Αντιγόνη Ηλιάδη, Οι παγίδες των μελισσών
Όταν ο ήλιος σηκώνεται το πρωί, ξεκινάει μια καινούργια μέρα στη Συκιά. Σηκωνόμαστε με τις πρώτες ακτίνες. Η δουλειά το καλοκαίρι είναι δύσκολη, η Δωροθέα φτιάχνει τον ελληνικό και πίνουμε. Μια υγειά την έχουμε, εδώ στο χωριό, ευτυχώς, καθαρό αέρα και τα χόρτα. Έρχονται και κάθε χρόνο φρέσκα ζώα στο κρεοπωλείο του κυρ-Ανέστη και τρώμε καλά. Ευτυχώς, οι παππούδες μας δυσκολεύτηκαν, αλλά εμείς είμαστε καλύτερα. Κόψαμε τα τσιγάρα, γιατί έχουν ακριβύνει και κάνουν κακό και στο στομάχι και στην καρδιά. Πίνουμε σκέτο τον καφέ, μερακλίδικο. Μετά την παίρνω και πάμε στην καντίνα με το αμάξι.
Η Καντίνα του Λευτέρη, άλλη καλύτερη δεν θα βρεις στην πιάτσα. Έχουμε πιάσει το καλύτερο σημείο στη Σιθωνία. Εντάξει, έχει πολλά καλά σημεία, αλλά σαν αυτό δεν έχει. Η Καντίνα μας είναι η καλύτερη. Λουκάνικο, ψωμί και φρεσκοψημένες πατάτες να γεμίσουν το στομάχι. Και μία θέα, άλλο πράμα να σου λέω, άλλο να τη βλέπεις. Κόβω και τα δέντρα κάθε χρόνο. Περιποιούμαι το μέρος για να έρχεται ο κόσμος. Ο κόσμος δεν είναι χαζός. Ξέρει πού πάει. Θα έρθει στον Λευτέρη, γιατί έχουμε την καλύτερη θέα και γεμίζουμε και το στομάχι. Έρχονται, κάθονται εδώ, κάνουν ένα διάλειμμα και φεύγουν. Μιλάμε, λέμε και καμιά κουβέντα, παίζω και τα λαϊκά μου και περνάει η ώρα. Μετά το μπάνιο και την αλμύρα, νερά και κοκα-κόλες, μπίρες και αναψυκτικά είναι ό,τι πρέπει.
Από φέτος, σερβίρουμε και γιαούρτι με μέλι, τρελαίνονται οι ξένοι που έρχονται εδώ. Έχει γίνει στη μόδα, τους πουλάμε το γιαούρτι δυόμισι ευρώ και το αγοράζουν. Εντάξει, ηλίθιοι, αλλά τους φτιάχνουμε κι εμείς. Ό,τι θέλουν, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Ντόπιο προϊόν. Και σε κρατάει, γιατί το γιαούρτι είναι δροσιά. Ό,τι πρέπει για τον καύσωνα, σε αναστηλώνει. Ζωή είναι το γιαούρτι. Οι ξένοι βρίσκουν όλο νέες μόδες, τώρα είναι το γιαούρτι, φρόζεν γιόγκουρτ. Πέρυσι ήταν η λεμονάδα, τη χρεώναμε καλά και είχε πέραση. Πρόπερσι ήταν κάτι άλλο. Αλλάζουν οι μόδες κι εμείς κάνουμε καρτέρι να δούμε τι θα μας ξημερώσει. Αν σερβίρεις ποιότητα, δεν σε ξεχνάνε και ξανάρχονται κάθε καλοκαίρι. Δεν θα την κρύψω την αλήθεια μου. Θα την πω.
Δεν ήρθε ο Σταύρος τις προάλλες και μου τα έλεγε: Τους πήραν στην αρχή το μαγαζί, είχαν ένα καφενείο άραζαν εκεί πέντε άνθρωποι να πούνε τις κουβέντες τους. Αυξήσανε τον ΦΠΑ και συνεχίζουν. Μετά τους πήραν το χωράφι που είχαν στη Συκιά πάνω, το πουλήσανε για να βγάλουν κανένα φράγκο, έχουν και τρία παιδιά να θρέψουν, ο Θεός τους τα έστειλε, να είναι ευλογημένοι. Μετά θα τους πάρουν το σπίτι; Τι ακολουθεί; Στον δρόμο θα μας στείλουν, στον δρόμο, οι σκατάδες. Εκτελούνται γερμανικές εντολές από τις κουφάλες εκεί πάνω στα βόρια. Να μας θάψουν θέλουν. Να μας κατασπαράξουν σαν τα ζώα. Να μας τα πάρουν όλα, μας παίρνουν τη γη, τις δουλειές, τι άλλο δεν ξέρω. Αλλά αν έχεις μυαλό, το βρίσκεις. Δεν είναι δα και δύσκολο. Θα τους πάρουμε τα λεφτά και θα γελάσουμε τελευταίοι. Φρόζεν γιόγκουρτ θέλετε; Φρόζεν γιόγκουρτ θα έχετε, ορίστε. Περιποιημένο και φτιαγμένο με μέλι από τις μέλισσες εδώ τις ντόπιες, ορίτζιναλ. Αρέσει και στον γιο.
Ο γιος μου, καλό παλληκάρι, τώρα θα κλείσει τα δεκαεφτά. Τον στέλνουμε να βγάζει μεροκάματα, για να έχει κι αυτός κάτι στην άκρη να κάνει το κουμάντο του. Δουλεύει στις οικοδομές που κτίζουν αυτοί οι Γιουγκοσλάβοι στο χωριό, στη Σάρτη. Φτιάχνουν κάτι σπιταρώνες, βίλες με πισίνες, να τυφλωθεί το μάτι σου. Ο γιος προκομμένος χτίζει και δέρνει εκεί μέσα. Θα τους βάλει όλους τα γυαλιά με το κουράγιο του. Δεν είναι και κανένας μισθός να καίγεσαι, αλλά εντάξει, βάζει και κάτι στην άκρη. Δεν έχουμε παράπονο, το παλληκάρι μας είναι μια χαρά. Θα πάει και φαντάρος του χρόνου, είμαστε περήφανοι. Δεν ξέρω πού θα τον στείλουν, ρώτησα τον Κωστάκη αν μπορεί να κάνει κάτι, θα δούμε. Το παιδί να μην πάει μακριά και ταλαιπώρια μωρέ. Να τον φέρουν εδώ κοντά να υπηρετήσει. Ο τόπος του είναι εδώ. Εδώ μεγάλωσε, εδώ να είναι. Η μάνα του θα κλάψει αν φύγει.
Ο Στρατής μας. Αχ, έγινε ολόκληρος άνδρας, ένα μπόι. Ίδιος με μένα, συνέχεια μου το λένε. Ωραίο παιδί, ψηλό, να δούμε ποια θα παντρευτεί. Μην μας φέρει καμιά ξεβράκωτη τουρίστρια. Του τα έχουμε βάλει κάτω, αυτές που έρχονται εδώ, έχουν αέρα στα μυαλά τους και φίδια στον κόρφο τους. Του τα έχουμε πει. Πάρε κορίτσι από τον τόπο μας. Κι αν δεν είναι από τον τόπο μας, σιγά δεν έγινε κάτι και η μάνα του από την Κατερίνη είναι. Ελληνίδα όμως. Μη μας φέρει καμιά Γιουγκοσλάβα από αυτές τις ξετσίπωτες και τρέχουμε. Αυτές κουνιούνται σε όποιον βρω, δεν ξέρω εγώ νομίζεις. Τις έχω ζήσει, χρόνια εδώ, ξέρω τι πουτσογλείφτρες είναι. Τα θέλει ο κώλος τους κι αυτές. Πουτανάκια. Ο γιος μου είναι παιδί από καλή πάστα και θα πάρει μία καλή κοπέλα, τίμια, να ανοίξει σπίτι. Μη γίνει κανένας φαφλατάς και τρέχει πίσω από καμιά ξεκωλιάρα ψηλομύτα. Θα τον τρέχω εγώ μετά. Καλό παλληκάρι ο Στρατής μας, του κόβει.
Αλλά δουλεύει για αυτούς. Τα καθάρματα, αυτοί οι αλήτες. Έχουν έρθει τα τελευταία επτά χρόνια και τον έχουν κάνει τον τόπο αγνώριστο, μιλάμε. Αυτοί βγάζουν φράγκα και τα παίρνουν από εμάς. Τα μνημόνια τι είναι νομίζεις; Τα φράγκα μας, τα παίρνουν, τις θυσίες των γονιών μας και των παππούδων μας. Και να, εμείς να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά. Μέρα νύχτα να βγάλουμε ένα κομμάτι ψωμί. Έχουμε περάσει και δύσκολα. Ποιος φταίει; Όποια πέτρα και να σηκώσεις, ακούς άλλη γλώσσα. Αυτές τις βάρβαρες με τα πολλά γκντου και μπντου. Αφήνουν τις αμαξάρες τους όπου βρούνε, νοικιάζουν τις δωματιάρες τους και γεμίζουν τις κοιλάρες τους στα φαγάδικα και κάπως τρέχει και το χρήμα και στον τόπο. Μάθαμε και αγγλικά πέντε λόγια να συνεννοούμαστε. Ναι, κάνουν και καλό στην εγχώρια την οικονομία. Να υπάρχει κινητικότητα, ρε παιδί μου. Αυτά τα πράγματα, έτσι λειτουργούν. Μία τους και μία μας. Βάλε κι εσύ κάτι στην τσέπη σου, να βάλω κι εγώ κάτι στη δική μου και θα τα βρούμε. Έτσι πάει το πράμα. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω. Χρόνια τώρα. Τα έχω φάει στο πετσί μου.
Μεγαλώσαμε εδώ. Το μέρος είναι όλο δικό μας. Είναι η γη μας, η πατρίς μας. Κι έρχονται και μας την παίρνουν οι τσόγλανοι, οι διάβολοι. Εμείς την Καντίνα την έχουμε χρόνια τώρα με τη γυναίκα. Εγώ από εδώ δεν έχω φύγει ποτέ. Πού να πάω; Έχει πιο ωραίο μέρος στη γη από τη Χαλκιδική; Όχι, εδώ. Εδώ είναι ο παράδεισος.
Μεγαλώσαμε εδώ. Το μέρος είναι όλο δικό μας. Είναι η γη μας, η πατρίς μας. Κι έρχονται και μας την παίρνουν οι τσόγλανοι, οι διάβολοι. Εμείς την Καντίνα την έχουμε χρόνια τώρα με τη γυναίκα. Εγώ από εδώ δεν έχω φύγει ποτέ. Πού να πάω; Έχει πιο ωραίο μέρος στη γη από τη Χαλκιδική; Όχι, εδώ. Εδώ είναι ο παράδεισος.
Εδώ γεννήθηκα, εδώ πεθάνω. Τη γυναίκα τη γνώρισα στο χωριό, είχε έρθει ένα καλοκαίρι με τους δικούς της από την Κατερίνη. Πάνε καμιά εικοσαριά χρόνια. Τότε ήταν ωραία, νόστιμη. Είχε ωραίο κορμί και ωραία βυζιά, εδώ που τα λέμε. Μάτια γαλανά σαν το νερό. Την πήρα, την παντρεύτηκα. Οι δικοί της κάνανε κόγξες στην αρχή, δεν με ξέρανε. Και τι είναι αυτός που μας φέρνεις; Είναι από καλή πάστα; Πού τον γνώρισες; Από πού τραβάει η σκούφια του, ρε παιδί μου. Θέλανε να ξέρουνε πού τη δίνουνε οι άνθρωποι. Είχαν άλλες δυο, μεγαλύτερες, τις δώσανε σε λεφτάδες και τους ξίνισε που εγώ δεν είχα φράγκα. Ούτε αυτοί είχανε, για αυτό λυσσάξανε. Με τον καιρό έδεσε το γλυκό. Δεν την άφησα να φύγει, λέω με αυτή την γυναίκα θα κάνω σπίτι. Κατερινιώτισσα η Δωροθέα. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι και την γυρόφερνα. Από καλό σόι, φτωχό μεν, αλλά καλό. Κι εγώ παιδί της εργατιάς, στα χωράφια δούλευα. Ήρθαμε και δέσαμε. Ανοίξαμε το σπιτικό μας. Δόξα τον Θεό. Δύσκολα, όμως το βρήκαμε. Και η Δωροθέα καλή νοικοκυρά, σωστή μάνα και βοηθάει σε όλα. Και προπαντός. Με ακούει, ακούει τον άντρα της και δεν χάνει. Αν ακούς τον Λευτέρη, δεν χάνεις. Έτσι είναι. Θα είχαμε φτάσει εδώ που φτάσαμε χωρίς εμένα; Όχι. Έτσι είναι, λοιπόν.
Την Καντίνα την άνοιξα με την προίκα της Δωροθέας. Στην αρχή, ήταν δύσκολα. Κι ο κόσμος δεν σε μαθαίνει εύκολα. Μετά έγινε το μεγάλο μπαμ. Ήρθε η χρυσή εποχή που βγάζαμε τα λεφτά με τη σέσουλα κι ερχόταν ο κόσμος διακοπές. Να τα κάμπινγκ, να τα και τα λουξ ξενοδοχεία που σκάζανε το ένα μετά το άλλο. Φύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Αναστέναξε ο τόπος. Είχαμε πεσκέσια ένα σωρό και τραπέζια και γλέντια. Το φάγαμε το μερίδιό μας, πίναμε από το πρωί μέχρι το βράδυ και γλεντούσαμε. Κάτι γλέντια που κάναμε εδώ, είχαν έρθει μουσικοί από τα χωριά παίζανε με τα μπουζούκια τους και άνθισε ο τόπος. Καλή ζωή. Αυτό το πράμα δεν μπορώ να στο εξηγήσω, αυτό είναι καλή ζωή. Να μην πονάει το στομάχι σου από την πείνα και να έχεις το χαμόγελο να, ως στον Θεό. Έτσι λίγο λίγο με τα τσιπουράκια σου, με τα μεζεδάκια σου, να μερακλώνεις, να φτιάχνεσαι.
Προσαρμοστήκαμε τώρα, στην κρίση. Άει πάλι ο διάβολος να μας κάνει τα χουνέρια του, εμείς εκεί. Γερά κρατάμε. Σφιγγόμαστε και λέμε δεν θα τα παρατήσουμε. Κι εδώ εγώ το περιποιούμαι το μέρος. Και τα παιδιά από το Τμήμα με ξέρουν και τα ξέρω, δεν με αγγίζουν. Στέλνουν και καινούργιους και τους μηνύουν οι άλλοι οι ανώτεροι που με γνωρίζουν χρόνια τώρα. Την Καντίνα του Λευτέρη δεν θα την πειράξει κανείς. Τις άλλες τις καινούργιες τις βάζουν πρόστιμα, γιατί πιάνουν μέρος, χωρίς να το πληρώνουν. Εγώ δίνω και κάποιο ενοίκιο στον δήμαρχο και έχουμε συνεννοηθεί. Ο Κωστάκης κάνει κουμάντο και ό,τι πει ο Κωστάκης. Με τον Κωστάκη στο ίδιο σχολειό πηγαίναμε, ξέρει αυτός. Μαζί μεγαλώσαμε. Δεν θα μας πειράξει κανείς. Και στο κάτω κάτω μια Καντίνα έχουμε και ζωογονεί και τον τόπο. Κακό δεν κάναμε σε κανέναν, είμαστε τίμιοι άνθρωποι. Καθαροί. Όλοι μας ξέρουν στο χωριό, ρώτα όποιον θες για τον Λευτέρη και θα σου πει. Εδώ έρχονται και νέα παιδιά και μας μαθαίνουν και ξέρουν. Στου Λευτέρη να πάτε, σαν αυτή την Καντίνα, άλλη δεν έχει. Βλέπει τον κόλπο Πλατανίσι που έχει και τον κάμπινγκ. Έρχονται και από εκεί οι κατασκηνωτές, ξέρω τις φάτσες τους, δεν τους θυμάμαι όλους.
Προσαρμοστήκαμε τώρα, στην κρίση. Άει πάλι ο διάβολος να μας κάνει τα χουνέρια του, εμείς εκεί. Γερά κρατάμε. Σφιγγόμαστε και λέμε δεν θα τα παρατήσουμε. Κι εδώ εγώ το περιποιούμαι το μέρος. Και τα παιδιά από το Τμήμα με ξέρουν και τα ξέρω, δεν με αγγίζουν. Στέλνουν και καινούργιους και τους μηνύουν οι άλλοι οι ανώτεροι που με γνωρίζουν χρόνια τώρα. Την Καντίνα του Λευτέρη δεν θα την πειράξει κανείς. Τις άλλες τις καινούργιες τις βάζουν πρόστιμα, γιατί πιάνουν μέρος, χωρίς να το πληρώνουν. Εγώ δίνω και κάποιο ενοίκιο στον δήμαρχο και έχουμε συνεννοηθεί. Ο Κωστάκης κάνει κουμάντο και ό,τι πει ο Κωστάκης. Με τον Κωστάκη στο ίδιο σχολειό πηγαίναμε, ξέρει αυτός. Μαζί μεγαλώσαμε. Δεν θα μας πειράξει κανείς. Και στο κάτω κάτω μια Καντίνα έχουμε και ζωογονεί και τον τόπο. Κακό δεν κάναμε σε κανέναν, είμαστε τίμιοι άνθρωποι. Καθαροί. Όλοι μας ξέρουν στο χωριό, ρώτα όποιον θες για τον Λευτέρη και θα σου πει. Εδώ έρχονται και νέα παιδιά και μας μαθαίνουν και ξέρουν. Στου Λευτέρη να πάτε, σαν αυτή την Καντίνα, άλλη δεν έχει. Βλέπει τον κόλπο Πλατανίσι που έχει και τον κάμπινγκ. Έρχονται και από εκεί οι κατασκηνωτές, ξέρω τις φάτσες τους, δεν τους θυμάμαι όλους.
Κάνω και καλή περιποίηση το μέρος. Θέλει προσοχή, πετσοκόβω και κανένα έλατο, γιατί θα κόβουν τη θέα. Όχι από τη ρίζα, για να έχει και δάσος που αρέσει. Έρχονται τα παιδιά της πόλης να δούνε φύση. Φύση θέλουν, φύση θα έχουν. Έξι τραπεζάκια, από τέσσερις καρέκλες, τις πλαστικές τις πράσινες. Είναι άνετες για όλους, αράζεις το κορμί σου και χαίρεσαι. Τρως το φαγάκι σου, πίνεις, έχεις τη θέα σου. Τι άλλο θες. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος. Λίγο πιο εκεί έχουμε το χωράφι, πήρα κι ένα χωράφι πιο κάτω, κτίζουμε σιγά σιγά το σπιτάκι μας για τον γιο μας. Και παραδίπλα έχω βάλει μια σκηνούλα και πέντε μελίσσια να βγάζουμε το δικό μας μέλι. Περιμένουμε κάθε χρόνο να βγει, τα βλέπει ο Στρατής, το παιδί τρέχει και για αυτά. Εμείς πού να βρούμε καιρό. Έρχονται, βέβαια, οι μέλισσες κατά εδώ και ενοχλούνε τον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι συνηθισμένος, θέλει να φάει με την ησυχία του. Αυτές μπορεί να είναι και σφήκες που τσιμπάνε άγρια. Δεν αστειεύονται.
Έχω βρει την καλύτερη πατέντα. Πολλοί στα γύρω μαγαζιά καίνε καφέ και τις διώχνουν. Εγώ πού να σπαταλάω τώρα χρήμα για τον καφέ. Αυτά είναι πολυτέλειες και έτσι κοσμοπολίτικα πράματα. Σπατάλες. Όχι, δεν είμαστε για αυτά. Η πατέντα μου είναι χρυσή. Σωστή πατέντα. Παίρνεις ένα πλαστικό μπουκάλι, εγώ έχω βάλει τρία. Ένα σε κάθε δένδρο γύρω από την Καντίνα. Και αν χρειαστεί, βάζω κι άλλα. Ανάλογα με τις ανάγκες. Παίρνεις ένα πλαστικό μπουκάλι, από αυτά τα άδεια του νερού, τα μεγάλα. Το ενάμισι λίτρο. Το αδειάζεις, το πίνεις το νερό. Το τρυπάς με μαχαιράκι και κάνεις τρεις στρόγγυλες μικρές τρύπες γύρω γύρω. Μέσα ρίχνεις νερό μέχρι τη μέση, λίγο πιο κάτω. Λίγο πιο κάτω προσεκτικά. Και κρεμάς με ένα σχοινί μέσα ένα ψωμάκι με μέλι και ζάχαρη πάνω. Το δένεις το σκοινί στο καπάκι γύρω, όχι με το καπάκι, χωρίς. Κλείνεις το μπουκάλι και δένεις το σκοινί και το κρατάς και το κρεμάς στο κλαδί. Ή με καρφί ή στο κλαδί. Το δένεις εκεί και πάνε αυτές. Ξεγελιούνται από τη ζάχαρη. Χορεύουν λίγο γύρω, χάνονται, μπερδεύονται. Μυρίζουν το μέλι, ξέρουν ότι είναι εκεί και το περιτριγυρίζουν. Κάποιες αργούν. Όλες πλησιάζουν. Πετάνε εκεί κοντά. Στο τέλος, μπαίνουν στις τρύπες. Μετά δεν μπορούν να βγούνε και τριγυρνάνε μέσα στο μπουκάλι.
Πέφτουν στην παγίδα, η ζάχαρη με το μέλι τις τραβάει. Νομίζουν ότι είναι στην κυψέλη, στην κηρήθρα. Βουτάνε μέσα, χορεύουν κι εκεί. Μέχρι πόσο. Χορεύουν, χορεύουν. Δεν μπορούν να βγούνε, δεν βλέπουν τις τρύπες στο μπουκάλι. Κάποια στιγμή πνίγονται. Σαν την αράχνη που κουράζει το θύμα της και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να το τυλίξει στον ιστό της. Τα βάζεις εκεί και τα μπουκάλια δουλεύουν για σένα. Μετά μόλις γεμίσουν πτώματα μελισσών τα πετάς και βάζεις άλλα. Και έτσι ξεμπέρδεψες και τέλειωσες μία και καλή. Δεν έχεις μπελά. Έρχεται ο πελάτης, κάθεται ήσυχα και τρώει το φαγητό του με την ηρεμία του. Δεν τον απασχολεί τίποτα. Και δεν έγινε ζημιά καμία. Ούτε λεφτά ξοδεύεις για καφέ, ούτε για τίποτα. Τα μπουκάλια που πίνει ο κόσμος και χρησιμοποιεί, αυτά παίρνεις. Τα πετάνε, δεν ξέρουν. Τα βάζεις εκεί, είναι η καλύτερη παγίδα μελισσών. Πατέντα. Στο τέλος, θα με ψάχνουν για να την αγοράσουν, το ξέρω. Θα την πουλήσω ακριβά. Ο Λευτέρης δεν αστειεύεται με αυτά, βλάκας δεν είμαι. Ξέρω.
Εγώ τα έχω φάει τα χρόνια μου εδώ. Να δεις που θα γυρίσει μια μέρα κάποιος και θα με αναγνωρίσει. Θα πει ο Λευτέρης το καλό παιδί ήταν εδώ, έκανε τα καλύτερα ψωμάκια με λουκάνικο. Άλλαξε τον τόπο αυτή η Καντίνα, έφερε χαρά εδώ. Χαρά. Να πίνεις, να ηρεμείς. Ε; Κι έχουμε και ωραία σκιά. Τα πάνω δένδρα δεν τα κόβω, μόνο τα κάτω, να φτάνει το μάτι σου θάλασσα ωραία. Να μην κρύβεται η θέα. Κρυφά, το βράδυ, θα με πούνε και τίποτα γιατί. Τα πετσοκόβω. Και το καλύτερο φρόζεν γιόγκουρτ εδώ. Φέτος. Να δούμε τι θα θέλουν του χρόνου. Αλλάζει η μόδα, αλλάζουμε κι εμείς. Ωραία είναι εδώ, ωραία. Το μαθαίνει ένας, το λέει στον άλλον κι έτσι έχουμε κι εμείς δουλειά. Από στόμα σε στόμα. Δεν κάνω διαφημίσεις εγώ, τζάμπα φράγκα. Και γιατί; Αφού είμαστε μια χαρά κι έτσι. Έρχεται ο κόσμος πάντα σε εμάς. Και από την άλλη την Καντίνα που ανοίξανε στις Καβουρότρυπες εκεί πέρα με τους γυμνιστές, δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε. Τέτοια θέα κανείς δεν έχει. Είμαστε καλά. Δόξα τον Θεό, οι δουλειές πηγαίνουν. Το πράμα έχει πάρει τον δρόμο του. Βγαίνουν τα λεφτά και αυτό είναι καλό. Γιατί έχουμε και παιδί να θρέψουμε και να γεράσουμε κι εμείς όμορφα, στον τόπο μας. Στην Καντίνα του Λευτέρη, εδώ να έρχεσαι. Στο λέω, κάτσε να σε κεράσω μία μπίρα, τόση ώρα σου μιλάω και τέλειωσε και η μπίρα σου. Γυναίκα, βάλε μία μπίρα στο παιδί! Στην Καντίνα του Λευτέρη, θα βρεις μόνο τα καλύτερα. Άιντε, στην υγειά μας!
https://tokoskino.me/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου