Ο Βασιλάκης
Ένα πολιτικό μυθιστόρημα σε συνέχειες
- Άκρηηη!!
Μια φωνή πίσω του και πριν προλάβει να παραμερίσει πέρασε ένας νεαρός τρεχάτος που παρέσυρε τον δίσκο σκορπίζοντας το περιεχόμενό του στο πεζοδρόμιο. Πίσω του έτρεχαν κάποιοι τύποι με βλοσυρές φάτσες. Ο ένας τους έπεσε πάνω στον Βασίλη και κυλίστηκαν μαζί κατάχαμα. Δυο άλλοι πρόλαβαν τον νεαρό και τον έριξαν κάτω χτυπώντας τον με γροθιές και κλοτσιές. Ο ένας τους έβγαλε ένα μικρό γκλοπ και τον χτυπούσε με μανία κάνοντάς τον να ουρλιάζει από τον πόνο. Οι φωνές του έβγαλαν τον κόσμο στις πόρτες και τα παράθυρα. Σε δευτερόλεπτα κατέφθασαν και δυο σκουρόχρωμα αυτοκίνητα. Οι τύποι άρπαξαν τον φουκαρά, που βογκούσε από τα χτυπήματα και τον τσουβάλιασαν στο ένα απ’ αυτά. Όλοι κατάλαβαν. Μπήκαν γρήγορα μέσα στα μαγαζιά χωρίς να περιμένουν την συνέχεια. Ο Βασίλης σηκώθηκε από κάτω, μάζεψε τον δίσκο και όσα από τα φλιτζάνια είχαν περισωθεί και γύρισε βιαστικός στο καφενείο για να ετοιμάσει νέα παρτίδα.
Καλό παιδί ο Βασιλάκης, δουλευταράς και τίμιος. Κοίταζε τη δουλειά του και φρόντιζε να μην ενοχλεί κανένα. Ούτε ήθελε να τον ενοχλούν. Πάνω απ΄ όλα προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητος. Όταν περπατούσε στο δρόμο μαζί μ΄ άλλον ένα διαβάτη, κανείς δεν έβλεπε αυτόν, πάντοτε πρόσεχε τον άλλον, τον οποιονδήποτε άλλον.
«Βλέπεις.. οι καιροί είναι πονηροί και ένα μπλέξιμο δεν ξέρεις που μπορεί να σε βγάλει»
Ναι ρε γαμώτο και πότε δεν είναι πονηροί οι καιροί σε τούτον τον τόπο;
Για να κρατούν τον κόσμο φοβισμένο, κάθε τόσο του πετούνε και μια βαρύγδουπη κοτσάνα.
Η πιο γνωστή κοτσάνα ήταν το ¨πρέπει να σώσομεν την πατρίδαν από τας απειλάς¨
Όπου η πάγια απειλή ήταν οι πολιτικοί αντίπαλοι. Όταν το καθεστώς έβλεπε ότι ο κοσμάκης είχε πάρει χαμπάρι ότι η μόνη τους φροντίδα ήταν να ξεκοκαλίσουν τα πάντα ενώ ξεπουλούσαν αυτήν την έρμη την χώρα και ήταν έτοιμοι να τους ρίξουν, άρχιζαν να βλέπουν παντού εθνοπροδότας και κατασκόπους. Έστηναν και μια ζόρικη δικτατορία, μπαγλάρωναν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και ¨έσωζαν την πατρίδαν¨ χοντρικώς. Τώρα αν τολμούσε κανείς να πει:
-Και τον εαυτόν μας, ρε παιδιά, πότε θα τον σώσωμεν;
Τότε μαύρο φίδι που τον έφαγε!
Εξαφανίζονταν μεσ΄ τη νύχτα και τον έβρισκαν σκοτωμένο από το ξύλο. Πέταγαν και στα γρήγορα ένα πιστοποιητικό θανάτου (απεβίωσεν εξ αιτίας καρδιακής ανακοπής)
Στην κηδεία οι κοντινοί του τον έκλαιγαν. Οι πιο μακρινοί, είχαν ψιλοαδιάφορο ύφος του τύπου ¨άντε μια υποχρέωση είναι κι αυτή, να τελειώνουμε να πάμε σπίτι μας¨.
Αλλά φεύγοντας απ΄ την κηδεία είχαν τα χείλια σφιγμένα και το μέτωπο γεμάτο χαρακιές από μια αγανάκτηση που δεν μπορούσε να ξεσπάσει σε ουρλιαχτό.
Ας είναι! Στο κάτω – κάτω αυτός ποτέ δεν είχε τέτοια νιτερέσα.
«Τι να μπλέκεις τώρα με τέτοια; Το μεροκάματο βγαίνει; Όλα πάνε καλά!»
Γιατί, μη βλέπεις τι λέει η γυναίκα του η Τούλα! Πως τάχα μου, σκοτώνεται όλη μέρα και στο τέλος τι του μένει; Πενταροδεκάρες!
«Για έλα συ, κυρά μου που κάνεις την έξυπνη, να δούμε πως θα καταφέρεις να τσεπώσεις το μάτσο τα χιλιάρικα; Ή θαρρείς ότι φυτρώνουν στα θάμνα, στο παρκάκι και θα πάω να τα μαζέψω; Ε;!»
Λοιπόν ένα πράγμα που διαόλιζε την Τούλα ήταν αυτό το¨ Ε!¨. Αγρίευε με τη μία!
Εκεί ήταν που θυμούνταν πως την είχε ο πατέρας της:
(Πριγκιποπούλα! Ποτέ δεν της χάλαγε χατίρι κι η μάνα της όταν κοιμόνταν επέβαλε σιγή στο σπίτι μη τυχόν κι ενοχληθεί το βλαστάρι της).
Αλήθεια είναι πως ο μπάρμπα- Κώτσος, ο πατέρας της, την είχε μοναχοκόρη, καμάρι του σπιτιού του, κι όταν αποφάσισε να παντρευτεί τον Βασίλη κόντεψε να πάει στον άλλο κόσμο. Αυτός την φαντάζονταν μεγαλοκυρά στο πλάι ενός εφοπλιστή! Που να φανταστεί ότι θ’ αποφάσιζε να γίνει η γυναίκα ενός καφετζή!!
Αλλά ο ανθρωπάκος δεν είπε και τίποτα. Αφού έτσι ήθελε το κορίτσι!
Αυτή που έφαγε τα λυσσακά της, ήταν η μάνα της.
Τον πρώτο χρόνο του γάμου, τους είχε κάνει άνω κάτω .
Μετά πέθανε κι ησύχασαν.
Κρίμα η καημένη πολύ νέα ¨έφυγε¨. Δε βαριέσαι! Αν δεν έφευγε αυτή, θα πήγαινε ο Βασίλης στο Δαφνί.. το ΄χαν και γειτονιά! Πάντως, όπως και να το δεις ένα δηλητήριο το άφησε πίσω της για να ΄χει να λέει η Τούλα πως ¨Η καημένη η μαμά πέθανε απ΄ την πίκρα της που δεν μ΄ είδε όπως αυτή ήθελε¨. Τα πεντακόσια κιλά της δεν τα ΄βλεπε και τα βουβάλια που έτρωγε στην καθισιά της!
Τέσσερα παλικάρια βοήθησαν τα κοράκια να κουβαλήσουν την κάσα και οι δύο απ΄ αυτούς, την άλλη μέρα, βρέθηκαν στο κρεβάτι με οσφυαλγία.
Έμεινε μόνος κι ο μπάρμπα-Κώτσος στη φροντίδα της Τούλας, μια και ο αδελφός της, ο Μάρκος, είχε φύγει για την Γερμανία το ’62.
Καλό παιδί ο Μάρκος, από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν έγιναν φιλαράκια. Θα ΄λεγες ότι τον ήξερε από χρόνια. Αλλά κι αυτός είχε να έρθει στην Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια, δηλαδή από τότε που μας κάθισε στο σβέρκο η δικτατορία.
Ίδια κι αυτή σαν την προηγούμενη . Μόνο που τούτοι ‘δω είχαν εχθρούς τους ¨κομμουνιστάς¨
Όταν λοιπόν ήθελαν να ξεμπερδέψουν κανέναν, τον κατηγορούσαν για κομμουνιστή και τον έχανε το σπίτι του. Κάποιοι που ήξεραν ψιθύριζαν πως τους κουβαλούσαν σ’ ένα ξερονήσι, τα Γιούρα, (επίσημα Γυάρος) αλλά και γι’ άλλους, που τους έστελναν στην Ικαρία, στη Λέρο και όπου αλλού βάλει ο νους του ανθρώπου. Άλλους, λένε, ότι τους έχωσαν στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκεί, λέει, γίνονται εγκλήματα.. σκοτώνουν τον κόσμο στο ξύλο. Καθώς και πάρα δίπλα στην ασφάλεια. Τσάκιζαν τον κόσμο στα βασανιστήρια ¨δια να σώσουν την Ελλάδα από τον κομμουνιστικόν κρημνόν¨ Να δούμε απ’ αυτούς ποιος θα μας σώσει. Αλλά έτσι είναι.. αυτοί είναι οι νόμιμοι γιατί καπάκωσαν την κατάσταση κι έχουν το πάνω χέρι. Έτσι λοιπόν, δεν είναι δικτατορία.. είναι επανάστασις ή… ¨εθνική κυβέρνησις¨
Η επανάστασις …. Η εθνική κυβέρνησις…. Σκατά!
Αυτός όμως ήξερε να παίζει το παιχνίδι καλά. Μέσα στον καφενέ είχε κρεμάσει το ¨πουλί¨, το.. «σύμβολον της επαναστάσεως» και δίπλα μια φωτογραφία του Παπαδόπουλου. Όχι πως γούσταρε τη φάτσα του, αλλά να.. ούτε υγειονομικό πλησίαζε, ούτε αγορανομία, ούτε εφορία.
Είχε βρει την ησυχία του, κανείς δεν του ζάλιζε.. τον μπεζαχτά.
Απ΄ την άλλη όμως του μπαίνανε στο μαγαζί κάτι γεράκια.. (άνθρωποι της κατάστασης) που θεωρούσανε το μαγαζί τους ¨δικό τους στέκι¨.
Κάθονταν με φάτσα την φωτογραφία του ¨μεγάλου¨ και παρίσταναν τα πολύ σπουδαία πρόσωπα.
Σιχαμάρα!
Για καλό και για κακό απέφευγε να τους πιάσει την κουβέντα. Όταν κανένας απ’ αυτούς προσπαθούσε να του ανοίξει συζήτηση, έκανε τον υπεραπασχολημένο. Τη μια τα ποτήρια, την άλλη οι καφέδες, ξέφευγε και δεν τους άφηνε να του ανοίξουν κανένα « επικίνδυνο» θέμα.
Αυτός που δεν κατάφερε να του ξεφύγει ήταν ο Νικολάκης ο Παπαδόπουλος.
Ένας τύπος που έρχονταν μαζί με κάποιους ορκισμένους χουντικούς.
Ο Νικόλας λοιπόν ένα μεσημεράκι τού ΄πεσε από δίπλα κι άρχισε να τον τριβελίζει:
-Για δυο, τρεις, το πολύ, μέρες κύριε Βασίλη. Δεν είναι δα και κανένα φοβερό ποσόν. Τετρακόσιες δραχμές!
«Τετρακόσιες δραχμές; Τέσσερα κατοστάρικα; Για ποιόν με πήρε, γαμώτο; Για τον Ωνάση; Τέσσερα κατοστάρικα, την σήμερον ημέρα, είναι δυο ΄μερών τζίρος απ΄ τον καφενέ!»
Αλλά και τι να πει; Αυτός όταν έρχονταν κερνούσε και τους υπόλοιπους, άφηνε και καλό μπουρμπουάρ. Σφίχτηκε, ζορίστηκε, στο τέλος τα ξεκόλλησε και του τα ‘δωσε. Τι το ΄θελε; Πέρασαν δυο βδομάδες και τα τέσσερα εκατόμπαλα, άφαντα. Μαζί με τον Νικολάκη.
Αλλά αγαπάει θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη. Τον πήρανε μάτι τον κύριο Νικολάκη! Τον είχε δει ο κουμπάρος του ο Μάκης, ξάδερφος της Τούλας, που είχε βαφτίσει τον γιό του τον Αλέκο, να βγαίνει από μια πολυκατοικία στην Καποδιστρίου.
Χρυσό παιδί ο Μάκης, τον καταλάβαινε απόλυτα. Κι αυτουνού η γυναίκα είχε το ταλέντο της Τούλας. Πολυβόλο! Tριακόσιες πενήντα λέξεις το λεπτό. Το μαρτύριο τους είχε αδερφώσει και τα ΄λεγαν συχνά , σαν παλιοί συμπολεμιστές.
Να τος, λοιπόν στημένος από δω και μιάμιση ώρα, με το καπέλο του μπάρμπα-Κώτσου, για παραλλαγή, και το μάτι καρφωμένο στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Είχε πάρει και τις προφυλάξεις του, δεν έδειχνε πολύ πρόσωπο, μη τον δει ο τύπος και την κοπανήσει και για σιγουριά είχε μαζί του κι ένα δεύτερο πακέτο τσιγάρα, μπας και η χωσιά κρατήσει πάρα πάνω.
Ακόμα και καμιά νοστιμούλα να περνούσε ο Βασίλης δεν την έβλεπε. Το μάτι του έμενε ακίνητο επάνω στην πόρτα της εισόδου, μιας και ήξερε πως κάτι τέτοιες ώρες ξεμυτούσε το λεβεντόπαιδο και δεν εννοούσε να τον χάσει. Ίσως γι’ αυτό δεν κατάλαβε τι γινόντανε πίσω του και του ήρθε ξαφνικό μόλις ένιωσε ένα χέρι να του κρατάει σταθερά το μπράτσο.
Αναπήδησε τρομαγμένος. Ο τύπος που τον είχε γραπώσει δεν του άφησε κανένα περιθώριο αντίδρασης. Η φωνή του ακούστηκε σιγανή αλλά και επιτακτική δίπλα στ΄ αυτί του.
-Έλα μαζί μας, χωρίς πολλά - πολλά.
Πλοίο να είχε σφυρίξει μεσ’ τα’ αυτιά του, δεν θα τον είχε τρομάξει τόσο.
-Τι είναι ρε παιδιά;
Είπε, ρίχνοντας ένα βιαστικό βλέμμα στα ¨παιδιά¨.
Γνωστές φιγούρες: σκούρες καμπαρντίνες, μαύρο γυαλί, καπέλο χωμένο ως τ΄ αυτιά. Βρώμαγαν μπατσαριό, από εκατό μίλια μακριά.
-Για σταθήτε ρε παιδιά, τι έκανα και με τραβάτε;
Διαμαρτυρήθηκε, με φωνή πνιγμένη από την αγωνία.
-Σκάσε κι ακολούθα !
Ο τόνος της τελευταίας διαταγής ήταν κοφτός, άγριος και γεμάτος από οσμή βάρβαρης εξουσίας.
Τον πλημμύρισε ένας τρόμος γεμάτος από σκοτεινή κρατική βία και ψιθύρους για τρομερά βασανιστήρια. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει απότομα, δυνατά και τα πόδια του λύγισαν. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν από τον τρόμο, την κούραση ή κι απ΄ τα δυο αλλά από την άλλη δεν ήθελε να δείξει στους χαφιέδες τον τρόμο του. Έτσι μπορεί να νομίσουν ότι έχει κάτι να φοβηθεί. Αλλά ούτε και πρόλαβε ν΄ αντιδράσει. Τον άρπαξαν απ΄ τα μπράτσα και τον κουβάλησαν καροτσάκι σ΄ ένα σκούρο φόρντ.
Τον έσπρωξαν μέσα, στο πίσω κάθισμα και δίπλα του έκατσε ο ένας τους. Ο άλλος έκατσε μπροστά κι έτσι δεν μπορούσε να δει τη φάτσα του. Μέσα στ΄ αυτοκίνητο μπόρεσε να βρει την ψυχραιμία του και να σκεφτεί τα πράγματα πιο ήρεμα.
Δεν είχε και τίποτα να φοβηθεί. Πουθενά μπλεγμένος, δεν ήταν. Στο μαγαζί φιγουράριζε το πουλί και η φωτογραφία του Παπαδόπουλου (φαρδιά- πλατιά).
Στο κάτω- κάτω αν έβλεπε πως τα πράγματα πήγαιναν στραβά, θα έψαχνε καμιά απ΄ τις φάτσες που μαζεύονταν στο μαγαζί. Όλο και κάποιον θα εύρισκε να μιλήσει για λογαριασμό του.
«Αμάν! Το μαγαζί!»
Μ΄ όλη τούτη τη φασαρία ξέχασε πως είχε αφήσει τον μπάρμπα- Κώτσο στο πόδι του.
Τώρα; Θα του κόψει να ψάξει που τον έχουν ή θα πάει σπιτάκι του και μη τον είδατε τον Παναγή;
Ύστερα είναι κι η Τούλα, έτσι θα τον αφήσει ή θα σηκώσει τον κόσμο στο ποδάρι; Αν, μάλιστα, της περάσει απ΄ το νου ότι κάνει κάτι πονηρό, τότε να δεις για πότε θα τον ξετρυπώσει.
Μ’ αυτή την τελευταία σκέψη μισοχαμογέλασε.
-Γελάς ρε;
Η αγριοφωνάρα του ¨συνοδού¨ του, τον κατατρόμαξε.
Του ΄φυγαν και οι σκέψεις αφήνοντάς τον μόνο του με τους χαφιέδες. Αυτό τον ζόρισε και τον έκανε να σκεφτεί την τρέχουσα κατάσταση.
«Δεν πρέπει να με πιάνουν μπόσικο, σκέφτηκε, μη θαρρούν ότι έχω να φοβηθώ τίποτα. Γιατί, πώς να το κάνουμε, κάποιο λάθος θα ΄χει γίνει και με πήρανε γι΄ άλλον.
Να όπως έγινε με τον θείο της Τούλας, τον Ανέστη, το ΄68 στην Καλλιθέα.
Ο ανθρωπάκος εκεί που περπατούσε μπροστά στη Χαροκόπειο έσκασε μια μπόμπα στο παρκάκι, αποκεφαλίζοντας το άγαλμα της Φρειδερίκης.
Το μπαμ ήταν δίπλα στ΄ αυτί του κι αυτός έτρεξε να φύγει μπας και τον βρει τίποτα στο δόξα πατρί. Για πότε βρέθηκαν δυο μπάτσοι και τον τσουβάλιασαν ούτε που το κατάλαβε.
Πέντε μέρες τον είχε χαμένο το σπίτι του. Οι αθεόφοβοι, τον κουβάλησαν στην ασφάλεια και τον βριζοκοπανούσαν ολημερίς κι οληνυχτίς για να ομολογήσει ποιος έβαλε την μπόμπα και ποια ήταν η οργάνωσή τους. Είδε κι έπαθε να τους πείσει ότι ήταν απλά περαστικός.
Του άργασαν το τομάρι. Ο θεός να σε φυλάει από τέτοια μπλεξίματα.
Άσε που μετά, για μήνες, έτρεχαν στους γιατρούς για να τον ξαναμαζέψουν και να τον στήσουν στα ποδάρια του. Χώρια που τον ¨ζωγράφισαν¨ κιόλας για.. ύποπτον. Ποιόν; Τον Ανέστη! Το αρνί του θεού, που δεν ήξερε τι θα πει καφενείο. Απ΄ τη δουλειά και στο σπίτι. Αλλά είπαμε… οι καιροί είναι πονηροί. Λίγο μυαλό να ΄χεις, ξέρεις πως πρέπει να φυλάγεσαι από μπλεξίματα».
Τέλος έφτασαν σ΄ ένα κεντρικό κτήριο, σταμάτησαν μπροστά από μια ταμπέλα που έγραφε: ¨υπηρεσιακά αυτοκίνητα¨ . Εκεί επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι του.
«-Καλά το κατάλαβα.» Είπε με το νου του. «Ρουφιάνοι είναι οι κερατάδες.»
-Ακολούθα μας.
Κατέβηκε ή μάλλον τον κατέβασαν, τραβώντας τον σα σακί. Σκόνταψε στο κράσπεδο, χτυπώντας δυνατά στον κάλο. Μούγκρισε ένα πνιχτό ωχ! Οι άλλοι έδειξαν να μην καταλαβαίνουν τίποτα. Τον έσερναν μαζί τους, τρεχάτοι, ανηφορίζοντας μια σκάλα για πέντε πατώματα. Μαρτύριο! Αν δεν τον κρατούσαν θα σωριάζονταν στο δεύτερο κεφαλόσκαλο. Την υπόλοιπη σκάλα, ούτε θυμόνταν πως την ανέβηκε. Το μόνο που του ΄μεινε στο νου ήταν η πιασμένη του ανάσα κι ο πόνος στον κάλο που τον τρυπούσε μέσα στο μυαλό. Το μαρτύριο πήρε τέλος στον πέμπτο όροφο. Σέρνοντας, τον κουβάλησαν κατά μήκος ενός διαδρόμου με κλειστές πόρτες και τον πέταξαν σ’ ένα παγκάκι που υπήρχε έξω από ένα γραφείο.
Καταϊδρωμένος, λαχάνιαζε σα σκύλος στην ανηφόρα. Του ΄ρθε μια απότομη ζαλάδα και κρατήθηκε απ΄ τα ξύλα του πάγκου, για να μην καταρρεύσει εκεί μπροστά σ΄ όλους.
Ξαναβρήκε την ανάσα του τη στιγμή που ο ένας απ΄ τους χαφιέδες χτύπαγε την πόρτα του γραφείου.
-Ναι
Ο χαφιές μισάνοιξε την πόρτα κι έχωσε τη μούρη του μέσα.
-Κύριε διοικητά φέραμε τον...
-Να περιμένει!
Η φωνή που απάντησε μέσα από το γραφείο, μύριζε γαλόνια.
Λοιπόν κοίτα να δεις κάτι πράγματα, τους γαλονάδες τους καταλαβαίνεις απ΄ τη φωνή, βλέποντας τους ή όχι.
Έτσι κι ένας ξάδερφός του, ο Παύλος. Ίδια ηλικία είχαν και τα σπίτια τους ήταν κοντινά. Από τη στιγμή που πέρασε στην ευελπίδων, άλλαξε ακόμα και ο τόνος της φωνής του. Τον άκουγε στο τηλέφωνο και θαρρούσε πως του μιλούσε ο Παπάγος. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου.
Ο χαφιές γύρισε προς το μέρος του και του είπε ξερά:
-Κάτσε κει που είσαι και περίμενε να σε φωνάξουν.
Κατόπιν απομακρύνθηκαν με γρήγορα βήματα. Τους παρακολουθούσε καθώς προχωρούσαν στο βάθος του διαδρόμου, μέχρι που το μάτι του σταμάτησε σ΄ έναν νεαρό που κάθονταν στην άλλη άκρη του πάγκου και τον κοίταζε ερευνητικά.
-Καλησπέρα σας. Είπε ο νεαρός μουρμουριστά.
«Μμμ.. τούτος έχει όρεξη για κουβέντα, σκέφτηκε.»
-‘Σπέρα. Είπε με μισό στόμα για να τελειώνει την κουβέντα μαζί του.
-Εδώ πρέπει να έχετε υπομονή. Αργούν πολύ να σε πάρουν μέσα.. αν σας πάρουν σήμερα.
«-Αει να μου χαθεί ο γρουσούζης. Βαλτός είναι να μου τσακίσει τα νεύρα;»
Τον κοίταξε με μια γρήγορη ερευνητική ματιά
«Μάλλον κάνα κλεφτρόνι θα είναι και τον έχουν μπουζουριάσει. Ωχ αδερφέ δε θα σκάσω και με δαύτονε. Κοφ΄ του την κουβέντα να τελειώνουμε.»
-Καλά θα.. δούμε..
Είπε με μισή φωνή για να καταλάβει ο πιτσιρικάς ότι δεν ήθελε κουβέντες και γύρισε απ΄ την άλλη μεριά τα μούτρα του.
«Να μη πιάσουμε και σχέσεις μέσα σε τούτες τις πόρτες.»
Ο νεαρός κατάλαβε ότι ο άλλος ήταν βαρύθυμος και δεν έδωσε συνέχεια. Κατέβασε το κεφάλι έχωσε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες και μισόκλεισε τα μάτια σα να λαγοκοιμόταν ή σα να προσεύχονταν.
Ο Βασίλης έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έπιασε τα τσιγάρα του. Είχε μείνει το ένα πακέτο κι αυτό μισό. Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο διάδρομο για να ξεμουδιάσει και λίγο. Η ώρα περνούσε και δεν φαίνονταν κανένας απ΄ αυτούς που μιλούσαν μέσα από τις κλειστές πόρτες. Καμιά φορά ακούγονταν βήματα στη σκάλα από κάποιους που ανέβαιναν στον πέμπτο. Τότε έτρεχε να κάτσει στο παγκάκι σα μαθητής που τον έπιασαν να κάνει αταξίες.
Κάθονταν σα.. να μην τρέχει τίποτα μ’ ένα ύφος που έλεγε:
«Εγώ; Δεν ξέρω καν τι γυρεύω εδώ μέσα! Είμαι άσχετος μ΄ ό,τι έχει να κάνει με τούτο το κτίριο»
Σκέφτηκε ν’ αρχίσει να σφυράει αδιάφορα, αλλά μήπως τους έδινε αφορμές για να νομίσουν ότι είναι κάνας χαζούλης και πάει η σοβαρή του εικόνα. Έτσι με μηχανικές κινήσεις άναψε ένα τσιγάρο ακόμη.
«Ρε γαμώτο, κάπνισα τ΄ άντερά μου σήμερα. Το βράδυ δε θα με πιάνει ο ύπνος απ΄ το βήχα.»
Ποιο βράδυ; Είχε φτάσει δέκα η ώρα και δε φαίνονταν να παίρνει τέλος τούτη η ιστορία.
« Έχει γούστο να ξέρει τι λέει ο πιτσιρικάς. Γύρευε πόσες φορές τον κουβάλησαν εδώ μέσα κι έχει μάθει το… πρόγραμμα εργασιών.»
Μήπως να τον ψάρευε να δει τι ξέρει από τούτες τις δουλειές;
«Μπα ασ΄ τον καλύτερα. Θα θέλει να πιάσει πάλι την κουβέντα και δε γουστάρω καθόλου.»
Όμως οι ώρες περνούσαν. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Έντεκα παρά τέταρτο!
«Πω-πω η Τούλα θα τρελάθηκε απ΄ την αγωνία της. Μη πάρει σβάρνα τα νοσοκομεία και με ψάχνει!»
Τέλος το πήρε απόφαση. Θα μιλούσε στον νεαρό. Τι είχε να χάσει; Μήπως θα του ΄δεινε ραπόρτο ποιος είναι και τι κάνει;
-Έχεις υπ΄ όψη σου πως πάει το πράγμα εδώ χάμω;
Ο νεαρός βγήκε απ΄ τον ύπνο ή την προσευχή του, μισοχαμογέλασε κι άρχισε πάλι να μιλάει μουρμουριστά.
-Εμ.. ανάλογα… για τι ακριβώς σας έφεραν.
«Οπα! Δεν κατάλαβα; Αναφορά θα του δώσω του λεβέντη; Αλλά πάλι.. δε ρώτησε και τίποτα σπουδαίο. Κάτι θα ξέρει για να ρωτάει.»
Αποφάσισε να του ανοιχτεί λίγο, αλλά χωρίς να του λέει και τίποτα που να επιβαρύνει τη θέση του.
Πλησίασε κοντά στον νεαρό και άρχισε κι αυτός να μιλάει μουρμουριστά.
-Ξέρω ‘γω ρε παιδάκι μου, να στα καλά καθούμενα. Μ΄ άρπαξαν και με κουβάλησαν. Χαμπάρι δεν έχω τι θέλουν από μένα.
-Ε συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Μήπως κι εγώ ξέρω γιατί με κουβαλάνε κάθε τρεις και λίγο; Νομίζεται πως θέλουν… την άδεια;
-Δηλαδή, τι εννοείς ρε καλόπαιδο ¨κάθε τρεις και λίγο¨;
-Ό,τι λέω. Κάθε τρεις και λίγο!
«Να τα μας. Σεσημασμένος κακοποιός είναι ο τύπος. Καλά το ‘λεγα εγώ απ’ την αρχή. Δεν είναι να πιάνεις κουβέντες σε τούτες τις πόρτες. Άσε να δούμε πως θα ξεμπλέξουμε κι ας κανονίσει τούτος τα δικά του τα μπλεξίματα. Ωχ αδερφέ παρασκοτίστηκα και με δαύτονε.»
-Καμιά φορά, αλλάζουν βάρδιες και μετά ασχολούνται μαζί σου, συνέχισε ο νεαρός. Ή απλά σου λένε: Πάρε δρόμο. Σου ρίχνουν και λίγα γαλλικά για… να μη παίρνεις θάρρος και σ΄ αμολάνε, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός και αν…
-Τι εννοείς αν;
Τώρα του άναψε για τα καλά την περιέργεια.
« Γαμώτο αυτός ξέρει πολλά πράγματα. Τι δεν του μιλούσα τόσην ώρα μπας και ξεστραβωθώ; Έτσι για να ξέρω τι γίνεται. Όχι τίποτ΄ άλλο, μπορεί να μου πει και κάτι που να με βοηθήσει να ξεμπλέξω πιο γρήγορα»
-Μπα τίποτα. Όταν συμβαίνουν αυτά, γίνεται τρελλοκομείο εδώ μέσα.
-Δηλαδή σαν τι πράγματα; Όχι πως μ΄ ενδιαφέρει, αλλά να… έτσι, κουβέντα να γίνεται.
-Εμμμ, αφήστε το καλύτερα. Δεν είναι να τα συζητάς αυτά τα πράγματα. Όχι εδώ μέσα!
-Καλά εσύ τι θαρρείς, ότι εγώ θα βγάλω παράρτημα;
Προσπάθησε να τον ξεθαρρέψει. Άσε που είχε πάρει και συνωμοτικό ύφος. Αν τον έβλεπε κανένας γνωστός, θα του λύνονταν ο αφαλός απ’ τα γέλια. Ο Βασίλης, Τζεημσμπόντ! Σα να βλέπεις το Μανέλη να κάνει τον ακροβάτη.
Αλλά έπρεπε να ξεθαρρέψει ο μικρός για να μιλήσει. Ίσως κι αυτός να φοβόνταν. Ίσως να νόμιζε πως ο Βασίλης ήταν βαλτός, για να τον ψαρέψει. Μπορεί να ήταν μικρός, αλλά ήξερε πολύ περισσότερα απ΄ τον ίδιο, που φάνταζε νεοσύλλεκτος μπροστά σε παλιοσειρά.
-Να.. είναι καμιά φορά που φέρνουν αριστερούς. Τότε, εδώ… γίνεται χαλασμός κόσμου. Φωνές, ουρλιαχτά…ξύλο. Εμάς συνήθως μας διώχνουν….
-Εσύ πως έγινε και βρέθηκες σε τούτες τις πόρτες;
-Εεε… δεν κατάλαβα και πολύ καλά. Από κάποιους συγγενείς μου. Έτυχε.. τι να σας πω τώρα; Είχα πάει σ’ έναν θείο μου που παλιά αγόραζε την ¨Αυγή¨ και… καταλαβαίνετε.
«Αν καταλάβαινε; Πως δεν καταλάβαινε! Είναι αυτά που λέγανε με τον Ανέστη όταν εκείνος κατάφερε να ξεμπερδέψει απ΄ το διάολο που τον είχε καβαλήσει.»
-Κατάλαβα. Ου μπλέξεις, δηλαδή!
-Ναι .. ναι.
Ξανά τσιγάρο, κοίταξε στο πακέτο, είχαν μείνει δυο τσιγάρα, το στόμα του είχε γίνει τσαρούχι. Χώρια που τον είχε πιάσει πανικός.
«Τι θα γίνει ρε γαμώτο; Πότε θα ξεμπερδέψω από ΄δω;»
Ξανά ματιά στο ρολόι: δώδεκα και μισή. Και ήταν εδώ απ΄ τις οχτώ και τέταρτο! Και τα τσιγάρα τέλειωσαν. Σκατά !
Τέλος, άνοιγμα παράπλευρης πόρτας, με τσιριχτό ξεμάγκωμα του μεντεσέ.
Πάλι ο ίδιος τόνος φωνής, προστακτικός, αλλά με τυποποιημένη ευγένεια.
Την γνωστή ευγένεια του αστυνομικού προς τον πολίτη. Ψυχρή και υποτιμητική….
Κανονικά θα έπρεπε να νιώσει ανακούφιση που φαινόντανε το πράγμα να πλησιάζει στο τέλος του.
Όμως αυτόν τον είχε καταλάβει ένας παραλυτικός τρόμος.
Ποιος ήταν εκεί μέσα; Τι θα τον ρωτούσε; Αν τα ‘κανε θάλασσα; Αν του ξέφευγε κάτι που, θεωρούσαν ότι ήταν ανατρεπτικό ή κομμουνιστικό, τι θα του συνέβαινε; Έχει γούστο να μπλέξει σαν τον Ανέστη!
Όλα κι όλα το ξύλο δεν το άντεχε. Ό,τι θέλουν θα τους το πει και μετά βλέπουμε.
Σηκώθηκε απ΄ το παγκάκι νιώθοντας τα πόδια του να λυγίζουν από τρόμο και πανικό.
Τα λίγα βήματα μέχρι την πόρτα του γραφείου του φάνηκαν μαραθώνιος.
Δειλό χτύπημα στην πόρτα. >>>>>>>>> ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου