Ας γελάσουμε και λίγο... βρε αδερφέ! Το κοράκι !!!!!!!!
Απερίγραπτος ο Αλέκος. Με το που τον συναντούσες στο δρόμο, σου έρχονταν στο νου όλα τα έργα, b movies με βρικόλακες, που έχεις δει σαν πιτσιρικάς. Μόνο η μπέρτα του ‘λειπε για να τον παρακαλούν γονυπετείς όλοι οι σκηνοθέτες, που ψάχνουν εναγωνίως έναν πειστικό διάδοχο του Κρίστοφερ Λη.
Ψηλός κι αδύνατος, με κορακάτο μαύρο μαλλί, μόνιμα λαδωμένο και ένα ύφος πένθιμο σαν την μεγάλη σαρακοστή. Θα μου πεις, ήταν και το επάγγελμά του τέτοιο. Βλέπεις, ο Αλέκος, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του το γραφείο τελετών «Η Μακρά Ανάπαυσις»
Παλιός στην πιάτσα ο πατέρας του, ο κυρ-Στέλιος, ήταν ο πρώτος εμπνευστής του μόνιμα πένθιμου ύφους, ¨ως επαγγελματικό εργαλείο, βρε αδερφέ¨…
Γνωστός στην πιάτσα και καλά μπασμένος στα κόλπα, δεν του ξέφευγε μακαρίτης για μακαρίτης.
Σχεδόν πριν εκβάλει την τελευταία πνοή ο ετοιμοθάνατος ερίφης, ο Αλέκος ήταν κάπου εκεί κοντά και προσέγγιζε τους συγγενείς με το πένθιμο ύφος του και την κάρτα του γραφείου τελετών «Η Μακρά Ανάπαυσης»
-Ζωή σε λόγου σας, κυρία μου. Ο Κύριος ν’ αναπαύσει την ψυχή του και σεις να έχετε υγεία να τον θυμόσαστε.
Ταυτόχρονα γυρνούσε στον Μάκη, τον βοηθό του και του έλεγε ψιθυριστά:
-Γράψε: Ένα κι εβδομήντα έξι, γύρω στα ογδόντα επτά κιλά.
Ο Αλέκος δεν χρειάζονταν μεζούρες και τέτοιες αηδίες. ¨Έκοβε¨ με το μάτι τον μακαρίτη και είχε σχεδιάσει και το είδος της κηδείας που θα ζητούσαν οι συγγενείς. Κάτι από τα ρούχα, κάτι από τον τρόπο που του έδιναν το χέρι έβγαζε τα συμπεράσματά του. Ήξερε αυτός, δεν ήταν δα και χτεσινός..
Εξηγούσε και στον Μάκη τα κόλπα της δουλειάς. Τον είχε συνέχεια μαζί του και τον ετοίμαζε για διάδοχό του. Δεν κατάφερε να κάνει κανένα αγόρι. Τρία παιδιά έκανε και τα τρία κορίτσια, έτσι όταν εμφανίστηκε ο Μάκης για δουλειά και τον είδε ότι ήταν ατσίδας, τον έβαλε στο μάτι για διάδοχη κατάσταση στην «Μακρά Ανάπαυση» και γαμπρό του στην μεγάλη θυγατέρα, που όσο και να πεις τον καλόβλεπε…
Ο Μάκης είχε καταλάβει τις προοπτικές του επαγγέλματος και περίπου είχε μυριστεί τις προθέσεις του αφεντικού του, που καθόλου δεν τον χάλαγαν. Μια χαρά επιχείρηση ήταν το γραφείο τελετών και το πελατολόγιο του κυρ- Αλέκου απέραντο.
Ολόκληρα σόγια είχε θάψει ο κόρακας, π’ ανάθεμά τον…
Καλό κορίτσι κι η Στελίτσα, που της είχαν δώσει το όνομα του παππού της και προ πάντων ήταν η χαρά της ζωής. Καμία σχέση με το μόνιμο πένθος που φορούσε στην μάπα του ο κυρ-Αλέκος.
Ήταν πρωί ακόμα όταν δέχτηκαν το επείγον τηλεφώνημα από το νοσοκομείο. Είχαν εκεί ένα δικό τους άνθρωπο που τους ειδοποιούσε όποτε έρχονταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ να απαλλάξει κάποιον συνάνθρωπο από το άχθος της ζωής.
Ο μεν θανών όδευε προς τας αιωνίους μονάς, ο δε, κυρ-Αλέκος, έσπευδε να απαλλάξει τους συγγενείς από τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της νεκρώσιμης τελετής.
Έφτασαν πάνω στην στιγμή που ο γιατρός είχε αναγγείλει τον θάνατο του προσφιλούς πατρός μιας θεογκόμενας που την είδε ο Αλέκος και του τρέξανε τα σάλια μέχρι τα γόνατα. Παρά την ταραχή του προχώρησε ψύχραιμα και της έδωσε το χέρι του διατηρώντας το σταθερά πένθιμο ύφος, που άρμοζε στον σπαραγμό του κορίτσαρου.
-Ζωή σε λόγου σας, δεσποινίς μου, ο Κύριος να φροντίσει την ψυχούλα του μπαμπά σας
Και της πασάρισε την κάρτα του γραφείου. Ταυτόχρονα γυρνώντας προς τον Μάκη είπε:
-Γύρω στο ένα και ογδόντα δύο και εβδομήντα δύο κιλά.
Όχι, ο μακαρίτης δεν ήταν αυτών των διαστάσεων. Ο Αλέκος περιέγραφε τον τσολιά που είχε μπροστά του. Ούτε και ο Μάκης έγραψε τίποτα. Είχε κι αυτός αποσβολωθεί και χάζευε το μανούλι που σπάραζε από τον χαμό του μπαμπά της. Έβγαλε στα γρήγορα τα χαρτομάντιλα με την φίρμα της «Μακράς Ανάπαυσης» και της τα έβαλε στο χέρι.
Η Καρυάτιδα, ανάμεσα στα κλάματά της, του είπε ότι θα περνούσε το απόγευμα από το γραφείο για να κανονίσουν τα της κηδείας, με τον κυρ-Αλέκο να της υπόσχεται ότι θα έχουν να λένε όλοι με την πολυτέλεια της τελετής.
Συνεννοήθηκε και με τον Μάκη να είναι εκεί το απόγευμα να την υποδεχτεί, έτσι που να προλάβει ο ίδιος να πάει στο σπίτι ν’ αλλάξει κουστούμι και γραβάτα, να παρφουμαριστεί για να εντυπωσιάσει την κουκλάρα.
Το παράκανε στις ετοιμασίες και τον πήρε η ώρα. Είχε φτάσει αργά το απόγευμα όταν ξεκίνησε για το γραφείο και χρειάστηκε να κάνει και μερικές σφήνες με την πολυτελή νεκροφόρα που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να μεταφέρει με μεγαλοπρέπεια τον προσφιλή μπαμπά της.
Μπήκε φουριόζος στο γραφείο αλλά δεν είδε κανέναν μέσα. Τον παραξένεψε και έμεινε μετέωρος για κάποια δευτερόλεπτα. Ύστερα άκουσε κάποιους περίεργους ήχους από το διπλανό δωμάτιο που είχαν τα διάφορα φέρετρα, «προς επίδειξην εις τους πελάτας». Τράβηξε την βαριά κουρτίνα που χώριζε τον χώρο στα δύο και έμεινε με το μισό κομμάτι στα χέρια και την κάτω γνάθο να αιωρείται σ’ ένα πελώριο ¨Α¨!!!
Ο Μάκης είχε βρει τον καλύτερο τρόπο να παρηγορήσει την πελάτισσα. Είχε βγάλει όλη την στρώση από το καλύτερο μοντέλο τους (γνήσια καρυδιά και χωρίς κανένα ρόζο) την είχε απλώσει πάνω στο νεκροκρέβατο που στόλιζαν τους νεκρούς και ο καταφερτζής, βοηθούσε την ορφανή κόρη να ξεπεράσει τον χαμό του μπαμπά της…
Γ. Χ.
Απερίγραπτος ο Αλέκος. Με το που τον συναντούσες στο δρόμο, σου έρχονταν στο νου όλα τα έργα, b movies με βρικόλακες, που έχεις δει σαν πιτσιρικάς. Μόνο η μπέρτα του ‘λειπε για να τον παρακαλούν γονυπετείς όλοι οι σκηνοθέτες, που ψάχνουν εναγωνίως έναν πειστικό διάδοχο του Κρίστοφερ Λη.
Ψηλός κι αδύνατος, με κορακάτο μαύρο μαλλί, μόνιμα λαδωμένο και ένα ύφος πένθιμο σαν την μεγάλη σαρακοστή. Θα μου πεις, ήταν και το επάγγελμά του τέτοιο. Βλέπεις, ο Αλέκος, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του το γραφείο τελετών «Η Μακρά Ανάπαυσις»
Παλιός στην πιάτσα ο πατέρας του, ο κυρ-Στέλιος, ήταν ο πρώτος εμπνευστής του μόνιμα πένθιμου ύφους, ¨ως επαγγελματικό εργαλείο, βρε αδερφέ¨…
Γνωστός στην πιάτσα και καλά μπασμένος στα κόλπα, δεν του ξέφευγε μακαρίτης για μακαρίτης.
Σχεδόν πριν εκβάλει την τελευταία πνοή ο ετοιμοθάνατος ερίφης, ο Αλέκος ήταν κάπου εκεί κοντά και προσέγγιζε τους συγγενείς με το πένθιμο ύφος του και την κάρτα του γραφείου τελετών «Η Μακρά Ανάπαυσης»
-Ζωή σε λόγου σας, κυρία μου. Ο Κύριος ν’ αναπαύσει την ψυχή του και σεις να έχετε υγεία να τον θυμόσαστε.
Ταυτόχρονα γυρνούσε στον Μάκη, τον βοηθό του και του έλεγε ψιθυριστά:
-Γράψε: Ένα κι εβδομήντα έξι, γύρω στα ογδόντα επτά κιλά.
Ο Αλέκος δεν χρειάζονταν μεζούρες και τέτοιες αηδίες. ¨Έκοβε¨ με το μάτι τον μακαρίτη και είχε σχεδιάσει και το είδος της κηδείας που θα ζητούσαν οι συγγενείς. Κάτι από τα ρούχα, κάτι από τον τρόπο που του έδιναν το χέρι έβγαζε τα συμπεράσματά του. Ήξερε αυτός, δεν ήταν δα και χτεσινός..
Εξηγούσε και στον Μάκη τα κόλπα της δουλειάς. Τον είχε συνέχεια μαζί του και τον ετοίμαζε για διάδοχό του. Δεν κατάφερε να κάνει κανένα αγόρι. Τρία παιδιά έκανε και τα τρία κορίτσια, έτσι όταν εμφανίστηκε ο Μάκης για δουλειά και τον είδε ότι ήταν ατσίδας, τον έβαλε στο μάτι για διάδοχη κατάσταση στην «Μακρά Ανάπαυση» και γαμπρό του στην μεγάλη θυγατέρα, που όσο και να πεις τον καλόβλεπε…
Ο Μάκης είχε καταλάβει τις προοπτικές του επαγγέλματος και περίπου είχε μυριστεί τις προθέσεις του αφεντικού του, που καθόλου δεν τον χάλαγαν. Μια χαρά επιχείρηση ήταν το γραφείο τελετών και το πελατολόγιο του κυρ- Αλέκου απέραντο.
Ολόκληρα σόγια είχε θάψει ο κόρακας, π’ ανάθεμά τον…
Καλό κορίτσι κι η Στελίτσα, που της είχαν δώσει το όνομα του παππού της και προ πάντων ήταν η χαρά της ζωής. Καμία σχέση με το μόνιμο πένθος που φορούσε στην μάπα του ο κυρ-Αλέκος.
Ήταν πρωί ακόμα όταν δέχτηκαν το επείγον τηλεφώνημα από το νοσοκομείο. Είχαν εκεί ένα δικό τους άνθρωπο που τους ειδοποιούσε όποτε έρχονταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ να απαλλάξει κάποιον συνάνθρωπο από το άχθος της ζωής.
Ο μεν θανών όδευε προς τας αιωνίους μονάς, ο δε, κυρ-Αλέκος, έσπευδε να απαλλάξει τους συγγενείς από τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της νεκρώσιμης τελετής.
Έφτασαν πάνω στην στιγμή που ο γιατρός είχε αναγγείλει τον θάνατο του προσφιλούς πατρός μιας θεογκόμενας που την είδε ο Αλέκος και του τρέξανε τα σάλια μέχρι τα γόνατα. Παρά την ταραχή του προχώρησε ψύχραιμα και της έδωσε το χέρι του διατηρώντας το σταθερά πένθιμο ύφος, που άρμοζε στον σπαραγμό του κορίτσαρου.
-Ζωή σε λόγου σας, δεσποινίς μου, ο Κύριος να φροντίσει την ψυχούλα του μπαμπά σας
Και της πασάρισε την κάρτα του γραφείου. Ταυτόχρονα γυρνώντας προς τον Μάκη είπε:
-Γύρω στο ένα και ογδόντα δύο και εβδομήντα δύο κιλά.
Όχι, ο μακαρίτης δεν ήταν αυτών των διαστάσεων. Ο Αλέκος περιέγραφε τον τσολιά που είχε μπροστά του. Ούτε και ο Μάκης έγραψε τίποτα. Είχε κι αυτός αποσβολωθεί και χάζευε το μανούλι που σπάραζε από τον χαμό του μπαμπά της. Έβγαλε στα γρήγορα τα χαρτομάντιλα με την φίρμα της «Μακράς Ανάπαυσης» και της τα έβαλε στο χέρι.
Η Καρυάτιδα, ανάμεσα στα κλάματά της, του είπε ότι θα περνούσε το απόγευμα από το γραφείο για να κανονίσουν τα της κηδείας, με τον κυρ-Αλέκο να της υπόσχεται ότι θα έχουν να λένε όλοι με την πολυτέλεια της τελετής.
Συνεννοήθηκε και με τον Μάκη να είναι εκεί το απόγευμα να την υποδεχτεί, έτσι που να προλάβει ο ίδιος να πάει στο σπίτι ν’ αλλάξει κουστούμι και γραβάτα, να παρφουμαριστεί για να εντυπωσιάσει την κουκλάρα.
Το παράκανε στις ετοιμασίες και τον πήρε η ώρα. Είχε φτάσει αργά το απόγευμα όταν ξεκίνησε για το γραφείο και χρειάστηκε να κάνει και μερικές σφήνες με την πολυτελή νεκροφόρα που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να μεταφέρει με μεγαλοπρέπεια τον προσφιλή μπαμπά της.
Μπήκε φουριόζος στο γραφείο αλλά δεν είδε κανέναν μέσα. Τον παραξένεψε και έμεινε μετέωρος για κάποια δευτερόλεπτα. Ύστερα άκουσε κάποιους περίεργους ήχους από το διπλανό δωμάτιο που είχαν τα διάφορα φέρετρα, «προς επίδειξην εις τους πελάτας». Τράβηξε την βαριά κουρτίνα που χώριζε τον χώρο στα δύο και έμεινε με το μισό κομμάτι στα χέρια και την κάτω γνάθο να αιωρείται σ’ ένα πελώριο ¨Α¨!!!
Ο Μάκης είχε βρει τον καλύτερο τρόπο να παρηγορήσει την πελάτισσα. Είχε βγάλει όλη την στρώση από το καλύτερο μοντέλο τους (γνήσια καρυδιά και χωρίς κανένα ρόζο) την είχε απλώσει πάνω στο νεκροκρέβατο που στόλιζαν τους νεκρούς και ο καταφερτζής, βοηθούσε την ορφανή κόρη να ξεπεράσει τον χαμό του μπαμπά της…
Γ. Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου