Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)



Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)


Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος νεκρός,μικρογραφία (16ος αιώνας), από τους «Χρησμούς του Λέοντος του Σοφού», βιβλιοθήκη Στοκχόλμης θρυλουμενα (2)
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος νεκρός, μικρογραφία (16ος αιώνας), από τους «Χρησμούς του Λέοντος του Σοφού», βιβλιοθήκη Στοκχόλμης
29/05/2016
τσι καθς στέκονταν  ρθς μπροστ στν Πύλη κι παρτος μς
στ λύπη του
Μακρι το κόσμου πο  ψυχή του γύρευε ν λογαριάσει στ φάρ-
δος Παραδείσου   Κα σκληρς πι κι π᾿ τν πέτρα πο δν τν
εχανε κοιτάξει τρυφερ ποτ – κάποτε τ στραβ δόντια του σπρι-
ζαν παράξενα
Κι πως περνοσε μ τ βλέμμα του λίγο πι πάνω π᾿ τος νθρώ-
πους    κι βγανε π᾿ λους    ναν     πο το χαμογελούσε    τν
ληθινόν    πο  χάρος δν τν πιανε
Πρόσεχε ν προφέρει καθαρ τ λέξη θάλασσα τσι πο ν γυαλί-
σον μέσα της λα τ δελφίνια    Κι  ρημι πολλ πο ν χωρ 
Θεός    κι  κάθε μι σταγόνα σταθερ στν λιο ν᾿ νεβαίνει
Νέος κόμα εχε δε στος μους τν μεγάλων τ χρυσ ν λάμπουν
κα ν φεύγουν    Κα μι νύχτα    θυμται    σ᾿ ρα μεγάλης τρικυ-
μας βόγκηξε  λαιμός του πόντου τόσο πο θολώθη    μ δν στερ-
ξ ν το σταθε
Βαρς  κόσμος ν τν ζήσεις μως γι λίγη περηφάνια τ ξιζε.
II
Θεέ μου κα τώρα τι    Πού χε μ χίλιους ν παλέψει    χώρια μ τ
μοναξιά του    ποιός    ατς πού ξερε μ᾿ να λόγο του ν δώσει λά-
κερης τς γς ν ξεδιψάσει    τί
Πο λα του τά χαν πάρει    Κα τ πέδιλά του τ σταυροδετ κα τ
τρικράνι του τ μυτερ κα τ τοιχίο πο καβαλοσε κάθε πομεσή-
μερο ν κρατάει τ γκέμια νάντια στν καιρ σν ζόρικο κα πηδη-
χτ βαρκάκι
Κα μία φούχτα λουίζα    πο τν εχε τρίψει στ μάγουλα νς κορι-
τσιο    μεσάνυχτα    ν τ φιλήσει (πς κουρναλίζαν τ νερά το
φεγγαριο στ πέτρινα τ σκαλοπάτια τρες γκρεμος πάνω π᾿ τ
θάλασσα…)
Μεσημέρι π νύχτα    Κα μήτ᾿ νας πλάι του    Μονάχα ο λέξεις
του ο πιστς πού σμιγαν λα τους τ χρώματα ν᾿ φήσουν μς στ
χέρι του μι λόγχη π σπρο φς
Κα ντίκρυ    σ᾿ λο τν τειχν τ μάκρος    μυρμηκι ο χυμένες
μς στ γύψο κεφαλς σο παιρνε τ μάτι του
«Μεσημέρι π νύχτα – λ᾿  ζω μία λάμψη!»    φώναξε κι ρμησε
μς στ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσ γραμμ τελεύτητη
Κα μέσως νιωσε    ξεκινημένη π μακριά     στερν χλωμάδα
ν τν κυριεύει.
III
Τώρα    καθς το λιου  φτερωτ λοένα γυρνοσε κα πι γρήγο-
ρα    ο αλς βουτοσαν μέσα στ χειμώνα κι βγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες π᾿ τ γεράνια
Κι ο μικρο δροσερο τρολοι μοια μέδουσες γαλάζιες φταναν κά-
θε φορ κα πι ψηλ στ᾿ σήμια πο τ ψιλοδούλευε  γέρας
γι᾿ λλων καιρών    πι μακρινν    τ εκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας  γκαλι τος να θεριν ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα κα τς μυρσίνης τς ξεριζωμένης τν βυθν
σταλάζοντας ώδιο    τ κλωνάρια
Το φερναν    ν κάτω π᾿ τ πόδια του κουγε    στ μεγάλη κά-
ταβόθρα ν καταποντίζονται    πλρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ρχαα
κα καπνισμένα ξύλα    θε    μ στυλωμένο μάτι ρθς κόμη Θεό-
μήτορες πιτιμούσανε
ναποδογυρισμένα στς χωματερς λόγατα    σωρς τ χτίσματα
μικρ μεγάλα    θρουβαλιασμς κα σκόνης ναμμα μς στν έρα
Πάντοτε μ μι λέξη μς στ δόντια του    σπαστη    κειτάμενος
Ατς
 τελευταος λληνας!
https://thetempestahead.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα μισά απ’ όσα μου έταξες, να είχες κάνει πράξη…

Τα μισά απ’ όσα μου έταξες, να είχες κάνει πράξη… Κική Γιοβανοπούλου 29 Οκτωβρίου 2024 Τα έλεγες ωραία, σου το δίνω! Ήταν στιγμές που ένιωθα...