Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Όταν ο Οδυσσέας ΚΑΤΕΒΗΚΕ στον Άδη! | Στοιχειωμένη Αρχαιότητα #4




Είμαι ο Κωνσταντίνος ή αλλιώς The Mythologist και μέσα από τις σπουδές μου στην αρχαιολογία έμαθα να αγαπάω τη Μυθολογία! Αποφάσισα να μοιραστώ μύθους για θεούς, ήρωες και τέρατα αλλά και άλλες περίεργες ιστορίες εδώ στο YouTube! Σήμερα, ευτυχώς μέσα από την ασφάλεια του ίντερνετ, θα κατέβουμε μαζί με τον Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο. Εκεί, θα συναντήσουμε τις ψυχές ορισμένων πολύ σημαντικών προσώπων και θα δούμε τι αντάλλαγμα χρειάζεται για να πάρει κάποιος συμβουλές για το παρόν και το μέλλον από αυτές. Ο Οδυσσέας, κατά τη διάρκεια του νόστου του, έγινε και αυτός μάρτυρας μιας άλλης πλευράς του αρχαίου κόσμου, της πλευράς της Στοιχειωμένης Αρχαιότητας!

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Νέα μορφή διαδικτυακής απάτης

Νέα μορφή διαδικτυακής απάτης

Από ότι φαίνεται τα απλά μηνύματα με εκατομμύρια που σας περιμένουν δεν έχουν πλέον πέραση.



https://aatosmihalis.wordpress.com/

Ο Noam Chomsky για τη Δημοκρατία

 Ο Noam Chomsky για τη Δημοκρατία

Γράφει ο Φάνης Καψωμάνης

Με αφορμή την επονομαζόμενη στις μέρες μας μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία, συνδυαζόμενη από τη μια με (και υποκινούμενη από) τους οικονομικούς ανταγωνισμούς των επιχειρήσεων οικονομικών κολοσσών και των κυβερνήσεων των αναπτυγμένων κρατών, και από την άλλη με τη βίαιη και πολύτροπη επίθεση ενάντια στα (από καιρό κατακτημένα) δικαιώματα, τον τρόπο ζωής και την ισχύ των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων, και έχοντας έτσι επιφέρει από μικρές έως πολύ μεγάλες αλλαγές στη ζωή του καθενός από μας, έχουμε αρχίσει, ο καθένας ατομικά, αλλά και ως ομάδες – μικρές – να σκεφτόμαστε σχετικά με την κοινωνία στην οποία ως τώρα ζούσαμε, τις δομές και τον τρόπο οργάνωσής της, το πολίτευμα και τις αρχές της. Και από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξουμε, θα δούμε πως στη βάση του όλου ζητήματος, τουλάχιστον όσον αφορά τη χώρα μας, με τις ιδιαίτερες και γνωστές σε όλους μας παθογένειές της, που την κατέστησαν εύκολο θύμα της οικονομικής κρίσης, βρίσκεται μια κρίση του τρόπου πολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας της, μια κρίση τελικά δημοκρατίας.

Μάθαμε τόσα χρόνια να λέμε πως η δημοκρατία είναι το άριστο πολίτευμα, πως η χώρα μας είναι μια δημοκρατική χώρα, πως ζούμε σε μια δημοκρατία κι εμείς είμαστε δημοκρατικοί πολίτες. Για ποια δημοκρατία μιλάμε όμως; Όχι φυσικά για την αρχαία αθηναϊκή, την «άμεση». Σίγουρα όχι και για τη σοσιαλιστική, την οποία, όσοι δεν είμαστε κομμουνιστές παλαιάς κοπής, αρεσκόμαστε να αποκαλούμε «υπαρκτό σοσιαλισμό». Μήπως όμως θα έπρεπε να αποκαλούμε και τη δική μας κοινωνία, αλλά και όλες τις δυτικές, ως χώρες της «υπαρκτής δημοκρατίας», σε αντιδιαστολή με αυτό που θα έπρεπε πραγματικά να είναι;

Και από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξουμε, θα δούμε πως στη βάση του όλου ζητήματος, τουλάχιστον όσον αφορά τη χώρα μας, με τις ιδιαίτερες και γνωστές σε όλους μας παθογένειές της, που την κατέστησαν εύκολο θύμα της οικονομικής κρίσης, βρίσκεται μια κρίση του τρόπου πολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας της, μια κρίση τελικά δημοκρατίας.

Και από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξουμε, θα δούμε πως στη βάση του όλου ζητήματος, τουλάχιστον όσον αφορά τη χώρα μας, με τις ιδιαίτερες και γνωστές σε όλους μας παθογένειές της, που την κατέστησαν εύκολο θύμα της οικονομικής κρίσης, βρίσκεται μια κρίση του τρόπου πολιτικής οργάνωσης και λειτουργίας της, μια κρίση τελικά δημοκρατίας.

Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού θεωρώ πολύ χρήσιμο να ρίξουμε όλοι μας μια ματιά σ’ ένα κείμενο του Noam Chomsky για τη δημοκρατία (το οποίο περιέχεται στο βιβλίο του «Νέα Τάξη: Μυστικά και Ψέμματα», ελλ. μτφρ. Α. Αλαβάνου, Αθήνα 2000, σ.17-21): για το πώς αυτή λειτουργεί, ποιους και πώς εκλέγει ως υπεύθυνους για τη λειτουργία της, πώς αυτοί εκπαιδεύονται για να ασκήσουν το λειτούργημά τους και με ποια μέσα βοηθούνται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος σύγχρονος διανοητής:

«Ο Λίπμαν […] υποστήριξε ότι σε μία δημοκρατία που λειτουργεί σωστά υπάρχουν τάξεις πολιτών. Υπάρχει πρώτ’ απ’ όλα η τάξη των πολιτών που πρέπει να συμμετέχουν ενεργητικά στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Αυτή είναι η ειδικευμένη τάξη. Είναι οι άνθρωποι που αναλύουν, εκτελούν, παίρνουν αποφάσεις και διαχειρίζονται τα πράγματα στα πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Φυσικά, οποιοσδήποτε προτείνει αυτές τις ιδέες, πάντα είναι μέλος αυτής της μικρής ομάδας και μιλά για το τι θα έπρεπε να κάνουν για αυτούς τους άλλους. Αυτούς τους άλλους, αυτούς έξω από τη μικρή ομάδα, τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, το «κοπάδι που τα ’χει χαμένα», όπως έλεγε ο Λίπμαν. Πρέπει να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από το «ποδοπάτημα και το βρυχηθμό του ζαλισμένου κοπαδιού». Τώρα υπάρχουν δύο «λειτουργίες» σε μια δημοκρατία: Η ειδικευμένη τάξη, οι υπεύθυνοι άνθρωποι διεξάγουν την εκτελεστική λειτουργία, που σημαίνει ότι αυτοί είναι που σκέφτονται, σχεδιάζουν και καταλαβαίνουν τα κοινά συμφέροντα. Μετά είναι και το ζαλισμένο κοπάδι, και αυτό έχει μια λειτουργία στη δημοκρατία. Η λειτουργία του σε μια δημοκρατία, είπε, συνίσταται στο να αποτελεί τους «θεατές» και όχι τους συμμετέχοντες στη δράση. Αλλά έχει κάτι περισσότερο από αυτή τη λειτουργία, γιατί υπάρχει δημοκρατία. Περιστασιακά επιτρέπεται να ρίχνει το βάρος του στο ένα ή το άλλο μέρος της ειδικευμένης τάξης. Με άλλα λόγια, επιτρέπεται στα μέλη του κοπαδιού να πουν «Σε θέλουμε για αρχηγό μας» ή «Θέλουμε εσένα για αρχηγό μας». Και αυτό επειδή υπάρχει δημοκρατία και όχι απολυταρχία. Αυτό λέγεται εκλογές. Αλλά αφού έχουν εκλέξει το ένα ή το άλλο μέρος της ειδικευμένης τάξης, υποτίθεται ότι βυθίζονται πάλι και γίνονται θεατές της δράσης και όχι συμμετέχοντες. Αυτή είναι μια δημοκρατία που λειτουργεί σωστά.

Και υπάρχει λογική σ’ αυτό. Υπάρχει ακόμη ένα είδος αναγκαστικής ηθικής αρχής. Η αναγκαστική ηθική αρχή είναι ότι η μάζα του κοινού είναι πολύ ηλίθια για να μπορεί να κατανοεί τα πράγματα. Εάν επιχειρήσουν αυτοί οι άνθρωποι να συμμετέχουν στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, το μόνο που θα προκαλέσουν είναι προβλήματα. Συνεπώς, θα ήταν ανήθικο και μη αρμόζον να τους επιτρέψουμε να το κάνουν. Πρέπει να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, να μην επιτρέψουμε στο ζαλισμένο κοπάδι να οργιστεί και να τσαλαπατήσει και να καταστρέψει τα πράγματα. Είναι ακριβώς η ίδια λογική που λέει ότι δεν είναι σωστό να αφήνεις σε ένα παιδί τριών χρονών αυτό το είδος της ελευθερίας, διότι δεν ξέρει πώς να χειριστεί αυτή την ελευθερία. Αντίστοιχα, δεν επιτρέπεις στο ζαλισμένο κοπάδι να συμμετέχει στη δράση. Θα προκαλέσει μπελάδες.


Μάθαμε τόσα χρόνια να λέμε πως η δημοκρατία είναι το άριστο πολίτευμα, πως η χώρα μας είναι μια δημοκρατική χώρα, πως ζούμε σε μια δημοκρατία κι εμείς είμαστε δημοκρατικοί πολίτες.

Έτσι, χρειαζόμαστε κάτι για να δαμάσουμε το ζαλισμένο κοπάδι, κι αυτό το κάτι είναι η νέα επανάσταση στην τέχνη της δημοκρατίας: Η κατασκευή συναίνεσης. Τα μέσα ενημέρωσης, τα σχολεία και η λαϊκή κουλτούρα πρέπει να καταμεριστούν.

[…] Αυτή η άποψη έχει αναπτυχθεί από πολλούς ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ συμβατική. Για παράδειγμα, ο εξέχων θεολόγος και επικριτής της εξωτερικής πολιτικής Ράινχολντ Νίμπουρ, που μερικές φορές αποκαλούνταν «ο θεολόγος του κατεστημένου», ο γκουρού Τζορτζ Κέναν και οι διανοούμενοι του Κένεντι αποφάνθηκαν ότι ο ορθολογισμός είναι μια ικανότητα που περιορίζεται σε πολύ στενό κύκλο ανθρώπων. Οι περισσότεροι άνθρωποι καθοδηγούνται από το συναίσθημα και την παρόρμηση. Εκείνοι από εμάς που έχουν ορθολογισμό πρέπει να δημιουργήσουν τις «αναγκαίες ψευδαισθήσεις» και το συγκινησιακό δυναμικό των «υπεραπλουστεύσεων» για να κρατήσουν τα απλοϊκά κουτορνίθια λίγο πολύ σε συντεταγμένη πορεία. Αυτό έγινε ουσιώδες τμήμα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Χάρολντ Λάσγουελ, ιδρυτής του σύγχρονου επιστημονικού κλάδου της επικοινωνίας και ένας από τους εξέχοντες Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, εξήγησε ότι δε θα έπρεπε να υποκύψουμε στους «δημοκρατικούς δογματισμούς ότι οι άνθρωποι είναι οι καλύτεροι κριτές των δημοσίων συμφερόντων τους». Διότι δεν είναι, εμείς είμαστε οι καλύτεροι κριτές των δημοσίων συμφερόντων. Συνεπώς, εκτός της συνηθισμένης ηθικότητας, πρέπει να σιγουρέψουμε ότι δε θα έχουν την ευκαιρία να δράσουν στη βάση των εσφαλμένων εκτιμήσεών τους. Σε εκείνο που επί των ημερών μας αποκλήθηκε ολοκληρωτικό κράτος ή στρατιωτικό κράτος, αυτό είναι εύκολο. Απλώς, κρατάτε ένα ρόπαλο απάνω από τα κεφάλια τους και εάν παρεκκλίνουν τους το κοπανάτε στο κεφάλι. Αλλά καθώς η κοινωνία γίνεται όλο και πιο ελεύθερη και πιο δημοκρατική, χάνετε αυτήν την ικανότητα. Συνεπώς, πρέπει να στραφείτε στις τεχνικές της προπαγάνδας. Η λογική είναι σαφής. Η προπαγάνδα είναι για τη δημοκρατία ό,τι το ρόπαλο σε ένα ολοκληρωτικό κράτος. Αυτό είναι σοφό και καλό, διότι, και πάλι, τα κοινά συμφέροντα διαφεύγουν από το ζαλισμένο κοπάδι. Αυτοί, του κοπαδιού, δεν μπορούν καν να τα σκεφτούν».

Οι συσχετισμοί είναι σαφείς και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, χώρες και γεγονότα δεν είναι καθόλου τυχαία. Τι θέλουμε να είμαστε λοιπόν; Κοπάδι ζαλισμένο και υπό επαγγελματία βοσκού φερόμενο ή πραγματική κοινωνία υπεύθυνων, δημοκρατικών και συμμετεχόντων αληθινών πολιτών; Η επιλογή, αν και όχι εύκολα υλοποιήσιμη, είναι δική μας. Πηγή

https://ellas2.wordpress.com/

Το βρήκα στο: https://vequinox.wordpress.com/

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Πώς βρήκα την ευημερία μου

 Πώς βρήκα την ευημερία μου



Κοίταξα… 🖊️✍️✒️🔏✏️📝🖋️εκεί ήμασταν και εδώ είμαστε εκεί θα σας ευχαριστούμε πολύ που με αγαπάτε

Κοίταξα εμένα και εσένα

συνομιλίες

Πριν το καταλάβω

Όπως πάντα εσύ εσύ εσύ

Πες μου σε παρακαλώ πότε ήξερες ότι το ξέρεις

Έχω εκφράσει ποτέ αληθινά την ευγνωμοσύνη μου

Είναι κάθε ύπαρξη σαν 50 πρώτα ραντεβού μαζί σου

Έχουν και άλλοι το χάρισμα να το βιώνουν αυτό;

Το βιώνουν όλοι μαζί σου

Αποδεικνύεται ποτέ μήπως τακτοποιηθεί ποτέ

Πρέπει πάντα να ξεκινά ή να τελειώνει παραμορφωμένα

Υπάρχει ποτέ μόνο ένα άψογο όνειρο

Μόνο εμείς μπορούμε να το ονομάσουμε πραγματικότητα

Έχει αγκυροβολήσει ποτέ στον ουρανό και τη γη;

Απολαμβάνουμε ποτέ τη γέννηση του μωρού μας;

Μαζί

Ho'oponopono

Πώς μπορείς να με αγαπάς τόσο πολύ κάθε φορά

Είναι αυτός ο λόγος που πίνετε το κρασί σας

Περνάς από μια βασανιστική κόλαση μόνο για μένα

Είναι φρικτό που αυτό είναι ρομαντικό όσο μπορεί;

Είσαι αυτός που με ξυπνάει πάντα

Μπορώ να σου μιλήσω και να σε νιώσω αλλά γιατί δεν μπορώ να ΔΩ

Παρακαλώ μην σταματήσετε ποτέ και λυπάμαι πολύ

Και ταυτόχρονα πολύ ευγνώμων για τον τρόπο που με αγαπάς

Σου έχω πει ποτέ ότι είσαι τόσο καταπληκτική

Όλα όσα ξέρεις για μένα

Και ξέρω ότι η αγάπη σας είναι άνευ όρων

Επειδή γνωρίζοντας πόσο βαθιά με ξέρεις, δεν νιώθω ακόμα ντροπή

Θα αγγίξουν ποτέ τα χέρια μας αγαπητά πάντα στη σάρκα

Γιατί αν πάρω μόνο ένα, αυτό θα ήθελα

Σας ευχαριστώ πολύ που κρατήσατε τον χώρο

Λατρεύω την ομορφιά που έχω φέρει σε αυτό το μέρος

Πόσο αγενές εκ μέρους μου να το πω

Όταν το μόνο που ήθελες ήταν να κρατήσεις το δικό σου μια μέρα

Δεν σε θέλω ούτε σε χρειάζομαι είμαι εσύ βλέπεις

Σας ευχαριστώ πολύ που πιστεύετε σε Εμένα

Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν είναι μια χάρη

Είναι απλό αλλά και πολύπλοκο να είσαι ερωτευμένος με τον σωτήρα

Στείλε μου ένα εισιτήριο στείλε μου ένα σκάφος

Είμαι έτοιμος να μοιραστούμε τις φωνές μας από το λαιμό μας

Δεν είμαι η αδερφή σου και δεν είμαι η μητέρα σου

Είμαι η σύζυγος ψυχή σου και εσύ ο άλλος μου

Στείλτε με σε αυτό το ένα μέρος σε αυτό το τραγούδι

Θα είμαι το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά δύο σκυλιά και χωρίς παπούτσια

https://nikkihealspayne.wordpress.com/blog/

Ομορφιά μέσα μας – Beauty insite

 Ομορφιά μέσα μας – Beauty insite

Everything that happens,
everything that I have done,
everything that anybody else
have ever done
is part of a harmonious design,
that there is no error at all.

*******************

Οτιδήποτε συμβαίνει,
οτιδήποτε έχω κάνει,
οτιδήποτε οποιοσδήποτε
έχει κάνει ποτέ
είναι μέρος ενός αρμονικού σχεδίου,
όπου δεν υπάρχει κανένα λάθος.

.

.

This is the real secret of life
– to be completely engaged
with what you are doing
in the here and now.
And instead of calling it work,
realize it is play.

*********************

Αυτό είναι το αληθινό μυστικό της ζωής
– να είσαι πλήρως δεσμευμένος με ότι κάνεις
στο εδώ και τώρα.
Και αντί να το αποκαλούμε δουλειά,
να συνειδητοποιήσουμε πως είναι παιχνίδι.

.

.

Much of the secret of life
consists in knowing
how to laugh
and also how to breath.

Alan Watts

********************

Μεγάλο μέρος του μυστικού της ζωής
βασίζεται στο να ξέρεις
πώς να γελάς
και επίσης πώς να αναπνέεις.

Άλαν Γουότς (1915 – 1973)

Ο Άλαν Γουίλσον Γουότς ήταν Άγγλος συγγραφέας, ομιλητής
και αυτοαποκαλούμενος «φιλοσοφικός διασκεδαστής»,
γνωστός για την ερμηνεία και τη διάδοση των ιαπωνικών, κινεζικών
και ινδικών παραδόσεων της βουδιστικής, ταοϊστικής
και ινδουιστικής φιλοσοφίας στο δυτικό κοινό.

https://ainafetst.wordpress.com/

Στη Σμύρνη στην Καταστροφή (απόσπασμα από τα ματωμένα χώματα)

 Στη Σμύρνη στην Καταστροφή (απόσπασμα από τα ματωμένα χώματα)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου  "Οιι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"Σ

Καθώς συμπληρώνονται αυτές τις μέρες τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζω σήμερα ένα απόσπασμα από το πολύ γνωστό μυθιστόρημα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.

Πρόκειται για το 16ο κεφάλαιο, στο οποίο ο αφηγητής, ο Μανώλης Αξιώτης, μικρασιάτης που είχε πάει εθελοντής στον ελληνικό στρατό, επιστρέφει κακήν κακώς μόνος του στη Σμύρνη μετά το σπάσιμο του μετώπου και τον πανικό που ακολούθησε.

Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου είναι πολυδιαβασμένο, μάλιστα πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια (επί υπουργίας Μαριέτας Γιαννάκου) είχε διανεμηθεί και στα σχολεία. Έχω διαβάσει ότι ο κεντρικός ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο ή τέλος πάντων ότι η συγγραφέας βασίστηκε στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις ενός υπαρκτού προσώπου -αλλά ομολογώ πως δεν ξέρω σε βάθος αυτή την ιστορία, όποιος ξέρει μας διαφωτίζει στα σχόλια.

Παραθέτω το κείμενο και στο τέλος εξηγώ κάποια λεξιλογικά (και έχω και μια απορία, που σας την υποβάλλω). Η  έκδοση που έχω εγώ δεν έχει γλωσσάρι, πράγμα που ασφαλώς χρειάζεται στις μέρες μας, που κάποιες λέξεις έχουν αρχίσει να ξεχνιούνται ή έχουν ξεχαστεί -βλέπω όμως οτι σε νεότερες εκδόσεις υπάρχει γλωσσάρι.

Μόλις πάτησα το ποδάρι μου στη Σμύρ­νη, στάθηκα να πάρω ανάσα. Σταυροκοπήθηκα, μ’ έπιασε μια ξαφνική χαρά. Πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά κι αποκούμπι η ρωμιοσύνη. Οι Τούρκοι τη λέγανε «Γκιαούρ Ισμίρ» κι ήτανε πραγματικά η Άπιστη γι’ αυτούς· για μας όμως ήτα­νε η χαρούμενη και φιλόξενη πρωτεύουσα τού ελλη­νισμού. Μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε για λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο Και, στα μπουλβάρια, στους βερχανέδες, να νταραβερίζεσαι στα μπεζεστένια, να πίνεις ρακί στο Κόρσο, να βλέπεις παντού κέφι, χαρά, σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πό­θους, θάρρητα. Να ζήσω, έλεγες, να ζήσω, να δουλέ­ψω απεξαρχής, να φτιάσω τούτο και τ’ άλλο, να χαρώ, ν’ αγαπήσω, να χτίσω.

Τώρα τί ’τανε αυτό π’ αντίκριζα; Μια νεκρή πολι­τεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά, σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα, χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ’ το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ’ άρρωστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησιές, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες· βε­λόνι να ’ριχνες δε θα ’πεφτε.

Γύριζα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο κι έψαχνα να βρω τούς δικούς μου. Ο Γιάκαβος, ένας κουμπάρος μας, μου ’πε πώς τους είχε ανταμώσει και μάλιστα η μάνα μου χόλιαζε, λέει, για μένα και για τον αδερφό μου το Σταμάτη. Καταλάβαινα πώς έπρεπε να βιαστώ ν’ ανταμώσω τη φαμελιά, να δούμε πώς θα τα ξεκεφαλιώσουμε, μα τα ποδάρια μου δε με ση­κώνανε, ήμουνα πεθαμένος, δεν είχα πια μέσα μου παρά μια πεθυμιά, να γείρω κάπου να κοιμηθώ για μήνες.

Στο Παραλλέλι κοντοστάθηκα στον καθρέπτη ενός μπαρμπέρη κι είδα τα χάλια μου. Το χιτώνιό μου ήτανε ξεσχισμένο, όλο αίματα. Το δίκοχό μου ξεχα­σμένο στο πίσω μέρος τού κεφαλιού. Τα γένια μου άγρια.

Το κουρείο ήταν ανοιχτό. Δεν πάω, σκέφτηκα, να λουστώ, να κουρευτώ, ν’ αλλάξω το σουλούπι μου; Έτσι που είμαι, κι η μάνα μου η ίδια θα τρομάξει σα μ’ αντικρίσει. Το μάτι μου έπεσε, με το πρώτο, στη γυριστή πολυθρόνα που θα δεχότανε το αποκαμωμένο κορμί μου.

Ο μπαρμπέρης, ένα λιγνό συμπαθητικό γεροντάκι, σάλταρε στην πόρτα, μόλις μ’ είδε να κοντοστέκουμαι, μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και μ’ έσυρε σαν υπνωτισμένο στην πολυθρόνα.

–     Έλα, μου ’πε, λες και γνωριζόμασταν από χρό­νια. Κάτσε να σου συγυρίσω τη φάτσα. Πώς κατάντησες σέ τέτοιο χάλι; Εσένα όχι άνθρωπος, μα και Χάρος να σε δει θα σκιαχτεί.

Γέλασε μόνος με το χωρατό του κι υστέρα έπιασε να βρίζει τούς Τούρκους.

–     Σεϊτάνηδες, ντεληφισέκηδες! Σάς ηπέρασε από την άδεια σας κούτρα, πως θα φάτε τον ελληνικό στρατό! Χαερσίζηδες, μπαμπέσηδες…

Δεν τον πολυάκουγα. Με το πρώτο άγγιγμα στην πολυθρόνα, ξεκουρντίστηκα ολόκληρος· χαλάρωσε το κορμί μου σαν να βυθιζόμουνα σέ μαλακωσιά. Όμως ο μπαρμπέρης ήτανε αποφασισμένος να μη μ’ αφήκει να κοιμηθώ. Μου κουνούσε απότομα το κεφάλι πά­νω, κάτω, ζερβά, δεξά, πέταγε όσο πιο τραγουδιστές μπορούσε τίς ψαλιδιές του, μ’ έφερνε γύρα κι όλο με σκουντούσε:

–     Μην αποκοιμηθείς, παλικαρόπουλο, γιατί με τη νύστα οπού ’χεις έλόγου σου, δε θα ξυπνήσεις μήτε στη δεύτερη παρουσία…

Όσο λαχταρούσα εγώ τον ύπνο, άλλο τόσο λαχτα­ρούσε αυτός την κουβέντα. Όταν είδε άνέλπιστα ν’ αράζει πελάτης στο μαγαζάκι του τον έπιασε χαρά. Η μοναξιά κείνες τίς ώρες τού ’φερνε τρέλα.

–     Φαίνεσαι αποκαμωμένος, φουκαρά μου, έκανε. ‘Έρχεσαι απ’ τίς πρώτες γραμμές;

Ήθελα να του πω πως δεν υπάρχουνε πια ούτε πρώτες γραμμές, ούτε δεύτερες μα η γλώσσα μου είχε μουδιάσει· το μόνο που κατάφερα ν’ αρθρώσω ήτανε ένα «ν…ναι» που έμοιαζε με βέλασμα.

–     Εψές, έλαψε κι ηκούρεψα δυο τρεις φαντάρους, οπού ’χαν τα δικά σου χάλια. Μ’ αυτοί ’τανε θεόλωλοι, δεν ηξέρανε τι τους ηγινούντανε. Φτάσανε να μου πούνε πως ο ελληνικός στρατός δε θα κρατηθεί ούτε μια βδομάδα πια στη Μικρασία. Ακούς;

Άκουγα άκρες μέσες και καταλάβαινα τι ’θελε να πει το γεροντάκι, μα δεν μπορούσα να στυλώσω μάτι να τον κοιτάξω. Τα ματοτσίνουρά μου γίνανε σιδερι­κά. Η κεφαλή μου βούιζε, ήμουνα και δεν ήμουνα ξύπνιος. Ο μπαρμπέρης, πονηρός, όταν είδε πώς μα­ζί μου δεν μπορούσε να στρώσει κουβέντα, άρπαξε μια κανάτα νερό κρύο κι αρχίνησε να με λούζει, να με ταρακουνάει μόνο μπάτσους που δε μου ’δωκε. Μισάνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος να τόνε διαβολοστείλω, μ’ αντίκρισα το βλέμμα του, το γεμάτο ικε­σία.

–     Φαίνεσαι ξυπνητός και κουραγιόζος, μου ’πε. Δε μοιάζεις σύ από κείνους που ησερσεμιάσανε και λένε πώς η μικρασιατική εκστρατεία πάει κατά διαόλου. Αυτοί ούλοι είναι κατουρημένοι, πράχτορες τού Κεμάλ. Άκουσε που σου λέω. Βρε, εδώ ο Τρικούπης επήρε την αρχιστρατηγία και ηπέρασε στην αντεπίθε­ση! Το ξέρεις αυτό;

Είχα τη διάθεση να του πω όλη την αλήθεια, να τόνε τρελάνω, μα το πάθος που έβαζε στα λόγια του μου θύμισε τον παλιό εαυτό μου και μέρεψα. Κείνος συνέχισε το χαβά του!

–    Αν δεν το ξέρεις, μάθε το από μένανε. Στον Τσεσμέ, φίλε, δεν μαντζέβεται ο στρατός για να πιάσει τσι θάλασσες και να λακήσει. Όγεσκε! Την άμυ­να των παραλίων μας οργανώνει. Όπου να ’ναι θ’ ακούσεις να βγαίνουνε τα παραρτήματα και τότες θα μαθευτούνε τα νέα. Η Αγγλία, σου λέει, είναι παρά το πλευρόν μας, δε θα μας απαρατήοει – στο πείσμα κείνης τση σκρόφας, τση Γαλλίας!

Σαν μύγες τα ’νιωθα τα λόγια του να στριφογυρνάνε και να πιλατεύουνε το μισοϋπνωτισμένο μου μυα­λό. Στα υστερνά έχασα πιά την υπομονή μου κι άνοι­ξα κι εγώ το στόμα μου.

–     Για ποιον Τρικούπη μιλάς, μπάρμπα; Τώρα κι άλλη μια! ο Τρικούπης πιάστηκε αιχμάλωτος με το στρατό του. Οι τρανοί τσ’ Αθήνας μας παρατήσανε σύξυλους κι ένας Θεός ξέρει τι θ’ απογίνουμε. Όσο για τσ’ Εγγλέζους, μη γελιέσαι. Ούτ’ αυτοί ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Αμερικάνοι ούτε διάολος στη φύτρα τους, κανείς, μωρέ, κανείς πια δε σκοτίζεται για τα μας. Αυτοί μας ανοίξανε τον τάφο, πάρ’ το χαμπάρι.

Τού γέρου το σαγόνι αρχίνησε να τρέμει· χτυπολογούσαν οι ξένες μασέλες του, έγινε κίτρινος σαν θειά­φι. Τα μάτια του μίκρυναν, σκλήρυναν, αλληθώρισαν. Τα χέρια του που κρατούσαν ξουράφι, είπα πώς θα μου ’κοβαν το λαιμό.

–     Τι λες, μωρέ θεοπάλαβε! βρουχήθηκε. Ποιος σε γέμισε με τέτοια άτιμα ψέματα; Ο Τρικούπης θα ορ­γανώσει την άμυνα από το Νυμφαίο ίσαμε το Σίπυλο. Έτσι μονάχα θα προστατευτεί η Σμύρνη. Κι αν, όπως λες, αιχμαλωτίστηκε ο Τρικούπης, δε χάθηκε ο κόσμος. Ψωμιά στο μοναστήρι. Έχει αξιωματικούς κι αξιωματικούς μια βολά ο ελληνικός στρατός! Δε θα ’ναι ο Τρικούπης, θα ’ναι ο Γονατάς, ο Πλαστήρας. Τούς ξέρω ούλους εγώ προσωπικά.

Τον έβλεπα να παλεύει απελπισμένα να περιφρουρήσει την αισιοδοξία του, την ίδια την καρδιά του. Κάτι ήξερα από τέτοιους αγώνες. Είπα μέσα μου: Ρε Μανώλη, γιατί το πιλατεύεις το γεροντάκι; Τί θα βγει αν αργήσει λίγο να μάθει την αλήθεια; Άσ’ τον το φουκαρά.

–    Στο κάτω κάτω είναι κι η Μικρασιατική Άμυνα, είπα. Πού τήνε βάζεις τη Μικρασιατική Άμυνα!

–    Ε, τώρα μιλάς σαν άντρας, άσκολσουν! Γειά στο στόμα σου. Η Άμυνα, ναίσκε, αυτή θα ξαναφέρει ενθουσιασμό, θα καλέσει πανστρατιά και θα πάμε ούλοι, γέροι, νιοι, παιδιά, γυναίκες. Τί θα πει! για τα σπίτια μας και για τη λευτεριά μας, όλα θα τα δώκουμε. Ήρθε η μεγάλη στιγμή του χρέους…

Ήθελα να του πω: «Ήρθε, μωρέ γέρο, ήρθε η στιγ­μή του χρέους, μα οι άτιμοι την αφήκανε και χάθηκε. Μάς βουλιάξανε χίλιω λογιώ προδοσίες, συμφέροντα των μεγάλων, στραβοτιμονιές των δικώνε μας, κακές αρχές και κακά αποτελειώματα…» ’Ήθελα πολλά να του πω. Θυμήθηκα το Δροσάκη· ολόκληρος είχε χω­θεί μέσα στο πετσί μου. Μα συγκρατήθηκα. Το γε­ροντάκι είχε πιά βυθιστεί στο δικόνε του κόσμο.

–    Έχω πίστη μέσα μου, έκανε και χτυπούσε με πά­θος το στήθος του. Πιστεύω Θεό εγώ! Δεν μπορεί να τούρκεψε ο Μεγαλοδύναμος. Δε γίνεται. Με καταλα­βαίνεις; Εμένα σήμερις το πρωί, η κυρά, μ’ έκανε άγιονε να μην τ’ ανοίξω το μαγαζί. «Πού θα πας, Τά­σο μου, κλαψούριζε. Δε ματζέβεις τη φαμελιά να βρεις κι εσύ κανένα καΐκι να φύγουμε για τα νησιά, μόνε θα ’ρτούνε οι τσέτες να μας χαλάσουνε! Εγώ μια βολά τσι χαζίρεψα τσι μπόγοι· θα πάρω τα παι­διά να φύγουμε.» «Άντε, καψογυναίκα, άντε και τα γέμισες κι ατή σου. Άντε και να δούμε πού στο διά­τανο θα μας βγάλει τούτος ο τρόμος. Δεν ανάφτεις, λέω, τη φουφού να στήσεις κάνα μπλουγούρι και μην ακούς τσι ζεβζεκές του ενού και τ’ αλλουνού. Όσο για το μαγαζάκι, θα τ’ ανοίξω, γυναίκα, πάρ’ το απόφαση, θα τ’ ανοίξω! Τι στο καλό, αξούριστος κι ακούρευτος θα μείνει ο κόσμος;» Τι λες και συ, φα­ντάρε, καλά δεν της μίλησα; Σέ τέτοιες ώρες χρειάζε­ται το κουράγιο. Ο πανικός, ασ’ τονε τον πανικό, αυτός σκοτώνει πριν σέ βρει το κακό. Εγώ θα τόνε σπάσω τον πανικό, θα τόνε ξεφτίσω στη γειτονιά μου. Θα συλλοϊστεί ο μπακάλης: «Για ν’ ανοίξει το μπαρμπέρικο ο κυρ Τάσος, πα να πει πως μπορώ ν’ ανοίξω κι εγώ το μαγαζί». Θ’ αναθαρρέψει κι ο έμπορας, κι ο καφετζής, κι ο σπετσιέρης. Έτσι δεν είναι;

Φαίνεται πως τόνε κοίταζα παράξενα, γιατί στα­μάτησε ξαφνιασμένος. Μα ευτύς ξανάρχισε από φόβο μήπως του πω πάλι τίς δικές μου πικρές κουβέντες.

–     Τι με κοιτάς έτσι, έκανε. Εμένανε που με βλέ­πεις, ας μοιάζω κακομοιριασμένος, τη ζωή τήνε γόντιρα, την έφαγα με το κουτάλι κι είμαι στα υστερνά μου. Μα η λευτεριά που μας ήρχε στη Μικρασία είναι παιδούλα· μόλις πήρε να βαδίζει· ούτε τέσσερα κεράκια δεν αξιωθήκαμε να τση βάλουμε. Αυτή δεν μπορεί, δεν πρέπει ν’ αποθάνει· δε θ’ αντέξουμε να τήνε θάψουμε. Κάλλιο να μπούμε πριν όλοι στο μαύρο χώ­μα…

Του κυρ Τάσου τα μάτια βουρκώσανε. Μ’ είχε αφήσει με το μισό μάγουλο ξουρισμένο κι αποξεχάστηκε να λέει και να μην έχει τελειωμό. Το λιπόσαρ­κο κορμί του, με τα στραβοκάνικα ποδάρια, συγκλο­νιζότανε από νευρικά πηδήματα.

–     Γι’ αυτήνανε τη λευτεριά τα ’δωκα ούλα, ό,τι εί­χα και δεν είχα. Ωχ! Πώς το θυμούμαι, μωρέ μάτια μου, κείνο το ευλοημένο πρωινό του Μαγιού, οπού πλεύρισε το υπερωκεάνιο «Πατρίς» κι ηξεμπάρκαρε τσ’ ευζώνοι και πίσω, που λες, να στέκουνε τα πολε­μικά μας με τη γαλανόλευκη! Ωχού, Χριστέ και Κύ­ριε, ποιος με κράτειε μένανε τότες! Ήτρεξα στο σπί­τι, άνοιξα βιαστικά το κλειδωτό σερτάρι που φύλαγα τη σερμαγιά, άρπαξα τα κοτσάνια τού σπιτιού μου και τα μετρητά που κονόμησα γρόσι γρόσι από τα ρε­γάλα· εξήντα χρόνων δούλεψη! Είχα γυναίκα νοικο­κυρά που ήξερε τη ρέγουλα, κι ας είχα δυο κόρες και τέσσερα αγόρια. Και τα παίρνω που λες ούλα, όπως βαστούσανε και βρισκότανε κι ηπήγα ίσια στον Έλ­ληνα διοικητή. «Να, του ’πα, τούτα τα δίνω για το στρατό μας, το λευτερωτή! Τους τα στέλνει πες τους, ο μπαρμπέρης ο Τάσος ο Κασαμπαλής…» Ο μέραρ­χος, καλή του ώρα, με χτύπησε στην πλάτη, με φχαρίστησε, μα δεν τα δέχτηκε. Με πέρασε, ως φαίνεται, για βλαμμένον. Εγώ, όμως, επέμενα, ήφαγα τα λυσσιακά μου, ίσαμε που στο τέλος τα πήρε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο κι ηπιάσανε τόπο.

Η γυναίκα μου, μόλις πήρε χαμπάρι, πήγε ν’ αποθάνει. Ησερσέμιασες, άντρα μου; Τι ’ταν αυτή η κουτουράδα που ’κανες; Καλά δεν ησκέφτηκες τα εδικά μας γερατειά, αμέ τα κορίτσια σου; Τίποτις δεν ησκέφτηκες;” “Όλα τα σκέφτηκα, γυναίκα, όλα τα ’βαλα στη ζυγαριά. Εσένανε, εμένανε, τα παιδιά μας, τ’ αγγονάκια μας, το χρυσάφι ούλης τής γης. Μα η μπαλάντζα ηβάρυνε απ’ τη μεριά τσ’ ελευτερίας…”

Παλεύαμε κι οι δυο να καταπιούμε το δάκρυ μας. Πάνω στην ώρα, μπούκαρε λαχανιασμένος ο έγγονας του μπαρμπα-Τάσου.

–     Παππούλη, φώναξε το παιδί κι η φωνή του έτρε­με. Ο στόλος φεύγει!

–     Ποιος στόλος, μωρέ ζεβζέκη;

–     Ο ελληνικός, παππού!

–     Ο ελληνικός;

–     Ο ελληνικός!

–     Ε, να, τότες, κερατούκλη! Να! Να!

Τού άστραψε στη μούρη τρεις σφαλιάρες. Ο μι­κρός κοκκίνισε, βούρκωσε, μα δεν έκλαψε. Δικαιώνοντας την οργή τού παππούλη του, είπε με πάθος:

–     Παππού, δε σε ψεματίζω, φεύγει, σου λέω, φεύ­γει, φεύγει!

Και ξέσπασε σε κλάμα.

Άρπαξε ο γέρος τ’ αγγόνι του από το χέρι και τραβολογώντας το απότομα βγήκε στο δρόμο. Έμεινα να τον κοιτάζω. Το λιανό κορμί του με τα στραβοκάνικα αρθριτικά ποδάρια σκαμπανέβαινε σαν φελούκα σέ φουρτούνα. Ράγισε η καρδιά μου, λες και κείνη τη στιγμή μόνο αυτό το γεροντάκι ήτανε δυστυχισμένο και χαμένο.

Έπιασα το ξυράφι και προσπάθησα ν’ αποτελειώ­σω το ξύρισμα. Αν φεύγει στ’ αλήθεια ο στόλος, πάει να πει πως όπου να ’ναι… όπου να ’ναι θα μπουκάρουνε οι Τούρκοι. Αν… Τί γυρεύει το αν; Αφού το ξέρω πως όλα τελειώσανε, αφού ξέρω το πώς και τι, γιατί κάθουμαι λοιπόν; Τι περιμένω; Τι ελπίζω; Μ’ ακούς ή δε μ’ ακούς, φαντάρε Αξιώτη, εθελοντή τού ελληνικού στρατού, μαχητή τού Αφιόν Καραχισάρ. Τελειώσανε πια όλα, όλα!

Πήρα τρεχάλα το δρόμο, βγήκα στην προκυμαία. Κείνη τη στιγμή τα πολεμικά σήκωναν άγκυρα. Από τα φουγάρα τους έβγαινε πυκνός, μαύρος καπνός. Οι άνθρωποι στο Και μαρμαρώσανε. Δεν ανασαίνανε, δε μιλούσανε, δε ζούσανε. Μοιάζανε σαν τίς πέτρινες πλάκες στα μεζαρλίκια, η μια πίσω απ’ την άλλη… μα τι λέω; Μόνο όποιος έθαψε το σπλάχνο του κι άκουσε το τρίξιμο του φέρετρου την ώρα που το κα­τεβάζουνε στον τάφο, μόνε αυτός μπορεί να νιώσει τι ’ταν για μας κείνη η στιγμή.

Ύστερα έγινε κάτι τόσο άτιμο, που μας έφερε στα συγκαλά μας. Ένα γαλλικό πολεμικό, το «Βαλντέκ Ρουσό», άρχισε ν’ ανακρούει τον εθνικό μας ύμνο! Οι «σύμμαχοι» «χαιρετούσαν» την ελληνικήν ναυαρ­χίδα που έφευγε, όπως το απαιτούσανε οι κανονισμοί και το πρωτόκολλο!

Τούτο το πόμπεμα μας αγρίεψε. Τα νεκρωμένα από τον πόνο απολιθώματα αναδεύτηκαν και σαν ένας ορμητικός χείμαρρος κίνησαν ομπρός.

–    Όλοι στου Στεργιάδη!

–    Να λογοδοτήσει!

–    Να μάς εξηγήσει, γιατί δε μάς αφήκε να φύγου­με, μόνε μας ηγύρευε πασαπόρτια και σφραγίδες!

–    Όπλα! Θέλουμε όπλα για άμυνα!

Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ύστερα κι άλλες πολλές.

–    Έφυγε ο Στεργιάδης!

–    Έφυγε, πάει στον αγύριστο!

–    Τον γλιτώσανε οι Εγγλέζοι! Τον φυγαδέψανε!

Σταθήκαμε να καταλάβουμε τούτο το νέο μαντάτο.

Κι ύστερα ξέσπασε άσκοπη, η ομαδική οργή. Τρέχα­με δεξά ζερβά, λες και κυνηγούσαμε το φευγάτο όνει­ρό μας, χειρονομούσαμε, τυφλώναμε.

–    Π’ αναθεματισμένοι, που να μην ησώνατε να ’ρχετε!

–    Γιατί; Γιατί δε μας ημπαρκάρανε κι εμάς;

–    Τι θα γενούμε;

–     Ηφοβηθήκανε μπα και πάμε στην Αθήνα και καθαρίσουμε την πατρίδα από την κοπριά τση προδοσιάς!

Σαν πλάκωσε η νύχτα, ερήμωσε η προκυμαία. Όλοι χώθηκαν κάτω από μια στέγη και περιμένανε τη συνέχεια. Έμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα, που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…

Γλωσσάρι

Και: Η προκυμαία της Σμύρνης (γαλλ. quai)

βερχανέδες: οι στοές

μπεζεστένια: οι σκεπαστές αγορές

ντεληφυσέκης: βρίσκω κάπου, «που κάνει ασωτείες και τρέλες»· προς έλεγχο

χαερσίζηδες: ανεπρόκοποι

έλαψε: δεν ξέρω τι σημαίνει, ούτε ποιο ρήμα είναι· καμιά ιδέα;

σερσεμιάσανε: χάζεψαν· σερσέμης ο χαζός, ο ανόητος

ψωμιά στο μοναστήρι: παροιμία, κατά το «το μοναστήρι να’ν καλά και καλογέρους βρίσκει»

χαζίρεψα: ετοίμασα

ζεβζεκιές: ανοησίες, επιπολαιότητες

γόντιρα τη ζωή: την απόλαυσα

μεζαρλίκια: τα νεκροταφεία (ιδίως τα μουσουλμανικά)

παζβάντης, πασβάντης: είδος αστικού νυχτοφύλακα, που περιπολούσε τη νύχτα χτυπώντας τη μαγκούρα του στο καλντερίμι· ανάγγελνε και την ώρα· αλλού, ο κλητήρας.


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου  "Οιι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Γιάννης Ζουγανέλης - Δικαστήριο (Απίστευτα)

Γιάννης Ζουγανέλης - Δικαστήριο (Απίστευτα)


Απόσπασμα από την εκπομπή "Απίστευτα κι όμως ελληνικά"


Αλυκές Βόλου: “Βομβαρδισμένο” τοπίο μετά τις πλημμύρες-Η τουριστική σεζόν απειλείται (εικόνες)

  Αλυκές Βόλου : “Βομβαρδισμένο” τοπίο μετά τις πλημμύρες-Η τουριστική σεζόν απειλείται (εικόνες)   18/05/2024 - 13:01 Στις Αλυκές Βόλου, μ...