τους ἀρ­ρώ­στους πά­νω του, μὲ χτυ­πή­μα­τα δια­ρκῶς κά­τω ἀ­πὸ τὴ ζώ­νη. Τὸν ρώ­τη­σαν ἂν ἔ­χει παι­διὰ καί, ὅ­ταν ἔ­νευ­σε κα­τα­φα­τι­κά, τὸν κα­τη­γό­ρη­σαν ὅ­τι δὲν τὰ σκέ­φτε­ται καὶ τοῦ εἶ­παν καὶ ἄλ­λα λό­για ποὺ πλη­γώ­νουν ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μὲ τε­ρά­στια ὑ­πο­μο­νή, ἀ­κό­μα καὶ ἂν εἶ­ναι ὑ­γι­ής.

       Ἐ­κεῖ­νος πε­ρι­έ­φε­ρε τὰ κα­φὲ σκοῦ­ρα μά­τια του γύ­ρω-γύ­ρω γε­μά­τα πό­νο, μουγ­κρί­ζον­τας καὶ βή­χον­τας, ψά­χνον­τας νὰ βρεῖ ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Μά­ται­α ἐ­γὼ προ­σπά­θη­σα νὰ πῶ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ τὸ τσι­γά­ρο σὲ αὐ­τὴ τὴν πό­λη βλα­πτι­κὸ εἶ­ναι τὸ καυ­σα­έ­ριο ποὺ εἰ­σπνέ­ου­με, τὰ αἰ­ω­ρού­με­να σω­μα­τί­δια. Ἐ­κεῖ­νος συγ­κα­τά­νευ­σε ἀλ­λὰ οἱ ἄλ­λοι δὲν ἡ­σύ­χα­ζαν καὶ τοῦ ἐ­πι­τί­θον­ταν συ­νέ­χεια.

       Τό­τε ση­κώ­θη­κε ἀ­πό­το­μα καὶ ἔ­δω­σε τέ­λος στὴ συ­ζή­τη­ση μὲ μιὰ σπα­ρα­κτι­κὴ ἀ­πο­στρο­φή. «Ἀ­φοῦ θὰ πε­θά­νω, ρὲ γα­μῶ­το, ἀ­φοῦ θὰ πε­θά­νω.» Καὶ δι­α­σχί­ζον­τας σκυ­φτός το δι­ά­δρο­μο ἄ­να­ψε ἄλ­λο ἕ­να τσι­γά­ρο, μό­λις βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο.

       Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σα κι ἐ­γώ, ἀλ­λὰ βγαί­νον­τας κα­τευ­θύν­θη­κα στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου καὶ ἀ­φοῦ κά­θι­σα σὲ μιὰ βρό­μι­κη σκά­λα, ἔ­χω­σα τὸ κε­φά­λι μου ἀ­νά­με­σα στὰ πό­δια καὶ ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­τη­ς (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­τω­ν Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρα­ς (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009), Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶ­ν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014) καὶ Κα­τὰ μῆ­κος τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ὁ­δοῦ (Εὔ­μα­ρος 2019).



https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρυσές Συνταγές Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα!

Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα! Published   13 ώρες ago   on   23 Νοεμβρίου, 2024 By   Χρυσές...