Γεμάτες πτήσεις, άδεια αεροδρόμια
Posted by sarant στο 24 Ιουνίου, 2020
Tο Σάββατο που μας πέρασε ήρθα στην Ελλάδα. Ήταν να κατέβω και το Πάσχα, αλλά βέβαια το Πάσχα φέτος ακυρώθηκε λόγω της καραντίνας. Συνηθισμένος να έρχομαι πολλές φορές το χρόνο στην Ελλάδα, πάντοτε αεροπορικώς, ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που έλειψα τόσο μεγάλο διάστημα, πάνω από τρεις μήνες, και χωρίς αυτό να είναι δική μου επιλογή.
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου, λίγο πριν από το μεσημέρι, το βρήκα άδειο. Στη φωτογραφία, ο χώρος μπροστά από τα τσεκ-ιν, άδειος εντελώς.
Αφού έδωσα τις αποσκευές, διάβασα μια πινακίδα που έλεγε ότι για να προχωρήσω πρέπει να είμαι βέβαιος ότι δεν έχω πυρετό και γενικά δεν έχω συμπτώματα που παραπέμπουν σε κορονοϊό. Δεν είχα, οπότε προχώρησα.
Εννοείται πως όλη αυτη την ώρα φορούσα μάσκα, όπως και όλοι οι (λιγοστοί) άλλοι, είτε προσωπικό εδάφους είτε επιβάτες. Είχα πάρει μαζί μου στη χειραποσκευή δυο υφασμάτινες μάσκες και πεντέξι χειρουργικές.
Αφού πέρασα, πρώτη φορά χωρίς καμιά καθυστέρηση, τον συνήθως εκνευριστικό έλεγχο των χειραποσκευών, καθώς και πάλι ήμουν μόνος μου στον ένα μόνο ιμάντα που λειτουργούσε -προ κορονοϊού είχαν δύο και τρεις ιμάντες σε λειτουργία και βέβαια ήταν γεμάτοι κόσμο- συνέχισα στα duty free και τα διάφορα άλλα καταστήματα του αεροδρομίου, που ήταν τα μισά κλειστά και τα άλλα μισά άδεια από πελατεία, και τελικά κατευθύνθηκα στην πύλη όπου θα γινόταν η επιβίβαση στο αεροπλάνο -στο οποίο πήγαμε με τα πόδια, δεν μπήκαμε στο λεωφορειάκι για να διανύσουμε την έτσι κι αλλιώς μικρή απόσταση.
Το αεροσκάφος όμως ήταν γεμάτο, αν και δεν ήταν από τα μεγαλύτερα -22 νομίζω σειρές με τέσσερις θέσεις στη σειρά, μία παράθυρο και μία διάδρομος από κάθε πλευρά, όλες σχεδόν κατειλημμένες.
Αντίφαση; Πώς γίνεται οι πτήσεις να είναι σχεδόν γεμάτες και τα αεροδρόμια άδεια; Μα, είναι απλό: γίνονται πολύ λιγότερες πτήσεις, ίσως το ένα πέμπτο απ’ όσες γίνονταν π.Κ., και χρησιμοποιούνται και μικρότερου μεγέθους αεροσκάφη. Κι έτσι, οι λιγοστές πτήσεις της ημέρας έχουν ικανοποιητική πληρότητα.
(Πόσο λιγότερες πτήσεις; Μέτρησα ότι από το αεροδρομιο του Λουξεμβούργου εκείνη τη μέρα έγιναν μόλις 13 αναχωρήσεις και το ίδιο ισχύει και τώρα που γράφω το άρθρο, ενώ π.Κ. ασφαλώς γίνονταν πενταπλάσιες).
Επειδή όμως ο αριθμός των πτήσεων έχει μειωθεί πολύ, όπως και ο αριθμός των προορισμών, για να έρθω στην Ελλάδα έπρεπε να κάνω δύο σκάλες, κάτι που δεν θυμάμαι να έχει συμβεί άλλη φορά εδώ και πολλά χρόνια, και το ταξίδι να διαρκέσει συνολικά δωδεκάωρο: Λουξεμβούργο-Μόναχο, Μόναχο-Φρανκφούρτη, Φρανκφούρτη-Αθήνα. Αυτό έγινε γιατί ενώ π.Κ. υπήρχαν πεντέξι πτήσεις Λουξεμβούργο-Φρανκφούρτη καθημερινά, τώρα δεν υπάρχει καμία. Πιο λίγο θα διαρκούσε αν πήγαινα στη Φρανκφούρτη με το αυτοκίνητο.
Η πτήση Λουξεμβούργο-Μόναχο έτσι κι αλλιώς δεν είχε μεγάλη διάρκεια, μας μοίρασαν ένα μπουκαλάκι νερό στη διαδρομή, προσγειωθήκαμε στο Μόναχο, όπου και πάλι δεν υπήρχε πουλμανάκι να μας μεταφέρει και πήγαμε με τα πόδια.
Το αεροδρόμιο του Μονάχου είχε σαφώς περισσότερο κόσμο από του Λουξεμβούργου, αλλά συγκριτικά με την παλιότερη περίοδο ήταν επίσης άδειο. Και πάλι πολλά καταστήματα ήταν κλειστά, πολλοί χώροι ήταν αποκλεισμένοι με κορδέλες, ενώ δεν υπήρχαν πουθενά καροτσάκια για τις χειραποσκευές, προφανώς επειδή δεν είναι εύκολο να απολυμανθούν.
Επειδή είμαι συχνός ταξιδιώτης, έχω δικαίωμα να μπαίνω στα σαλόνια, και στο Μόναχο το χρειαζόμουν αυτό αφού είχα να περιμένω πάνω από 4 ώρες. Τα σαλόνια (λάουντζ που τα λένε) είχαν κλείσει μέσα στην πανδημία, αλλά τώρα με τη χαλάρωση είχαν ανοίξει ξανά δυο-τρία σε όλη τη Γερμανία, ένα από τα οποία στο Μόναχο.
Αλλά και στο σαλόνι υπήρχαν πολλές αλλαγές. Κάθε δεύτερη πολυθρόνα είχε πάνω ταινία που σε εμπόδιζε να καθίσεις, τα τραπέζια είχαν μία μόνο καρέκλα, και κυρίως δεν υπήρχε πια ο πλούσιος μπουφές με σνακ και με ποτά, μόνο κάτι πανέρια με μπρέτσελ μέσα σε χάρτινες σακούλες, ενώ αν ήθελες μπίρα ή καφέ έπρεπε να πας να το ζητήσεις από τον σερβιτόρο, δεν υπήρχε αυτοεξυπηρέτηση.
Είχαν όμως πρίζες για το λάπτοπ και γουάι-φάι απρόσβλητο από τέτοιου είδους ιό, οπότε, φορώντας πάντοτε τη μάσκα, κάθισα σε μια γωνία, άναψα το λάπτοπ και ετοίμασα το άρθρο που διαβάσατε την Κυριακή για το Δεκαήμερο του Βοκάκιου κι έτσι, κουτσά-στραβά, πέρασε η ώρα. Εκεί στη γωνίτσα, καπως παράμερα από τη μεγάλη αίθουσα του σαλονιού, μπόρεσα να βγάλω και τη μάσκα, δηλαδή να τη φορέσω σκουλαρίκι ή υπογένειο ή έστω ξώμυτη (Κάποιος πρέπει να καταγράψει τους όρους αυτούς). Γενικά, πολλές ώρες η μάσκα δύσκολα αντέχεται, ειδικά αν φοράς και γυαλιά. Θαυμάζω πωλητές και άλλους που αναγκάζονται να τη φοράνε συνεχώς. Φεύγοντας για να πάω στην πύλη, άλλαξα και μάσκα.
Στη Φρανκφούρτη προσγειωθήκαμε με βροχή, και επίσης περπατήσαμε ως το κτίριο. Το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης είναι τεράστιο, και έπρεπε να διανύσω μια μεγάλη απόσταση ως την πύλη της αναχώρησής μου. Όχι μόνο δεν υπήρχαν ούτε εδώ καροτσάκια, αλλά επιπλέον οι κυλιόμενοι διάδρομοι, που έχει τέτοιους πολλούς σ’ αυτό το αεροδρόμιο για να αντέχονται οι μεγάλες αποστάσεις, δεν λειτουργούσαν, ήταν κλειστοί με κορδέλες. Στη Φρανκφούρτη δεν είχα πολλή αναμονή, κι έτσι δεν αναζήτησα το σαλόνι, έτυχε όμως να περάσω από εκεί κοντά -αλλά ήταν κλειστό, διότι αν και ξανάνοιξε το ωράριο ήταν μειωμένο, τώρα έκλεινε στις 4 το απόγευμα, ενώ π.Κ. λειτουργούσε ως τις 10 το βράδυ.
Η πτήση από Φρανκφούρτη προς Αθήνα έγινε με μεγαλύτερο αεροπλάνο, με σειρές των τριών και τριών καθισμάτων. Κι αυτό ήταν εντελώς γεμάτο και, απ’ όσο είδα, οι περισσότεροι φορούσαμε τη μάσκα κανονικά, αν και κάποιοι προτιμούσαν το στιλ υπογένειο. Βέβαια, όταν μοίρασαν σάντουιτς και ποτό αναγκαστικά οι μάσκες έπεσαν, που λέει το κλισέ.
Λίγο πριν από την προσγείωση, μας μοίρασαν ένα έντυπο να συμπληρώσουμε με τα στοιχεία μας, σε ποια θέση καθόμαστε, πού θα μείνουμε στην Ελλάδα, σπίτι ή ξενοδοχείο. Το έντυπο αυτό ήταν φτιαγμένο πριν από τις 15 Ιουνίου και έλεγε για αυτοπεριορισμό 7 ημερών, που δεν ισχύει πια. Στην έξοδο από το αεροπλάνο στεκόταν κάποιος και μάζευε τα έντυπα, αλλά κατά τα άλλα κανείς δεν έλεγξε τίποτα. Το Ελ. Βενιζέλος, μία μετά τα μεσάνυχτα, ήταν άδειο, αλλά πάντοτε είναι άδειο τέτοια ώρα, το ξέρω επειδή σχεδόν πάντα τέτοιες ώρες φτάνω.
Πήρα τις αποσκευές από τον ιμάντα, πήγα στα ταξί όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος πελάτης, πήρα το πρώτο ταξί, πάντοτε φορώντας μάσκα. Ο ταξιτζής δεν φορούσε αλλά δεν ήξερα αν είναι υποχρεωτικό οπότε δεν είπα τίποτα.
Τα περιέγραψα έτσι αναλυτικά για να φανούν οι διαφορές από τ’ αεροπορικά ταξίδια όπως τα είχαμε συνηθίσει προ Κορονοϊού.
Όχι ότι φτάσαμε στο «μετά». Παρόλο που, εδώ στην Ευρώπη, έχουμε την αίσθηση πως η πανδημία έχει τελειώσει, πρόκειται μάλλον για οφθαλμαπάτη. Ο αριθμός των κρουσμάτων εξακολουθεί να αυξάνεται, κι αν για το πρώτο εκατομμύριο κρούσματα χρειάστηκαν μήνες και για το δεύτερο 17 μέρες, για το ένατο εκατομμύριο άρκεσαν μόλις οχτώ μέρες -απλώς τώρα το επίκεντρο είναι σε άλλο ημισφαίριο και δεν το βλέπουμε μπροστά μας.
Μπορεί ψυχολογικά να μην αντέχουμε άλλο τον περιορισμό, και τώρα που χαλαρώσαμε να είναι διπλά δύσκολο να ξαναπεριοριστούμε, αν ο μη γένοιτο χρειαστεί, αλλά δεν έχουμε τελειώσει με αυτή την παλιοϊστορία.
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου