Σταύρος Ζαφειρίου: VII. difficiles nugae


Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια… [Νίκος Χουλιαράς]

VII. difficiles nugae

Οι πολλαπλές και επίμονες αναφορές μου στην ανθρώπινη φύση –και ειδικότερα στην ένοχη ανθρώπινη φύση–, αποτέλεσμα, εν πολλοίς, της αμηχανίας μου, αλλά και του αδιαμφισβήτητου ενδιαφέροντός μου απέναντι σε οτιδήποτε κρίνεται ως ενοχή ή συνιστά ενοχή, παρότι υπακούουν σε μιαν αδήριτη ανάγκη να μιλήσω για τις πράξεις της ενοχής, απέχουν ωστόσο από το να περιορίσω το θέμα μου σε τούτη μονάχα τη διάσταση.

Και το λέω αυτό επειδή η ενοχή δεν είναι ένας όρος τεχνικός ούτε μπορείς να την αναγάγεις σ’ εφαρμοσμένα συστήματα και ιδιότητες –και πολύ περισσότερο δεν μπορείς ν’ απαιτήσεις από τον ένοχο ν’ αποδείξει την ενοχή του, εν αντιθέσει με τον φερόμενο ως αθώο, από τον οποίο απαιτείς και απαιτείς διαρκώς ν’ αποδεικνύει την αθωότητά του–, αλλά ήταν και θα παραμείνει ένα εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, η τελευταία απελπισμένη απόπειρα εξόδου του ανθρώπινου νου απ’ τον κλοιό της ματαιότητάς του.

Αυτό που σκέφτομαι τώρα φυλλομετρώντας τον Κάφκα, φυλλομετρώντας τα Μπλε του Τετράδια και τα Ημερολόγιά του, διαβάζοντας και διαβάζοντας πάλι τα φοβικά και βασανιστικά, τα φορτωμένα με υποψίες και ενοχές Γράμματά του προς τη λευκή αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε, και διαβάζοντας το εξουθενωτικό και ανεπίδοτο Γράμμα στον Πατέρα του, είναι ότι

η μόνη εν τέλει ποινή που μπορεί να επιβάλλει η ίδια η ενοχή του στον ένοχο, αυτή που μπορεί να τιμωρήσει και ταυτοχρόνως μπορεί να λυτρώσει τον ένοχο, είναι η σκληρή και επώδυνη ποινή της γραφής πάνω στην ίδια του τη σάρκα, είναι η μετάλλαξη της ίδιας του της σάρκας σε πεδίο γραφής. Και ίσως να μην αποτελεί υπερβολή ή εικασία ότι, έστω και περιμένοντας την επιβολή αυτής της ποινής, να επιμένει ο ένοχος να ζει, ακόμη και αν δεν γνωρίζει, ακόμη και αν φοβάται τον τρόπο.

Ο τόσο συγκεχυμένος και ιδιότυπος, σκέφτομαι τώρα, κόσμος που κρύβει και κρύβει –όχι εν δυνάμει μα σε διαρκή εντελέχεια– εντός του ο ένοχος, παρά το συμβολικό φορτίο που μεταφέρει μέσα απ’ τις δαιδαλώδεις του νοητικές διαδρομές, προβάλλει προς τα έξω έναν συγκροτημένο και φονικό κατά βάση μηχανισμό, η αναπαράσταση του οποίου από τις πράξεις, και στη συνέχεια η αναπαράσταση των πράξεων από τη γλώσσα, είναι και η μόνη εφικτή διέξοδός του.

Κατά τον τρόπο αυτόν, σκέφτομαι πάλι, οι μεγαλύτεροι ένοχοι της ιστορίας, εκείνοι που φόρτωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας με τις ασύλληπτες ενοχές των λαιμητόμων, της αγχόνης και της πυράς, των εκκαθαρίσεων, των θαλάμων καταιόνησης και της πλαστογραφημένης ενημέρωσης∙

οι μεγάλοι ιεροεξεταστές και οι Ροβεσπιέροι, οι Ναπολέοντες και οι Φύρερ, οι αποθεωμένοι Πατερούληδες και οι αυτάρεσκα μικρόνοες Πρόεδροι πασών των ηπείρων και πασών των θαλασσών,

αναπαρέστησαν τον μέσα τους κόσμο, σκηνοθέτησαν και παρουσίασαν ζωντανά στη σκηνή τον φοβικό και ενοχικό μέσα τους κόσμο, θέτοντας σε κίνηση με τον φριχτότερο τρόπο τον φονικό του μηχανισμό, σαν τη μόνη εφικτή και ασφαλή διέξοδό τους προς το αναγκαίο. Και τούτη ακριβώς η αναπαράσταση είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του μέσα, που είναι ένα αόριστο και αφηρημένο σχήμα του λόγου, και του έξω, που είναι η πιο αιματηρή πραγματικότητα.

Ό,τι λοιπόν ονομάζουμε, σκέφτομαι, ελαφρά τη καρδία «η σκοτεινή πλευρά», ό,τι αφήνουμε να εννοηθεί πως είναι η άλλη πλευρά του ανθρώπου, η περίπλοκη και δυσθεώρητη και ανεξιχνίαστη, η δήθεν αντίθετη προς τη φύση του, και η δήθεν ταπεινωτική και ανάξια, μα απολύτως συμβατή, τελικά, προς τη φύση του∙

ό,τι δεσπόζει στα φροϋδικά και λοιπά, μακριά και μακριά νυχτωμένα, ψυχαναλυτικά εγχειρίδια ως μοντέλο του ενστίκτου της καταστροφής, το οποίο εναρμονίζεται και συνεργάζεται πλήρως με το άλλο μοντέλο, του ενστίκτου της επιβίωσης, και συνυφαίνεται με το ένστικτο της επιβίωσης σε έναν ιστό, όπου ως μοναδικό παγιδευμένο θήραμα σπαρταρά απεγνωσμένα ο ίδιος ο θύτης∙

ό,τι λοιπόν ονομάζουμε «η σκοτεινή πλευρά» δεν είναι, σκέφτομαι, τίποτε άλλο πέρα από την ενεργοποίηση του λανθάνοντος τούτου μηχανισμού που τα γρανάζια του ηχούν σαν σάλπισμα στο φρέαρ της αβύσσου.

Και είναι αυτή ακριβώς η ενεργοποίηση, που παρά τις απλοϊκές –χωρίς τίποτε να είναι απλό– αναλύσεις, παρά τους κοινούς τόπους και τις υπερβολές των σοφιστειών και των αυθαίρετων συμπερασμάτων, μας κατευθύνει στην παραδοχή ότι και ο άνθρωπος, παρά την έλλογη οντότητά του, παρά το γεγονός ότι χάρη σε τούτη την έλλογη οντότητά του νομοθέτησε και νομοθετήθηκε, κωδικοποίησε και κωδικοποιήθηκε ηθικά, δεν παύει να είναι μια φύση εν φύσει,

όπου η ενοχή δεν υφίσταται ως μια αλληγορική –και κατ’ ουσίαν άνομη και ανήθικη– πράξη της απέναντι στους άλλους, ή και στον ίδιο της τον εαυτό, αλλά μονάχα ως μια πράξη βιολογικά καταγωγική, φωτισμένη απ’ όλους τους προβολείς του ανθρώπινου δράματος και υποταγμένη στους εικότες νόμους της ανάγκης.

Και αν πλέον αναλογιστούμε, επανερχόμενοι στον Κάφκα, ότι η ιδιόμορφη μονομανία του να συλλαμβάνει ενόχους χωρίς προφανή ενοχή, να δικάζει κατηγορούμενους χωρίς κατηγορητήριο ή να προσλαμβάνει χωρομέτρες δίχως αχωρομέτρητους χώρους∙

αν αναλογιστούμε ότι τ’ αδιέξοδα και οι αποκλεισμοί στους οποίους αυτοβούλως καταδικάστηκε, κι ότι ο απρόσιτος –ή μήπως ανύπαρκτος;– μεγάλος Πύργος στον οποίο αυτοβούλως εγκλείσθηκε,

δεν ήταν παρά μια ιδιοφυής πρακτική για να αποκαλύψει, κατά πρωτεύοντα λόγο, την προγραμματικά στρεβλή και ατελή ηθική σχέση της ενοχής με τον άνθρωπο, και του ανθρώπου με την ίδια του τη φυσική ανθρώπινη εμπειρία,

ενδεχομένως μπορεί να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειπε κι εγκατέλειπε τα γραπτά του μετέωρα και ημιτελή, μα παραδόξως όχι ανολοκλήρωτα.

Εφαρμόζοντας κατ’ αρχήν στον ίδιο τον εαυτό του, στο ίδιο το πεδίο της σάρκας του την ποινή της γραφής, αποκάλυψε τις γεωμετρικές διαστάσεις της ενοχής, η οποία γίνεται θεώρημα και αποδεικνύεται μόνον από τη στιγμή που οι πράξεις της αποτελέσουν και πράξεις του γραπτού λόγου.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.

Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010) του Σταύρου Ζαφειρίου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Σταύρος Ζαφειρίου

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Το βρήκα στο:https://vequinox.wordpress.com/