Η Αγάπη που ζωγράφιζε τα βότσαλα
—I—
Η Αγάπη δεν είχε στον ήλιο μοίρα –όπως κι όλες οι αγάπες που, σχεδόν πάντα, έχουν ήλιο κι άπλετο φως κι ηλιογέρματα και φεγγαράδες ονειρεμένες αλλά, συνήθως, καθόλου μοίρα, όταν αρχίζουν τα τερτίπια των ανέμων και τις χτυπούν οι θύελλες.
Η Αγάπη δεν είχε μήτε αγάπη. Ήταν ένα κορίτσι έφηβο με μεγάλα μάτια, που μάθαινε τον κόσμο και γέμιζε απορίες.
— «Είναι ένα κορίτσι χαζό, που θα σας γεμίσει σκοτούρες και προβλήματα», είχε πει στο δάσκαλο η μάνα της, την πρώτη μέρα που την πήγε στο σχολείο –είχαν περάσει κιόλας εννέα χρόνια.
Στην τάξη, η Αγάπη έσκυβε το κεφάλι και κατάπινε τα γράμματα –κουλουράκια και γραμμούλες, σταυρουλάκια και παύλες που δεν της έλεγαν απολύτως τίποτα– σαν αμάσητο φαγητό και, ως τέτοιο, της έπεφταν βαριά στο στομάχι· κάθε βράδυ, χλωμή και ιδρωμένη, ζητούσε από τη γιαγιά να της φτιάξει φασκόμηλο. Ήταν, άραγε, τόσο θαυματουργό που, με την πρώτη γουλιά, ησύχαζε ο πόνος της και ηρεμούσε η ψυχούλα της ή μήπως ήταν επειδή είχε τόση ανάγκη από ‘κείνη τη μεγάλη, ζεστή αγκαλιά που η γιαγιά άνοιγε και χώραγαν μέσα οι έννοιες, τα δάκρυα κι όλη της η ύπαρξη;
Ό,τι και να ‘ταν, έτσι περνούσαν τα βράδια της· με μισοδαβιασμένα μαθήματα, κακογραμμένα φύλλα τετραδίου, ζεστό φασκόμηλο κι αγκαλιές της γιαγιάς…
Ό,τι και να ‘ταν, έτσι περνούσαν τα βράδια της· με μισοδαβιασμένα μαθήματα, κακογραμμένα φύλλα τετραδίου, ζεστό φασκόμηλο κι αγκαλιές της γιαγιάς…
—II—
Με βράδια περνούσε ο καιρός στο νησί, καθώς οι μέρες ήταν συνήθως ίδιες, σαν ένα μακρύ κορδόνι. (Αν πότε−πότε κάτι άλλαζε, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σαν ένας μικρός, σφιχτός κόμπος σ’ αυτό το κορδόνι.) Και μετά, πάλι ίδιες, μέχρι τον επόμενο κόμπο.
Ίδιες ήταν όσο ο καιρός, θυμωμένος, κρατούσε το μεγάλο καράβι στ’ αγκυροβόλιο, κι οι γυναίκες μετρούσαν με το μάτι –ίσαμε εκεί που έφτανε– τις ψαρόβαρκες, τα καΐκια και τα κύματα· ποιος θα γυρίσει, ποιος θα χαθεί, ποιος κινδυνεύει, ποιος δεν θα ‘ρθεί…
Συνήθως γύριζαν όλοι και το κορδόνι συνέχιζε να μακραίνει.
Συνήθως γύριζαν όλοι και το κορδόνι συνέχιζε να μακραίνει.
Το μεγάλο καράβι ήταν εκείνο που έπαιρνε κι έφερνε τον κόσμο στο νησί. Όχι μόνον ανθρώπους, μα ό,τι ήταν για την Αγάπη εκείνη η μεγάλη, αόριστη έννοια «κόσμος»· πά’ να πει και νερό και φαγητό και ρούχα και προικιά και στολίδια κι αρώματα για τις μεγάλες γυναίκες· και, κυρίως, μπογιές! Μπογιές ξύλινες και κέρινες κι άλλες, σε σωληνάρια, σαν αλοιφή! Χρώματα, πινέλα, χαρτόνια και μπλοκ.
— «Ήτανε που ήτανε αγαθή, θα την απολωλάνεις με τις πασαλειψιές ετούτες», είπε στη μάνα του ο πατέρας της Αγάπης, ψαράς άνθρωπος, με το τραγούδι στο στόμα μα τίποτ’ άλλο εξόν από αυτό.
Η γιαγιά γελούσε, και καμάρωνε την εγγονή της που με τα πινέλα και τα χαρτόνια στα χέρια και τις μπογιές στη μεγάλη τσέπη της μπροστέλας της, παρατούσε σύξυλους συγγενείς και ξένους και τραβούσε στα βράχια. Συχνά γύριζε κλαμένη γιατί ο αέρας τής έπαιρνε τις ζωγραφιές… «πάνε, φύγανε κι αυτές… σαν το θείο το Νικολή…»
—ΙΙΙ—
«Ο θείος ο Νικολής», ο μικραδερφός του πατέρα της, ο χαϊδεμένος της γιαγιάς−Ανθημίτσας· μαράζι και λαχτάρα της, είκοσι χρόνια στα καράβια, ζήτημα να ‘χε πατήσει στο νησί τρεις−τέσσερις φορές όλες κι όλες, όλον ετούτο τον καιρό.
Τη μια, ό,τι είχε γεννήσει η Θεωνιώ –ασαράντιστη ακόμα– κι ήρθε φορτωμένος δώρα για το μωρό· του ‘χανε προφτάσει ότι, καταπώς τα υπολόγιζαν, τη μέρα που θα πατούσε –πρώτα ο Θεός– το πόδι στο νησί, θα λευτερωνόταν η νύφη του.
Τις άλλες, έβρισκε την ανιψιά του όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο όμορφη, όλο και πιο…
Τη μια, ό,τι είχε γεννήσει η Θεωνιώ –ασαράντιστη ακόμα– κι ήρθε φορτωμένος δώρα για το μωρό· του ‘χανε προφτάσει ότι, καταπώς τα υπολόγιζαν, τη μέρα που θα πατούσε –πρώτα ο Θεός– το πόδι στο νησί, θα λευτερωνόταν η νύφη του.
Τις άλλες, έβρισκε την ανιψιά του όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο όμορφη, όλο και πιο…
— «Κουτή! Ένα χαζόπραμα μας έδωσε ο Θεός –Θε μου σχώρα με, μα ψέματα λέω;– που δεν τα παίρνει τα γράμματα…» του ‘λεγε ο αδερφός του φυσώντας και ξεφυσώντας· κι εκείνος γελούσε κι έκανε χάζι τα τσαλίμια και τις ντροπές της μικρής.
— «Εσύ, πότε θα μαζευτείς να φκιάσεις οικογένεια; Τ’ αλάτι έχει ποτίσει πάνω σου, η γυναίκα όχι. Σε βλέπω εγώ…», ρωτούσε μετά ο μεγάλος –ο Παυλής, ο πατέρας της Αγάπης.
Αλλά ο μικρός, ήταν όπου γης και πατρίς –και κάθε λιμάνι και καημός!– και καθόλου δεν τον είχε κατά νου τον γάμο.
— «Εσύ, πότε θα μαζευτείς να φκιάσεις οικογένεια; Τ’ αλάτι έχει ποτίσει πάνω σου, η γυναίκα όχι. Σε βλέπω εγώ…», ρωτούσε μετά ο μεγάλος –ο Παυλής, ο πατέρας της Αγάπης.
Αλλά ο μικρός, ήταν όπου γης και πατρίς –και κάθε λιμάνι και καημός!– και καθόλου δεν τον είχε κατά νου τον γάμο.
—IV—
— «Άιντε! Ετοιμάσου, ξεμυαλισμένη! Θα ‘ρθει ο θειός σου και θα σε βρει, τόσα χρόνια μετά, άνιφτη κι άλουτη, με τις μουτζουριές στη μούρη και στα χέρια σου!»
— «Τώρα, μάνα, τελειώνω! Του ‘χω ετοιμάσει κάτι…», έκανε η Αγάπη κοιτάζοντας αυτό που κρατούσε στο χέρι της και που, με μεγάλη σπουδή, μετέφερε στο αποθηκάκι πίσω κι έξω από το σπίτι.
— «Τώρα, μάνα, τελειώνω! Του ‘χω ετοιμάσει κάτι…», έκανε η Αγάπη κοιτάζοντας αυτό που κρατούσε στο χέρι της και που, με μεγάλη σπουδή, μετέφερε στο αποθηκάκι πίσω κι έξω από το σπίτι.
Ω, τι χαρά ήταν κι αυτή! Όλο το νησί μαζεύτηκε για τον ερχομό του Νικολή, όπως μαζεύονταν όποτε έρχονταν ξενιτεμένοι, θαλασσινοί τριγυριστάδες. Ήταν τέλη του Μάη –τι μέρα ακριβώς; Πάντως, μετά τ’ Αγίου Κωνσταντίνου– και η άλλοτε φτωχική χλωρίδα είχε, θαρρείς, επαναστατήσει, προκειμένου να ‘ναι ο τόπος ντυμένος στα καλά του για τον ερχομό του λεβεντόπαιδου της Ανθημίτσας! Στρώματα οι μαργαρίτες, παπλώματα παχιά οι παπαρούνες και παραπέρα λαδανιές, αγριαψιθιές και σπαλάχτρια· φρουροί των βράχων που κρύβονταν πίσω τους.
Η Αγάπη ένιωσε μια σκουντιά γερή στο μπράτσο της και τον πόνο μιας ξεγυρισμένης τσιμπιάς στον μηρό· «Εκεί, μωρή! Πού κοιτάς;» κι αμέσως κοκκίνισε σαν τις παπαρούνες που ‘βλεπαν τα μάτια της που τώρα τα χαμήλωσε. Πού κοιτούσε ή, μάλλον, ποιον κοιτούσε; Τον Στεφανή του κυρ–Νικήτα, που ‘χε γίνει κοτζάμ παλληκαράκι και τον στεφάνωναν ο ήλιος κι οι χρυσές ακίδες των λουλουδιών του πρώιμου καλοκαιριού.
Σήκωσε ξανά τα μάτια κι αντίκρισε το θείο της τον Νικολή! Πλάι του ο πατέρας της κι η μάνα της και στην αγκαλιά του μέσα η γιαγιά! Πότε είχαν γίνει όλα αυτά; Πότε ήρθε; Πόση ώρα είχε περάσει;
Σήκωσε ξανά τα μάτια κι αντίκρισε το θείο της τον Νικολή! Πλάι του ο πατέρας της κι η μάνα της και στην αγκαλιά του μέσα η γιαγιά! Πότε είχαν γίνει όλα αυτά; Πότε ήρθε; Πόση ώρα είχε περάσει;
— «Τι κοπελάρα είσαι ‘συ; Σ’ άφησα μια σταλιά και σε βρίσκω κοτζάμ γυναίκα, ε ρε…» κι ο Νικολής, κρατώντας ακόμη τη μάνα του απ’ τη μια του αγκαλιά, άνοιξε την άλλη κι έκλεισε σφιχτά μέσα την Αγάπη. «Για να σε δω, μικρή!» και με το δάχτυλό του άγγιξε το πηγούνι της, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει στα μάτια.
Κρακ, κρακ! Κάτι έσπασε στο σφίξιμό της, κάτι σαν φτερουγάκι νεοσσού στην καρδούλα της. Τριγύρω κόσμος και φωνές κι «ο θείος ο Νικολής» με μυρωδιά καραβίσια και σερνική να τη βαστά στην ιδρωμένη μισή αγκαλιά του και να την κοιτά όχι μέσα στα μάτια της μα, πίσω απ’ αυτά. Έκανε δυο βήματα παραπέρα κι ελευθερώθηκε.
— «Τι έγινε, μικρή; Τρόμαξες; Τόσο πολύ γέρασε ο θείος;» κι άρχισε να γελά δυνατά, παρασέρνοντας και τους άλλους, τους κοντινούς του που, με τη σειρά τους, παρέσυραν και τους πιο πέρα, κι εκείνοι τους πιο πίσω κι αυτοί τους πιο μακρινούς –και τώρα όλο το νησί, ακόμη κι ο Στεφανής, γελούσε με τα καμώματα της Αγάπης.
Στο κορδόνι της ζωής του νησιού, τυλίχτηκε όμορφος, γερός, άλλος ένας κόμπος.
—V—
Φούντωσε το γλέντι για τον ερχομό του Νικολή. Στρωμένα τα τραπέζια, ακόμη φορτωμένα με φαγητά κι εδέσματα και πίτες και πλούσιες σαλάτες που οι γυναίκες δεν βαριούνταν να κόβουν και να μπουσκουρντίζουν με μυρωδάτη ρίγανη, ενώ τα ποτήρια δεν άδειαζαν, θαρρούσε κανείς, από κρασί.
Σηκώθηκε κι η Αγάπη και χόρεψε και, σα να την έβλεπαν για πρώτη φορά, θαύμασαν τη σπαθάτη κορμοστασιά της –πού ήταν τόσον καιρό κρυμμένη τέτοια ομορφιά; αναρωτήθηκε ο Στεφανής κι αναρρίγησε η νιότη του συγκλονισμένη.
Σηκώθηκε κι η Αγάπη και χόρεψε και, σα να την έβλεπαν για πρώτη φορά, θαύμασαν τη σπαθάτη κορμοστασιά της –πού ήταν τόσον καιρό κρυμμένη τέτοια ομορφιά; αναρωτήθηκε ο Στεφανής κι αναρρίγησε η νιότη του συγκλονισμένη.
Σκοτεινό σα μαύρο, λιωμένο μολύβι το βλέμμα του Νικολή, βαρύ απ’ το κρασί και… Άτιμο πράγμα η γυναίκα, συλλογιζόταν. Από ‘κείνη τη στιγμή δεν έπαψε να συλλογίζεται, ακόμη κι όταν έπεσε σιγά−σιγά το πρώτο μαβί της εσπέρας· ακόμη κι όταν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, άρχισαν να μαζεύονται τα τραπέζια κι οι νοικοκυραίοι να γυρίζουν στα σπίτια τους.
Η Ανθημίτσα κοίταζε με λατρεία το στερνοπούλι της, μα κάτι έσφιγγε τα μέσα της.
—VI—
«Καλό κι ευλογημένο!», σταυροκοπήθηκε σκιαγμένη απ’ τ’ όνειρό της η Θεωνιώ κι άνοιξε το παράθυρο να τη χτυπήσει το λιόβγαλμα. Θα ‘χε πάει εφτά που σηκώθηκε κι ο Παυλής.
Οι γυναίκες έπλεναν πιατοπότηρα και μαχαιροπίρουνα –ό,τι είχε απομείνει από τα ψες που, μετά τόσα σούρτα−φέρτα στην κουζίνα αλλά και τόσο χορό, δεν τις βαστούσαν τα πόδια τους να τ’ αποτελειώσουν– κι ο Παυλής έστριψε τσιγάρο. Πριν προφτάσει να τ’ ανάψει, η Ανθημίτσα του ‘βαλε μπροστά του το φλιτζάνι του μ’ αχνιστό καφέ κι η Θεωνιώ έφερε σε λίγο και τα δικά τους, μαζί με παξιμαδάκια από γλυκάνισο.
Οι γυναίκες έπλεναν πιατοπότηρα και μαχαιροπίρουνα –ό,τι είχε απομείνει από τα ψες που, μετά τόσα σούρτα−φέρτα στην κουζίνα αλλά και τόσο χορό, δεν τις βαστούσαν τα πόδια τους να τ’ αποτελειώσουν– κι ο Παυλής έστριψε τσιγάρο. Πριν προφτάσει να τ’ ανάψει, η Ανθημίτσα του ‘βαλε μπροστά του το φλιτζάνι του μ’ αχνιστό καφέ κι η Θεωνιώ έφερε σε λίγο και τα δικά τους, μαζί με παξιμαδάκια από γλυκάνισο.
Να σου σε λίγο κι ο Νικολής, φρέσκος και ζωηρός, στο φτερό η μάνα να του ψήσει κι εκείνου καφέ. Δυο μέρες μοναχά θα τον έβλεπε· δεν τον βαστούσε η στεριά κι ακόμη κι αυτούς τους τρεις μήνες που ‘χε μπροστά του θα γύριζε τη Μεσόγειο με ιδιωτικό σκάφος σε θέση απαιτήσεων –γερή κονόμα, τρελά λεφτά, υψηλές γνωριμίες και πολλά τυχερά!– «Η μικρή;» ρώτησε σχεδόν αδιάφορα και, λες και το ζευγάρι ήταν συνεννοημένο, άρχισαν να τον βομβαρδίζουν με τα κατορθώματα της ανιψιάς του που, όπως όλα έδειχναν, δεν κουμαντάριζε και πολύ μυαλό στο κεφάλι της.
— «Ζωγραφίζει όμορφα… Είναι ευαίσθητη μα και μοναχική…», είπε η γιαγιά σα να μην τους είχε ακούσει να στολίζουν την εγγόνα της. Βαθιά σιωπή έπεσε στην κουζίνα, ο Παυλής από σέβας προς τη μάνα του, η Θεωνιώ από ντροπή για την κόρη της.
— «Καλημέρα!», φώτισε άξαφνα το σπίτι. Νόμιζαν πως ήταν ο ήλιος κι η Θεωνιώ έγειρε το παντζούρι. «Θείο, κάτι σου ‘χω φτιάξει! Θα ‘ρθεις να στο δώσω;» και, να ‘το πάλι, το φως. Η Ανθημίτσα πήρε το τρυφερό χέρι και το ‘σφιξε μες στο δικό της. Ποιος ξέρει…
Η Αγάπη εξαφανίστηκε προς τ’ αποθηκάκι.
Ο Νικολής τεντώθηκε και βγήκε έξω να την περιμένει.
Η Αγάπη εξαφανίστηκε προς τ’ αποθηκάκι.
Ο Νικολής τεντώθηκε και βγήκε έξω να την περιμένει.
— «Καλά, σχολειό δεν πας εσύ;» τη ρώτησε καθώς ξεμάκραιναν.
— «Μπα! Μόνο Δημοτικό έχουμε και μια που δεν τα παίρνω κιόλας τα γράμματα, πού να ξεσπιτωνόμαστε γι’ απέναντι; Αλλά μην ακούς, θείο, που λένε. Εμένα μ’ αρέσει να διαβάζω· για τα ξένα μέρη, να, σαν εκεί που πας εσύ με τα καράβια· και μ’ αρέσει και να τα ζωγραφίζω. Όχι ίδια, μα όπως τα φτιάχνω μέσα στο μυαλό μου. Κι ακόμη πιο πολύ μ’ αρέσει να ζωγραφίζω γλάρους και κύματα! Εκεί, πέρα στα βράχια. Μαζεύω βότσαλα απ’ την παραλία κι έπειτα ανεβαίνω ψηλά, μιλάω στη θάλασσα και τα ζωγραφίζω…»
Ο Νικολής γέλασε δυνατά –μπας και την κορόιδευε; Μπας και δεν έπρεπε να του μιλήσει; Αλλά και σε ποιον να τα πει;
— «Μπα! Μόνο Δημοτικό έχουμε και μια που δεν τα παίρνω κιόλας τα γράμματα, πού να ξεσπιτωνόμαστε γι’ απέναντι; Αλλά μην ακούς, θείο, που λένε. Εμένα μ’ αρέσει να διαβάζω· για τα ξένα μέρη, να, σαν εκεί που πας εσύ με τα καράβια· και μ’ αρέσει και να τα ζωγραφίζω. Όχι ίδια, μα όπως τα φτιάχνω μέσα στο μυαλό μου. Κι ακόμη πιο πολύ μ’ αρέσει να ζωγραφίζω γλάρους και κύματα! Εκεί, πέρα στα βράχια. Μαζεύω βότσαλα απ’ την παραλία κι έπειτα ανεβαίνω ψηλά, μιλάω στη θάλασσα και τα ζωγραφίζω…»
Ο Νικολής γέλασε δυνατά –μπας και την κορόιδευε; Μπας και δεν έπρεπε να του μιλήσει; Αλλά και σε ποιον να τα πει;
Μετά, καθώς ανηφόριζαν –η Αγάπη, ακόμη κρατούσε στη χούφτα της το μεγάλο βότσαλο με το βαπόρι «Αγάπη», τους γλάρους και τα κύματα που ‘χε ζωγραφίσει να του το χαρίσει– κι εκείνος της μιλούσε για τα ταξίδια του, τους ανθρώπους που ‘χαν άλλο χρώμα δέρμα, τις παράξενες φορεσιές που ντύνονταν σε κάτι τόπους μακρινούς, τις γυναίκες που γνώριζε στα λιμάνια και τους πόθους που του άναβαν τα κρεβάτια τους.
Η Αγάπη κοκκίνισε, ντράπηκε. Τι πράγματα ήταν αυτά; Τι της έλεγε τώρα; Εκείνη τον πήγαινε στη φωλιά της, στα βράχια της και… Να, δεν είναι που δεν ήθελε να τον ακούσειॱ πώς δεν ήθελε! Τόσον καιρό, μήνες και Πρωτοχρονιές περνούσαν στο νησί κι εκείνη πρόσμενε πως κάποια στιγμή θα ‘ρχόταν. Φύλαγε τις λέξεις και τις σκέψεις της σ’ ένα κουτάκι του μυαλού της, να τ’ άνοιγε να τα μοιραστεί μαζί του, που ‘ταν άνθρωπος κοσμογυρισμένος και που ίσως –ποιος ξέρει;– μπορεί και να τη λυπόταν και να την έπαιρνε μαζί του, να τη δείχνει με καμάρι –«Να, η ανιψιά μου!»– κι όχι με ντροπή σαν όλους. Κι η γιαγιά; Δεν θα πληγωνόταν, τότε, η γιαγιά; Ε, θα του ‘λεγε να πάρουν και τη γιαγιά μαζί! Στο κάτω κάτω, μάνα του ήταν!
Όλα αυτά γύριζαν στο κεφάλι της όσο τα πόδια της πήγαιναν σαν από μόνα τους κατά τα βράχια κι εκείνος, πλάι της, ακολουθούσε, κοιτάζοντάς τη μ’ εκείνο το σκοτεινό, σα λιωμένο μολύβι, βλέμμα.
Άκουσε την ανάσα του βαριά και λαχανιασμένη.
— «Έλα, θείο, κάτσε! Φτάσαμε! Κουράστηκες, ε;» και γύρισε το κεφάλι της.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του· για ένα δευτερόλεπτο –μόνο τόσο– νόμιζε πως εκείνος είχε διαβάσει τη σκέψη της και πως το επόμενο κιόλας, θα της έλεγε πως ναι, θα την έπαιρνε μαζί του.
Όμως όσο την έσφιγγε, το κεφάλι του βυθιζόταν στα στήθη της, σαν πεινασμένο θεριό πάνω στη λεία του που σπαρταρούσε. Τα χέρια του ζουλούσαν με δύναμη τη σάρκα της, κατέβηκαν χαμηλά, ίδια η μανία, ίσως και μεγαλύτερη…
Τώρα, τα δάχτυλά του ήρθαν μπροστά, τράβηξαν με δύναμη το φουστανάκι της –το ωραίο, άσπρο φουστανάκι της, το φρεσκοπλυμένο και με προσοχή σιδερωμένο– και τα κουμπάκια που σφάλιζαν την άνοιξη του κορμιού της, έπεσαν και σκόρπισαν στα βράχια.
Όμως όσο την έσφιγγε, το κεφάλι του βυθιζόταν στα στήθη της, σαν πεινασμένο θεριό πάνω στη λεία του που σπαρταρούσε. Τα χέρια του ζουλούσαν με δύναμη τη σάρκα της, κατέβηκαν χαμηλά, ίδια η μανία, ίσως και μεγαλύτερη…
Τώρα, τα δάχτυλά του ήρθαν μπροστά, τράβηξαν με δύναμη το φουστανάκι της –το ωραίο, άσπρο φουστανάκι της, το φρεσκοπλυμένο και με προσοχή σιδερωμένο– και τα κουμπάκια που σφάλιζαν την άνοιξη του κορμιού της, έπεσαν και σκόρπισαν στα βράχια.
— «Μη, θείο! Μη!»
Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει ο Νικολής, όμως το ένστικτό της τής έλεγε πως ήταν κάτι κακό, κάτι που θα έφερνε φουρτούνες και βάσανα, κάτι που θα κουβαλούσε στο μυαλό της χειρότερα κι από εφιάλτη.
Κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι της, «μη, θείο! Μη!» κι εκείνος την έριξε με δύναμη κάτω. Αχ, τι πόνος ήταν αυτός; Πώς δεν χτύπησε το κεφάλι της στα βράχια, έτσι όπως την είχε φέρει στην άκρη του μονοπατιού; Αχ, πάει το φουστανάκι της! Κουρέλι έγινε…
Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει ο Νικολής, όμως το ένστικτό της τής έλεγε πως ήταν κάτι κακό, κάτι που θα έφερνε φουρτούνες και βάσανα, κάτι που θα κουβαλούσε στο μυαλό της χειρότερα κι από εφιάλτη.
Κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι της, «μη, θείο! Μη!» κι εκείνος την έριξε με δύναμη κάτω. Αχ, τι πόνος ήταν αυτός; Πώς δεν χτύπησε το κεφάλι της στα βράχια, έτσι όπως την είχε φέρει στην άκρη του μονοπατιού; Αχ, πάει το φουστανάκι της! Κουρέλι έγινε…
Άνοιξε τα χέρια της, προσπαθώντας να γατζωθεί στη γη από τις σουβλερές μύτες των βράχων, σαν τις καπαριές που φύονταν πιο πέραॱ γλίστρησε από τη χούφτα της το μεγάλο βότσαλο με το βαπόρι «Αγάπη», πέταξαν οι γλάροι… Κι άλλος πόνος, πιο δυνατός· αυτός κι αν ήταν πόνος! Κι ήταν από ‘κει κάτω, από «αυτό» που η μάνα της την ορμήνευε από μικρή «να το φυλάξει για τον άντρα της»! Τι να φυλάξει; Πώς να το φυλάξει; Αυτό, δεν της το ‘χε εξηγήσει. «Α, μα καημένη! Ντιπ χαζή είσαι» της έλεγε, όποτε τη ρωτούσε.
Γύρισε και τον κοίταξε… εκείνον, που ήταν μέχρι τα πριν ο θείος της ο αγαπημένος, «ο θείος ο Νικολής»· που τον είχε γνωρίσει κάτι λίγο παραπάνω από άγνωστο τις σπάνιες δύο−τρεις φορές που ξαπόσταινε από τα ταξίδια του στο νησί και τον είχε πιστέψει για τον πιο δικό της άνθρωπο μετά τη γιαγιά, μέσα απ’ τα γράμματα και τις καρτ−ποστάλ που τους έστελνε απ’ τα λιμάνια του κόσμου.
Αντίκρισε το σκοτεινό, σα λιωμένο μολύβι, βλέμμα του.
— «Έτσι και κάνεις να πεις τίποτα, να, από ‘δω πέρα θα σε πετάξω! Παλιοβρώμα! Πουτανάκι!»
Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σ’ ένα σκοτάδι σαν το βλέμμα του.
— «Έτσι και κάνεις να πεις τίποτα, να, από ‘δω πέρα θα σε πετάξω! Παλιοβρώμα! Πουτανάκι!»
Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σ’ ένα σκοτάδι σαν το βλέμμα του.
—VII—
— «Πού τόνε ξεσήκωσε και τονε πή’ε τον άνθρωπο, το ξεμυαλισμένο;» έσφιγγε και ξέσφιγγε την πετσέτα στα χέρια της η Θεωνιώ. Είχε πέσει το σούρουπο, είχαν αρχίσει οι περαντζάδες· ο Παυλής στο καφενείο, η Ανθημίτσα με το πλεκτό της στο σκαλάκι, κι η Αγάπη με τον Νικολή, άφαντοι!
T’ άξαφνο «Αχ!» της γιαγιάς, το κουβάρι που κύλησε, η πετσέτα που έμεινε μετέωρη στο ‘να χέρι της μάνας, οι γειτόνισσες που στάθηκαν στο καλντερίμι με γουρλωμένα μάτια και κοίταζαν μ’ αποστροφή την κουρελιασμένη Αγάπη, με τα χώματα, τα ξεραμένα αίματα και τα σκασμένα χείλη. «Έπεσα στα βράχια, μάνα…» και σωριάστηκε στις πλάκες.
— «Αντωνάκη, σύρε να φωνάξεις τον πατέρα της», προέτρεψε μια από τις γυναίκες της γαλαρίας ένα δεκάχρονο αγόρι που πάσχιζε να δει περισσότερα απ’ όσα του επέτρεπαν εκείνες −αλήθεια, πότε πρόλαβαν κι έγιναν τόσες;
Κερί το πρόσωπο της Ανθημίτσας που, ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι στο στέρνο της.
Φωτιά της Θεωνιώς, που μόλις έβαλε την Αγάπη μέσα στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα, την άρχισε στα χαστούκια.
Φωτιά της Θεωνιώς, που μόλις έβαλε την Αγάπη μέσα στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα, την άρχισε στα χαστούκια.
— «Λέγε, μωρή! Πού πήγες και ξεσκίστηκες έτσι;» κι ούτε ένα ποτήρι νερό, ούτε ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπο και στ’ άσπρα χείλη του κοριτσιού. «Λέγε, μωρή αλλοπαρμένη! Κι εσύ…» σήκωσε το δάχτυλο στην πεθερά της «Εσύ να τα βλέπεις αυτά, που της ξεσηκώνεις το κεφάλι με τις πασαλειψιές και την κακομαθαίνεις με τα χαϊδολογήματα, γριά γυναίκα! Κοίτα την κατάντια της!»
Νά σου κι οι άντρες, μπρος ο Παυλής φουντωμένος, ξοπίσω ο Νικολής ταλαιπωρημένος αλλά, ποιος τον πρόσεξε, εξόν από τη μάνα του.
—«Πού ήσουνα ‘συ;», με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
—«Πού ήσουνα ‘συ;», με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
— «Τι έπαθε αυτή;», έριξε τη ματιά του περιφρονητική και μ’ αηδία στην κουβαριασμένη Αγάπη, ο πατέρας.
— «Πή’ε κι εγκρεμοτσακίστηκε από τα βράχια!»
— «Έτσι, ε;» ο Νικολής. «Μια χαρά ήταν που την άφησα και κατηφόρισα να βρω τον Παυλή. Πώς…;»
— «Και μέχρι να τόνε βρεις, πού ήσουνα;», η μάνα του με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
— «Είχα πάει ίσαμε τον Προφήτ’ Ηλία, κατηφόρισα από τα πίσω, βούτηξα στη θάλασσα. Δυο μέρες όλες κι όλες ήρθα, να μη χαρώ τον τόπο μου; Ποιος ξέρει πότε θα με ξαναδείτε, πάλι!» και τράβηξε το βλέμμα του που δεν άντεχε ν’ αντικρίζει εκείνο, της μάνας του, με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
Ούτε που γύρισε να κοιτάξει την Αγάπη, παρά μόνο σαν άκουσε την ξεψυχισμένη φωνή της «λίγο νερό…», της έριξε τη ματιά του μαχαιριά κι απειλή.
— «Πή’ε κι εγκρεμοτσακίστηκε από τα βράχια!»
— «Έτσι, ε;» ο Νικολής. «Μια χαρά ήταν που την άφησα και κατηφόρισα να βρω τον Παυλή. Πώς…;»
— «Και μέχρι να τόνε βρεις, πού ήσουνα;», η μάνα του με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
— «Είχα πάει ίσαμε τον Προφήτ’ Ηλία, κατηφόρισα από τα πίσω, βούτηξα στη θάλασσα. Δυο μέρες όλες κι όλες ήρθα, να μη χαρώ τον τόπο μου; Ποιος ξέρει πότε θα με ξαναδείτε, πάλι!» και τράβηξε το βλέμμα του που δεν άντεχε ν’ αντικρίζει εκείνο, της μάνας του, με τα μάτια καρφιά καταπάνω του.
Ούτε που γύρισε να κοιτάξει την Αγάπη, παρά μόνο σαν άκουσε την ξεψυχισμένη φωνή της «λίγο νερό…», της έριξε τη ματιά του μαχαιριά κι απειλή.
Στην αγκαλιά της γιαγιάς, με τη στοργή και τις κομπρέσες της, βρήκε η Αγάπη λίγη γαλήνη −γαλήνη που την έκοβαν στοιχειά με ματωμένα χέρια, γλάροι με τσακισμένες φτερούγες και κομμένα κεφάλια, κι ένα βαπόρι που βυθιζόταν καθώς το κατάπιναν τα κύματα κι η αντάρα· κι ενώ την κατάπινε κι εκείνη η άλλη αντάρα, του μυαλού της, στην πλώρη του που χανόταν σιγά−σιγά είδε πως έγραφε «Αγάπη».
Ήταν εφιάλτης ή τ’ άκουγε στ’ αλήθεια; «Σου λέω, μου κουνήθηκε», «Θόλωσα», «Θα το ξεχάσει, έτσι κι αλλιώς το χάραμα φεύγω» και… «Την κατάρα μου!»
—VIII—
Παραβάρυνε το κορδόνι. Πολλοί οι κόμποι του μαζεμένοι.
Ο ερχομός και το φευγιό του Νικολή −«καημένη Ανθημίτσα, με τα καμώματα της ζαβής, δεν πρόλαβε να το χαρεί το παλληκάρι της!», τα πηγαδάκια− το ατύχημα της Αγάπης που ‘φερε φουρτούνες στο σπιτικό της και τον γιατρό στο νησί, «κυρ−γιατρέ μου, μη μιλήσεις! Θα με σφάξουν!», μέσα στον πυρετό, τ’ αναφιλητά της, κι εκείνη την αντάρα που ‘χε σταθεί πηχτή στο νου της κι όπου κοίταζε νόμιζε πως έβλεπε το βλέμμα του Νικολή· σκοτεινό, σα λιωμένο μολύβι…
Σαν μποράσκο* έπεσε στο σπιτικό τους η γνωμάτευση του γιατρού για το βιασμό. Τι ‘ταν ετούτη η συμφορά;
— «Λέγε, μωρή, σε ποιον πήγες και ξαπλώθηκες;», να πέφτουν βροχή τα χαστούκια με το που έφυγε ο γιατρός· και, «Ήταν που σου ΄λεγα να το φυλάξεις για τον άντρα σου! Κι εσύ πή’ες κι εχαλάστηκες, ού να μου χαθείς!»
— «Λέγε, μωρή, σε ποιον πήγες και ξαπλώθηκες;», να πέφτουν βροχή τα χαστούκια με το που έφυγε ο γιατρός· και, «Ήταν που σου ΄λεγα να το φυλάξεις για τον άντρα σου! Κι εσύ πή’ες κι εχαλάστηκες, ού να μου χαθείς!»
Ίσα που ακούστηκε ο γδούπος −η γιαγιά κατέρρευσε και σωριάστηκε απ’ την καρέκλα. Πρόλαβαν τον γιατρό και τον γύρισαν πίσω για να πιστοποιήσει αυτό που δεν χρειαζόταν μήτε χαρτιά μήτε πτυχία για να ερμηνευτεί.
Όλο το νησί, όλοι εκείνοι που, τρεις μέρες πριν, έτρωγαν κι έπιναν και χόρευαν και γλεντούσαν, είχαν μαυροφορεθεί για ν’ αποχαιρετίσουν την Ανθημίτσα. Όλοι, εκτός από την Αγάπη «που ‘φερε, η γρουσούζα, τη συμφορά» −ούτε λόγος για το βιασμό, παραέξω.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι −τώρα ήταν η ώρα η σωστή, τώρα που όλοι ήταν μαζεμένοι στο κοιμητήρι και μάτι δεν θα την έβλεπε.
Το κορμί της πονούσε, η ψυχή της πιο πολύ, μα έκανε κουράγιο κι έφτασε στα βράχια. Ήταν αυτό, το ξεραμένο της αίμα;
Κι εκείνο παραπέρα το πραγματάκι που γυάλιζε, σφηνωμένο στην πέτρα; Ένα κουμπάκι απ’ το λευκό το φουστανάκι της.
Κι ετούτο, το μεγάλο βότσαλο με τα κύματα και το μεγάλο βαπόρι…
…Που το έλεγαν «Αγάπη» μα, όχι, η θέση του δεν ήταν σωστή γιατί το καράβι είχε βουλιάξει· το ‘χε καταπιεί μαύρο, λιωμένο μολύβι. Μόνο οι γλάροι ήταν σωστοί πάνω στο βότσαλο που κρατούσε στο χέρι της.
Κι εκείνο παραπέρα το πραγματάκι που γυάλιζε, σφηνωμένο στην πέτρα; Ένα κουμπάκι απ’ το λευκό το φουστανάκι της.
Κι ετούτο, το μεγάλο βότσαλο με τα κύματα και το μεγάλο βαπόρι…
…Που το έλεγαν «Αγάπη» μα, όχι, η θέση του δεν ήταν σωστή γιατί το καράβι είχε βουλιάξει· το ‘χε καταπιεί μαύρο, λιωμένο μολύβι. Μόνο οι γλάροι ήταν σωστοί πάνω στο βότσαλο που κρατούσε στο χέρι της.
Πέταξε μαζί τους.
* Μποράσκο (borasco)= Καταιγίδα ή πολύ βίαιος άνεμος −ειδικά πάνω από τη Μεσόγειο.
• Πρώτη δημοσίευση: 7 Φεβρουαρίου 2013 στο (τότε) ιστολόγιό μου: «Ιστορίες της Μέρας και της Νύχτας»
• Δεύτερη δημοσίευση: 21 Μαρτίου 2015 στο (τότε) ιστολόγιό μου: «Roula the Cat • C’est la Vie!»
• Πρώτη δημοσίευση: 7 Φεβρουαρίου 2013 στο (τότε) ιστολόγιό μου: «Ιστορίες της Μέρας και της Νύχτας»
• Δεύτερη δημοσίευση: 21 Μαρτίου 2015 στο (τότε) ιστολόγιό μου: «Roula the Cat • C’est la Vie!»
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις, είναι εντελώς συμπτωματική.
https://molyvikaixarti.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου