Να ξεκινήσουμε από τη λέξη που πρωταγωνιστούσε χτες, την πανσέληνο. Είναι λέξη της κλασικής αρχαιότητας, με την ολοφάνερη προέλευση από παν + σελήνη. Η πανσέληνος, ως λέξη, έχει φυσικά μεγάλη παρουσία στην αρχαία γραμματεία, ενώ υπάρχει μία και μοναδική εμφάνιση του τύπου «πασσέληνος» -μία αλλά σημαδιακή, αφού εμφανίζεται στο έβδομο βιβλίο του Θουκυδίδη, στη σικελική εκστρατεία, όταν οι Αθηναίοι ανέβαλαν την αναχώρησή τους επειδή έτυχε έκλειψη σελήνης, τέλη Αυγούστου και τότε, ενώ ήταν πανσέληνος (που είναι υποχρεωτικό η έκλειψη να συμβεί σε πανσέληνο, όπως μας είπε προχτές ο Άγγελος): καὶ μελλόντων αὐτῶν, ἐπειδὴ ἑτοῖμα ἦν, ἀποπλεῖν ἡ σελήνη ἐκλείπει· ἐτύγχανε γὰρ πασσέληνος οὖσα. Ο Νικίας τότε επηρεαστηκε απο τους μάντεις και έδωσε διαταγή να αναβάλουν για 27 μέρες την αναχώρηση -και ήρθε η τελική καταστροφή.
Η σελήνη λοιπόν, που υπάρχει στην πανσέληνο, ή σελάνα όπως είναι ο δωρικός τύπος και σελάννα ο αιολικός τύπος, είναι λέξη αρχαία, ήδη ομηρική. Μάλιστα, στο Σ της Ιλιάδας εμφανίζεται και η πανσέληνος, αλλά όχι ως λέξη: ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν (Σ484 – τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή).
Στον Όμηρο, αλλά και αλλού, εμφανίζεται και άλλη μια λέξη για τον δορυφόρο της Γης: η μήνη, που συνδέεται με τον μήνα και με το σεληνιακό ημερολόγιο που είχαν πολλοί λαοί. Σταδιακά εκτοπίστηκε από τη σελήνη. Η αντικατάσταση αυτή, λέει το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, είναι συχνή στις λεγόμενες λέξεις-ταμπού, και σχετίζεται με τη σύνδεση της σελήνης με υπερφυσικά φαινόμενα.
Η σελήνη ετυμολογείται από το σέλας, τη λάμψη δηλαδή, τη φεγγοβολή. Και ως λέξη διατηρείται ολοζώντανη στη σημερινή νεοελληνική, αν και υπάρχει ένας καταμερισμός καθηκόντων με το νεότερο φεγγάρι. Θα αναφερθούμε στη σελήνη κυρίως όταν αναφερόμαστε στο ουράνιο σώμα -οπως στον τίτλο του έργου του Ιουλίου Βερν Από τη Γη στη Σελήνη, ή στο μεγάλο βήμα του Νιλ Άρμστρονγκ, απ’ όπου το λεξιλόγιό μας πλουτίστηκε με τη σεληνάκατο ή την προσσελήνωση.
Είχαμε από παλιά το σεληνιακό ημερολόγιο, και τους σεληνιακούς μήνες των 29 ημερών, αλλά τα τελευταία χρόνια αποκτήσαμε και το σεληνιακό τοπίο, που το λέμε για ένα τοπίο άγονο, χωρίς ίχνος ζωής, συχνά ύστερα από πυρκαγιά ή άλλη καταστροφή. Έχουμε και το λόγιο σεληνόφως (και τη Σονάτα του Μπετόβεν ή του Ρίτσου), ενώ οι χημικοί θα θυμηθούν το στοιχείο Σελήνιο, που το ονόμασε έτσι ο Berzelius, ο Σουηδός που το ανακάλυψε τον 19ο αιώνα, επειδή οι ιδιότητές του έμοιαζαν με εκείνες του Τελλουρίου (από το tellus το λατινικό, που σημαίνει Γη).
Επειδή η σελήνη θεωρείται ότι επηρεάζει τη συμπεριφορά μας, και μάλιστα θεωρούσαν ότι η επιληψία προκαλείται από την επίδρασή της, γεννήθηκε η λέξη «σεληνιασμός» και «σεληνιάζομαι» (πάσχω απο επιληψία ή παθαίνω κρίση επιληψίας). Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο γίνεται λόγος για «δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς» και «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Να θυμηθούμε ότι κάτι ανάλογο υπάρχει στο αγγλικό moonstruck.
Στα ελληνικά, όπως και στα λατινικά (αλλά και στις περισσότερες ρωμανικές γλώσσες) το δίπολο ήλιος-σελήνη είναι σε αρσενικό και θηλυκό γένος, σαν αντρόγυνο ας πούμε. Στα γερμανικά όμως έχουμε αρσενικό φεγγάρι, φέγγαρο: Der Mond.
Το φεγγάρι, πάλι, που είναι ο νεότερος τύπος, αποτελεί υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος, που είναι ακριβώς η λάμψη, η φεγγοβολή. Βλέπουμε δηλαδή παρόμοιο σχηματισμό όπως με τη λ. σελήνη από το σέλας. Η λέξη είναι μεσαιωνική, φεγγάριον και φεγγάριν, που τη βρίσκουμε σε αφθονία σε ακριτικά ποιήματα, στη φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, στον Λίβιστρο και Ροδάμνη κτλ. Στο TLG βρίσκω μια περίεργη πολύ πρώιμη ανεύρεση της λέξης σε ομιλία του Ιωάννη Χρυσόστομου («έφυγεν ο ήλιος και η σελήνη, ήγουν και το φεγγάριν») βλέπω όμως ότι το έργο είναι μάλλον ψευδεπίγραφο.
Οι λέξεις οι σύνθετες με το φεγγάρι αναφέρονται περισσότερο στο ουράνιο σώμα όπως το βλέπουμε τη νύχτα, και στο φως του: φεγγαράδα, φεγγαρόφωτο, φεγγαρόλουστος. Καμιά φορά λέγοντας φεγγάρι εννοούμε το φως του, π.χ. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Φεγγαροπρόσωπος λέγεται αυτός που έχει ολοστρόγγυλο πρόσωπιο. Να σημειώσω εδώ και το επίθετο «η φεγγαρόφωτη», όπως είχε χαρακτηρίσει ο δημοσιολόγος Σάκης Μουμτζής την υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, ως συμμετοχή στον διαγωνισμό Χρυσή Παρκετέζα.
Ακόμα, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο χρονικό διάστημα -ας πούμε, «ένα φεγγάρι δούλευε στα καράβια». Και, όπως και η σελήνη, έτσι και η λέξη «φεγγάρι» συνδέεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά. «Είναι με τα φεγγάρια του» ή «έχει τα φεγγάρια του», λέμε για κάποιον που έχει ξαφνικές μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του ή είναι ιδιότροπος.
Mόλις ξύσαμε την επιφάνεια της… σελήνης, δηλαδή τα πάμπολλα φρασεολογικά, λεξιλογικά και κυρίως λαογραφικά της σελήνης και του φεγγαριού -και δεν είπαμε τίποτα για την εντονότατη, την καταλυτική του παρουσία όχι μόνο στις νύχτες μας τις φεγγαρόλουστες, αλλά και στην ποίησή μας και στα τραγούδια μας.
Ποιο τραγούδι με φεγγάρι να βάλω; Είναι χιλιάδες, ελληνικά και ξένα. Να την πάθω σαν το γαϊδούρι του Μπουριντάν και να κλείσω έτσι ατραγούδιστο το άρθρο; Κρίμα θα είναι.
Τελικά είπα να κλείσω με ένα κλασικό, το Φεγγάρι κάνει βόλτα -όχι το δημοτικό αλλά το έντεχνο του Μίκη Θεοδωράκη, σε δικούς του στίχους μάλιστα, από τον Μπιθικώτση, και με φόρο τιμής στον Ζαμπέτα και στον Τσιτσάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου