-STELLA- SATURDAY NIGHT STORIES


Το τέταρτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, το μοναδικό αγόρι και φυσικά το πιο παραχαϊδεμένο. Μεγαλωμένο στοργικά από τις τρεις αδερφές του, αλλά κυρίως από την μάνα. Ο μοναχογιός, το καμάρι, το στερνοπούλι της, το κατάδικό της οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Καλομαθημένος με όλες του τις απαιτήσεις ικανοποιημένες στο πιάτο, καταφερτζής από μικρός. Αν δεν τα έβγαζε πέρα με την πρώτη αδερφή, πήγαινε στη δεύτερη και ούτε κάθε εξής, η σειρά δεν ήταν δεδομένη, ήταν προμελετημένη ανάλογα με τη χάρη και το χρόνο διεκπεραίωσης του εκάστοτε χατιριού. Η μάνα θεατής και υποκινητής συνάμα. Χαιρόταν που ο μικρός τα κατάφερνε μια χαρά και πάντα έβρισκε τρόπο για να πάρει ότι επιζητούσε. Συνέβαλε και η ίδια με τον τρόπο της βεβαίως βεβαίως, εις βάρος των κοριτσιών πάντα, λεπτομέρειες όμως, σιγά μην κάτσει να ασχοληθεί κανείς. Το καλύτερο κομμάτι κρέας στο τραπέζι ήταν δικό του, το βάζο του με τις καραμέλες ήταν καλά καταχωνιασμένο για να μη το βρει καμμιά. «Έλα Μιχαλιό να σου δώσω λεφτά να μου πάρεις πατάτες», του έχωνε ταυτόχρονα το παραπάνω του και στην άλλη τσέπη σιγοψιθυρίζοντας να μην τους πάρει χαμπάρι κανείς «πάρε και μια σοκολάτα να γλυκαθείς γιε μου». Μια άυλη, «αθώα» συνομωσία μάνας και γιου, μια συνεχομένη αδικία. Αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα χρονικής διάρκειας ενός δευτερολέπτου για την κερά Μαρία, μιας και το καμάρι της φρόντιζε πάντα να την φιλεύει με ένα φιλί και ένα γλυκόλογο, οπότε η λήθη καπάκωνε την αδικία πανηγυρικά.

Τα χρόνια περνούσαν και το Μιχαλιό ενηλικιώθηκε, ξερακιανός, μελαχρινός και ομορφάντρας. Τις κοπελιές τις άλλαζε σαν τα πουκάμισα, η μια ερχόταν η άλλη έφευγε. Βαριόταν εύκολα, έκανε το κομμάτι του, περνούσε για λίγο καιρό καλά και μετά την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, δεν είχε μάθει και να πολυσκοτίζεται, ούτε να μην του τα έχουν έτοιμα στο πιάτο. Κάπου εκεί γνώρισε τη Φιλία. Πώς, πού, γιατί, κανείς δεν ξέρει, την παντρεύτηκε με το έτσι θέλω. Η κερά Μαρία αντέδρασε σθεναρά στην αρχή, έλα όμως που ο έρως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο μοναδικός ηγέτης και συμβουλάτορας. Τι να κάνει, υπέκυψε, προκειμένου να χάσει τον κανακάρη, συμβιβάστηκε και ας έβραζε εσωτερικά μες στο ζουμί της σαν χύτρα έτοιμη να εκραγεί. Στην πορεία την αγάπησε, την πήρε με το μέρος της. Δεν ήταν η αθώα καρδιά που την έκανε να αλλάξει γνώμη, ούτε η αυτογνωσία στη πορεία της ζωής της για τα λάθη της, αλλά επειδή δεν μπορούσε να του κάνει παιδιά. Λιγότερος ανταγωνισμός, περισσότερος χρόνος με το γιο της.

Το ζευγάρι προσπαθούσε πολύ καιρό, μιας ο καημός του Μιχάλη ήταν να κάνει οικογένεια. Ίσως ήθελε απλά να διαιωνίσει το είδος του, ίσως ήταν το βάρος στους ώμους όντας το μόνο αρσενικό στο σόι που έπρεπε και όφειλε να συνεχίσει το επίθετο των Μιχαλάκηδων. Ίσως πάλι να είχε συνειδητοποιήσει την αδικία που είχε προκαλέσει άθελά του και ήθελε να εξιλεωθεί μέσω των παιδιών του, ίσως όμως και να ήταν ένας στόχος που απλά ήθελε να επιτευχθεί, ένα γινάτι.

Οι συνεχόμενες προσπάθειες για το ζευγάρι για την απόκτηση διαδόχου ήταν άκαρπες και άδικες. Ποιος όμως μπορεί να κρίνει τι είναι άδικο και τι δίκαιο στη ζωή; Είχαν δοκιμάσει τα πάντα, είχαν πάρει ότι βιταμίνες, φάρμακα, γιατροσόφια και μαντζούνια κυκλοφορούσαν. Είχαν πάει στους καλύτερους γιατρούς και κλινικές, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, χωρίς όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτή η διαδικασία κράτησε χρόνια με αποτέλεσμα την τριβή μεταξύ τους, τη στεναχώρια και την απογοήτευση να κυριαρχούν. Τα δώρα, τα ταξιδάκια και η ουσιαστική αγάπη που έτρεφαν ο ένας προς τον άλλο δεν αρκούσαν για να καλύψουν το κενό. Ένα κενό που ξεκίνησε σαν μια μικρή τρυπούλα, ίσα ίσα για να μπαίνει το αεράκι και να τους δροσίζει τις νύχτες της καλοκαιρινής κάψας, μετατράπηκε σιγά σιγά σε μεγάλη τρύπα με το χρόνο και έπειτα σε κουφάλα που από τους κυκλώνες και από τους τυφώνες που έμπαζαν από παντού, δεν τολμούσες πια να σταθείς. Οι επιλογές ήταν συγκεκριμένες, ή θα έκλειναν την τρύπα όπως όπως και θα έκαναν μια τελευταία προσπάθεια ή απλά θα τέλειωνε εδώ το παραμύθι της ζωής τους χωρίς το επιθυμητό τέλος.

Αποφασίστηκε ας πούμε από κοινού, να επιχειρήσουν ξανά. Η Φιλία κουρασμένη και ταλαιπωρημένη το είχε πάρει πια απόφαση και δεν είχε άλλο κουράγιο, της είχε στοιχίσει πολύ όλη αυτή η ιστορία. Κυρίως όμως την είχε πληγώσει αυτή η επιμονή για την απόκτηση των παιδιών, αναιρώντας την προσωπικότητά της, των τόσων χρόνων που μοιράστηκαν μαζί. Ένιωθε παραπεταμένη, ξεζουμισμένη και μόνη, μπροστά σε ένα χάρτινο πύργο, σε μια τελευταία αναμονή και ευκαιρία, που ή θα τους ανέβαζε στα ουράνια, είτε θα διαλύονταν όλα σε μια στιγμή.

Το παραμύθι της αγάπης τους δεν τελείωσε με το έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Όλα καταστράφηκαν σε μια στιγμή, σαν ένας σεισμός που γκρεμίζει τα πάντα και ψάχνεις απελπισμένα κάτω από τα μπάζα και τα συντρίμμια, με νύχια και με δόντια κάτι δικό σου να βρεις, να διαφυλάξεις μπας και μπορέσεις να σωθείς και να κρατηθείς. Ο χωρισμός ήταν άσχημος και βαρύς. Ο Μιχάλης ακλόνητος στις απόψεις του, ήθελε οικογένεια, οπότε έπρεπε να βρει τρόπο για να τη δημιουργήσει και αυτός ο τρόπος δεν ήταν πια με τη Φιλία, όσο και να την αγαπούσε. Είχαν εξαντλήσει οτιδήποτε ανθρώπινο και δυνατό. Η Φιλία από την άλλη την έπιασε το εγωιστικό της. Τέρας μαινόμενο με φωτιές και καπνούς από παντού. Όλη της η αγάπη και ο πόνος είχαν μετατραπεί σε μίσος. «Παιδιά θέλεις; Τράβα, άσε μου την περιουσία και πήγαινε να τα κάνεις αλλού!». Ο Μιχάλης πήρε δάνεια για να καλύψει τις οφειλές ώστε να μπορέσει να της τα μεταβιβάσει όλα. Δεν έφερε αντίρρηση. Τα έδωσε όλα. Κράτησε μονάχα την επιθυμία του να κάνει παιδιά. Και το κατάφερε.

Παντρεύτηκε με συνοπτικές διαδικασίες την Τούλα μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα και έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τα λουλούδια του μπαξέ του. Όλη η ευτυχία μαζεμένη στο σπιτικό του. Η γυναίκα του μάλαμα. Όμορφη, γλυκιά, καλοσυνάτη, νοικοκυρά, σωστή σύζυγος και ζηλευτή μάνα. Με τα καλύτερα λόγια μιλούσε πάντα για εκείνη. Την σεβόταν και την εκτιμούσε. Όλα τα καλά του κόσμου ήταν, σύντροφος όμως δεν ήταν…

Τον πέτυχα στο δρόμο μου μετά από πολλά χρόνια. Ήπιαμε καφέ στο παραδοσιακό καφενεδάκι στο πλακόστρωτο της πλατείας όπως παλιά. Καλοστεκούμενος και αριστοκράτης όπως πάντα. Του είχα αδυναμία από μικρή. Τον θυμάμαι πάντα ντυμένο Αι Βασίλη να μας μοιράζει καραμέλες και σοκολάτες την Πρωτοχρονιά των παιδικών μου χρόνων. Το βλέμμα βαρύ, θλιμμένο και ας προσπαθούσε το διάπλατο χαμόγελο και τα άσπρα γένια πια να καλύψουν το κενό και τον βουβό πόνο. Το βλέμμα της άδειας αγκαλιάς! Εκείνο που σου επιτρέπει να αγγίζουν το κορμί σου, αλλά όχι και την ψυχή σου.

Δεν τόλμησα να ρωτήσω η Φιλία τι απέγινε. Είπαμε πολλά όμως. Αγκαλιαστήκαμε και έφυγε με γοργό βήμα να πάει σπίτι να φάει. Ήθελε να είναι στην ώρα του για το φαγητό , δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι στη γυναίκα του όταν θα του πει «το τραπέζι είναι έτοιμο». Οι λιγοστές λέξεις που αντάλλασσαν πια. Άλλωστε του είχε χαρίσει δυο παιδιά…

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να αδειάσει μια ψυχή.
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να ζητήσεις να σου φέρει ο Αι Βασίλης το δώρο που επιθυμείς.
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί…

Από Stella

https://gynaikaeimai.com/