Μια ανάσα από τον Παράδεισο του Ρίτσαρντ Άνταμς
“Μα, Φουντούκη, πίστεψες πραγματικά ότι ο Αρχικούνελος θα έκανε ό,τι του έλεγες; Τι περίμενες;”Ήταν πάλι σούρουπο και ο Φουντούκης και ο Πενταράκης έβοσκαν έξω από το δάσος με δυο φίλους. Ο ένας, ο Βατόμουρος, ήταν το κουνέλι με τα γερτά αυτιά που την προηγούμενη νύχτα είχε τρομάξει με τον Πενταράκη. Είχε ακούσει προσεκτικά τον Φουντούκη να περιγράφει την ταμπέλα, παρατηρώντας ότι ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι άφηναν εδώ κι εκεί τέτοια πράγματα σαν κάποιου είδους σημάδια ή μηνύματα, με τον ίδιο τρόπο που τα κουνέλια σημάδευαν τα λαγούμια και τις ρωγμές. Τώρα ένας άλλος γείτονας, ο Πικραλίδας, είχε ξαναφέρει τη συζήτηση στον Θρέρα και στην αδιαφορία που είχε δείξει για τον φόβο του Πενταράκη.“Δεν ξέρω τι περίμενα”, είπε ο Φουντούκης. “Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τον Αρχικούνελο από κοντά. Αλλά σκέφτηκα: Ακόμα και αν δε μας ακούσει, τουλάχιστον κανένας δε θα μπορεί να πει μετά ότι δεν κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να τον προειδοποιήσουμε.”“Είσαι λοιπόν σίγουρος ότι υπάρχει πράγματι κάποιος κίνδυνος;”“Είμαι απολύτως βέβαιος. Βλέπεις, ξέρω τον Πενταράκη πολύ καλά.”Ο Βατόμουρος ετοιμαζόταν να απαντήσει όταν ένα άλλο κουέλι ήρθε με θόρυβο μέσα από το πυκνό χορτάρι του δάσους, σκόνταψε στους βάτους και ανέβηκε το χαντάκι. Ήταν ο Περούκας.“Γεια σου Περούκα”, είπε ο Φουντούκης. “Είσαι εκτός υπηρεσίας;”“Ναι”, είπε ο Περούκας, “και μάλλον θα παραμείνω εκτός υπηρεσίας.”“Τι εννοείς;”“Έφυγα από την Άουσλα, αυτό εννοώ.”“‘Οχι εξαιτίας μας.”“Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ο Θρέρα ξέρει να γίνεται πολύ δυσάρεστος όταν τον ξυπνάνε μέσα στο ΝΙ Φριθ για κάτι που εκείνος το θεωρεί ασήμαντο κι ανόητο. Έχει τον τρόπο του να σ’ εκνευρίζει. Πολύ πιθανόν πολλά κουνέλια να μην είχαν μιλήσει και να είχαν φροντίσει να διατηρήσουν την εύνοια του αρχηγού, αλλά φοβάμαι ότι εγώ δεν είμαι πολύ καλός σ’ αυτά. Του είπα ότι έτσι κι αλλιώς τα προνόμια της Άουσλα δε σήμαιναν και τόσο πολλά για μένα και ότι ένα δυνατό κουνέλι μπορεί πάντα να τα καταφέρει μια χαρά, ακόμα κι αν φύγει από τον κουνελότοπο. Μου είπε να μην είμαι παρορμητικός και να το ξανασκεφτώ, αλλά δε θα μείνω. Δεν ήταν το όνειρο μου να κλέβω μαρούλια και να φυλάω σκοπιές έξω απ’ τη φωλιά του. Η διάθεση μου είναι θαυμάσια, σας διαβεβαιώ.”“Σύντομα κανένας δε θα κλέβει μαρούλια”, είπε ήρεμα ο Πενταράκης.
Richard Adams, Μια ανάσα από τον Παράδεισο, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 31-32
Ο Ρίτσαρντ Άνταμς γεννήθηκε στο Μπέρκσαϊρ το 1920. Σπούδασε Ιστορία στο Κολέγιο Μπράντφιλντ και Γουόρτεστερ στην Οξφόρδη. Υπηρέτησε κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1948 άρχισε να εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ολοκλήρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Στο λόφο του Γουότερσιπ, που βασίστηκε σε μια ιστορία που είχε διηγηθεί στα παιδιά του, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού με το αυτοκίνητο. Γι’ αυτό το βιβλίο του απονεμήθηκε το Μεταλλίο Κάρνετζι και το βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας της Γκάρντιαν το 1972.
https://wordpress64426.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου