Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΕΟΣ

Αυτοβιογραφικό

            Αφιερωμένο στην μάνα μου, την πιο αγαπημένη μου φίλη ζωής, στο ''παιδί μου'' τα τελευταία ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ της ζωής της, χτυπημένη από οξεία ρευματοαρθρίτιδα. Σε μιά γυναίκα που παραμέρισε όλα της τ' άλλα όνειρα για το μεγαλύτερό της, την οικογένειά της.  
Αιωνία της η Μνήμη και λυτρωμένη η ψυχούλα της..





              

 ΤΟ  ΜΕΓΑΛΟ

   ΧΡΕΟΣ    

- Τασούλα, πότε θα διαβάσεις; ρώτησε η κυρά- Λίτσα τη κόρη της, εκείνο το απόγεμα της Δευτέρας, που ο ήλιος χαμογελούσε παντού κι όλα τάδειχνε πιο λαχταριστά από κάθε άλλη φορά.
- Θα διαβάσω, έκανε ανόρεχτα η Τασούλα.
- Ο διάολος κορίτσι μου, τον εχάλασε το κόσμο κι ήρθε κι ο τεμπέλης και τον απόσωσε, είπε αργά και πονηρά η κυρά-Λίτσα.
- Μα καλέ μαμά, σου είπα, θα διαβάσω. Τί; Αδιάβαστη θα πάω εγώ στο σχολειό μου;
- Για να δούμε! Εγώ θα πάω στη κουζίνα, να κάνω τις δουλειές μου και θα ξανάρθω.
   Εμεινε μόνη της η μικρή Τασούλα. Κάθισε σε μία γωνιά, έξυσε νευρικά το κεφάλι της και χτύπησε θυμωμένα το το τραπέζι!.Κάπου ήθελε να βγάλει το άχτι της. Πήρε μιά μαργαρίτα απ' το βάζο, κι άρχισε να την ξεφυλλίζει, σα να ξεμάλλιαζε ανθρώπινο κεφάλι..Πήρε άλλη, κι άλλη, τα ίδια, κι αποξεχάστηκε μαδώντας μαργαρίτες! Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε από δω, τεντώθηκε από κει, ξαναχασμουρήθηκε κι έμεινε κει ασάλευτη σαν άγαλμα. Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνε ο ύπνος! Μα όχι δα! Ηρθε κοντά της η γατούλα τους κι άρχισε να της χαϊδεύει με τη γούνα της τα πόδια. Της είχε μεγάλη αδυναμία της γατουλίνας η Τασούλα, και την είχε βγάλει και Νιαουρίτσα! Ολη την ώρα νιαούριζε ζητώντας χαδάκια, παιγνιδάκια και μεζεδάκια απ' όλα τα καλά φαγιά της κυρά-Λίτσας που μοσχοβολούσαν όλες οι δίπλα ρούγες της γειτονιάς τους!
- Πςςς! πςςςς! πςςςςς! Νιαουρίτσα, έλα, έλα να παίξουμε λίγο..
- Νιάουου, έκανε πάλι η χοντρή μαυρόασπρη γατούλα και χώθηκε στην αγκαλιά της τεμπελούλας Τασούλας.
- Αφησε ήσυχο το γατί και τα παιγνίδια πια!, ακούστηκε απ' τη κουζίνα η φωνή της κυρά-Λίτσας. Κοίτα τη δουλειά σου και τα μαθήματά σου γιατί δε σε βλέπω και πολύ καλά!
   Η Τασούλα, έκανε στον αέρα μιά κίνηση βαριεστημάρας και κρέμασε τα μούτρα της. Εριξε μιά εχθρική ματιά στη σάκα της και σκέφτηκε αμέσως:
- Θεέ μου, πότε θα μεγαλώσω κι εγώ πια, να γίνω σα το μπαμπάκα μου, να μη διαβάζω καθόλου και νάμαι ολημερίς πάνω από μια μηχανή, μέσ' στη μουντζούρα, να φτιάνω, να καθαρίζω, να ακονίζω μαχαίρια και να βγάζω μόνη μου λεφτά και χωρίς βιβλία και δασκάλους πάν' απ' το κεφάλι μου;!
- Τασούλα, μα τι πράματα είναι αυτά καλέ, μου λες; τί κάνεις; ξανακούστηκε απ' τη κουζίνα η φωνή της κυρά-Λίτσας. Διάβασε παιδί μου τα αυριανά σου! Θα μείνεις κούτσουρο στη ζωή σου, ακούς;
  Τί να κάνει τώρα η Τασούλα; Αρπαξε με θυμό τη σάκα της, της έδωσε μιά γερή μπουνιά, την άνοιξε απότομα κι άφησε να ξεχυθούν στο τραπέζι με κρότο όλα τα χαρτικά της και τα βιβλία της.
- Ααααχ, κάναν εκείνα πέφτοντας, λες κι ανάσαιναν, που βγαίναν επιτέλους τα καϋμένα από κείνη τη στενή, τη πέτσινη φυλακή!
  Η Τασούλα όμως εκείνο το ανακουφιστικό άχ το πέρασε για περιγέλασμα, σα να τη κοροϊδεύαν κιόλας! Και της ήρθε να κλάψει όπως πάντα, αλλά τελευταία στιγμή κρατήθηκε.
- Καλύτερα μωρέ, σκέφτηκε, να τελειώνουμε όπως-όπως και μ' αυτό το βάσανο που με βρήκε κάθε μέρα πια!
   Ανοιξε λοιπόν το πρόγραμμά της κι άρχισε το ψιλομουρμούρισμα:
   '' Οκτώ με εννιά Ελληνικά. Ουφ, εκείνο το σαχλό κι ανόητο Αναγνωστικό! Ολο κρυάδες μας ξεφουρνίζει. Το διαβάζεις και σούρχεται νύστα πια! Εννιά με δέκα Γραμματική. Θεέ μου, τιμώρησε αυστηρά μα πολύ αυστηρά αυτούς που γράφουν τη Γραμματική και μας βασανίζουν τόσο εμάς τα παιδιά, πούχουμε άλλα όνειρα πέρα απ' την ονομαστική και τη γενική πτώση! Τιμώρησέ τους αυστηρά σου λέω,σε παρακαλώ πολύ! ''
   Σ' αυτό το σημείο κοντοστάθηκε λίγο, πήρε μιά βαθειά ανάσα και την έβγαλε με βαθύ αναστεναγμό. Ξανασήκωσε πάλι τα μάτια της ψηλά και παραπονέθηκε: '' Λίγο μάθημα σου λέει, λίγη ορθογραφία και λίγη γραμματικούλα. Κουκί το κουκί γεμίζει το σακί! Και το παιγνίδι λίγο κι αυτό, αυτό δηλαδή κι αν μας έμεινε λιγουλάκι! Κι άμα ξεχάσεις να διαβάσεις κάτι; Το ξέχασες, λέει, γιατί δε τη θέλεις τη μελέτη και πολύ και δεν είσαι του διαβάσματος! Ξεχνάς να παίξεις ποτέ; Είσαι τεμπέλα. Ε, ναι λοιπόν, ναι είμαι τεμπέλα! Τί να κάνω; Εχει ο Θεούλης και για μας τους τεμπελούληδες! '' Κοντοστάθηκε και πάλι η Τασούλα, σκούπισε δυό δάκρυα που κύλισαν, ζεστά σαν αίμα, απ' τα μάτια της κι έκανε να συνεχίσει το παραμιλητό της.
   - Τασούλα, διαβάζεις παιδί μου; ρώτησε τότες από τη κουζίνα η φωνή της μάνας, κι αυτή τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, σαν να τη χτύπησε αστροπελέκι, ξαφνιασμένη, σα να ξυπνούσε από βαθύ όνειρο.
  -  Ναι, διαβάζω μαμά! είπε ανόρεχτα.
 - Μπράβο σου κορτσάνα μου, την παίνεψε από μέσα η καϋμένη η μάνα της. Σε λίγο θάρθω να δω που βρίσκεσαι,έτσι κοκόνα μου;
 - Ωχ,ωχ ψιθύρισε εκείνη φοβισμένα και ρίχτηκε με τα μούτρα στο διάβασμα.
   Πέρασε βιαστικά-βιαστικά την Ιστορία της, χωρίς να παρακαλέσει κι αυτή τη φορά, πάλι καλά, το Θεό κι αυτούς που γράφουν τις Ιστορίες! Κύλησε και τα Θρησκευτικά της, χωρίς να τολμήσει βέβαια να πει τίποτα στο Θεό και γι' αυτό ειδικά το μάθημα. Υστερα έκανε μια ρουφηξιά την Ανάγνωσή της, περιφρονώντας τελείως την επανάληψη, κι έκανε να κλείσει πια το βιβλίο της. Θυμήθηκε όμως ξαφνικά πως είχε κι αντιγραφή! Τότε είναι που ξύνισε τα μουτράκια της. Μα και τί να κάνει όμως;; μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Πήρε το τετράδιό της γραφής και μιά και δυό ορνιθοσκαλίσματα νάσου τρεις γραμμές στο χαρτί!
   Κείνη την ώρα άκουσε από τη κουζίνα το κλείσιμο του ντουλαπιού και κατάλαβε. Η μάνα της είχε τελειώσει τη λάτρα της κουζίνας και το πλύσιμο των πιάτων κι ετοιμαζότανε να της έρθει κατά δω.
 - Ωχ, σκέφτηκε. Τώρα τί έχει να γίνει με την παλιογραμματική αυτή; Κι είναι τόση, που σίγουρα θα μου φάει μισήν ώρα ακόμα απ' το παιγνίδι. Πότε λοιπόν πια θα παίξω εγώ; Α, όχι, όχι! Δεν γράφω άλλο!
   Πάνω σε τούτη τη σκέψη, να κι η μάνα της.
 - Πώς πάμε, Τασουλίτσα μου; 
 - Μιά χαρά, μανούλα, Τέλειωσα απ' όλα! Νεράκι και ποτάμι, όλα απ' έξω, πανέτοιμη σε όλα!
- Μα, καλά δε μου λες, τόσο γρήγορα κι όλα τα μαθήματά σου; μωρέ μπράβο ταχύτητα η κόρη μου!
- Γιατί όχι, εσύ δε μου λες συνέχεια να είμαστε γρήγοροι και σβέλτοι στις δουλειές μας καλέ μαμά;
- Καλά, καλά, εντάξει! Για να δω λίγο το πρόγραμμά σου.
- Νάτο, ορίστε, δε με πιστεύεις κιόλας!
- Χμμμ, μάλιστα..λοιπόν..ανάγνωση διάβασες καθόλου;
- Καλά καλέ μαμά, δε μ' άκουγες από μέσα που την έλεγα και φωναχτά κιόλας για να ανοίξει κι ο λαιμός μου; Και για να με χαρείς κι εσύ πούσαι όλο δουλειές όλη μέρα!
- Και δε μου λες τώρα..Γραφή έγραψες πούναι βασικό μάθημα;
- Μα είναι δυνατόν να μην έκανα Γραφή ειδικά; Νάτην, έτοιμη κι αυτήν, ορίστε!
   Είδε η μάνα τη γραφή και ζάρωσε τελείως τα φρύδια και τα μούτρα της.
- Απαπά καλέ, γράμματα χάλια,,,τι πράγμα είναι τούτο καλέ;!
- Τί να κάνω καλέ μάνα πια; δικαιολογήθηκε αμέσως εκείνη. Αφού δεν είμαι καλλίγραφη, όπως εσύ, τί να κάνουμε τώρα;; δε σ' έχω μοιάσει και σ' όλα πια! πώς να γίνει αλλιώς;; με το ζόρι καλλιγράφος δε γίνεται!
   Η μάνα κοντοστάθηκε σκεφτική μπρος στ' ανοιγμένο τετράδιο...Να το σκίσει, να μην το σκίσει! Και τούτη δω η πονήρω πρόσεξε το βλέμμα της και λέει:
- Να, καλέ μαμά..Κι ο μπαμπάς κακογράφος είναι και το ξέρεις καλά. Μακάρι όμως να γίνω κι εγώ σαν κι εκείνον μαστόρισσα και μηχανικού με τα όλα μου,να μου βγάζουν το καπέλο όλα τα μαστόρια και να θαυμάζουν τη δουλειά μου στα αμάξια τους όταν τα ξαναβάζουν μπρος περήφανοι και ευχαριστημένοι, κι ας μείνω κακογράφος κι εγώ!
  Η Τασούλα όμως τάπε μόνη της και τάκουσε και πάλι μόνη της, γιατί η μάνα της είχε αλλού το νου της. Σκεφτόταν πως αν της έσκιζε το φύλλο, χειρότερα γράμματα θα της αράδιαζε, η τεμπελούλα, στη βιασύνη της πάνω για να τρέξει να παίξει κάτω με τα κορίτσια κρυφτοκυνηγητό και τσιλίκι!
 - Καλά, εντάξει, της λέει. Αύριο όμως, και χωρίς καμία αντίρρηση, για το καλό σου στο λέω κορίτσι μου, να τα καλυτερέψεις.
  Χάρηκε πολύ εκείνη, μα όχι για πολύ, ήταν για κλάσματα δευτερολέπτου!
- Κι η Γραμματική σου πού είναι; ρώτησε η μάνα..
- Εεε. δεν έχουμε..
- Δεν έχετε, λέει; Και γιατί παρακαλώ;
- Ε,να..μας είπε ο δάσκαλός μας πως είμαστε πίσω και θα μας κάνει πολλές επαναλήψεις για να στρώσουμε γιατί οι πιο πολλοί δε τα κατάλαβαν καλά, και πρέπει να τα ξανακάνουν, κι έτσι κι όλοι οι άλλοι που τα κατάλαβαν!
  Το πίστεψε η καϋμένη η μάνα της. 
- Κι η Ιστορία που σου αρέσει και πολύ, και το ξέρω καλά; Τα Θρησκευτικά που τα λες νεράκι;
- Ελα καλέ μαμά, κι εσύ τώρα, αστεία μου λες; Αυτές τις Ιστοριούλες δεν ξέρουμε τώρα, πούναι για πιο μικρές τάξεις και όλο τα ίδια και τα ίδια μας λένε; έκανε εκείνη μαριόλικα!
- Αϊντε τεμπελούλα μου, της είπε βαριεστημένη η μάνα. Σύρε στην αυλίτσα σου, σε περιμένει μαζί με τα κορίτσα,,το ''σχοινάκι'' τόχουν έτοιμο!
  Πήδηξε η ψευτρούλα γρήγορα έξω σαν ακρίδα ηλεκτρισμένη! Κι η μάνα της γύρισε ξανά στη κουζίνα της.
  Την άλλη μέρα στο σχολειό, σαν ήρθε η ώρα της Γραμματικής, μάζεψε ο δάσκαλος τα τετράδια.
- Τασούλα, το δικό σου πού είναι;
- Εεε, Κύριε...μιά στιγμή...
   Εκανε πως ψάχνει στη σάκα της τάχα μου. Το μάτι του δασκάλου την παρακολουθούσε απ' την κορφή ως τα νύχια!
- Αχχ , κύριε, ξανάπε η Τασούλα, το ξέχασα στο σπίτι μου και τάχα όλα έτοιμα κιόλας, πολύ γράψιμο κύριε!
- Καλά, δε πειράζει, αύριο όμως να μας το φέρεις όπωσδήποτε, όπως κάναν και οι συμμαθητές σου!
  Του την έσκασα κι αυτουνού, σκέφτηκε η τεμπελούλα. Μωρέ τί κουτοί πια που σου είναι αυτοί οι μεγάλοι! Πόσο μα πόσο εύκολα ξεγελιούνται!
- Εβγα στον πίνακα, να μας κλίνεις τα ονόματα, που έχουμε για σήμερα, της σταμάτησε τη σκέψη ο δάσκαλος..
  Κόκκαλο η παμπόνηρη αλεπού!
- Ελα, Τασούλα, κλίνε μας το όνομα '' η χώρα ''. Ε, παιδιά; Αυτό δεν είναι το μάθημά μας για σήμερα; καλά δε θυμάμαι;
- Μάλισταααααα, είπαν όλα μαζί τα συμμαθητούδια της.
  Εκλινε λοιπόν η αδιάβαστη τη '' χώρα '' και γιόμισε μονομιάς όλος ο πίνακας ανορθογραφίες και καλικαντζούρια!
  Κατάρτια σε λιμάνι με αραξοβόλια γεμάτο, υψώθηκαν τα χεράκια των παιδιών στη τάξη.
- Κύριε, Κύριε, πωπώωω λάθηηηηη...
  Διορθώθηκαν κι οι ανορθογραφίες και τα καλικαντζούρια ίσιωσαν και σα χτύπησε το κουδούνι, όλα τα παιδιά σηκώθηκαν για το διάλειμμά τους και για κολατσιό. Εκανε να σηκωθεί κι η τεμπελούλα μας.
- Στάσου εσύ, την σταμάτησε ο δάσκαλος. Εσένα σε θέλω εδώ.
  Κέρωσε η ψευτρούλα. Αδειασε η τάξη αμέσως, ερήμωσαν όλα γύρω της. Τέσσερις τοίχοι, γυμνοί, παγεροί σαν τάφος.. 
  Η Τασούλα περίμενε, κι όσο περνούσε η ώρα, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απ' την αγωνία για αυτά που θ' άκουγε απ΄τον δάσκαλό της. Πρώτος μίλησε ο δάσκαλος φυσικά.
- Κάθισε Τασούλα, μη με φοβάσαι καθόλου εμένα, είμαστε φίλοι και το ξέρετε όλοι σας.
  Ησύχασε κάπως η Τασούλα και κάλμαραν οι χτύποι της παιδικής της καρδούλας.
- Ακουσε κορίτσι μου, είπε πάλι ο δάσκαλος. Μήπως ήταν πολύ μεγάλο και δύσκολο το μάθημα της Γραμματικής μας για σήμερα;
- Όχι, κύριε.
- Πολύ καλά. Ησουν μήπως άρρωστη εχτές και δε μπόρεσες να διαβάσεις τίποτα;
- Πού να πει κι αυτή '' ναι '', που την είχε δει κιόλας ο δάσκαλός της αποβραδύς, μιάς κι είναι και γειτόνοι, να παίζει '' σχοινάκι '' με τα άλλα κορίτσα της γειτονιάς;!
  Δεν ήταν το λοιπόν άρρωστη..
- Τη Γραμματική την έγραψες, Τασούλα μου; ξανάκανε ο δάσκαλος.
- Σας είπα, κύριε...την ξέχασαα,..
- Ξέχασες να την γράψεις στις τρεις ασκησούλες που σας έβαλα για σήμερα, ή ξέχασες το τετράδιό σου στο σπίτι σου, δως μου να καταλάβω τι έγινε εντέλει.
- Το ξέχασα, κύριε, απλώς!..
- Στο σπίτι σου;..
- Ναι, στο σπίτι, κύριε..
- Καλά, Τασούλα μου. Το ξέχασες στο σπίτι σου. Δώσε μου τότε τη σάκα σου. Αστραπόβροντο βαρύ και τρομερό, του Θεού τιμωρία και ποινή έπεσε αυτή η κουβέντα στ' αυτιά της πονηρής! Τρέμοντας λοιπόν έδωσε τη σάκα της στον κύριο.
  Ανοιξε ο δάσκαλος αργά-αργά, πρώτα τη μιάν αγκράφα, ύστερα την άλλη, και τέλος τη μεσιανή κλειδαρίτσα της σάκας της. Η Τασούλα άρχισε και πάλι το τρέμουλό της, κι ο δάσκαλος έκανε δήθεν πως δε το πρόσεξε καν, τη δουλειά του αυτός. Εβγαλε έξω όλα ένα-ένα τα χαρτικά της κοιτάζοντάς τα στην ετικέττα τους, ξεχωριστές για κάθε μάθημα βέβαια.
  Η φταίχτρα κι ένοχη μαθήτρια τόνιωσε αυτό το μέτρημα σα βιτσιές κοφτερές κι απανωτές μιά στο δεξί και μιά στο αριστερό της το μάγουλο. Τί να πεί όμως;;λένε και τίποτα το καλό οι ένοχοι;
  -- Χλάπ, χλάπ, πέφτανε ξερά κι απόξερα τόνα πάνω απ' τ' άλλο τα βιβλία της. Πώς τάβλεπε όμως άραγε όλα αυτά τα καμώματα της σάκκας της η Τασούλα; Της φαινότανε σαν να της έβγαζε η τύχη της η θεομπαίχτρα έξω μία μιά τις τόσες της τις γλώσσες σαν να την περιγελούσε δήθεν μπρος στα μάτια της, χαρούμενη κιόλας που ντροπιαζόταν μιά ψευτρούλα,μια αδιάντροπη τεμπελούλα!
  Τέλος, έπεσε το μάτι του δασκάλου της πάνω σ' ένα τετράδιο.
- Τί γράφει εδώ, Τασούλα μου; Τσιμουδιά η φταίχτρα μας. - Λοιπόν, δε μούπες πριν πως το ξέχασες στο σπίτι σου; Το χέρι του δασκάλου άρχισε να φυλλομετρά το τετράδιο Γραμματικής...Θεέ μου, τί σκληρό πούναι αυτό το χέρι! Σα μαχαίρι κοφτερό και δίκοπο που ανοίγει μιά βαθειά κακοσχηματισμένη πληγή μέσα της. Τώρα το χέρι σταματά απότομα. Της Τασούλας της φάνηκε πως της σταμάτησε κι η καρδιά μαζί με κείνο το σταμάτημα του χεριού πάνω στο άγραφο φύλλο του τετραδίου της. Είναι κίτρινη, κατακίτρινη σα το λεμόνι της αυλής τους, τα χέρια της τρέμουν, τα πόδια της δε τα νιώθει στο πάτωμα της τάξης, κι είναι κι αυτά παγωμένα. Στέγνωσε κι η γλώσσα της πίσω απ' τα χείλη της, ζαρωμένη σα φοβισμένο πουλάκι στη χαλασμένη του φωλιά.
- Ε, Τασούλα, δε μιλάς; ρωτά η φωνή του δασκάλου της, Η φωνή όμως μονάχα! Γιατί η φταίχτρα μας δε σηκώνει κεφάλι καθόλου για να ιδεί.
  Το βλέμμα όμως του δασκάλου έγειρε π ο ν ε μ έ ν ο πάνω από το παιδί. Απλωσε το χέρι του εκείνος και σήκωσε από το πηγούνι  το κεφάλι της Τασούλας. Δυό μάτια τότε του φίλου-δασκάλου συναντήσανε και μιλήσανε στα μάτια του παιδιού-μαθητή..
  Η φταίχτρα μας ξανακατέβασε το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει σιγά, χωρίς λυγμούς, σα να ακούγες το δειλό το πρωτοβρόχι του φθινοπώρου..
- Τασουλίτσα μου, ψυθίρισε ο δάσκαλος... Φαντάστηκες λοιπόν πως δε το κατάλαβα εγώ πως ήσουν άγραφτη κι αδιάβαστη; Κάτι ξέρουμε κι εμείς οι μεγάλοι, ξέρεις. Δεν ήθελα όμως να σε ντροπιάσω ολόκληρη κοπέλα πια μπροστά στα παιδιά, στους συμμαθητές σου. Κι άφησα να φύγουν όλοι έξω, να τα πούμε μόνοι μας. Τώρα;
   Η Τασούλα και πάλι δε μιλούσε..
- Λοιπόν, ξανάπε ο δάσκαλός της, δε μου μιλάς;..
- Τι να πω. κύριε; ψυθίρισε.. Εφταιξα..
- Σωστά. Και είδες και μόνη σου κιόλας πόσο σ' έκανε να π ο ν έ σ ε ι ς το φταίξιμό σου..
  Η Τασουλίτσα κούνησε το κεφάλι της μετανιωμένα, ειλικρινά μετανιωμένα.. ΄Πώς αλλιώς να πει το '' ναι ''; Ντρεπότανε τόσο μα τόσο πολύ..
- Ακουσέ με, σε παρακαλώ κορίτσι μου, της είπε ο δάσκαλός της..Εγώ κατάλαβα πως δε θα το ξανακάνεις αυτό, είμαι σίγουρος, ξέρω καλά τί παιδί είσαι..Ετσι δεν είναι;
  Ξανακούνησε το κεφάλι της η Τασούλα, να πει πάλι '' ναι ''..
- Η μάνα σου τα ξέρει όλα αυτά;
- Οχι, έκανε με το κεφάλι της πάλι εκείνη..
- Της είπες λοιπόν κι εκείνης της καϋμένης ψέμματα;..
- Ναι, έκανε πάλι με το κεφάλι της..
- Καλά, μην ανησυχείς..Θα της τα πω εγώ με τρόπο που ξέρουμε εμείς οι μεγάλοι..Να μη σε μαλώσει κιόλας..
-...στω... ψιθύρισε εκείνη, θέλοντας βέβαια να πει ευχαριστώ..
- Αϊντε, σκούπισε τώρα τα μάτια σου, π α ι δ ί   μ ο υ, να μη το καταλάβουν κι οι συμμαθητές σου,έτσι;..
  Π ώ ς; Π ώ ς; Τ ί  έγινε τώρα μόλις;! Την είπε '' π α ι δ ί   τ ο υ '';! Π ο ι ά ν; Μία ψευτρούλα, μιά παμπόνηρη αλεπού...Ητανε λοιπόν τόσο καλός ο δάσκαλός της; Αχ παναγίτσα μου γιατί να μην έχει το θάρρος να γονατίσει, να του ζητήσει συγχώρεση, να του γεμίσει τα χέρια με φιλιά σαν νάταν του πατέρα της του ίδιου; Κοντοστεκόταν μονάχα, ασάλευτη, και χωρίς να μπορεί να μιλήσει, να βγει απ'το στόμα της λέξη..
- Δε σου ζητώ να μου πάρεις από μένα συγχώρεση, είπε γλυκά ο δάσκαλός της. Ενα μόνο σε παρακαλώ. Να μην ξαναπείς στη ζωή σου ποτέ ψ έ μ μ α τ α. Γιατί στον άνθρωπο μ ε γ ά λ ο  χ ρ έ ο ς είναι να λέει την α λ ή θ ε ι α. Τώρα πήγαινε παιδί μου πλάϊ να μου φέρεις κιμωλίες και διάλεξε μόνη σου εσύ όσες είναι μπασμένες..

   Έτσι τόπε αυτό ο δάσκαλός της, ίσα για να προλάβει η μετανιωμένη αλεπού να συνεφέρει, να συνέλθει, κι άμα ξανάρθει στη τάξη πάλι να μη το καταλάβουν οι άλλοι πως έκλαιγε! Φεύγοντας όμως ξέχασε έξω στο θρανίο της όλα διάσπαρτα τα χαρτικά της και τα βιβλία της και τάδε ο δάσκαλος τότες, και της τα συμμάζεψε όλα στη σάκα...
  Την άλλη μέρα έφερε η Τασούλα γραμμένη όλη της την Γραμματική! Μοναχή της την έφερε, χωρίς καν να της το θυμίσει κανένας, ούτε κι η μάνα της που κάθε μέρα αγωνιούσε αν διάβασε κι αν τάγραψε όλα, για να γίνει ά ν θ ρ ω π ο ς, όπως της έλεγε πάντα. Κι ήταν και τα γράμματά της όμορφα και καλογραμμένα, στη σειρά και ιδιότροπα με ουρίτσες το καθένα τους, σαν προσωπάκια γελαστών παιδιών! Κάτω από κείνα τα γράμματα φάνταζε καλογραμμένο και διαφορετικό απ' τα άλλα γράμματα ένα μεγάλο '' ε υ χ α ρ ι σ τ ώ '', και παρακάτω σε ξεχωριστή γραμμή πάλι..'' Θα είμαι πάντα δ ι α β α σ μ έ ν η ''.
  Κι αλήθεια, πραγματικά αλήθεια, από τότες, από κείνη τη μέρα η Τασούλα έγινε η πιο προκομμένη της τάξης και πάνω απ' όλα α λ η θ ι ν ή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Wikipedia ή Facebook; Ξεχωρίστε την αλήθεια από τα παραμύθια

  Wikipedia ή Facebook; Ξεχωρίστε την αλήθεια από τα παραμύθια Αντικλείδι Μπορείτε να εμπιστευθείτε πλήρως ό,τι διαβάζετε στο διαδίκτυο; Πο...