Μονόλογος της Πέτρας και Η ζωή δεν παίζεται δεύτερη φορά
(2 διηγήματα του Λεώνικου Καλοχώρα)
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Μονολογούν οι πέτρες; Και τι λένε; Θα το διαβάσουμε αμέσως πριν περάσουμε στο δεύτερο διήγημα, για έναν εφηβικό έρωτα.
Μονόλογος της Πέτρας
Ουφ… νά ’μαι κι εδώ! Άκουσα πως το λένε μουσείο! Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο μέρος. Δεν είδα πώς είναι απ’ έξω γιατί με φέρανε σε κουτί· άλλοι όμως που δεν χωράνε σε κουτιά και τους φέρανε με γερανούς, λένε πως είναι σωστό παλάτι! Και μετά από τόσα χτυπήματα και γδαρσίματα, τόσες οπλές στο τομάρι μου και τόσα καλέμια στη σάρκα μου… αυτό δεν το περίμενα ομολογώ· να βρεθώ μέσα σε βιτρίνα, πάνω σε βάθρο, έστω και μικρό, τι απόμεινε από μένα άλλωστε… μ’ έναν πολύ διακριτικό προβολέα στραμμένο πάνω μου και μια ταμπελίτσα μπροστά μου. Δεν μπορώ να τη διαβάσω, αλλά ξέρω τι λέει, γιατί πολλοί, αφού με κοιτάξουν, τη διαβάζουν φωναχτά και με ξανακοιτάνε. Άλλοτε πάλι με δείχνουν τα παιδιά και λένε σχεδόν τραγουδιστά: Κοίτα μαμααά! Πέτρωμα ηφαιστειακοοό, τετρακοσίων εκατομμυρίων ετωωών!
Τόσες φορές με πιάσανε στα χέρια τους άνθρωποι· μ’ έκοψαν, με σκάλισαν, με τρύπησαν, με πέταξαν, με ξαναμάζεψαν, μ’ έχτισαν πότε σε θεοσκότεινα υπόγεια και υποχθόνιες στοές και πότε σε ολόφωτες ψηλές καμάρες, αλλά τέτοια ανοησία δεν είχαν ξαναπεί. Άκου τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών! Τί να τους πω; Να τους ζητήσω να μου ευχηθούν να τα χιλιάσω; Στο κάτω κάτω, όσο παλιώνεις τόσο σκληρότερη και στιλπνότερη γίνεσαι. Ξέρω κάτι νέες, εντελώς νερόβραστες, μερικών χιλιάδων ετών μόλις, που τις σκάβει ο άνεμος, τις τρώει το νερό, τις θρυμματίζει το άγγιγμα… Πέτρες είναι αυτές τέλος πάντων; Ας γίνουν σκόνη, να ησυχάσουμε.
Όχι πως με νοιάζει ιδιαίτερα η ηλικία μου, ούτε έχω πρόθεση να κρύψω τα χρόνια μου που, αν μη τι άλλο, δείχνουν ευρωστία. Όταν κανείς ξαναγεννιέται, σίγουρα έχει το δικαίωμα να μετράει την ηλικία του από την αρχή. Αυτοί υπολόγισαν το ίδιο τα χρόνια που ήμουν έξω από τη γη μ’ εκείνα που ήμουν μέσα στη γη. Είναι δυνατόν;
Και τι το ιδιαίτερο έχει πια το να είσαι τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών κι εντυπωσιάζονται; Άσε που δεν τα βάζουν κι όλα! Μάλλον μετράνε από τότε που βγήκα από κείνον τον διάπυρο χυλό, το μάγμα, κι έπηξα. Αλλά είμαι πολύ αρχαιότερη ασφαλώς αν υπολογίσεις και τα χρόνια… μα τι λέω η ανόητη… τότε δεν μετρούσαν χρόνια· υπήρχε ένας χρόνος κι ένας χώρος που φούσκωναν προς όλες τις… μα πώς να το πω πάλι αφού ούτε οι διαστάσεις είχαν γεννηθεί, ας τις πω κατευθύνσεις, αλλά εμείς, με την παρουσία μας, τις δημιουργούσαμε… Τέλος πάντων! Μπορεί όμως να ήταν κι ανάποδα… Να μην υπήρχε τότε παρά ένας χρόνος κι ένας χώρος που τεντώνονταν αδιάκοπα προς το παντού, απωθώντας το τίποτα, άλλος μπελάς, που ούτε κι αυτό υπήρχε, κι επειδή το τίποτα ήταν μόνο έξω από αυτούς, εκδηλώθηκε μια ροή που εμφανίζεται ως η ύλη μας! Τέλος πάντων… θα χάσω και τον ειρμό των σκέψεών μου στο τέλος, είμαι πολύ παραπάνω από τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών αν βάλεις και όλον εκείνο το χρόνο που ήμουν… ποιος ξέρει που ήμουν… αν βάλεις και τότε που έτρεχα με ιλιγγιώδη ταχύτητα εκπτύσσοντας τον χρόνο και τον χρόνο που δεν υπήρχαν ποτέ και πουθενά, μέχρις εκείνο το… γλίστρημα, ποιος ξέρει, ίσως να μ’ έσπρωξε και κάποιος άθελά του, και βρέθηκα σ’ αυτόν τον κάπως σχηματισμένο πια χώρο με τους ήλιους και τους πλανήτες του, που παρά τη φαινομενική σταθερότητά του δεν παύει να διαπλάθεται… αλλού πατάς κι αλλού βρίσκεσαι… κυριολεκτικά· και αφού πέρασα ξυστά από πεντέξι ασύλληπτα ογκώδη και διάπυρα ή παγωμένα αντικείμενα, κατέληξα εδώ, που οι άνθρωποι το λένε γη. Πάντως, από τότε που πρωτοκοίταξα τον ουρανό όλα έχουν αλλάξει πολύ και αλλάζουν διαρκώς· και είναι φυσικό αφού όλα αναζητούν την πρωταρχική τους θέση, μια θέση που είναι αδύνατο να βρεθεί διότι δεν υπήρξε πριν υπάρξουν τα ίδια αυτά. Μα τι να καταλάβουν τα πράγματα; Αλλά και που δεν καταλαβαίνουν, σε τίποτα δεν βλάπτει.
Δεν με ξάφνιασε η πτώση ούτε η θερμοκρασία και οι χίλιω λογιώ ακτίνες που πέφτανε πάνω μου· τα είχα όλα συνηθίσει. Προσωπικά, θαμμένη κάτω από απίστευτα βαριά υλικά, και μη έχοντας άλλη δουλεία εκτός από το να υπάρχω, δεν το συνειδητοποιούσα και ούτε μ’ ενδιέφερε· δεν διαφέρει σε τίποτα το να υπάρχεις εδώ από το να υπάρχεις αλλού.
Τα χρόνια περνούσαν αλλά ποιος νοιαζόταν να τα μετρήσει; Ήρθαν μετά τ’ ανθρωπάκια και με υπολόγισαν τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών, χωρίς τα προηγούμενα· άσε που αν ρωτήσω κι ένα ένα τα συστατικά μου θ’ ακούσω ηλικίες ασύλληπτες ακόμα και για μένα! Κι έχουν να λένε τις πιο ευφάνταστες και διασκεδαστικές ιστορίες, όπως ότι κάποτε το ένα ήταν ενσωματωμένο σ’ ένα αρνί, το άλλο στον λύκο που έτρωγε το αρνί και το τρίτο στο κυνηγό που σκότωσε το λύκο. Το αρνί φαγώθηκε, ο λύκος σκοτώθηκε, πέθανε κι ο κυνηγός… αλλ’ αυτά δεν πάθανε τίποτα. Είναι όλα εδώ! Μα τι να πω; Ανθρωπάκια είναι, που μετράνε τα διαστήματα με τη δρασκελιά τους, τα ύψη με το μπόι τους, τα χάη με το πηδηματάκι τους, το χρόνο με τους χτύπους της καρδούλας τους ή με τις στροφές του ηλιαράκη τους… Και μου λένε: είσαι τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών! Τιμή μου και καμάρι μου!
Μέτρα, πόδια, παλάμες, οργιές… Δεν λέω, είναι κι αυτός ένας τρόπος αναφοράς, τουλάχιστο για να συνεννοούνται μεταξύ τους… αλλά δεν είναι για τις πέτρες! Δεν είναι για μας! Κάποτε το βάθρο μου θα ραγίσει· το μουσείο αυτό θα γκρεμιστεί· οι βιτρίνες θα σπάσουν· κι εμείς όλοι, μάρμαρα, γρανίτες, κρύσταλλα, όνυχες θα εξακοντιστούμε και πάλι στον ουρανό. Θα γίνουμε σκόνη, ροές και πάλι σκόνη… μέχρι να ξαναπήξουμε σε πέτρες. Και θα έρθουν ξανά άλλα καταγέλαστα ανθρωπάκια, ίδια με τα σημερινά, θα μας πιάσουν, θα μας εξετάσουν, θα μας βάλουν κάτω από το γυαλί και το φως το δυνατό και, για φαντάσου… θα πουν άλλη μια φορά: Πέτρα τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών! Χωρίς να μπορούν να φανταστούν πόσα εκατομμύρια φορές υπήρξα τετρακοσίων εκατομμυρίων ετών!
Η ζωή δεν παίζεται δεύτερη φορά
Δεν είχε περάσει μήνας, ούτε τρεις βδομάδες καλά καλά, από την πρώτη τους συνάντηση, και η Φιλίτσα και ο Φαίδρος περνούσαν όλες σχεδόν τις ελεύθερες ώρες τους μαζί. Και σιγά σιγά έγιναν πρακτικά αχώριστοι. “Μου αρέσει γιατί είναι πιο νέος από τον μπαμπά και καλός όσο ο παππούς!” έλεγε η Φιλίτσα με καμάρι, καθώς ο παππούς της είχε αφήσει πρόσφατα ένα, όντως, πολύ δυσαναπλήρωτο κενό.
Η πέμπτη δημοτικού δεν είναι πολύ εύκολη όταν είσαι δέκα στα έντεκα, αλλ’ όταν είσαι δεκαοκτώ και πρωτοετής της Ιατρικής, είναι πανεύκολη. Έτσι ο Φαίδρος βοηθούσε τη Φιλιώ να τα βγάζει πέρα στο πι και φι με τα μαθήματά της, για να έχει ώρα να παίζει με τις κούκλες της, αλλά διασκέδαζε κυριολεκτικά όταν έβλεπε τα τεράστια γαλάζια μάτια της, γεμάτα περιέργεια, να γίνονται ακόμα πιο μεγάλα και πιο όμορφα από την έκπληξη και τον θαυμασμό, όταν κοίταζε τις εικόνες και τα σχέδια στα βιβλία του. Είχε από την αρχή εντυπωσιαστεί, όταν άκουσε ότι ‘θα την βοηθούσε κάποιος που θα γινόταν γιατρός’, και ο Φαίδρος, με τα τεράστια χοντρά βιβλία του τα στολισμένα με τις υπέροχες εικόνες δικαίωνε, όλες της τις προσδοκίες.
Η Φρειδερίκη, Φιλιώ ή Φιλίτσα χαϊδευτικά, είχε μια πολύ γλυκιά γιαγιά, Φιλίτσα επίσης, συνονόματη δηλαδή, που τα προηγούμενα χρόνια την πήρε, με όλη της την αγάπη, από το χέρι και της έμαθε χιλιάδες όμορφα πράγματα πέρ’ από τα στενά σχολικά όρια· αλλά φέτος… έπαψε ξαφνικά να μπορεί. Οι γονείς της, αν και ήσαν πολύ τρυφεροί μαζί της και προσπαθούσαν να την κάνουν να νιώθει σίγουρη κι ευτυχισμένη μέσα σ’ ένα καλά εφοδιασμένο, απ’ όλες τις απόψεις, σπιτικό, είχαν και οι δυο πολύ σπουδαία δουλειά, και δεν ήταν δυνατό να τη βοηθούν στα μαθήματά της. Και παρά την κάποια στενοχώρια που τους προκαλούσε, και την ιδιαίτερη φροντίδα που απαιτούσε, η αρρώστια της γιαγιάς, δεν θα την άφηναν και αβοήθητη και, κυρίως, χωρίς επιτήρηση. Όχι πως την φοβούνταν, ήταν επιμελής και υπάκουη, αλλά για τα μαθήματά της πάντα χρειαζόταν κάποια υποστηρικτική καθοδήγηση.
Μολονότι από πεποίθηση και χαρακτήρα, είχαν για όλα εναλλακτικές λύσεις, η ξαφνική αδυναμία της γιαγιάς τούς αποσυντόνισε. Άρχισαν ν’ αναζητούν απεγνωσμένα κάποιον, κοπέλα κατά προτίμηση, να καλύψει το κενό, κατέφυγαν ακόμα και σε αγγελίες αλλά, καμιά απ’ όσες παρουσιάστηκαν, δεν κάλυπτε στοιχειωδώς τ’ απολύτως εύλογα κριτήριά τους, προκειμένου να την εμπιστευθούν να μένει αρκετές ώρες μόνη, μ’ ένα τόσο μικρό παιδί μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η λύση ήρθε εντελώς συμπτωματικά, ‘ως εξ ουρανού’ έλεγε ο πατέρας της, όταν ο Φαίδρος, ένα ευγενικό καλοσυνάτο αγόρι που μόλις είχε μπει στην Ιατρική, εμφανίστηκε στη δανειστική βιβλιοθήκη όπου σύχναζε η μητέρα της. Της φάνηκε τόσο συμπαθητικός που, μολονότι ήταν πρωτάκουστο να προτείνεις σ’ έναν άντρα να κάνει μπέιμπι-σίτιν, το απετόλμησε. Η μόνη του υποχρέωση ήταν να πηγαίνει στο σπίτι τους μερικές ώρες, καθημερινά ει δυνατόν, και, καθώς μελετάει τα δικά του, να επιβλέπει παράλληλα αν η Φιλιώ έκανε τα μαθήματά της, όλα και σωστά, και να την βοηθάει όταν χρειάζεται. Συναντήθηκαν και οι τέσσερεις στο σπίτι τους, να τον γνωρίσει και η Φιλιώ, οι γονείς της του εξήγησαν τα καθέκαστα, κι εκείνος δέχτηκε να το κάνει ως χάρη, προσωρινά εννοείται, εντελώς δωρεάν· εκείνοι όμως επέμειναν να του δίνουν ‘ένα χαρτζιλίκι’ για να αισθάνεται πιο υπεύθυνος.
Οι σχέσεις των δύο παιδιών, γιατί κατ’ ουσίαν για παιδιά επρόκειτο, ήσαν από την αρχή κάτι περισσότερο από αρμονικές, και ο όρος ‘προσωρινά’ της αρχικής συμφωνίας ξεχάστηκε. Η Φιλιώ χανόταν στους κόσμους που της χάριζε ο Φαίδρος, κι εκείνος γοητευόταν από τα υπέροχα γαλάζια μάτια, που μεγάλωναν από έκπληξη και θαυμασμό όταν της μιλούσε, και από τα ολόχρυσα χυτά μαλλιά της, που πλαισίωναν με χάρη το ολόγλυκο παιδικό προσωπάκι.
Ακόμα και τα παιχνίδια της, την έχασαν. Όχι πως η Φιλιώ καθυστερούσε στα μαθήματά της· αντιθέτως, τα έκανε πολύ γρήγορα· αλλά, μόλις τα τελείωνε, ο Φαίδρος άνοιγε μπροστά της χάρτες, βιβλία, εικόνες, και την έβαζε να κάνει ταξίδια με το νού της σε άλλες χώρες, να τις αναγνωρίζει από το σχήμα τους, κι έπειτα μιλούσαν ή διάβαζαν από την εγκυκλοπαίδεια ή το διαδίκτυο για τους άλλους λαούς, τη γλώσσα και τη μουσική τους, τα έθιμα και τις συνήθειές τους, για τα βουνά και τις λίμνες τους, τα ζώα και τα φυτά τους… κι έπειτα για την ιστορία τους, επειδή όλοι οι λαοί είχαν κάνει κάτι, μεγάλο ή μικρό, που όμως είχε τη θέση του στον κόσμο. Και δεν ήταν μόνο αυτό… Πόσοι ζωγράφοι, πόσοι ποιητές, πόσοι μουσικοί, πόσοι χορευτές και πόσοι άλλοι σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από τη γη… Και μετά ήταν και τ’ άλλα: Πώς βγαίνει από το μάτι ένα φύλλο; Πώς το φύλλο γίνεται λουλούδι; Πώς ψηλώνει το δέντρο; Πώς μεγαλώνει ένα παιδί στην κοιλιά της μαμάς και μετά; Χτυπάει η καρδιά της γάτας όπως και η δική μας καρδιά; Γιατί, από ένα απλό βότσαλο γι’ αρχή, ο Φαίδρος μπορούσε να σου πει την ιστορία της γης.
Αλλά, ενώ η Φιλιώ ταξίδευε αμέριμνη σε κόσμους ονειρικούς, ας μπερδεύονταν καμιά φορά ο βυθός με τα ουράνια, ο Φαίδρος ανακάλυπτε πως ‘ένα παιδί έντεκα ετών δεν είναι απλώς ένα μουτράκι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια’, αλλά μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα ικανή να μάθει από αρχαία ελληνικά και αγγλικά μέχρι μαθηματικά.
Και από κει που το αρχικό ερώτημα ήταν αν θα έρχεται τρεις ή πέντε φορές την εβδομάδα, αυτοί οι δυο ανακάλυψαν ότι υπάρχουν και τα σαββατοκύριακα προς εκμετάλλευση: πάρκο, παιδική χαρά, μουσείο… ή μουσείο παιδική χαρά, πάρκο. Απ’ όπου και ν’ άρχιζαν, όπου κι αν κατέληγαν, το παιχνίδι έφερνε γνώση και η γνώση γινόταν παιχνίδι. Κάποτε της πήρε ένα πιστολάκι για σαπουνόφουσκες.
«Ευχαριστώ… αλλά δεν είμαι μωρό!»
«Τότε… πές μου πώς γίνονται οι σαπουνόφουσκες. Γιατί σκάνε όταν μας ακουμπάνε.»
Και η Φιλιώ πήρε το πιστολάκι, για να μάθει.
Όπως καλοκαίριαζε και η μέρα μεγάλωνε, μπορούσαν να βγουν και περίπατο, χέρι χέρι, να δουν και να μιλήσουν. Η Φιλιώ μιλούσε ασταμάτητα· μιλούσε τόσο πολύ, ακόμα και στο σπίτι, που δεν άκουγε ποτέ τι της έλεγαν εκτός… κι αυτό ήταν πραγματικά παράδοξο, από αυτά που της έλεγε ο Φαίδρος· αυτά τ’ άκουγε όλα καταλεπτώς.
Όταν τους ρωτούσαν ‘η αδερφούλα σου είναι;’ στην αρχή απαντούσαν ‘ναι’· αλλά τους έβγαινε τέτοια χαρά που σε λίγο εκείνος απαντούσε ‘η χαρά μου’ κι εκείνη δήλωνε ‘ο αγαπημένος μου’· και γελούσαν μαζί, ερωτώντες κι ερωτόμενοι, γιατί ούτε οι μεν ούτε οι δε αντιλαμβάνονταν πόσο σοβαρή ήταν η απάντησή τους.
Όταν έβλεπαν κάτι και το συζητούσαν, πολλές φορές ο Φαίδρος τής ζητούσε ‘να του γράψει κάτι με τέτοιο τρόπο σα να θες να μου το εξηγήσεις’.
«Μα… τι να γράψω για ένα στρουθί που λοξοκοιτάει και ραμφίζει ψίχουλα;»
«Γράψε σήμερα μόνο αυτό: ‘Ένα στρουθί λοξοκοιτάει και ραμφίζει ψίχουλα’. Θα δεις, την επόμενη φορά πόσα θα έχεις να γράψεις!»
Ο Φαίδρος κρατούσε μ’ επιμέλεια αυτά τα χαρτιά, κι έπειτα της τα έδειχνε. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ‘είχε τόσο λίγα να πει για το στρουθί τρεις εβδομάδες πριν’. «Μα ήμουν τόσο τυφλή;» τον ρωτούσε γελώντας.
«Δεν είχες μάθει να βλέπεις. Γράφοντας κατάλαβες πόσο λίγα πρόσεξες αρχικά.»
Έτσι η Φιλίτσα τέλειωσε την πέμπτη, με Α! Όλο το Δημοτικό με Α! Την στείλανε και αγγλικά, αλλά δεν έμεινε δεύτερο μάθημα· την είχε ξεσκολίσει όλες τις τάξεις ο Φαίδρος.
Υπήρχαν βεβαίως και οι διακοπές. Και αν τις χειμωνιάτικες και τις ανοιξιάτικες τις πέρασαν νερό, μαζί, σαν ένα διαρκές σαββατοκύριακο, οι πρώτες καλοκαιρινές ήταν τραγικές. Πώς ν’ αναπληρώσουν τα τηλέφωνα και τα μηνύματα ή μια οθόνη, τη συνεχή οπτική επαφή, την αδιάκοπη επικοινωνία της χαράς, του γέλιου, του γλεντιού.
Ακόμα και οι γονείς τους, που είχαν γνωριστεί στο μεταξύ, ‘απόρησαν πώς μπόρεσαν’. Αλλά το πρόβλημα μεμιάς διορθώθηκε· επειδή οι δικοί της δεν είχαν ποτέ το χρόνο να πάνε διακοπές οι γονείς του, έπαιρναν την Φιλίτσα μαζί τους, μέχρι που πήγε στη δευτέρα Λυκείου, εκείνη δεκαέξι στα δεκαεπτά και αυτός στα είκοσι τρία, θεώρησαν ότι ‘δεν είναι συνετό’ ή ότι ‘μπορεί να επιδράσει αρνητικά και στους δυο’, χωρίς να εξηγήσουν, ίσως και χωρίς να ξέρουν σαφώς τι σήμαινε αυτό το ‘αρνητικά’, σταμάτησαν να την παίρνουν, και οι γονείς της την έστειλαν δυο χρονιές κατασκήνωση, κι ένα μήνα στο εξωτερικό, ‘να γνωρίσει το παιδί κι άλλους ανθρώπους’.
Τηλεφωνούσαν ο ένας στον άλλο δυο τρεις φορές την ημέρα, αντάλλασσαν και καμιά εικοσαριά μηνύματα, κουβέντιαζαν και στο λάπ-τοπ, αλλά το περισσότερο έσμιγαν γράφοντας. Έγραφαν αλλά δεν τα έστελναν· τα διάβαζαν μετά, όταν αντάμωναν ξανά και γελούσαν πολύ με το πόσες φορές είχαν γράψει ο ένας στον άλλον κάτι που ποτέ δεν είχαν πει: ‘Σ’ αγαπώ’.
Αλλ’ η Φιλιώ δεν ήταν η ίδια πια. Διάβαζαν πάντα μαζί, ήταν στο πτυχίο του αυτός, πήρε με την συμπαράστασή του το προφίσιενσι κι εκείνη, αλλά είχε αυτονομηθεί· δεν τον χρειαζόταν τόσο. Της είχε μάθει πάρα πολλά· δεν έπαψε να τον παραδέχεται και να τον θαυμάζει… αλλά δεν την εντυπωσίαζε όπως παλιά· είχε πολλούς γύρω της, και μάλιστα γιατρούς με καριέρα, να τον συγκρίνει, και η διαφορά μειώθηκε. Άλλωστε ήταν και το φροντιστήριο για τις Πανελλήνιες στη μέση, που τους χώριζε αρκετές ώρες.
Και ξαφνικά… του ζήτησε να βγει μαζί της ‘να του γνωρίσει κάποιον.’
Έμειναν εμβρόντητοι και οι δυο. Αυτός στο άκουσμα της λέξης κάποιον, κι εκείνη από την αντίδρασή του. Χαζομάρα της, μα τον περίμενε να χαρεί.
Τα μάτια του γέμισαν από κάτι· δεν ήξερε αν ήταν φωτιά, δάκρυα ή αίμα. Το κεφάλι του σα να τινάχτηκε· πονούσε, αλλά είχε αδειάσει από μυαλό.
Εκείνη τον είδε έτοιμο να καταρρεύσει και ξεσπώντας σ’ ένα γοερό κλάμα, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον έσυρε μέχρι το πλησιέστερο κάθισμα. Τον κοίταξε στα μάτια… και νόμισε ότι είχε τυφλωθεί. Κουνούσε για ώρα το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό του, να καταλάβει αν βλέπει.
«Μα… γιατί κάνεις έτσι, Φαιδρή;» τον ρώτησε ενώ τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της· «Τι είπα και σε στενοχώρησα τόσο;»
Αυτός δεν απαντούσε και αναγκάστηκε να το επαναλάβει κάμποσες φορές, μέχρι που κάποτε τα χείλη του σάλεψαν και ακούστηκε μια φωνή σαν από τον Άδη να λέει: «Μα είναι δυνατόν να βάλεις κάποιον άλλον ανάμεσά μας;»
«Μα γιατί θα μπει ανάμεσά μας; Μαζί δεν θα διαβάζουμε; Θα συνεχίσουμε τον Όμηρο! Θα μου κάνεις και γερμανικά… Έτσι δεν έλεγες στον πατέρα μου προχτές; Το πολύ πολύ να κάθεται σε μιαν ακρούλα κι αυτός, ν’ ακούει! Είναι πολύ καλό παιδί· δεν θα μας ενοχλεί!»
«Μα για ποιον λόγο τον θέλεις εδώ; Εγώ νόμιζα ότι δεν χωράει κανείς, ούτε σαν σκέψη, ανάμεσά μας!» ψιθύρισε ο Φαίδρος.
«Μα τι σε πειράζει; Είναι και σπουδαίος πλακατζής! Όλες κάνουν σαν τρελές μαζί του, κι αυτός λέει πως αγαπάει μόνο εμένα!»
«Εσύ δεν μ’ έδειχνες κι έλεγες ‘ο αγαπημένος μου’; Πώς θα γίνει άλλος ο αγαπημένος σου;»
«Μα τότε ήμουνα μικρή! Και πάλι… μήπως έπαψα ποτέ να σε αγαπώ;» τσίριζε η Φιλιώ τραβώντας τα μαλλιά της· «Αυτόν δεν τον αγαπώ!»
«Τότε… γιατί πρέπει να τον γνωρίσω;»
«Γιατί… θέλω να τον αγαπήσω! Αύριο θα πάω να καθίσω μαζί του στο θρανίο, και θα έρχεται να διαβάζει μαζί μου κι αυτός.»
«Μα… αν αυτός έρθει εδώ, πού θα πάω εγώ; Τι θέση θα έχω εγώ ανάμεσά σας;»
Τελικά, η Φιλιώ, εκούσα άκουσα, αναγκάστηκε να καταλάβει, και την επομένη, με πολύ βαριά καρδιά, του διεμήνυσε, χωρίς να τον συναντήσει, ότι ‘δεν γίνεται’. Ο νεαρός μάζεψε τα φρύδια του με οργή, έκανε έναν μορφασμό και μια χειρονομία περιφρόνησης, κάγχασε εμπαικτικά και κάλεσε αμέσως στο θρανίο του τη διπλανή της, που περίμενε σαν γλάρος με το στόμα ανοιχτό και πήγε αστραπή.
«Με πρόδωσαν κι οι δυο!» είπε κλαίγοντας χαμένη στην αγκαλιά του Φαίδρου όταν ξαναβρέθηκαν μαζί· «Αυτή μου έκανε τη φίλη, κι αυτός έλεγε πως με αγαπάει! Το καταλαβαίνεις;» έλεγε και ξανάλεγε και δεν το πίστευε ούτε η ίδια· «Μέχρι την τελευταία στιγμή χτες, μου ορκιζόταν ότι με λατρεύει, και απειλούσε να κόψει τις φλέβες του αν δεν τα φτιάχναμε!»
Έτσι, η Φιλιώ έβγαλε τη δευτέρα Λυκείου και ο Φαίδρος πήρε το πτυχίο του. Πέρασαν άλλους τρεις μήνες μαζί, σχεδόν ανέφελους όπως πριν, μέχρι τον Μάρτη, που εκείνος πήγε στο στρατό.
Υποχρεωτικός ο χωρισμός, αλλά η επικοινωνία τακτική και οι υποχρεώσεις τόσο πολλές, που τον αλάφραιναν, καθώς δεν προλάβαινες να καταλάβεις πώς περνάνε οι μέρες. Θα έδινε και η Φιλίτσα Πανελλήνιες.
Ήρθε στην άδειά του και μερικές μέρες πέρασαν καλά. Αλλά, καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, η Φιλιώ τού ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
Από τη μαύρη χαραγή στο πρόσωπό και το σφίξιμο των χειλιών της, ο Φαίδρος ψυχανεμίστηκε το τι θ’ ακούσει και την πρόλαβε: «Φιλιώ, μόνο εγώ σε αγαπώ!» είπε μόνο.
Εκείνη πάγωσε και κατέβασε το κεφάλι της.
»Σε ακούω! Τι έχεις να μου πεις;» συνέχισε.
«Τίποτα! Τίποτα! Τίποτα!» απάντησε αρχίζοντας από ψίθυρο και καταλήγοντας σε κραυγή.
«Τότε γιατί με κάλεσες εδώ;»
«Ξέχνα το, όπως το ξέχασα κι εγώ!»
«Φιλιώ… μονάχα εγώ σ’ αγαπώ!» επανέλαβε τρέμοντας ολόκληρος.
«Κι εγώ μόνο εσένα αγαπώ!» του απάντησε και αποχαιρετίθηκαν με μεγάλη συγκίνηση.
Επικοινωνούσαν τακτικά ή, μάλλον, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις τους, αλλά δεν τον ξαναείδε ώς τον επόμενο Μάρτη, που απολύθηκε. Στο μεταξύ, είχε μπει και η Φιλιώ σε κάποια σχολή.
Επέστρεψε πανευτυχής. Για το αγροτικό του, είχε βρει ένα Κέντρο Υγείας όπου θα εφημέρευε τρεις φορές την εβδομάδα και μετά ήταν ελεύθερος.
Αλλά η Φιλιώ δεν ήταν εκεί και το τηλέφωνό της απενεργοποιημένο, μολονότι η μητέρα του την είχε δει το ίδιο πρωί. Η μητέρα της ‘δεν ήξερε που είναι’, αλλά προφανώς την ειδοποίησε και τον πήρε εκείνη τηλέφωνο. Τον διαβεβαίωσε ότι είναι πολύ καλά, και του ζήτησε να συναντηθούν την επομένη, στο σπίτι της.
Του άνοιξε με χαμόγελο, που δεν θύμιζε όμως σε τίποτα το παλιό χαμόγελό της, και το πρόσωπό της έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένο. Ήταν μόνη.
«Έκλαιγες;»
«Έκλαιγα!» απάντησε κοιτάζοντας κάτω.
«Γιατί έκλαιγες;»
«Γι’ αυτά που έχω να σου πω!»
Ο Φαίδρος κατάλαβε, και ταράχτηκε· αλλά δεν βρήκε άλλη διέξοδο από το να της πει με το ίδιο πάθος που το είχε ξαναπεί: «Φιλιώ… μονάχα εγώ σ’ αγαπώ!»
«Το ξέρω!» του απάντησε κοιτάζοντας και πάλι κάτω· «Αλλά…»
«Τι αλλά; Δεν υπάρχει αλλά!»
«Φαίδρο μου… κι εγώ μπορώ να το πω έτσι ακριβώς όπως εσύ, κι έτσι το αισθάνομαι! Αλλά δεν μπορώ να σε δω παρά σαν αδελφό μου! Σε λατρεύω, σε θαυμάζω, σε παραδέχομαι, είμαι περήφανη για σένα, αναγνωρίζω ότι σου χρωστάω πάρα πολλά… αλλά δεν νιώθω αυτό που θα έπρεπε να νιώθω για έναν άντρα, όπως κι εσύ δεν ένιωσες ποτέ για μένα αυτό που θα έπρεπε να νιώσεις για μια γυναίκα! Ποτέ δεν με φίλησες, ποτέ δεν με άγγιξες, πάνω μου δεν είδες παρά τα ωραία χαρακτηριστικά μου αλλ’ όχι την ομορφιά μου· αγαπάς αυτό που είμαι για μένα· όχι για σένα!»
«Φιλιώ!» γρύλισε ο Φαίδρος σα να μιλούσε με αβάσταχτο πόνο· «Σε σεβάστηκα! Σε γνώρισα μωρό! Κατόπιν έφηβη· οι δικοί σου εμπιστεύονταν μόνο εμένα! Πότε ν’ αρχίσω να σε βλέπω σαν γυναίκα;»
«Δεν είπα το αντίθετο! Αλλά, ενώ αν ο έρωτας δεν περιέχει τον σεβασμό είναι εξαχρείωση, ο σεβασμός δεν προϋποθέτει τον έρωτα. Το βλέπεις!»
Ο Φαίδρος έτρεμε. «Ποιος είναι ο…;» ρώτησε κάποτε αρθρώνοντας τις λέξεις με πολύν κόπο.
«Κανείς! Αλλά δεν είσαι ούτε εσύ!»
«Μ’ αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί ένας άλλος άντρας στη ζωή σου…»
«Φυσικά! Και μια άλλη γυναίκα στη δική σου!»
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί! Δεν ξέρω αν έχω στην καρδιά μου γυναίκα, κορίτσι, παιδί… αλλά έχω μια Φιλιώ, και τίποτε άλλο δεν πρόκειται να μπει στη θέση της.»
«Κι εγώ έτσι αισθάνομαι, αλλά είναι λάθος! Είμαστε χρόνια μαζί αλλά δεν μάθαμε να είμαστε ένα!» του απάντησε. Κι ενώ έμειναν κάμποση ώρα αγκαλιασμένοι, δεν αντάλλαξαν άλλη λέξη.
Γύρισε στο σπίτι του ράκος. Η μάνα του ήξερε τι του συμβαίνει και, μόλις τον είδε, έπεσε να πεθάνει. Ήξερε πως ο γιός της δεν έχει γιατρειά. Εκείνος φόρεσε μια παμπάλαιη πυτζάμα και αρνούνταν να βγει για μέρες. Ούτε στην τόσο δυσεύρετη υπηρεσία πάτησε.
Ύστερα από ένα μήνα περίπου, η μάνα του αποφάσισε να του αποκαλύψει, μπας και τον συνεφέρει, ότι ‘η Φιλιώ είναι εγκατεστημένη στο σπίτι του συντρόφου της, και φαίνεται πως τα πάνε καλά. Δείχνει ευτυχισμένη και θα παντρευτούν.’
Ο Φαίδρος δεν απάντησε· πήρε ένα μακρόστενο τραπέζι, έστρωσε ένα λευκό τραπεζομάντιλο, έγραψε με τέλεια καλλιγραφικά γράμματα ‘Φιλιώ’ κι έβαλε πάνω του, σε ωραία περίτεχνα καδράκια, όλες τις φωτογραφίες, το λεύκωμα με τα λουλούδια που της άρεσαν και όλα τα χαρτιά με τις σημειώσεις της που είχε κρατήσει από την αρχή αρχή.
Καθισμένον εκεί, με το βλέμμα βυθισμένο στο κενό, τον βρήκε τρία χρόνια αργότερα, η Φιλιώ, όταν ζήτησε να τον συναντήσει. Ο ‘σύντροφός’ της την είχε διώξει ξαφνικά λέγοντας: “Άντε, κουκλί μου… Αρκετά! Πάμε γι’ άλλα! Πάμε γι’ άλλα!”
Κάθισε μπροστά του, κατάχαμα, με τα πόδια της σταυρωμένα, κι έκλαιγε σιωπηλά.
«Γιατί κλαίτε;» τη ρώτησε τρυφερά έπειτα από κάμποση ώρα.
Η Φιλιώ, ακούγοντάς τον, αναστατώθηκε. «Μα, Φαίδρο! Φαίδρο μου… είμαι η Φιλιώ! Η Φιλιώ σου! Δεν με γνωρίζεις;»
Εκείνος την κοίταξε καλά καλά, κοίταξε και τη φωτογραφία του εντεκάχρονου αγγέλου που είχε πάνω στο λευκό τραπέζι, κοίταξε και τις άλλες, σε διάφορες ηλικίες, και χαμογέλασε… «Σε λένε Φιλιώ, αλλά δεν είσαι η Φιλιώ μου. Η Φιλιώ μου είναι στην καρδιά μου· και η καρδιά μου είναι θαμμένη εδώ, από καιρό!»
«Μα Φαίδρο… εσύ που με αγαπούσες τόσο, έπαψες να με αγαπάς και μ’ έθαψες ζωντανή;»
«Την Φιλιώ πάντα θα την αγαπώ, μα την έχασα! Γιατί λες ότι σ’ έθαψα ζωντανή; Πάνω στη γη σε βλέπω! Εγώ είμαι ο νεκρός κι ας αναπνέω. Αφού δεν έχω τη Φιλιώ, δεν έχει νόημα να έχω κι εμένα!»
«Μα Φαίδρο… εδώ είμαι! Κι ούτε έπαψα ποτέ να σε αγαπώ! Από την πρώτη φορά που με άγγιξε ο άλλος, ένιωσα πως κάνω ένα φρικτό λάθος. Αλλά ντράπηκα να γυρίσω. Μα κάθε φορά που με άγγιζε υπέφερα επειδή δεν ήσουν εσύ! Γι’ αυτό γύρισα!»
«Εγώ υπέφερα συνεχώς επειδή δεν ήξερα πότε σε αγγίζει! Αλλ’ εσύ κινείσαι πάνω στη γη και βρήκες το δρόμο να γυρίσεις! Εγώ έμεινα εδώ και σκάβω κατά βάθος· κι εδώ δεν έχει δρόμο ούτε φως!»
«Φαίδρο… έκανα λάθος! Συγχώρησέ μου το! Θυμήσου τι μου έλεγες: Εκεί που δεν κερδίζεις τη ζωή σου, τη χάνεις! Ένα λάθος μπορεί να κοστίσει ένα βαθμό αλλά και μια ζωή! Μη γκρεμίζεις τη ζωή μας για ένα λάθος! »
Την κοίταξε… και τα μάτια του ήσαν άδεια, τόσο που την τρόμαζε. «Μα… γιατί επιμένεις σε κάτι παρωχημένο και… πώς να το πω… μακάβριο; Δεν έχει σημασία ποιος έκανε το λάθος, αλλά πέθανα εγώ· όχι εσύ! Εγώ είμαι ο θαμμένος ζωντανός. Εσύ, με τη συγγνώμη σου, συνεχίζεις να διεκδικείς τη ζωή, και καλά κάνεις! Αλλά για μένα, όλα έχουν τελειώσει!» της απάντησε και σώπασε εντελώς.
Προσπάθησε η Φιλιώ να τον συνεφέρει, να τον συγκινήσει· ξαναπροσπάθησε… μάταια! Απελπίστηκε κάποτε κι έφυγε σπαράζοντας στο κλάμα, περισσότερο γι’ αυτόν, από κακό προαίσθημα, παρά για τον εαυτό της, που τον είχε ξεγράψει.
Και δεν είχε άδικο. Λίγες μέρες αργότερα ο Φαίδρος βρέθηκε νεκρός, με τα μάτια ανοιχτά καθισμένος δίπλα στον ιδιόμορφο τάφο της.
Την επομένη έγινε η κηδεία. Κόσμος πολύς, όλη η περιοχή, εκτός από τη Φιλιώ… μέχρι που μια κουρελιασμένη, αναμαλλιασμένη γυναίκα, σαν λάμια, με γδαρμένα μάγουλα, όρμησε ξαφνικά ανάμεσά τους και ούρλιαζε, δάγκωνε, δαγκωνόταν, χτυπιόταν, έπεφτε, ξανασηκωνόταν, ξαναχτυπιόταν πάνω σε ό,τι έβρισκε, στο φέρετρο, στ’ αμάξια, στους τάφους τριγύρω σαν σεληνιασμένη.
Έτρεξαν τρεις άντρες και την ακινητοποίησαν. Τη χτύπησαν ακόμα και στο πρόσωπο για να σωπάσει, αλλ’ αυτή δεν καταλάβαινε τίποτα, και την απομάκρυναν να μην ακούγονται τα ξεφωνητά της μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο.
Κι ενώ την ήξεραν καλά, ήσαν γείτονες, κανείς δεν αναγνώρισε στο αιμόφυρτο χτικιό που πέταξαν σαν βρεγμένο κουρέλι πάνω στο φορείο, το κατάξανθο κοριτσάκι με τα χρυσά χυτά μαλλιά της παλιάς φωτογραφίας που είχαν μπροστά τους, ούτε κατάλαβαν γιατί μέσα στα ουρλιαχτά της ξεχώριζε η αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη φράση: ‘Η ζωή δεν παίζεται δεύτερη φορά! Η ζωή δεν παίζεται ξανά! Η ζωή δεν παίζεται δεύτερη φορά! Η ζωή δεν παίζεται ξανά!’
Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"