Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΠΙΟΝΙ ΣΤΟ Ε4 (ΕΝΑ ΕΥΘΥΜΟ ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΛΙΚΟΚ)

 ΠΙΟΝΙ ΣΤΟ Ε4 (ΕΝΑ ΕΥΘΥΜΟ ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΛΙΚΟΚ)


Θέλω να βάλω σήμερα κάτι εύθυμο για το καθιερωμένο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα -ίσως για αντίδοτο στον ζόφο που κυριαρχεί. Συμπτωματικά, πριν από μερικές μέρες πρόσεξα σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου ένα βιβλίο που δεν έτυχε ποτέ να το διαβάσω παρόλο που βρίσκεται εκεί εδώ και πολλά πολλά χρόνια.

Το βιβλίο λέγεται «Ιστορίες της σκακιέρας» και, όπως θα περιμένατε από τον τίτλο του, είναι μια ανθολογία σκακιστικών διηγημάτων -να το πω αλλιώς, διηγημάτων με θέμα το σκάκι. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1988 και είναι εξαντλημένο στον εκδότη, όπως βλέπω. Η μετάφραση έγινε από τη Γλύκα Μαγκλιβέρα.

Δεν έχω διαβάσει τα υπόλοιπα διηγήματα, αν και πολλά ονόματα συγγραφέων είναι γνωστά. Έτυχε και το άνοιξα σε αυτό που θα παρουσιάσω σήμερα, το διάβασα, αλλά το υπόλοιπο βιβλίο το άφησα για να τελειώσω πρώτα το βιβλίο που διαβάζω τώρα.

Ο Στίβεν Λίκοκ (1869-1944) ήταν Καναδός χιουμορίστας, που διηγήματά του έβρισκα πολλά σε ανθολογίες διηγημάτων των δεκαετιών 1950-60. Είχε ανάλαφρο χιούμορ, όπως θα δείτε και στο σημερινό διήγημα, που μου άρεσε η ατμόσφαιρά του.

Έχω κάποιες ενστάσεις για τη μετάφραση -ας πούμε, στην αρχή αρχή το «βολεύοντας τον εαυτό του» εγώ θα το έβαζα κάπως σαν «ενώ βολευόταν…». Αλλά δεν με εμπόδισαν να απολαύσω το διήγημα, ανάλαφρο και εύθυμο, οπως μακάρι να ήταν και η επικαιρότητά μας.

Πιόνι στο ε4

Stephen Leacock

 

«Δεν υπάρχει πιο άμεση φυγή από τα βάσανα της ζωής από μια παρτίδα σκάκι».

Φράνσις Μπέικον με αυγά


«Πιόνι στο ε4», είπα καθώς καθόμουν στο τραπέζι με το σκάκι.

«Ώστε πιόνι στο ε4, ε;» είπε ο Λέδερμπι, βολεύοντας τον εαυτό του στο παλιό, δρύινο τραπέζι, με τους αγκώνες του στο μεγάλο περιθώριό του, με συμπεριφορά βετεράνου παίκτη. «Πιόνι στο ε4», επανέλαβε. «Αχά, για να δούμε!»

Είναι η πρώτη και αρχαιότερη κίνηση στο σκάκι, αλλά από τον τρόπο που το είπε ο Λέδερμπι, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν χτεσινή. Οι σκακιστές έτσι είναι… «Πιόνι στο ε4», επανέλαβε. «Δεν σε πειράζει να το σκεφτώ λίγο, ε;»

«Όχι, όχι», είπα, «καθόλου. Παίξε όσο αργά θέλεις. Κι εγώ θέλω να κοιτάξω λίγο αυτή την πανέμορφη αίθουσα».

Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στο Μακρύ Δωμάτιο της Σκακιστικής Λέσχης — και καθόμουν μαγεμένος από τη γοητεία και την ησυχία του επενδυμένου με ξύλο δωματίου -με το μαλακό του φως, τον μπλε καπνό του ταμπάκου να φτάνει στο ταβάνι, τις φωτιές να καίνε, τα αραιοβαλμένα τραπέζια, τους παίκτες με τα κεφάλια σκυμμένα, χωρίς να προσέχουν την είσοδο και την παρουσία μας… Όλα ήσυχα, εκτός από κάποια ψιθυριστή συζήτηση εδώ κι εκεί, που υψωνόταν για να σβήσει γρήγορα.

«Πιόνι στο ε4», επανέλαβε ο Λέδερμπι. «Για να δω!».

Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στην Σκακιστική Λέσχη. Ποτέ δεν είχα μάθει πού ήταν ακριβώς, μόνο ότι ήταν κάπου στο κέν­τρο της πόλης, μέσα στην καρδιά της, ανάμεσα στα μεγάλα κτίρια. Ούτε τον ίδιο τον Λέδερμπι ήξερα τόσο καλά, αν κι είχα καταλάβει ότι ήταν σκακιστής. Του φαινόταν. Είχε το μακρύ, ακίνητο πρόσωπο, τα ακίνητα μάτια, το χρώμα της «κλεισούρας», που κάνει ένα σκακιστή να ξεχωρίζει οπουδήποτε.

Εντελώς φυσικά, όταν ο Λέδερμπι άκουσε ότι έπαιζα σκάκι, με κάλεσε να περάσω κανένα βράδυ από τη Λέσχη. «Δεν ήξερα ότι έπαιζες σκάκι», είπε. «Δεν έχεις την εμφάνιση σκακιστή -συγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω».

Έτσι βρεθήκαμε στο τραπέζι. Η Σκακιστική Λέσχη, όπως ανακάλυψα, ήταν στην πόλη, ακριβώς δίπλα στο Ξενοδοχείο Νιου Κομέρσιαλ. Μάλιστα, συναντηθήκαμε στη ροτόντα του ξενοδοχείου… μια παράξενη αντίθεση: ο θόρυβος, τα φώτα, ο κόσμος, οι φωνές των ξενοδοχειακών υπαλλήλων κι αυτό το άγνωστο καταφύγιο ηρεμίας και ησυχίας, κάπου από πάνω και δίπλα του.

Δεν έχω μεγάλη ικανότητα προσανατολισμού κι έτσι δεν μπορώ να πω πώς ακριβώς πας στη Λέσχη — ανεβαίνεις μερικά πατώματα με το ασανσέρ, περπατάς σ’ ένα διάδρομο (εδώ νομί­ζω περνάς έξω από το κτίριο) κι ύστερα ανεβαίνεις μια μικρή, παράξενη σκαλίτσα, ύστερα άλλη μια και ξαφνικά φτάνεις σε μια μικρή πόρτα, κάπως σαν γωνιακή σε δωμάτιο, και να ’σαι μέσα στο Μακρύ Δωμάτιο…

«Πιόνι στο ε5», είπε ο Λέδερμπι, αποφασίζοντας επιτέλους, και κούνησε το πιόνι μπροστά. «Για μια στιγμή σκέφτηκα να ανοίξω από την πλευρά της βασίλισσας, αλλά καλύτερα όχι».

Όλοι οι σκακιστές σκέφτονται να ανοίξουν από την πλευρά της βασίλισσας, αλλά ποτέ δεν το κάνουν. Η ζωή τελειώνει πο­λύ νωρίς.

«Ίππος στο ζ3», είπα.

«Ίππος στο ζ3. Αχά!» αναφώνησε ο Λέδερμπι. «Αχά!» Κι έπεσε σε βαθιά μελέτη… Είναι η δεύτερη αρχαιότερη κίνηση στο σκάκι, γεννήθηκε πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, στην Περσέπολη, αλλά για ένα σκακιστή ήταν ακόμα στην πρώτη της νιότη.

Έτσι μπορούσα να κοιτάξω γύρω μου, ακόμη γοητευμένος από την αίθουσα.

«Είναι πανέμορφη αίθουσα, Λέδερμπι», είπα.

«Είναι», απάντησε, με τα μάτια του στη σκακιέρα, «ναι… ναι… Είναι μέρος του παλιού σπιτιού των Ρόσλιν, αυτού που γκρέμισαν για να χτίσουν το Νιου Κομέρσιαλ… Ήταν φτιαγμέ­νο από ένα διάδρομο και μια σειρά υπνοδωματίων, όλα σαν μια μεγάλη αίθουσα. Από τότε έχει μείνει η παλιά ξύλινη επένδυση και οι παλιομοδίτικες εστίες».

Τις είχα προσέξει, φυσικά, αμέσως τις παλιομοδίτικες ε­στίες, βαλμένες μέσα στον τοίχο, με τα κάρβουνα να προεξέ­χουν και να λάμπουν πίσω από τις σχάρες, με μαύρο μάρμαρο στα πλάγια και μαύρο μάρμαρο και στο περβάζι από πάνω… Υπήρχαν τρεις, μία στα πλάγια, μία κοντά μας, μία στο τέλος του δωματίου. Αλλά από καμιά δεν έβγαινε ούτε ήχος, ούτε τρί­ξιμο — μόνο μια σταθερή, θερμή λάμψη. Δίπλα στην παλιομοδί­τικη εστία κρέμονταν οι μακριές τσιμπίδες και το παλιομοδίτι­κο σκαλιστήρι με τη βαριά, τετράγωνη λαβή του.

«Πιόνι στο δ6», είπε ο Λέδερμπι.

Ούτε στο υπόλοιπο δωμάτιο υπήρχε έστω ένα εργαλείο που να ήταν λιγότερο από πενήντα χρόνια παλιό, ανάμνηση μισού αιώνα… Ακόμα κι οι κινητές πόρτες, επιστρωμένες με ρώσικο δέρμα, στην κύρια είσοδο, στη δεξιά πλευρά στο βάθος, κινούνταν αθόρυβα γύρω από τους μεντεσέδες τους, καθώς έμπαινε κάθε μέλος και χαιρετούσε ψιθυριστά,

«Σειρά σου», είπε ο Λέδερμπι. «Αξιωματικός στο γ4; Καλά».

…Ίσως to πιο ελκυστικό απ’ όλα ήταν ένα μικρό μέρος, πε­ριτριγυρισμένο με κάγκελα, κοντά στο τζάκι, φτιαγμένο όλο από παλιό δρύινο ξύλο… κάτι μεταξύ μπαρ και εξομολογητη­ρίου, με καφέ πάνω σε χαμηλές, μπλε φλόγες και πεντακάθαρα? ποτήρια σε ράφια… λεμόνια σε μια τσάντα… Γύρω του κινούνταν ένας σερβιτόρος, με επίσημο ένδυμα, ο πιο ήσυχος, σχεδόν αόρατος σερβιτόρος που είχα δει ποτέ… καφέ σ’ αυτό το τραπέζι… πούρα σ’ εκείνο… αθόρυβη δουλειά με λεμόνια πίσω από τα κάγκελα… ένας σερβιτόρος που φαινόταν να ξέρει τι ήθελαν τα μέλη πριν το ζητήσουν… Έτσι πρέπει να ήταν, γιατί ήρθε στο τραπέζι μας κι ακούμπησε μακριά ποτήρια με Μαδέρα, τόσο παλιό, τόσο σκούρο, τόσο αρωματικό, που σαν να εξατμιζόταν μαζί με τους καπνούς των πούρων, ένα όραμα από ηλιόλου­στα αμπέλια δίπλα στο Φουνσάλ… Τέτοιες ήταν οι ιστορίες που άρχισε να πλέκει το μυαλό μου γύρω απ’ αυτό το μαγεμένο μέ­ρος… Κι ο υπηρέτης επίσης, αισθανόμουν ότι πρέπει να είχε κάποια παράξενη ιστορία. Αλλιώς δεν θα είχε ένα πρόσωπο τόσο μειλίχιο κι όμως με μια σφραγίδα τραγωδίας επάνω του…

Πρέπει να πω — και το είπα στον Λέδερμπι — ότι είχα την πρόθεση να γίνω μέλος της Λέσχης, αν μπορούσα. Είπε, ναι, δέχονταν νέα μέλη. Κάποιος έγινε μέλος μόλις πριν τρία χρόνια.

«Ίππος στο γ6», είπε ο Λέδερμπι με βαθύ αναστεναγμό. Ή­ξερα ότι σκεφτόταν κάτι που δεν τολμούσε να ρισκάρει. Όλο το σκάκι είναι ένα συνεχές μετάνιωμα.

Συνεχίσαμε να παίζουμε έτσι για… πρέπει να ήταν μισή ώρα τέλος πάντων, κάναμε τέσσερις κινήσεις ο καθένας. Για μένα βέβαια έφτανε η ηρεμία και η ησυχία του δωματίου, αλλά για τον Λέδερμπι, όπως καταλάβαινα, δεν επρόκειτο για μια αίσθη­ση ηρεμίας αλλά για μια εντεινόμενη έξαψη, χωρίς τίποτα το ακίνητο ή ήσυχο. Μια ορμή, μια πάλη — ήξερε ότι ήθελα να χτυπήσω στην πλευρά του βασιλιά. Ηλίθιε, έλεγε στον εαυτό

του, που δεν είχε προχωρήσει το πιόνι δ άλλο ένα τετράγωνο… Είχε μπλοκάρει τον αξιωματικό και δεν μπορούσε να κάνει ροκέ… Ξέρεις, αν είσαι σκακιστής, το αίσθημα απόγνωσης που έρχεται με έναν μπλοκαρισμένο αξιωματικό… Βρες σε οποιαδήποτε αίθουσα σκακιού κάποιον με σφιγμένες γροθιές και ξέ­ρεις ότι δεν μπορεί να κάνει ροκέ.

Δεν ήταν λοιπόν τόσο ακίνητη η ζωή για τον Λέδερμπι. Όσο για μένα, μετά από λίγο άρχισα κάπως να αισθάνομαι ότι ίσως να ήταν λίγο πιο ακίνητη απ’ όσο θα ’θελα… Οι παίκτες κινού­νταν τόσο λίγο… μιλούσαν τόσο σπάνια και σιγανά… τα κεφά­λια τους τόσο γκρίζα κάτω από το φως… ειδικά, πρόσεξα, μια μικρή ομάδα στα τραπέζια της αριστερής γωνίας.

«Δεν φαίνεται να πολυμιλάνε εκεί κάτω», είπα.

«Όχι», απάντησε ο Λέδερμπι χωρίς να γυρίσει καν το κεφά­λι του, «είναι τυφλοί. Πιόνι στο δ5».

Τυφλοί! Μα, βέβαια. Γιατί όχι; Οι τυφλοί, σκέφτηκα, παί­ζουν σκάκι τόσο εύκολα όσο και κάθε άλλος, όταν χρησιμο­ποιούν μικρές σκακιέρες με τρύπες… Τώρα που κοίταξα, είδα τα γερασμένα δάχτυλα να διστάζουν και να περιπλανώνται πά­νω στις μικρές φιγούρες.

«Παίρνεις το πιόνι;» ρώτησε ο Λέδερμπι.

«Ναι», είπα και συνέχισα να σκέφτομαι τους τυφλούς… και πόσο ήσυχοι ήταν όλοι τους… Άρχισα να σκέφτομαι ένα θεα­τρικό έργο κάποτε στη Νέα Υόρκη — νομίζω ήταν κάποιοι σε ένα ατμόπλοιο. Άνθρωποι που στέκονταν σε κάποιο μπαρ… και συνειδητοποιούσες τελικά ότι ήταν νεκροί… Ήταν μια ηλί­θια ιδέα, αλλά κατά κάποιο τρόπο το Μακρύ Δωμάτιο άρχισε να μου φαίνεται κάπως έτσι… Κατά διαστήματα μπορούσα ν’ ακούσω ακόμα και το χτύπο του ρολογιού πάνω στο περβάζι.

Χάρηκα όταν ήρθε ο σερβιτόρος μ’ άλλο ένα ποτήρι με Μα­δέρα. Αυτό σε ζέσταινε…

«Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται να ’ναι θαυμάσιος σερβιτό­ρος», είπα.

«Ο Φρεντ;» είπε ο Λέδερμπι. «Ναι, σίγουρα είναι… Φροντίζει τα πάντα — είναι αφοσιωμένος στη Λέσχη».

«Είναι εδώ καιρό;»

«Αξιωματικός στο γ5», είπε ο Λέδερμπι. Δεν μίλησε για λίγο. Ύστερα είπε: «Μα, σχεδόν όλη του τη ζωή — εκτός από μια  τραγική εμπειρία, ο καημένος. Έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή».

«Για ποιο λόγο;» ρώτησα έντρομος.

«Για φόνο», είπε ο Λέδερμπι.

«Για φόνο;»

«Ναι», επανέλαβε ο Λέδερμπι, κουνώντας το κεφάλι του, «ο κακόμοιρος, για φόνο… Κάποια ξαφνική, παράξενη παρόρμηση τον κατέλαβε… Δεν θα ’πρεπε να λέω φυλακή. Ήταν στο Άσυλο Ψυχοπαθών Εγκληματιών. Σειρά σου».

«Άσυλο Εγκληματιών!» είπα. «Τι έκανε;»

«Σκότωσεέναν άντρα, σε μια ξαφνική κρίση… Τον χτύπησε στο κεφάλι μ’ ένα σκαλιστήρι».

«Θεέ και Κύριε!» αναφώνησα. «Πότε έγινε αυτό; Σ’ αυτή την πόλη;»

«Εδώ, στη Λέσχη», είπε ο Λέδερμπι, «σ’ αυτό το δωμάτιο».

«Τι;» είπα ασθμαίνοντας. «Σκότωσε ένα από τα μέλη;»

«Ω, όχι», είπε ο Λέδερμπι καθησυχαστικά. «Όχι ένα μέλος. Ο άντρας ήταν φιλοξενούμενος. Ο Φρεντ δεν τον ήξερε… απλώς μια τρελή παρόρμηση… Μόλις τον άφησαν να βγει, ο πιστός αυτός άνθρωπος ήρθε κατευθείαν εδώ. Αυτό έγινε πέρσι. Παίζεις».

Συνεχίσαμε το παιχνίδι. Δεν αισθανόμουν πολύ άνετα… Πρέπει να ήταν μερικές κινήσεις μετά, που είδα τον Φρεντ να πιάνει το σκαλιστήρι, να βάζει τη μύτη του μέσα στα κάρβουνά και να το αφήνει εκεί. Το παρατηρούσα καθώς πυρωνόταν και κοκκίνιζε. Πρέπει να ομολογήσω πως δεν μου άρεσε.

«Το είδες;» ρώτησα. «Είδες τον Φρεντ να βάζει το σκαλιστήρι μέσα στα κάρβουνα;»

«Το κάνει κάθε βράδυ», είπε ο Λέδερμπι, «στις δέκα, που

σημαίνει ότι πρέπει να είναι δέκα η ώρα… Δεν μπορείς να κάνεις αυτή την κίνηση, είσαι σε σαχ».

«Σε τι χρησιμεύει;» ρώτησα.

«Παίρνω τον ίππο σου», είπε ο Λέδερμπι. Ακολούθησε μια μακριά παύση — ο Λέδερμπι είχε το κεφάλι του σκυμμένο στη σκακιέρα. Κάποια στιγμή μουρμούρισε: «Ζεστή μπίρα με ζάχα­ρη και μπαχαρικά». Σήκωσε το κεφάλι κι εξήγησε: «Εδώ είναι παλιομοδίτικο το μέρος… Σε μερικά μέλη αρέσει έτσι η μπίρα –πρέπει να βάλεις το σκαλιστήρι μέσα στην κανάτα. Ο Φρεντ την ετοιμάζει στις δέκα. Παίζεις».

Πρέπει να πω ότι ανακουφίστηκα… Μπόρεσα να συγκεν­τρωθώ πάλι στο παιχνίδι και να ευχαριστηθώ το μέρος… τουλά­χιστον αν δεν ακουγόταν κάποια ταραχή στο βάθος του δωμα­τίου. ί

Κάποιος είχε πέσει κάτω… Οι άλλοι προσπαθούσαν να τον σηκώσουν… Ο Φρεντ είχε πάει βιαστικά κοντά τους…

Ο Λέδερμπι μισογύρισε στην καρέκλα του.

«Δεν είναι τίποτα», είπε, «είναι ο καημένος ο συνταγματάρ­χης Μακ Γκαν. Παθαίνει κρίσεις… Αλλά ο Φρεντ θα τον περιποιηθεί. Έχει ένα δωμάτιο εδώ, στο κτίριο. Ο Φρεντ τού είναι πολύ αφοσιωμένος. Αυτός τον έβγαλε από το Άσυλο Εγκλημα­τιών. Αν δεν ήταν αυτός, ο Φρεντ δεν θα ’ταν εδώ απόψε. Πύρ­γος α8 στο γ8».

Δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι ευγνωμονούσα τον συνταγ­ματάρχη Μακ Γκαν…

Μερικές κινήσεις ύστερα απ’ αυτό, μ’ ενόχλησε ένα άλλο μι­κρό συμβάν, ή μπορεί να έφταιγαν τα νεύρα μου που είχαν επηρεαστεί… Μπορεί και να τα φανταζόμουν… Και το καταχθόνιο δωμάτιο, αμέσως μετά τη μικρή ενόχληση, ξανάγινε απαίσια ήσυχο…

Τέλος πάντων, από την κινητή πόρτα μπήκε ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου, ζωηρός, έξυπνος, με γκριζοπράσινα μάτια και σφιγμένα χείλια. Στάθηκε κοιτάζοντας πάνω κάτω στο δωμά­τιο, σαν να ’ψάχνε κάποιον.

«Ποιος είναι;» ρώτησα.

«Μα, αυτός είναι ο δόκτορας Άλαρντ».

«Τι;» είπα. «Ο ψυχίατρος;»

«Ναι, είναι διευθυντής του Ασύλου Ψυχοπαθών Εγκλημα­τιών… Είναι μέλος της Λέσχης κι έρχεται κάθε βράδυ. Κυκλο­φορώ μεταξύ της Λέσχης και του Ασύλου. Λέει ότι κάνει συ­γκριτικές μελέτες. Σαχ».

Ο ψυχίατρος είδε τον Λέδερμπι και ήρθε στο τραπέζι μας, Ο Λέδερμπι με σύστησε στον δόκτορα Άλαρντ, ο οποίος με κοίταξε έντονα κατάματα. Στάθηκε πριν μιλήσει. «Η πρώτη σας επίσκεψη εδώ;» ρώτησε.

«Ναι…» μουρμούρισα, «δηλαδή, ναι».

«Ελπίζω να μην είναι κι η τελευταία», είπε. Τι να εννοούσε μ’ αυτό;

Ύστερα γύρισε στον Λέδερμπι.

«Σήμερα ήρθε και με είδε ο Φρεντ», είπε. «Ήρθε με δική του θέληση… Δεν είμαι εντελώς σίγουρος… Ίσως να μη φανήκαμε συνετοί». Ο γιατρός έδειχνε σκεπτικός… «Πάντως, αναμφίβολα είναι καλά, εκτός αν του συμβεί κάποιο ξαφνικό σοκ… Έχε­τε το νου σας… Αυτό όμως που ήθελα τελικά να ρωτήσω, είναι αν ήρθε σήμερα ο Τζόελ Λίντον».

«Όχι…»

«Ελπίζω να μην έρθει. Για το καλό του… Αν έρθει, βάλε κάποιον να μου τηλεφωνήσει». Και μ’ αυτή τη φράση, ο γιατρός έφυγε.

«Ο Τζόελ Λίντον», είπα. «Μα, τον έχουν συλλάβει».

«Όχι ακόμα… Τον ψάχνουν. Είσαι σε σαχ».

«Συγνώμη», είπα. Φυσικά είχα διαβάσει — όλοι είχαν διαβά­σει — για την κατάχρηση. Δεν είχα όμως ιδέα ότι κάποιος σαν τον Τζόελ Λίντον θα ήταν μέλος της Σκακιστικής Λέσχης. Πάντα νόμιζα, εννοώ ότι ο κόσμος έλεγε, ότι ήταν τύπος «ντεσπεράντο».

«Είναι μέλος;» ρώτησα, με το χέρι μου στα πιόνια.

«Δεν μπορείς να κινήσεις αυτό, είσαι ακόμα σε σαχ. Ναι,

είναι μέλος, αν και του αρέσει περισσότερο να στέκεται και να παρακολουθεί. Έρχεται κάθε βράδυ. Κάποιος είπε ότι θα έρθει κι απόψε. Λέει ότι δεν θ’ αφήσει να τον πιάσουν ζωντανό. Έρχεται γύρω στις δέκα και μισή. Είναι σχεδόν η ώρα του… Αυτό μου φαίνεται σαν ματ σε δύο κινήσεις».

Τα χέρια μου τρεμούλιασαν στα πιόνια. Αισθάνθηκα ότι αρ­κετά είχα ασχοληθεί με τη Σκακιστική Λέσχη, καιρός να ξεμ­περδεύω… Άλλωστε μ’ αρέσει να γυρίζω σπίτι νωρίς… Άρχισα λοιπόν να λέω ότι θα παρατούσα το παιχνίδι, όταν αυτό που έγινε, συνέβη τόσο γρήγορα, που δεν μπόρεσα να αντιδράσω.

«Αυτός είναι ο Τζόελ Λίντον», είπε ο Λέδερμπι, και από την κινητή πόρτα μπήκε ένας άντρας με σκληρή εμφάνιση, αλλά πολύ αποφασισμένος… Κρέμασε το παλτό του σε μια κρεμά­στρα και καθώς το κρεμούσε, ήμουν σίγουρος ότι είδα κάτι να φουσκώνει στην τσέπη του σακακιού του. Χαιρέτησε με το κε­φάλι την ομήγυρη. Ύστερα άρχισε να κινείται γύρω από τα τρα­πέζια και άρχισε να πλησιάζει το δικό μας.

«Λέω, αν δεν σε πειράζει», άρχισα… Αλλά μέχρι εκεί έφτασα. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η αστυνομία, δύο αστυφύλακες κι ένας επιθεωρητής.

Είδα τον Λίντον να τινάζει το χέρι του προς την τσέπη του.

«Στάσου εκεί που είσαι, Λίντον», φώναξε ο επιθεωρητής… Εκείνη τη στιγμή ακριβώς είδα το σερβιτόρο, τον Φρεντ, ν’ αρ­πάζει το σκαλιστήρι…

«Μην κινηθείς, Λίντον», φώναξε ο επιθεωρητής. Δεν είχε δει καθόλου τον Φρεντ που κινούνταν προς το μέρος του…

Ο Λίντον δεν κινήθηκε. Κινήθηκα όμως εγώ. Όρμησα γρή­γορα προς τη μικρή πόρτα πίσω μου… κατέβηκα τη μικρή σκά­λα… και την άλλη μικρή σκάλα και το διάδρομο, ως την εκτυ­φλωτικά φωτισμένη ροτόντα του ξενοδοχείου, ίδια όπως την εί­χα αφήσει -θόρυβος και φώτα και υπάλληλοι και κορίτσια σε περίπτερα να πουλάνε καπνό κι απογευματινές εφημερίδες… ίδια ακριβώς, αλλά πόσο διαφορετική! Για την ηρεμία του μυαλού, τη χαρά της ζωής, δώστε μου μια ροτόντα κι ας είναι όσο θορυβώδης σας αρέσει.

Διάβασα τα πάντα σχετικά στις εφημερίδες το επόμενο πρωινό. Φαίνονται τόσο διαφορετικά στις εφημερίδες τα πράγματα, καθώς κάθεσαι δίπλα σε μια καφετιέρα κι ένα βραστό αυγό. Ταραχές φόνοι, πλημμύρες — όλα απλοποιημένα. Έτσι ήταν κι αυτο. «Ήσυχη σύλληψη στη Σκακιστική Λέσχη», έγραφε. Ο Λίντον δεν αντιστάθηκε… Τα μέλη συνέχισαν το παιχνίδι τους ανενόχλητα». Ναι, σίγουρα ανενόχλητα, οι παλιοταφόπλακες… Για τον Φρεντ, ούτε λέξη…

Μερικές μέρες αργότερα συνάντησα τυχαία τον Λέδερμπι, «Η αίτησή σου είναι εντάξει», είπε. «Θα την προωθήσουν γρήγο­ρα. Θα γίνεις μέλος του χρόνου…»

Πρόλαβα όμως κι έστειλα μια παραίτηση. Θα γίνω μέλος στη» Λέσχη Μπάντμιντον και θέλω να μάθω αν σίγουρα δεν μπορώ να γίνω πρόσκοπος ή προσκοπίνα.

Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρήστος Καπερώνης: Από την ιστορική «Ελευθεροτυπία» στο περίπτερο της Μακρινίτσας

  Χρήστος Καπερώνης: Από την ιστορική «Ελευθεροτυπία» στο περίπτερο της Μακρινίτσας Ακούστε το άρθρο «Δεν θα γυρνούσα στην Αθήνα ούτε για ασ...