Ψηλή, εντυπωσιακή με μαύρο, μακρύ μαλλί, καλόκαρδη, ευγενική, έξω καρδιά, με χωρισμένους γονείς και δύσκολα παιδικά χρόνια. Εκείνος, ο κλασσικός άντρας, στυγνός και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Είχε εκείνο το άγγιγμα του Μίδα σε όλες τις επαγγελματικές του κινήσεις. Ξεκίνησε με μια μικρή παραγωγική μονάδα από τους γονείς του και είχε καταφέρει να τη μετατρέψει σε κολοσσό. Σκληρό αλλά δίκαιο τον χαρακτήριζαν στη πιάτσα. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και στην πορεία έκαναν δύο κοριτσάκια. Η οικογενειακή θαλπωρή και γαλήνη κυλούσε ομαλά κατά τους έξω. Όλοι είχαν ένα καλό λόγο να πουν για το πόσο αγαπημένοι φαινόντουσαν, χωρίς μεγάλες πράξεις αγάπης και θαυμασμού βεβαίως, αλλά για εκείνα τα μικρά πραγματάκια που τα θεωρείς δεδομένα και δεν τους δίνεις την ευγνωμοσύνη και τη σημασία που τους αναλογούν όταν πρέπει.
Τα μόνιμα τείχη που σήκωνε ο Μπάμπης σε κάθε ευκαιρία, στεναχωρούσαν τη Λία, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να μπορέσει να τα διαπεράσει και να διεκδικήσει την αγάπη και την τρυφερότητα που αναζητούσε. Από τον πατέρα της είχε αχνές μνήμες και αυτές άσχημες και στενάχωρες, οπότε ήταν σαν μην είχε τίποτα. Ενδόμυχα δεν σταμάτησε όμως ποτέ να αναζητά την ιδανική πατρική φιγούρα, την αγκαλιά εκείνη που θα την έκλεινε μέσα γεμάτη αγάπη και ασφάλεια και θα της πρόσφερε το «είμαι εδώ για σένα, μη φοβάσαι τίποτα». Όλα αυτά τα έψαχνε στον Μπάμπη τόσα χρόνια, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Μπάμπης από την άλλη είχε μάθει σε διαφορετικό μοτίβο οικογένειας από τους δικούς του. Να τους προσφέρει μια στέγη, οτιδήποτε χρειάζονταν για τη διαβίωση τους και μέχρι εκεί έκλεινε ο ρόλος του. Ένα άγαλμα χωρίς καρδιά, χωρίς συναισθήματα. Το βλέμμα κενό και άδειο, μόνο μερικές φορές με τη ρακί και τα φιλαράκια λυνόταν και άφηνε τον πραγματικό του εαυτό να ξεπροβοδίσει, ώσπου να το συνειδητοποιήσει και να τον ξαναβάλει γοργά στη θέση του.
Η Λία όσο δεν λάμβανε αυτά που επιζητούσε, τόσο αποσυρόταν στη φωλιά της, αυτή της λύπης, της απογοήτευσης, της εκεχειρίας. Αυτό το κρυφτό με τους άναρχους κανόνες δεν άντεξε για πολύ καιρό και κάποια στιγμή επήλθε ο χωρισμός ήρεμα και απλά, μιας και οι δύο ήξεραν τι πραγματικά κυριαρχούσε και τι ουσιαστικά αναζητούσαν.
Η Λία μετά από αρκετό καιρό κατάφερε να ξανακάνει σχέση, είχε βρει σιγά σιγά τα πατήματα και τις ισορροπίες της. Είχε ξανανιώσει, άλλωστε το παλικάρι ήταν και μισή ντουζίνα μικρότερος, οπότε η ευτυχία είχε ζωγραφιστεί σαν ανεξίτηλος καμβάς στη μορφή της. Ο Μπάμπης από την άλλη, όλο αυτό το διάστημα του χωρισμού έκανε τη ζωή του σαν έφηβος, ξαναζούσε τη χαμένη νιότη του, γυναίκες, ξενύχτια, ποτά και κραιπάλες. Ώσπου κάποια στιγμή το τερμάτισε, βαρέθηκε. Μήνυσε λοιπόν της Λία δια του αντιπροσώπου του, να της πει ότι την έζησε τη ζωή του, χόρτασε, μπούχτισε και ότι τώρα θέλει να κάνει ξανά οικογένεια. Το τελεσίδικο ήταν ξεκάθαρο «Γυρνάς πίσω και ξαναγινόμαστε οικογένεια ή αποκληρώνω τις κόρες μας». Ένα και ένα κάνει δύο, ούτε καν ένα κόμμα παραπάνω, έστω προς συζήτηση. Η Λία μάζεψε τα μπογαλάκια της και γύρισε πίσω. Έκλαψε, πόνεσε, ούρλιαξε για την χαμένη ευτυχία της, αλλά είχε και δυο κορίτσια να μεγαλώσει. Πώς θα τα κατάφερνε χωρίς την οικονομική του υποστήριξη, χωρίς την παρουσία του ανδρικού προτύπου προς τις κόρες τους. Το είδε εννοείται και εγωιστικά… τόση περιουσία κάνανε μαζί, θα την χάριζε απλόχερα σε άλλη;
Και κάπως έτσι ξανάρχισε η ζωή τους από εκεί που την είχαν αφήσει. Τι ξανάρχισε δηλαδή, μάλλον τελείωσε πρόωρα. Ο Μπάμπης ίδιος και απαράλλακτος, ίσα ίσα που τώρα ένιωθε αγάς, μιας και αυτό που επιθυμούσε το είχε καταφέρει. Δεν τον ένοιαζε ο άνομος τρόπος, κοιτούσε μονάχα το αποτέλεσμα. Μια ωραία, ευτυχισμένη οικογένεια, για όσο διαρκεί ένα καφές. Βαρύς γλυκός με μπόλικο χαρμάνι και μπόλικες φουσκάλες, τα προβλήματα που δεν άργησαν να ξαναφανούν. Αν πριν ήταν μαύρα σύννεφα, τώρα κατέληγαν κυκλώνες που τους περιτριγύριζαν από παντού, χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσα. Άλλωστε το εργάκι το είχαν ήδη ξαναζήσει, οπότε όλα πήραν το δρόμο τους με συνοπτικές διαδικασίες. Να ξαναφύγει δεν μπορούσε πια, ήξερε τις συνέπειες των επιλογών της. Δεν επιτρεπόταν να ξαναβάλει τα αθώα της πλασματάκια στη διαδικασία του χωρισμού για άλλη μια φορά, θα διέλυε την ψυχούλα τους. Οπότε επέλεξε να μαντρώσει τη δικιά της για να την προστατεύσει και να τη διατηρήσει ασφαλή όσο μπορούσε για το καλό των παιδιών της. Το μονοπάτι της περιθωριοποίησης, της αδιαφορίας και της εσωτερικής απομόνωσης ήταν μονόδρομος. Άσχετα αν η παράσταση προς τον περίγυρο ξεπουλούσε σε κάθε τους εμφάνιση.
Κάποια στιγμή, φτάσανε να μην έχουν καμία επαφή μεταξύ τους, ούτε σωματική, ούτε νοητική, ούτε καν για τα παιδιά, αφού είχαν πια ενηλικιωθεί και είχαν φύγει να σπουδάσουν. Έτσι ένα δροσερό βράδυ του Οκτώβρη έκατσαν ίσως για πρώτη φορά και μίλησαν ουσιαστικά. Ξετύλιξαν τα χαρτιά τους, τα εναπόθεσαν σαν λογιστικές καρτέλες, μιας και μόνο από αριθμούς και πράξεις καταλάβαινε ο Μπάμπης. Παραδέχτηκαν ότι σαν ζευγάρι δεν μπορούσαν να έχουν κανένα μέλλον, μιας και ο καθένας επιζητούσε διαφορετικά πράγματα. Συνειδητοποίησαν ότι είχαν γίνει πια δυο συγκάτοικοι και αποφάσισαν να συνεχίσουν να μένουν μαζί έτσι για τον περίγυρο και τα παιδιά σαν ένα καθωσπρέπει ζευγάρι, επιτρέποντάς τους να κάνουν παράλληλα τις ζωές του. Ελεύθεροι από τη μεταξύ τους δέσμευση και ανοιχτοί προς τον κοινό. Τόσο απλά και πολιτισμένα.
Η Λία ξαναγύρισε στον προηγούμενο και ο Μπάμπης σε νέα κατάκτηση. Σφοδρά ερωτευμένοι και οι δύο με τους παρτενέρ. Ζούσαν τις παράλληλες ζωές του στο έπακρον και όλα έβαιναν καλώς. Ως και σκέψεις αναχώρησης είχαν περάσει από τα μυαλουδάκια τους, αλλά η συμφωνία που είχαν επισυνάψει ήταν απροσπέλαστη, έτσι επανέρχονταν ακαριαία στην πραγματικότητα.
Μέχρι που η πανδημία τους έκλεισε αναγκαστικά όλους στα σπίτια τους. Ατελείωτες ώρες μοναξιάς και καταπίεσης. Εγκλωβισμένοι και οι δυο στο χρυσό κελί της φυλακής τους. Πέρασε πολύς καιρός για να ανασάνουν καθαρό αέρα. Μόλις όμως ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του εγκλεισμού, ένα απροσδόκητο θέμα υγείας χτύπησε την πόρτα του Μπάμπη. Η Λία πλάι του για όσο χρειάστηκε. Του στάθηκε, τον φρόντισε, του συμπαραστάθηκε και ο Μπάμπης ένιωσε για πρώτη φορά την αξία της ασφάλειας, της υποστήριξης, της ανθρωπιάς και της αποδοχής. Δεν ήταν μαθημένος έτσι, οπότε η συνειδητοποίηση ήταν γλυκιά και σκληρή. Αναγνώρισε και εκτίμησε την Λία ως βράχο του και η Λία με τη σειρά της τον Μπάμπη για λιμάνι της. Για πρώτη φορά ένιωσαν γεμάτοι και ασφαλείς. Έβαλαν τα μπανιερά και τα καπέλα τους και ξεκίνησαν για την ακροθαλασσιά να τσαλαβουτήσουν σαν μικρά παιδιά…
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί…
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να χάσεις τα πάντα σε μια στιγμή….
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί να συνειδητοποιήσεις και να ξεκινήσεις από την αρχή…
-STELLA- SATURDAY NIGHT STORIES
Από Stella
https://gynaikaeimai.com/