Κεφάλαιο 3 ο
3) Θες λεφτά;!!
Ήταν πια δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και οι δρόμοι ήταν έρημοι. Κρατούσε ένα σημείωμα, απ’ το γραφείο που του πήραν τα στοιχεία, για να πάει στο σπίτι του μην του τύχει κανένα κακό συναπάντημα.
Περπάτησε μέχρι το Σύνταγμα για να βρει περίπτερο ανοιχτό.
«Άντε δυο πακέτα ακόμη. Δεν σου τυχαίνουν κάθε τόσο, τέτοια πράματα. Βάλε στα έξοδα και μια κούρσα με ταξί να πάμε σπίτι και κλείνει ο λογαριασμός του Νικολάκη, που να μη προλάβει να ξημερώσει το καθίκι, κόντεψα να πάω στον άλλο κόσμο απ΄ την τρομάρα μου. Θες να τραβήξει το μπλέξιμο και να κουβαλάνε και μένα κάθε τρεις και λίγο στις ασφάλειες σαν εκείνο το φουκαρά;»
Το ταξί είχε πάρει το δρόμο για το Αιγάλεω σε δρόμους έρημους. Ο Βασίλης όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Κάθε λίγο, έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πίσω μήπως ήταν κανένα ¨περίεργο¨ αμάξι στο κατόπι τους.
Είχε το νου και στην Τούλα. Τι να κάνει τώρα;
Να! Έτσι όπως το ΄χε φανταστεί: μια Τούλα στο κακό της το χάλι. Ξενυχτισμένη, με τα μάτια κόκκινα και τον μπάρμπα- Κώτσο παρέα, να τον κλαίνε ζωντανό.
-Αμάν χριστιανέ μου τι έγινες; Περιμέναμε να ξημερώσει για να πάρουμε σβάρνα τα νοσοκομεία μπας και σε χτύπησε κάνα αμάξι.
-Άσ΄ τα τώρα. Μη με κουβεντιάζεις. Θα τα πούμε το πρωί.. άλλη στιγμή. Θα πιω ένα καφέ να πάει η ψυχή στον τόπο της και τα ξαναλέμε.
Η Τούλα καίγονταν να τον περάσει από ανάκριση, αλλά το αγριεμένο μάτι του Βασίλη της έκοψε τελείως τη φόρα.
Έκατσε στη γωνιά του με τα τσιγάρα σφιγμένα στο χέρι, σα να ΄θελε κάποιος να του τ’ αρπάξει και κοίταζε αφηρημένα προς τα έξω, τραβώντας μικρές γουλιές απ’ τον καφέ.
Η Τούλα κι ο πατέρας της πήγαν για ύπνο. Αυτός δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η ένταση ήταν μεγάλη και τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί τον κρατούσαν σε αναστάτωση.
Ο τσαμπουκάς του βεληγκέκα. Η κουβέντα με το νεαρό. Ο γυμνός διάδρομος.
Τινάχτηκε απ΄ την καρέκλα, έριξε μερικά βήματα μέσα στην κουζίνα και ξέσπασε σ΄ ένα άγριο υβρεολόγιο.
Το καφενείο έμεινε κλειστό την επόμενη μέρα. Η περιπέτεια τον είχε διαλύσει και δεν του ΄κανε καρδιά να δουλέψει. Άσε που φοβόντανε, ότι κάτι θα μπορούσε να συμβεί. Ας πούμε ότι έρχονταν στο μαγαζί οι χαφιέδες και τον έπαιρναν, πάλι για βόλτα στην ασφάλεια. Αν έρχονταν ο ίδιος ο βεληγκέκας; Αλλά και τι να κάνει; Να μένει στο σπίτι σαν ανάπηρος (θεός φυλάξει) και να κρύβεται;
«Θα πάω..! Θα πάω κι ό,τι γίνει, έγινε.»
Αν έρθει και καμιά απ΄ τις… γνωστές τις μούρες, (που σίγουρα έχουν σχέσεις με τους.. διάφορους), θα του ΄λεγε τα πατερημά για την ¨επανάστασην που έσωσε την χώραν από τον κομμουνιστικόν κρημνόν και έφερε τον πολιτισμόν καθ’ άπασαν την επικράτειαν επεκτείνασα την ρευματοδότησην και την ασφαλτόστρωσην των οδών και χάρισε τα χρέη εις τους αγρότας και επανέφερε τας αξίας της θρησκείας και του πατριωτισμού εις την Ελληνικήν οικογένειαν.¨
Για να τα κελαηδήσει στ’ αυτί αυτών που πρέπει να τ’ ακούσουν.
Δηλαδή κάτι σαν δήλωση νομιμοφροσύνης με.. μαντατοφόρο.
«Αλλά ως τότε… βλέπουμε τι θα γίνει. Ας ανοίξω το μαγαζί αύριο και θα δούμε πως θα ΄ρθει τούμπα το πράμα.»
Ξύπνησε στις τέσσερις το χάραμα, από έναν ύπνο γεμάτο ΚΥΠ και Παττακούς.
Πήγε αθόρυβα κι έφτιαξε τον καφέ για να προλάβει να συνέλθει απ’ την ψυχική οδύνη του ύπνου, μη ξυπνήσουν οι άλλοι και τον δουν σ’ αυτά τα χάλια.
Καθυστέρησε, επίτηδες, ν’ ανοίξει το μαγαζί, φτάνοντας περασμένες οχτώ η ώρα.
Πέρασε με αργό βήμα μπροστά απ΄ το διπλανό μαγαζί με την κουτσομπόλα υπάλληλο για ν΄ ακούσει… ό,τι περίμενε.
Κυρ Βασίλη, μας ανησύχησες. Δεν σ’ είδαμε χθες κι είπαμε μήπως έπαθες κάτι.
Ήταν απολύτως έτοιμος γι’ αυτήν την ερώτηση! Δυο βήματα ακόμη και γύρισε προς το μέρος της μιλώντας δυνατά για να τον ακούσουν όλοι.
-Μπα τίποτα σημαντικό, μια γριπούλα. Είχα λίγο πυρετό και είπα να μη δώσω αιτία.
-Α! να προσέχεις κυρ-Βασίλη, αυτός ο καιρός είναι πιο ύπουλος κι απ΄ τη βαρυχειμωνιά.
-Δίκιο έχεις αλλά να… με το μέσα έξω στο μαγαζί, την αρπάς χωρίς να το καταλάβεις.
-Άντε περαστικά.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο μαγαζί με το συνηθισμένο του ύφος, αλλά το μάτι του έφερνε βόλτα όλες τις γωνιές.
«Θες να μου φόρεσαν τίποτα μικρόφωνα και να με παρακολουθούν;»
Στάθηκε στη μέση απ’ το μαγαζί και στράφηκε στην φωτογραφία του Παπαδόπουλου:
-Γεια σου Γιωργάρα, εσύ θα μας πας μπροστά.
Η… πρώτη δήλωση νομιμοφροσύνης!
Στρώθηκε στη δουλειά. Ο μπάρμπα-Κώτσος είχε αφήσει όλα τα φλιτζάνια άπλυτα κι ο νεροχύτης ήταν βουνό. Σκούπισε, καθάρισε τα τραπεζάκια, έπλυνε το πεζοδρόμιο κι όσο περνούσε η μέρα ένιωθε και καλύτερα.
«Καλά λένε! Η δουλειά είναι το καλύτερο φάρμακο.»
Μπήκε στη ρουτίνα του και ξαναβρήκε το ρυθμό του. Ήταν και τόσα πράματα που περίμεναν. Εδώ και κάμποσες μέρες, είχε βάλει κατά νου να πάει να συζητήσει με την ΕΒΓΑ για ψυγείο με παγωτά.
« Έρχεται καλοκαίρι και ο δρόμος γεμίζει πιτσιρικάδες. Θα πρέπει όμως ν΄ αγοράσω κι εκείνη την τοστιέρα και κάνα μεγάλο τηγάνι για να κάνω αυγά. Ο τόπος έχει γεμίσει οικοδομές και οι εργάτες ψάχνουν για κολατσιό. Αν βάλω και μια φουφού να κάνω τίποτα σουβλάκια.. άσχημα θα ‘ναι; Μπα άσε καλύτερα όχι! Θα βρομοκοπάει ψητίλα εδώ μέσα και δε θα μπορώ να συνεφέρω το μαγαζί»
Έτσι ήταν αυτός, προτιμούσε να μην έχει αυτό το έσοδο από το να κινδυνεύει να μείνει μόνος στο μαγαζί γιατί η μπόχα θα έδιωχνε τον κόσμο. Όλα τα χρόνια είχε συνηθίσει να μπαινοβγαίνει κόσμος στο μαγαζί του. Του άρεσε ν΄ ακούει τις κουβέντες. Κάθε λογής είδηση, έρχονταν και συζητιόνταν μέσ’ τον καφενέ. Βέβαια μετά την ¨επανάστασην¨ είχε κοπεί (μαχαίρι) η πολιτική συζήτηση και οι μόνες κουβέντες που γίνονται είναι για κάνα δυστύχημα και… ποδοσφαιρικά!
Η μπάλα έχει γίνει ο μέγας πρωταγωνιστής.
Α! κι ο Μποκάσα! Που στο διάολο τον βρήκαν αυτόν τον αγριάνθρωπο και μας τον κουβάλησαν; Πανηγύρι είναι ο τύπος. Έχει φορτωθεί (από μόνος του) μια αρμαθιά παράσημα και μοστράρεται για μέγας βασιλέας. Πιο μαύρος κι απ΄ τη νύχτα!
Α! πότε ήταν; τις προάλλες, είχε πάει κι ο Παττακός στη χώρα τους και του ‘καναν μεγάλη υποδοχή! Αφού τη γλίτωσε.. και δεν τον έριξαν σε κάνα καζάνι.. Μπα δε θα ‘βραζε με τίποτα. Θα μας έβγαζε και κακό όνομα στην Αφρική ότι δεν κάνουμε.. για κοψίδια.
Καλά πήγε κι η μέρα, ένα σωρό κόσμος πέρασε απ΄ το μαγαζί, δώδεκα καραφάκια έδωσε, τα οχτώ με ποικιλία, τα μαγαζιά τριγύρω τρελάθηκαν στους καφέδες. Βλέπεις τον έχασαν μια μέρα και κατάλαβαν την αξία του. Κόντεψαν να κάνουν κρα για καφέ.
«Αλλά έτσι είναι όταν ξέρεις ν’ αγοράζεις καλό πράμα και προ πάντων όταν ξέρεις να ψήνεις καφέ, δε σε πιάνει κανένας.»
Έφτασε η ώρα για να κλείσουν τα μαγαζιά κι αυτός ακόμα πήγαινε παραγγελίες. Δεν θα είχε καταφέρει να κάνει λογαριασμό, αν δεν έκλεινε την πόρτα, για να πάει σπίτι για φαΐ. Του έταξε ιμάμ η Τούλα για να τον παρηγορήσει, μπας και ξεχάσει την περιπέτεια με τον Βεληγκέκα.
-Καλησπέρα κύριε Βασίλη.
Γύρισε ξαφνιασμένος. Στην πόρτα στέκονταν η αιτία όλων των δεινών του. Αυτός ο άθλιος μπαταξής, αυτό το γαϊδούρι, το κάθαρμα,…το σόι του μέσα.
Αλλά! Και ανιψιός του ¨μεγάλου¨ . Και προστατευόμενος του βεληγκέκα.
Ο Βασίλης, βέβαια, ήθελε να τον αρπάξει απ΄ το λαιμό και να του χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο.
Μετά όμως, τι γίνεται; Τι θα τον περίμενε; Ξερονήσι; Ξύλο μετά μουσικής απ΄ το βεληγκέκα και την παρέα του; Και βέβαια ¨μουτζούρωμα¨ των χαρτιών του, να μπλέξει κι ο γιος του (σαν παιδί αντικαθεστωτικού). Να μαρτυρήσει το παιδί στο στρατό, να μη βρίσκει πουθενά δουλειά. Α πα πα, το πράγμα χρειάζεται ψιλοβελονιά.
-Καλησπέρα Νίκο μου.
«Τι να κάνω; Σ’ έκανα και ¨Νίκο μου¨… καθήκι άπλυτο! Πετάει ο γάιδαρος; Αμέ κάνει και βολ πλανέ!»
-Πέρασα και χτες.. δεν είχες ανοίξει.
-Ναι μια γριπούλα.. τίποτα σημαντικό. Αλλά είπα να μη δώσω αιτία..
-Ννναι…
«Οχ! Ξέρει!» «Σίγουρα ο βεληγκέκας θα του ‘δωσε ραπόρτο.»
Που ξέρεις μπορεί να του είπε ότι τον αποκάλεσε ¨χαμένο κορμί¨ και να κουβαλήθηκε ως εδώ για να του ζητήσει το λόγο.
«Και τι λόγο να ζητήσει αυτός! Μήπως του επέστρεψε τα τέσσερα κατοστάρικα; Ή θα το ρίξει στην ευθιξία; Έτσι, τάχα μου ότι τον έχει προσβάλει. Ίσα - ίσα για να μου φάει τα λεφτά δηλαδή.»
Αμ τους ξέρει καλά κάτι τέτοιους, ρεμπεσκέδες, που σου κάνουν πρώτα την αμάκα καλά-καλά και ύστερα ψάχνουν τρόπο να σε φέρουν τούμπα και να σου φάνε τα λεφτά!
Σαν τους καφέδες του μαστρο-Γιάννη!
Τορναδόρος, γείτονας (Θεός σ’χωρέσ’ τον). Ήταν ακόμα νέος στη δουλειά και δεν μυρίστηκε με την πρώτη το κόλπο του. Έπινε δέκα καφέδες τη μέρα και πλήρωνε τους δυο. Τη μια ο καφές είχε τρίχα, την άλλη είχε μύγα. Του ‘ριχνε κι ένα σωρό μπινελίκια, τη φορά. Μια, δυο, πέντε, δέκα, τον πήρε χαμπάρι. Του την έστησε στο τζάμι, έξω απ΄ το μαγαζί και τον περίμενε να κάνει την κουτσουκέλα του. Πάνω που έχωνε μια ολόκληρη κατσαρίδα στον καφέ (ο αθεόφοβος). Έκανε ντου, αγριεμένος, κραδαίνοντας το δίσκο σα την ρομφαία του Γαβριήλ.
Λεφτά δεν κατάφερε να του πάρει, αλλά κάποια άλλη μέρα, τον κέρασε καφέ με μια σκατόμυγα μέσα. Έκατσε εκεί μπροστά, κάνοντας τάχα πως τον κουβεντιάζει και περίμενε μέχρι να τελειώσει τον καφέ,(για να μαζέψει και τα φλιτζάνια) Που να τολμήσει ο μαστρο-Γιάννης να πει τίποτα! Κατάπιε τη μύγα κι έκανε τουμπεκί.
Έτσι είναι. Μερικές φορές το καλύτερο πράμα είναι το τουμπεκί! Ψιλοκομμένο, παρακαλώ!
-Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος Νικολάκη μου;
Ξέρεις κυρ Βασίλη δεν κατάφερα να σου φέρω εκείνα τα χρήματα που είχα δανειστεί..
-Σε παρακαλώ τώρα! Πως κάνεις έτσι, μεταξύ μας βρ’ αδερφέ. Όταν θα ευκολυνθείς θα μου τα δώσεις, δε χάθηκε ο κόσμος.
Αν του ‘λεγε ότι τα λεφτά έκαναν φτερά, θα το βούλωνε και θα ‘κανε και τον ευχαριστημένο. Αλλά δεν είναι να δίνεις και πολλά θάρρητα σε κάτι τέτοιους. Δεν το ‘χουν σε τίποτα να σου ζητήσουν και λουφέ γιατί σε τίμησαν με την αμάκα τους.
Ύστερα δεν ήθελε να δείξει ότι τον είχε κατατρομάξει ο βεληγκέκας! Παρίστανε τον άνετο, ότι δεν συμβαίνει και τίποτα, βρε παιδί μου. Όλα είναι εν τάξει
Η περδικούλα του το ‘ξερε. Τον είχε καταλάβει μια ταραχή που δεν ήξερε αν είναι φόβος ή ζοχάδα. Πριν κάνει κάτι, που θα το μετάνιωνε αργότερα, γονάτισε μπροστά στο ψυγείο κι έκανε πως τακτοποιεί τα μπουκάλια με τις πορτοκαλάδες, παλιό κλασικό κόλπο, όταν ήθελε να ξεφορτωθεί κάναν ανεπιθύμητο. Μάλιστα ξεκίνησε απ΄ το βάθος του κάτω ντουλαπιού μπαίνοντας ολόκληρος μέσα, για να του κόψει την κουβέντα.
Αλλά που! Το μουλάρι είχε στυλώσει τα ποδάρια και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Έσκυψε, μάλιστα, κι έχωσε την κεφάλα του στο άνοιγμα του ψυγείου.
-Δεν τ’ αφήνεις γι΄ αργότερα αυτά κυρ-Βασίλη. Έχω να σου πω κάτι εξαιρετικά σημαντικό!
-Μα είναι δουλειά που θα ‘πρεπε να ‘χω κάνει απ΄ το πρωί και δεν…
-Ας περιμένει!
Τον έκοψε ο άλλος. Κάθετα! Του ξανάρθε η ίδια μπόχα, βάρβαρης εξουσίας. Το κόλπο με το ψυγείο δεν είχε πέραση. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει με μαεστρία!
-Ήθελες κάτι άλλο, Νίκο μου; Δεν κατάλαβα. Νόμιζα ότι είχες τελειώσει.
-Άκου να σου πω κυρ-Βασίλη, είναι ένα λεπτό θέμα και θέλω όλη σου την προσοχή.
-Είμαι όλος αυτιά!
«Πολύς πρόλογος για να φάει τέσσερα κατοστάρικα! Σίγουρα θέλει να με βάλει γερά στο χέρι, ο τσίφτης.»
Τώρα όμως ήταν έτοιμος. Όλο και κάτι περίεργοι εμφανίζονταν και ζητούσαν δανεικά κι αγύριστα. Είχε κι αυτός στην τσέπη της ποδιάς μια χούφτα δεκάρες και πενηνταράκια, (άντε και καμιά δραχμή ανάμεσα). Με το που του έκανε πρόλογο ο μπαταξής για δανεικά, έχωνε το χέρι στην τσέπη και του μοστράριζε το δεκαρομάνι. Άρχιζε και την κλάψα για τα χάλια της αγοράς.
–Τι να σου πω; Δεν βγαίνω! Με το ζόρι μου μένουν τα έξοδα της οικογένειας. Μεγάλωσαν και τα παιδιά κι έχουν ένα σωρό απαιτήσεις.
Όταν οι μπαταξήδες έβλεπαν τις δεκάρες απελπίζονταν, αν και συνήθως επέμεναν λίγο ακόμη (έτσι για την τιμή των όπλων) και μετά έβαζαν πλώρη γι’ άλλα θύματα. Με το που του άρχισε την κουβέντα ο ¨Νικολάκης του¨ έχωσε, ενστικτωδώς, το χέρι στην τσέπη της ποδιάς, έτοιμος ν’ αρχίσει την κλάψα.
-Δώσε προσοχή κυρ-Βασίλη γιατί το πράγμα είναι σοβαρό. Αλλά!!...
Αυτό το ¨αλλά¨ το τόνισε με ιδιαίτερο στόμφο, έκανε και την απαραίτητη παύση για να τραβήξει την προσοχή του Βασίλη.
-Τι συμβαίνει, Νίκο μου, με τρομάζεις.
-Όχι, δεν είναι για τρόμο. Πρώτα όμως να σου κάνω μια απλή ερώτηση.
-Είμαι όλος αυτιά!
-Θες λεφτά;!!
Και ποιος στραβός δε θέλει το φως του; Ασφαλώς ήθελε λεφτά! Όσα κι αν ήταν, καλοδεχούμενα. Αλλά από ποιον; Απ΄ τον γάιδαρο που στέκονταν μπροστά του; Ασφαλώς όχι! Αυτός, σίγουρα, το μόνο που είχε κατά νου ήταν να του φάει λεφτά. Αλλ’ αυτό έπρεπε να το βγάλει απ’ το νου του. Ό,τι έφαγε, έφαγε.
-Ασφαλώς και θέλω Νίκο μου. Αλλά για να βγάλεις λεφτά πρέπει να ‘χεις και τις ανάλογες επιχειρήσεις! Απ΄ το καφενείο ένα μεροκάματο.. βγαίνει δε βγαίνει.
-Λάθος! Μυαλό χρειάζεσαι! Μυαλό… και όχι πολύ..
-Εεε όχι και να το παινευτώ, αλλά ξέρω και ‘γω το κάτι τις μου. Τόσα χρόνια είμαι στην πιάτσα. Αλλά τι να σου πω; Εγώ αυτό που κατάλαβα είναι πως ο τίμιος άνθρωπος δεν καταφέρνει και πολλά πράματα την σήμερον ημέρα.
-Και ποιος σου είπε να κάνεις κάτι κακό; Α! όλα κι όλα, κυρ-Βασίλη! Εμένα η θέση μου δεν επιτρέπει την ατιμία. Ούτε και στον χαρακτήρα μου είναι να κάνω τέτοια πράγματα. Βλέπεις έχω και βαρύ όνομα…
-Μα βέβαια. Δεν το λέω για σένα βρε Νικολάκη μου, γενικά μιλάω. Απ΄ την πείρα μου δηλαδή, σαν επαγγελματίας. Που να τα ξέρεις εσύ αυτά;
Έκανε γαργάρα τα περί ονόματος, για να μη δώσει αναφορά τι συνέβη με τον βεληγκέκα και την παρέα του. Όσο για το κήρυγμα περί τιμιότητας… αυτά τ’ άκουγε στον κλείδωνα. Ο κοπρίτης ποτέ δεν γίνεται άνθρωπος και τούτος ‘δω έδειχνε από μακριά κοπρόσκυλο. Το θέμα ήταν αλλού. Δεν καταλάβαινε που το πήγαινε και τον πρόλογο τον τραβούσε σε μάκρος. Αλλά είχε ξεπεράσει τις πρώτες ανησυχίες, γιατί έπαιζε σε γνωστό γήπεδο και μπορούσε να πηγαίνει το παιχνίδι όπως ήθελε αυτός. Έτσι κι αλλιώς το περίμενε! Κάποια στιγμή θα του ΄κανε λόγο για τράκα. Ε! ήταν έτοιμος! Είχε βάλει και το χέρι στην τσέπη της ποδιάς έτοιμος να του μοστράρει τις πενταροδεκάρες. Άντε να του κλαφτεί και λίγο κι από δω παν κι οι άλλοι.
-Αυτό που θέλω να σου προτείνω Βασίλη μου είναι πολύ σοβαρό.
«Να τα και τα¨ Βασίλη μου¨! Σα πολύ κοντά ήρθαμε και θα πιάσουμε ψείρες.»
-Σ’ ακούω Νίκο μου. Είμαι όλος αυτιά!
-Τι ξέρεις από αγορές και διανομές;
-Μα ό,τι θα μπορούσε να ξέρει ο κάθε μαγαζάτορας. Ψάχνεις την αγορά, παζαρεύεις και τα λοιπά. Αυτά με τον καιρό τα μαθαίνεις. Μη βλέπεις εγώ έχω ξεκινήσει από μικρός. Ο πατέρας μου με είχε βάλει στον καφενέ από πιτσιρικά κι έμαθα να τα παίζω στα δάχτυλα κάτι τέτοια.. Τώρα για διανομές και τα ρέστα… τι να σου πω; Δεν έχω παίξει σε τέτοιο γήπεδο. Αυτά είναι για μεγαλοεπιχειρηματίες, όχι για ψιλικατζήδες!
-Αυτό ας’ το για πάρα πέρα. Εμένα μ΄ ενδιαφέρει να ξέρεις την αγορά!
-Ναι.. σύμφωνοι αυτά τα ξέρω, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω σε τι εξυπηρετούν όλα τούτα; >>>>> Συνεχίζεται.........
3) Θες λεφτά;!!
Ήταν πια δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και οι δρόμοι ήταν έρημοι. Κρατούσε ένα σημείωμα, απ’ το γραφείο που του πήραν τα στοιχεία, για να πάει στο σπίτι του μην του τύχει κανένα κακό συναπάντημα.
Περπάτησε μέχρι το Σύνταγμα για να βρει περίπτερο ανοιχτό.
«Άντε δυο πακέτα ακόμη. Δεν σου τυχαίνουν κάθε τόσο, τέτοια πράματα. Βάλε στα έξοδα και μια κούρσα με ταξί να πάμε σπίτι και κλείνει ο λογαριασμός του Νικολάκη, που να μη προλάβει να ξημερώσει το καθίκι, κόντεψα να πάω στον άλλο κόσμο απ΄ την τρομάρα μου. Θες να τραβήξει το μπλέξιμο και να κουβαλάνε και μένα κάθε τρεις και λίγο στις ασφάλειες σαν εκείνο το φουκαρά;»
Το ταξί είχε πάρει το δρόμο για το Αιγάλεω σε δρόμους έρημους. Ο Βασίλης όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Κάθε λίγο, έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πίσω μήπως ήταν κανένα ¨περίεργο¨ αμάξι στο κατόπι τους.
Είχε το νου και στην Τούλα. Τι να κάνει τώρα;
Να! Έτσι όπως το ΄χε φανταστεί: μια Τούλα στο κακό της το χάλι. Ξενυχτισμένη, με τα μάτια κόκκινα και τον μπάρμπα- Κώτσο παρέα, να τον κλαίνε ζωντανό.
-Αμάν χριστιανέ μου τι έγινες; Περιμέναμε να ξημερώσει για να πάρουμε σβάρνα τα νοσοκομεία μπας και σε χτύπησε κάνα αμάξι.
-Άσ΄ τα τώρα. Μη με κουβεντιάζεις. Θα τα πούμε το πρωί.. άλλη στιγμή. Θα πιω ένα καφέ να πάει η ψυχή στον τόπο της και τα ξαναλέμε.
Η Τούλα καίγονταν να τον περάσει από ανάκριση, αλλά το αγριεμένο μάτι του Βασίλη της έκοψε τελείως τη φόρα.
Έκατσε στη γωνιά του με τα τσιγάρα σφιγμένα στο χέρι, σα να ΄θελε κάποιος να του τ’ αρπάξει και κοίταζε αφηρημένα προς τα έξω, τραβώντας μικρές γουλιές απ’ τον καφέ.
Η Τούλα κι ο πατέρας της πήγαν για ύπνο. Αυτός δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η ένταση ήταν μεγάλη και τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί τον κρατούσαν σε αναστάτωση.
Ο τσαμπουκάς του βεληγκέκα. Η κουβέντα με το νεαρό. Ο γυμνός διάδρομος.
Τινάχτηκε απ΄ την καρέκλα, έριξε μερικά βήματα μέσα στην κουζίνα και ξέσπασε σ΄ ένα άγριο υβρεολόγιο.
Το καφενείο έμεινε κλειστό την επόμενη μέρα. Η περιπέτεια τον είχε διαλύσει και δεν του ΄κανε καρδιά να δουλέψει. Άσε που φοβόντανε, ότι κάτι θα μπορούσε να συμβεί. Ας πούμε ότι έρχονταν στο μαγαζί οι χαφιέδες και τον έπαιρναν, πάλι για βόλτα στην ασφάλεια. Αν έρχονταν ο ίδιος ο βεληγκέκας; Αλλά και τι να κάνει; Να μένει στο σπίτι σαν ανάπηρος (θεός φυλάξει) και να κρύβεται;
«Θα πάω..! Θα πάω κι ό,τι γίνει, έγινε.»
Αν έρθει και καμιά απ΄ τις… γνωστές τις μούρες, (που σίγουρα έχουν σχέσεις με τους.. διάφορους), θα του ΄λεγε τα πατερημά για την ¨επανάστασην που έσωσε την χώραν από τον κομμουνιστικόν κρημνόν και έφερε τον πολιτισμόν καθ’ άπασαν την επικράτειαν επεκτείνασα την ρευματοδότησην και την ασφαλτόστρωσην των οδών και χάρισε τα χρέη εις τους αγρότας και επανέφερε τας αξίας της θρησκείας και του πατριωτισμού εις την Ελληνικήν οικογένειαν.¨
Για να τα κελαηδήσει στ’ αυτί αυτών που πρέπει να τ’ ακούσουν.
Δηλαδή κάτι σαν δήλωση νομιμοφροσύνης με.. μαντατοφόρο.
«Αλλά ως τότε… βλέπουμε τι θα γίνει. Ας ανοίξω το μαγαζί αύριο και θα δούμε πως θα ΄ρθει τούμπα το πράμα.»
Ξύπνησε στις τέσσερις το χάραμα, από έναν ύπνο γεμάτο ΚΥΠ και Παττακούς.
Πήγε αθόρυβα κι έφτιαξε τον καφέ για να προλάβει να συνέλθει απ’ την ψυχική οδύνη του ύπνου, μη ξυπνήσουν οι άλλοι και τον δουν σ’ αυτά τα χάλια.
Καθυστέρησε, επίτηδες, ν’ ανοίξει το μαγαζί, φτάνοντας περασμένες οχτώ η ώρα.
Πέρασε με αργό βήμα μπροστά απ΄ το διπλανό μαγαζί με την κουτσομπόλα υπάλληλο για ν΄ ακούσει… ό,τι περίμενε.
Ήταν απολύτως έτοιμος γι’ αυτήν την ερώτηση! Δυο βήματα ακόμη και γύρισε προς το μέρος της μιλώντας δυνατά για να τον ακούσουν όλοι.
-Μπα τίποτα σημαντικό, μια γριπούλα. Είχα λίγο πυρετό και είπα να μη δώσω αιτία.
-Α! να προσέχεις κυρ-Βασίλη, αυτός ο καιρός είναι πιο ύπουλος κι απ΄ τη βαρυχειμωνιά.
-Δίκιο έχεις αλλά να… με το μέσα έξω στο μαγαζί, την αρπάς χωρίς να το καταλάβεις.
-Άντε περαστικά.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο μαγαζί με το συνηθισμένο του ύφος, αλλά το μάτι του έφερνε βόλτα όλες τις γωνιές.
«Θες να μου φόρεσαν τίποτα μικρόφωνα και να με παρακολουθούν;»
Στάθηκε στη μέση απ’ το μαγαζί και στράφηκε στην φωτογραφία του Παπαδόπουλου:
-Γεια σου Γιωργάρα, εσύ θα μας πας μπροστά.
Η… πρώτη δήλωση νομιμοφροσύνης!
Στρώθηκε στη δουλειά. Ο μπάρμπα-Κώτσος είχε αφήσει όλα τα φλιτζάνια άπλυτα κι ο νεροχύτης ήταν βουνό. Σκούπισε, καθάρισε τα τραπεζάκια, έπλυνε το πεζοδρόμιο κι όσο περνούσε η μέρα ένιωθε και καλύτερα.
«Καλά λένε! Η δουλειά είναι το καλύτερο φάρμακο.»
Μπήκε στη ρουτίνα του και ξαναβρήκε το ρυθμό του. Ήταν και τόσα πράματα που περίμεναν. Εδώ και κάμποσες μέρες, είχε βάλει κατά νου να πάει να συζητήσει με την ΕΒΓΑ για ψυγείο με παγωτά.
« Έρχεται καλοκαίρι και ο δρόμος γεμίζει πιτσιρικάδες. Θα πρέπει όμως ν΄ αγοράσω κι εκείνη την τοστιέρα και κάνα μεγάλο τηγάνι για να κάνω αυγά. Ο τόπος έχει γεμίσει οικοδομές και οι εργάτες ψάχνουν για κολατσιό. Αν βάλω και μια φουφού να κάνω τίποτα σουβλάκια.. άσχημα θα ‘ναι; Μπα άσε καλύτερα όχι! Θα βρομοκοπάει ψητίλα εδώ μέσα και δε θα μπορώ να συνεφέρω το μαγαζί»
Έτσι ήταν αυτός, προτιμούσε να μην έχει αυτό το έσοδο από το να κινδυνεύει να μείνει μόνος στο μαγαζί γιατί η μπόχα θα έδιωχνε τον κόσμο. Όλα τα χρόνια είχε συνηθίσει να μπαινοβγαίνει κόσμος στο μαγαζί του. Του άρεσε ν΄ ακούει τις κουβέντες. Κάθε λογής είδηση, έρχονταν και συζητιόνταν μέσ’ τον καφενέ. Βέβαια μετά την ¨επανάστασην¨ είχε κοπεί (μαχαίρι) η πολιτική συζήτηση και οι μόνες κουβέντες που γίνονται είναι για κάνα δυστύχημα και… ποδοσφαιρικά!
Η μπάλα έχει γίνει ο μέγας πρωταγωνιστής.
Α! κι ο Μποκάσα! Που στο διάολο τον βρήκαν αυτόν τον αγριάνθρωπο και μας τον κουβάλησαν; Πανηγύρι είναι ο τύπος. Έχει φορτωθεί (από μόνος του) μια αρμαθιά παράσημα και μοστράρεται για μέγας βασιλέας. Πιο μαύρος κι απ΄ τη νύχτα!
Α! πότε ήταν; τις προάλλες, είχε πάει κι ο Παττακός στη χώρα τους και του ‘καναν μεγάλη υποδοχή! Αφού τη γλίτωσε.. και δεν τον έριξαν σε κάνα καζάνι.. Μπα δε θα ‘βραζε με τίποτα. Θα μας έβγαζε και κακό όνομα στην Αφρική ότι δεν κάνουμε.. για κοψίδια.
Καλά πήγε κι η μέρα, ένα σωρό κόσμος πέρασε απ΄ το μαγαζί, δώδεκα καραφάκια έδωσε, τα οχτώ με ποικιλία, τα μαγαζιά τριγύρω τρελάθηκαν στους καφέδες. Βλέπεις τον έχασαν μια μέρα και κατάλαβαν την αξία του. Κόντεψαν να κάνουν κρα για καφέ.
«Αλλά έτσι είναι όταν ξέρεις ν’ αγοράζεις καλό πράμα και προ πάντων όταν ξέρεις να ψήνεις καφέ, δε σε πιάνει κανένας.»
Έφτασε η ώρα για να κλείσουν τα μαγαζιά κι αυτός ακόμα πήγαινε παραγγελίες. Δεν θα είχε καταφέρει να κάνει λογαριασμό, αν δεν έκλεινε την πόρτα, για να πάει σπίτι για φαΐ. Του έταξε ιμάμ η Τούλα για να τον παρηγορήσει, μπας και ξεχάσει την περιπέτεια με τον Βεληγκέκα.
-Καλησπέρα κύριε Βασίλη.
Γύρισε ξαφνιασμένος. Στην πόρτα στέκονταν η αιτία όλων των δεινών του. Αυτός ο άθλιος μπαταξής, αυτό το γαϊδούρι, το κάθαρμα,…το σόι του μέσα.
Αλλά! Και ανιψιός του ¨μεγάλου¨ . Και προστατευόμενος του βεληγκέκα.
Ο Βασίλης, βέβαια, ήθελε να τον αρπάξει απ΄ το λαιμό και να του χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο.
Μετά όμως, τι γίνεται; Τι θα τον περίμενε; Ξερονήσι; Ξύλο μετά μουσικής απ΄ το βεληγκέκα και την παρέα του; Και βέβαια ¨μουτζούρωμα¨ των χαρτιών του, να μπλέξει κι ο γιος του (σαν παιδί αντικαθεστωτικού). Να μαρτυρήσει το παιδί στο στρατό, να μη βρίσκει πουθενά δουλειά. Α πα πα, το πράγμα χρειάζεται ψιλοβελονιά.
-Καλησπέρα Νίκο μου.
«Τι να κάνω; Σ’ έκανα και ¨Νίκο μου¨… καθήκι άπλυτο! Πετάει ο γάιδαρος; Αμέ κάνει και βολ πλανέ!»
-Πέρασα και χτες.. δεν είχες ανοίξει.
-Ναι μια γριπούλα.. τίποτα σημαντικό. Αλλά είπα να μη δώσω αιτία..
-Ννναι…
«Οχ! Ξέρει!» «Σίγουρα ο βεληγκέκας θα του ‘δωσε ραπόρτο.»
Που ξέρεις μπορεί να του είπε ότι τον αποκάλεσε ¨χαμένο κορμί¨ και να κουβαλήθηκε ως εδώ για να του ζητήσει το λόγο.
«Και τι λόγο να ζητήσει αυτός! Μήπως του επέστρεψε τα τέσσερα κατοστάρικα; Ή θα το ρίξει στην ευθιξία; Έτσι, τάχα μου ότι τον έχει προσβάλει. Ίσα - ίσα για να μου φάει τα λεφτά δηλαδή.»
Αμ τους ξέρει καλά κάτι τέτοιους, ρεμπεσκέδες, που σου κάνουν πρώτα την αμάκα καλά-καλά και ύστερα ψάχνουν τρόπο να σε φέρουν τούμπα και να σου φάνε τα λεφτά!
Σαν τους καφέδες του μαστρο-Γιάννη!
Τορναδόρος, γείτονας (Θεός σ’χωρέσ’ τον). Ήταν ακόμα νέος στη δουλειά και δεν μυρίστηκε με την πρώτη το κόλπο του. Έπινε δέκα καφέδες τη μέρα και πλήρωνε τους δυο. Τη μια ο καφές είχε τρίχα, την άλλη είχε μύγα. Του ‘ριχνε κι ένα σωρό μπινελίκια, τη φορά. Μια, δυο, πέντε, δέκα, τον πήρε χαμπάρι. Του την έστησε στο τζάμι, έξω απ΄ το μαγαζί και τον περίμενε να κάνει την κουτσουκέλα του. Πάνω που έχωνε μια ολόκληρη κατσαρίδα στον καφέ (ο αθεόφοβος). Έκανε ντου, αγριεμένος, κραδαίνοντας το δίσκο σα την ρομφαία του Γαβριήλ.
Λεφτά δεν κατάφερε να του πάρει, αλλά κάποια άλλη μέρα, τον κέρασε καφέ με μια σκατόμυγα μέσα. Έκατσε εκεί μπροστά, κάνοντας τάχα πως τον κουβεντιάζει και περίμενε μέχρι να τελειώσει τον καφέ,(για να μαζέψει και τα φλιτζάνια) Που να τολμήσει ο μαστρο-Γιάννης να πει τίποτα! Κατάπιε τη μύγα κι έκανε τουμπεκί.
Έτσι είναι. Μερικές φορές το καλύτερο πράμα είναι το τουμπεκί! Ψιλοκομμένο, παρακαλώ!
-Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος Νικολάκη μου;
-Σε παρακαλώ τώρα! Πως κάνεις έτσι, μεταξύ μας βρ’ αδερφέ. Όταν θα ευκολυνθείς θα μου τα δώσεις, δε χάθηκε ο κόσμος.
Αν του ‘λεγε ότι τα λεφτά έκαναν φτερά, θα το βούλωνε και θα ‘κανε και τον ευχαριστημένο. Αλλά δεν είναι να δίνεις και πολλά θάρρητα σε κάτι τέτοιους. Δεν το ‘χουν σε τίποτα να σου ζητήσουν και λουφέ γιατί σε τίμησαν με την αμάκα τους.
Ύστερα δεν ήθελε να δείξει ότι τον είχε κατατρομάξει ο βεληγκέκας! Παρίστανε τον άνετο, ότι δεν συμβαίνει και τίποτα, βρε παιδί μου. Όλα είναι εν τάξει
Η περδικούλα του το ‘ξερε. Τον είχε καταλάβει μια ταραχή που δεν ήξερε αν είναι φόβος ή ζοχάδα. Πριν κάνει κάτι, που θα το μετάνιωνε αργότερα, γονάτισε μπροστά στο ψυγείο κι έκανε πως τακτοποιεί τα μπουκάλια με τις πορτοκαλάδες, παλιό κλασικό κόλπο, όταν ήθελε να ξεφορτωθεί κάναν ανεπιθύμητο. Μάλιστα ξεκίνησε απ΄ το βάθος του κάτω ντουλαπιού μπαίνοντας ολόκληρος μέσα, για να του κόψει την κουβέντα.
Αλλά που! Το μουλάρι είχε στυλώσει τα ποδάρια και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Έσκυψε, μάλιστα, κι έχωσε την κεφάλα του στο άνοιγμα του ψυγείου.
-Δεν τ’ αφήνεις γι΄ αργότερα αυτά κυρ-Βασίλη. Έχω να σου πω κάτι εξαιρετικά σημαντικό!
-Μα είναι δουλειά που θα ‘πρεπε να ‘χω κάνει απ΄ το πρωί και δεν…
-Ας περιμένει!
Τον έκοψε ο άλλος. Κάθετα! Του ξανάρθε η ίδια μπόχα, βάρβαρης εξουσίας. Το κόλπο με το ψυγείο δεν είχε πέραση. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει με μαεστρία!
-Ήθελες κάτι άλλο, Νίκο μου; Δεν κατάλαβα. Νόμιζα ότι είχες τελειώσει.
-Άκου να σου πω κυρ-Βασίλη, είναι ένα λεπτό θέμα και θέλω όλη σου την προσοχή.
-Είμαι όλος αυτιά!
«Πολύς πρόλογος για να φάει τέσσερα κατοστάρικα! Σίγουρα θέλει να με βάλει γερά στο χέρι, ο τσίφτης.»
Τώρα όμως ήταν έτοιμος. Όλο και κάτι περίεργοι εμφανίζονταν και ζητούσαν δανεικά κι αγύριστα. Είχε κι αυτός στην τσέπη της ποδιάς μια χούφτα δεκάρες και πενηνταράκια, (άντε και καμιά δραχμή ανάμεσα). Με το που του έκανε πρόλογο ο μπαταξής για δανεικά, έχωνε το χέρι στην τσέπη και του μοστράριζε το δεκαρομάνι. Άρχιζε και την κλάψα για τα χάλια της αγοράς.
–Τι να σου πω; Δεν βγαίνω! Με το ζόρι μου μένουν τα έξοδα της οικογένειας. Μεγάλωσαν και τα παιδιά κι έχουν ένα σωρό απαιτήσεις.
Όταν οι μπαταξήδες έβλεπαν τις δεκάρες απελπίζονταν, αν και συνήθως επέμεναν λίγο ακόμη (έτσι για την τιμή των όπλων) και μετά έβαζαν πλώρη γι’ άλλα θύματα. Με το που του άρχισε την κουβέντα ο ¨Νικολάκης του¨ έχωσε, ενστικτωδώς, το χέρι στην τσέπη της ποδιάς, έτοιμος ν’ αρχίσει την κλάψα.
-Δώσε προσοχή κυρ-Βασίλη γιατί το πράγμα είναι σοβαρό. Αλλά!!...
Αυτό το ¨αλλά¨ το τόνισε με ιδιαίτερο στόμφο, έκανε και την απαραίτητη παύση για να τραβήξει την προσοχή του Βασίλη.
-Τι συμβαίνει, Νίκο μου, με τρομάζεις.
-Όχι, δεν είναι για τρόμο. Πρώτα όμως να σου κάνω μια απλή ερώτηση.
-Είμαι όλος αυτιά!
-Θες λεφτά;!!
Και ποιος στραβός δε θέλει το φως του; Ασφαλώς ήθελε λεφτά! Όσα κι αν ήταν, καλοδεχούμενα. Αλλά από ποιον; Απ΄ τον γάιδαρο που στέκονταν μπροστά του; Ασφαλώς όχι! Αυτός, σίγουρα, το μόνο που είχε κατά νου ήταν να του φάει λεφτά. Αλλ’ αυτό έπρεπε να το βγάλει απ’ το νου του. Ό,τι έφαγε, έφαγε.
-Ασφαλώς και θέλω Νίκο μου. Αλλά για να βγάλεις λεφτά πρέπει να ‘χεις και τις ανάλογες επιχειρήσεις! Απ΄ το καφενείο ένα μεροκάματο.. βγαίνει δε βγαίνει.
-Λάθος! Μυαλό χρειάζεσαι! Μυαλό… και όχι πολύ..
-Εεε όχι και να το παινευτώ, αλλά ξέρω και ‘γω το κάτι τις μου. Τόσα χρόνια είμαι στην πιάτσα. Αλλά τι να σου πω; Εγώ αυτό που κατάλαβα είναι πως ο τίμιος άνθρωπος δεν καταφέρνει και πολλά πράματα την σήμερον ημέρα.
-Και ποιος σου είπε να κάνεις κάτι κακό; Α! όλα κι όλα, κυρ-Βασίλη! Εμένα η θέση μου δεν επιτρέπει την ατιμία. Ούτε και στον χαρακτήρα μου είναι να κάνω τέτοια πράγματα. Βλέπεις έχω και βαρύ όνομα…
-Μα βέβαια. Δεν το λέω για σένα βρε Νικολάκη μου, γενικά μιλάω. Απ΄ την πείρα μου δηλαδή, σαν επαγγελματίας. Που να τα ξέρεις εσύ αυτά;
Έκανε γαργάρα τα περί ονόματος, για να μη δώσει αναφορά τι συνέβη με τον βεληγκέκα και την παρέα του. Όσο για το κήρυγμα περί τιμιότητας… αυτά τ’ άκουγε στον κλείδωνα. Ο κοπρίτης ποτέ δεν γίνεται άνθρωπος και τούτος ‘δω έδειχνε από μακριά κοπρόσκυλο. Το θέμα ήταν αλλού. Δεν καταλάβαινε που το πήγαινε και τον πρόλογο τον τραβούσε σε μάκρος. Αλλά είχε ξεπεράσει τις πρώτες ανησυχίες, γιατί έπαιζε σε γνωστό γήπεδο και μπορούσε να πηγαίνει το παιχνίδι όπως ήθελε αυτός. Έτσι κι αλλιώς το περίμενε! Κάποια στιγμή θα του ΄κανε λόγο για τράκα. Ε! ήταν έτοιμος! Είχε βάλει και το χέρι στην τσέπη της ποδιάς έτοιμος να του μοστράρει τις πενταροδεκάρες. Άντε να του κλαφτεί και λίγο κι από δω παν κι οι άλλοι.
-Αυτό που θέλω να σου προτείνω Βασίλη μου είναι πολύ σοβαρό.
«Να τα και τα¨ Βασίλη μου¨! Σα πολύ κοντά ήρθαμε και θα πιάσουμε ψείρες.»
-Σ’ ακούω Νίκο μου. Είμαι όλος αυτιά!
-Τι ξέρεις από αγορές και διανομές;
-Μα ό,τι θα μπορούσε να ξέρει ο κάθε μαγαζάτορας. Ψάχνεις την αγορά, παζαρεύεις και τα λοιπά. Αυτά με τον καιρό τα μαθαίνεις. Μη βλέπεις εγώ έχω ξεκινήσει από μικρός. Ο πατέρας μου με είχε βάλει στον καφενέ από πιτσιρικά κι έμαθα να τα παίζω στα δάχτυλα κάτι τέτοια.. Τώρα για διανομές και τα ρέστα… τι να σου πω; Δεν έχω παίξει σε τέτοιο γήπεδο. Αυτά είναι για μεγαλοεπιχειρηματίες, όχι για ψιλικατζήδες!
-Αυτό ας’ το για πάρα πέρα. Εμένα μ΄ ενδιαφέρει να ξέρεις την αγορά!
-Ναι.. σύμφωνοι αυτά τα ξέρω, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω σε τι εξυπηρετούν όλα τούτα; >>>>> Συνεχίζεται.........
10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου