ΠΛΑΝΗΤΕΣ
Το βιβλίο ‘Πλάνητες’ της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας Πολωνής συγγραφέως Όλγκα Τόκαρτσουκ (Olga Tokarczuk 1962-) δεν είναι ένα συμβατικό μυθιστόρημα. Δεν είναι καν μια συλλογή διηγημάτων που τα συνδέει μια κοινή συνισταμένη, αλλά μάλλον ένα σκερτσόζικο αμάλγαμα διαλογισμών, θραυσμάτων και ιστοριών που μαζί εξερευνούν τι σημαίνει να είσαι ταξιδιώτης. Είναι μια βαθιά βουτιά στη φύση του ταξιδιού, στην κίνηση στον χρόνο, τον τόπο, στην ανθρώπινη ανατομία, σ’ αυτή την ίδια τη ζωή. Είναι ένα εκτεταμένο, διερευνητικό και αινιγματικό μυθιστόρημα ιδεών∙ ένα φιλόδοξο έργο, που διακρίνεται στα διάκενα της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της μυθοπλασίας, της επιστήμης, του ταξιδιού και πολλών άλλων.
Η λέξη ΄Πλάνητες’ είναι η λέξη που επέλεξε η μεταφράστρια της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, για να αποδώσει τη σλαβική λέξη «bieguni» που είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου και αναφέρεται σε μια παλιά λατρεία που πιστεύει ότι η παραμονή σε συνεχή κίνηση θα μπορούσε να προστατεύσει κάποιον από το κακό. Η επιλογή της συγκεκριμένης λέξης πλαταίνει αυτήν την ερμηνεία και υποδηλώνει τόσο τη δράση της περιπλάνησης όσο και αυτή της φυγής.
Το βιβλίο της Τόκαρτσουκ είναι επομένως μια ιστορία για ταξιδιώτες, αλλά και για το ίδιο το ταξίδι, για την περιέργεια της ανακάλυψης του κόσμου που είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή και λειτουργεί συχνά σαν βάλσαμο για τον πόνο της ύπαρξης.
Το βιβλίο δεν έχει μια γραμμική αφηγηματική μορφή, αλλά είναι μια συλλογή διαφορετικών σύντομων ιστοριών, ταξιδιωτικών εμπειριών, ιστορικών ανεκδότων, καταχωρήσεων σε περιοδικά, φιλοσοφικών προβληματισμών από τα οποία δεν λείπει και μια εμμονή σε βιολογικές και ανατομικές παραδοχές. Οι σύντομες ενότητες μπορεί να αφορούν μόνο μια λέξη, ένα άτομο ή μια ιδέα. Μεμονωμένα δεν αποκαλύπτουν πολλά, αλλά σε συνδυασμό, λειτουργούν σαν τα κομμάτια ενός παζλ και εκφράζουν μεγαλύτερες πεποιθήσεις ή σκέψεις. Τα κεφάλαια κυμαίνονται από μερικές προτάσεις έως δεκάδες σελίδες, δημιουργώντας ένα καλειδοσκόπιο προοπτικών σχετικά με τη μεταβλητότητα και την κίνηση της ανθρωπότητας.
‘ΞΥΠΝΑ, κουνήσου, κουνήσου. Μόνο έτσι θα του ξεφύγεις. Αυτός που ορίζει τον κόσμο δεν έχει εξουσία πάνω στην κίνηση, ξέρει πως το σώμα μας εν κινήσει είναι ιερό, μόνο τότε μπορείς να του ξεφύγεις, μόνο αν κινείσαι. Αυτός εξουσιάζει μόνο το ακίνητο και παγωμένο, το καθηλωμένο και ανίσχυρο.
Οπότε κουνήσου, σήκω, τραμπαλίσου, περπάτα, τρέχα, ξέφυγε, μόλις ξεχαστείς και σταματήσεις, θα σε πιάσει στα χέρια του, θα σε μετατρέψει σε μαριονέτα, θα σε τυλίξει η ανάσα του που μυρίζει καπνό και καυσαέρια και χωματερές. Θα μετατρέψει την πολύχρωμη ψυχή σου σε μια μικρή, επίπεδη ψυχούλα, σαν κομμένη από χαρτί, από χαρτί εφημερίδας, θα σε απειλεί με φωτιά, αρρώστια και πόλεμο, θα σε φοβίζει μέχρι να χάσεις την ηρεμία σου και να μην μπορείς να κοιμηθείς πια. Θα σε μαρκάρει και θα σε καταγράψει στα κατάστιχά του, θα σου δώσει το αποδεικτικό της κατάρρευσής σου. Θα απασχολήσει τις σκέψεις σου με ασήμαντα πράγματα, τι θα αγοράσεις, τι θα πουλήσεις, πού θα βρεις φθηνότερα, πού ακριβότερα. Από κείνη τη στιγμή θα στεναχωριέσαι με κουταμάρες – για την τιμή της βενζίνης και πώς αυτή θα επηρεάσει την αποπληρωμή του δανείου σου. Θα ζεις την κάθε μέρα με πόνο σαν να ζούσες τιμωρημένη και δεν θα μάθεις ποτέ ποιος διέπραξε το έγκλημα, ποιο και πότε.’
Από τις δεκάδες αφηγήσεις, μερικές από αυτές επαναλαμβάνονται ή αλληλοσυνδέονται σε ένα φαινομενικά τυχαίο σχέδιο. Η αφηγήτρια είναι μια γυναίκα που ταξιδεύει συχνά. Παρακολουθεί τους άλλους στενά, αλλά η ίδια κινείται απαρατήρητη, αν και μερικές φορές φαντάζεται ότι, τρεις σειρές πίσω της, ένας συνταξιδιώτης της γράφει ήσυχα την ιστορία της. Αυτή η αφηγήτρια είναι προφανώς τόσο συνηθισμένη στην περιήγηση και προσελκύει τόσο λίγη προσοχή, που δεν χρειάζεται να απομονωθεί για να ξεφύγει από τους περισπασμούς και να συγκεντρωθεί. Γράφει ελεύθερα σε τρένα, σε ξενοδοχεία και σε αίθουσες αναμονής. Αντί να διακόπτεται από τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω της, υποστηρίζεται από αυτές.
Ο τρόπος αφήγησης αυτών των ιστοριών φαίνεται πιο φυσικός και πιο κοντά στον αναγνώστη επειδή, όπως λέει η συγγραφέας “ο κόσμος αποτελείται από ατομικές παρατηρήσεις” και είναι στην ευχέρεια του ίδιου του αναγνώστη να ενώσει όλα τα κομμάτια και να ανακαλύψει το νόημα.. ‘να συνενώνει τα θραύσματα σε ένα και μοναδικό σχέδιο και να ανακαλύπτει ολόκληρους αστερισμούς στα μικρά συστατικά στοιχεία των γεγονότων. Το να πει κανείς μια ιστορία που ξεκαθαρίζει πως όλοι και τα πάντα είναι εμποτισμένα σε μια κοινή ιδέα, την οποία παράγουμε στο μυαλό μας επιμελώς με κάθε περιστροφή του πλανήτη’.
Η αντισυμβατική μορφή αφήγησης της Τόκαρτσουκ προτείνει ένα νέο είδος μυθιστορήματος που υποτίθεται ότι βασίζεται σε εμπειρίες, στην αυθόρμητη καταγραφή εντυπώσεων και παρατηρήσεων ενώ η πλοκή αναπτύσσεται, με ενθουσιασμό και ζαλάδα, με επικάλυψη λέξεων, εικόνων και μορφών των οποίων η συνύπαρξη σε γειτονικά κεφάλαια, μοιάζει από μόνη της με μια πνευματική αποκάλυψη.
Οι ‘Πλάνητες’ μοιάζουν με κάποιο μηχανισμό ενδοσκόπησης που στρέφεται κάποιες φορές με μεγαλύτερη ένταση στην ανθρώπινη ανατομία από ό,τι στο ταξίδι. Οι ανώνυμοι ταξιδιώτες σε άλλες ιστορίες κάνουν προσκυνήματα σε ανατομικά μουσεία σε όλο τον κόσμο, μια γυναίκα στη Μόσχα φροντίζει τον ανάπηρο γιό της, ένας Ολλανδός ανατόμος μιλάει στο κομμένο του πόδι, η αδελφή του Σοπέν μεταφέρει την καρδιά του μουσικού από το Παρίσι στη Βαρσοβία, μια γυναίκα και ο τρίχρονος γιός της εξαφανίζονται μυστηριωδώς σε ένα νησί της Κροατίας για να ξαναεμφανιστούν αρκετά κεφάλαια αργότερα. Οι σύγχρονοι πλάνητες ταξιδεύουν με μικρές αποσκευές που περιέχουν τα απαραίτητα σε συσκευασίες ταξιδιού όπως αναδιπλούμενες οδοντόβουρτσες, σαπούνι για τα ρούχα σε σωληνάριο κ.λπ. · ‘ένα είδος ζωής σε σμίκρυνση’.
Σε όλες αυτές τις ιστορίες, υπάρχει ένας υποκείμενος τόνος απόγνωσης, μια αναζήτηση σκοπού. Υπάρχουν κομμάτια μυθιστορημάτων, βιογραφίες άλλων ανθρώπων, αναφορές από ταξίδια, σημειώσεις, ανέκδοτα, ιστορίες που ακούγονται και διαβάζονται. Και όλα αυτά, δημιουργούν μια δύσκολη αφομοίωση. Όπως αναφέρει η ίδια η συγγραφέας ‘Υπάρχουν στιγμές, θραύσματα, φευγαλέες συνθέσεις που μετά τη δημιουργία τους καταπέφτουν πάλι. Η ζωή; Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει… υπάρχουν μόνο τρία σημεία: ήταν, είναι και θα είναι.’
Τελικά οι ‘Πλάνητες’ δεν είναι μια τυχαία συλλογή διακριτών ιστοριών αλλά ένα βιβλίο με μια προγραμματισμένη δομή, της οποίας η μορφή αντιστοιχεί αυστηρά στο θέμα καθώς και σε μια άλλη οπτική του κόσμου γύρω μας, σε ένα όραμα του σύγχρονου πολιτισμού και μια συγκεκριμένη φιλοσοφία της ζωής.
Η Τόκαρτσουκ, όταν ρωτήθηκε σε μια συνέντευξή τι πιστεύει ότι ωθεί τους ανθρώπους να ξεκινήσουν το ταξίδι στο άγνωστο, απάντησε ότι ωθούνται από τους δαίμονες της κίνησης, το άγχος του ταξιδιού.
Ζούμε σε μια εποχή που τα πιθανά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία εμφανίζονται παντού – στους κινδύνους από την πρόσφατη πανδημία, στις τρομοκρατικές επιθέσεις, στις αντιδράσεις για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Όλα όμως τελειώνουν, λήγουν, αποσυντίθενται, μαραίνονται. Το ανθρώπινο σώμα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο κόσμος δεν μας περιμένει να αποφασίσουμε εάν θα ταξιδέψουμε ή θα μείνουμε εκεί όπου βρισκόμαστε. Η Όλγα Τόκαρτσουκ με τους ‘Πλάνητες’ προσφέρει μια ελπίδα για όσους πιστέψουν ότι η διαρκής κίνηση μπορεί να διαπεράσει το χάος του σύγχρονου κόσμου, τον κόσμο των εφευρέσεων του πολιτισμού, την υπερφόρτωση πληροφοριών από τα οποία είναι τόσο δύσκολο να απέχουμε. Κι αν δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση να πάμε, λίγη σημασία έχει · αυτό που μετράει είναι να τρέξουμε και ίσως τότε να μπορέσουμε να ξαναγεννηθούμε και αυτή τη φορά στην κατάλληλη στιγμή και στο σωστό μέρος.
Το βιβλίο ‘Πλάνητες’ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ σε έκδοση με σκληρό εξώφυλλο στο επίμετρο της οποίας βρίσκεται η διάλεξη της Όλγκα Τόκαρτσουκ στο πλαίσιο της βράβευσής της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου