Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Τσάντες επιστημονικής φαντασίας με υπογραφή Louis Vuitton

Τσάντες επιστημονικής φαντασίας με υπογραφή Louis Vuitton

Ο γαλλικός οίκος Louis Vuitton παρουσίασε, προσφάτως, μια σειρά από τσάντες με ενσωματωμένες εύκαμπτες οθόνες OLED, με τον οίκο να αναφέρεται σε αυτές, ως τον πιο καινοτόμο «καμβά» του.
Τσάντες επιστημονικής φαντασίας με υπογραφή Louis Vuitton | in.gr
Είναι το μέλλον της μόδας στην τσάντα; Ο γαλλικός οίκος Louis Vuitton παρουσίασε, προσφάτως, μια σειρά από τσάντες με ενσωματωμένες εύκαμπτες οθόνες OLED τις οποίες σχεδίασε ο διευθυντής δημιουργικού Νικολά Γκεσκιέρ, με τον διάσημο οίκο μόδας να αναφέρεται σε αυτές, ως τον πιο καινοτόμο «καμβά» του.
Δύο πρωτότυπα αυτής της καινούριου τύπου τσάντας Louis Vuitton παρουσιάστηκαν, στην επίδειξη μόδας Cruise 2020 του Louis Vuitton στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση Τύπου, αυτά τα επιστημονικής φαντασίας αξεσουάρ, έχουν ως στόχο να θολώσουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο έξυπνο κινητό και την τσάντα.

Ανοίγματα στον καμβά του Malletier (με το σήμα κατατεθέν LV, σε καφέ και κρεμ χρώμα) αφήνουν χώρο για τις OLED οθόνες, οι οποίες έχουν ανάλυση 1.920×1.440 και προβάλλουν βίντεο με όψεις της πόλης καθώς και ένα demo μηχανής αναζήτησης στο Ίντερντετ.

Από τον οίκο Louis Vuitton είπαν στο «engadget» ότι τα πρωτότυπα αυτά «είναι η βάση για την επανεξέταση του ψηφιακού καμβά του μέλλοντος» και πρόσθεσαν ότι ο γαλλικός οίκος «αναζητά, πάντα, τη μίξη του savoir-faire και της καινοτομίας».
Όπως αποκαλύφθηκε μάλιστα από τον Instagram λογαριασμό @dlouisvdotcom, η οθόνη είναι οθόνη αφής και εμφανίζεται και στο πίσω και στο μπρος μέρος της τσάντας.


https://www.in.gr/

«Βουκουρέστι, αχ Βουκουρέστι!» (διήγημα του Γιώργου Ιωάννου)

«Βουκουρέστι, αχ Βουκουρέστι!» (διήγημα του Γιώργου Ιωάννου)


Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2019
Το έχω ξαναπεί πως ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Τον θυμήθηκα πρόσφατα για δυο λόγους. Από τη μια, ήμουν στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη τις προάλλες. Κι έπειτα, σε μια λέσχη ανάγνωσης που έχουμε φτιάξει εδώ στην ξενιτειά συζητήσαμε προχτές το βιβλίο «Το δικό μας αίμα» από το οποίο προέρχεται και το διήγημα που θα διαβάσετε σήμερα.
Μια και ξαναδιάβασα το βιβλίο με αφορμή τη συζήτηση αυτή, δεν αποκλείεται σε ένα από τα επόμενα άρθρα να επιστρέψω στο Δικό μας αίμα και να το εξετάσω λεξιλογικά. Σήμερα όμως, που έχουμε αμιγώς λογοτεχνικό θέμα, θα βάλω ένα διήγημα από το βιβλίο, ένα διήγημα που μου αρέσει και που ξεχωρίζει από τα άλλα του βιβλίου.
Δεν εννοώ ότι υπερέχει. Εννοώ ότι όλα τα άλλα διηγήματα του τόμου είναι πολεογραφικά, έχουν πρωταγωνιστή την πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ ετούτο διαφέρει αφού διηγείται ιστορίες ανθρώπων πιο πολύ και όχι της πόλης -αν και η Θεσσαλονίκη έχει κι εδώ πρωταγωνιστική θέση.
«Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!»
Η γιαγιά μου ήταν αντίθετη στον κομμουνισμό, το ίδιο και οι φιλενάδες της. Δεν είχανε με τους κομμουνιστές, τους μπολσεβίκους, όπως έλεγαν καμιά ιδιαίτερη μανία, ούτε και πολυθέλανε το κακό τους, τους φοβόντουσαν όμως και τους κατηγορούσαν γιατί κυνηγούσανε τη θρησκεία και τις διδασκαλίες της. Και όποιος κυνηγάει τη θρησκεία, κυνηγάει τα πάντα, έλεγαν.
Μαζεύονταν, λοιπόν, για καφέ, έστω και κριθαρένιον, και ανταλλάσσανε ή ξαναλέγανε τις παμπάλαιες πληροφορίες τους. Μια ιστορία που είχε κάνει θραύση στον κύκλο τους προπολεμικά, ήταν εκείνη με τον καλόγερο. Οι άλλες ήταν σχετικές με τις ερωτικές δραστηριότητες, τις παραλυσίες και τους εκφυλισμούς στη Σοβιετία.
Ένας Ρώσος καλόγερος, αφού υπόφερε τα πάνδεινα από τους μπολσεβίκους στις εξορίες και τις φυλακές κι αφού άκουσε βρισίδι και διαφώτιση που του πήγε καπνός κι αντάρα, άρχισε να δείχνει ότι παραδέχεται σε πολλά σημεία τις αντιθρησκευτικές απόψεις των διαφωτιστών του. Κατευχαριστημένοι εκείνοι σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν έτσι με τα ράσα και τα γένια στο λαό, για να μιλήσει μέσα σ’ ένα κατάμεστο στάδιο εναντίον της θρησκείας. Και πραγματικά μάζεψαν τον κόσμο και ανέβασαν σ’ ένα ψηλό βάθρο τον καλόγερο, για να τον βλέπουν όλοι. Κι αυτός, αφού πρώτα περίμενε να γίνει ησυχία απόλυτη και να στραφούνε όλα τα βλέμματα επάνω του, έβγαλε ξαφνικά από τον κόρφο του έναν μεγάλο σταυρό και υψώνοντάς τον κραύγασε προς τα πλήθη· «Χριστός Ανέστη!». Έγινε τότε πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου. Οι μπολσεβίκοι αυτοστιγμεί πέσαν απάνω του και τον λιανίσαν.
Η ιστορία αυτή τελείωνε πάντα με σταυροκοπήματα, πράγμα που σήμαινε πως ο καλόγερος κατατασσόταν αυτόματα από την ομήγυρη μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Παρόλο όμως το τραγικό και όχι απίθανο τέλος της, εγώ την έβρισκα πάντοτε λιγάκι διασκεδαστική. Και πολύ θα ’θελα να μπορούσα να είχα δει από καμιά μεριά τα μούτρα των έξυπνων αυτών υπευθύνων τη στιγμή που την πάθαιναν από τον φανατικό καλόγερο.
Ύστερα, οι γριές άρχιζαν να λένε και να λένε, ψιθυριστά, για τα σεξουαλικά όργια, που κατά τις πληροφορίες τους γινόντουσαν στη Ρωσία.
–      Χορεύουν άντρες με γυναίκες γυμνοί, λέγανε σκυφτές.
–      Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο μαυροφορεμένος χορός.
–      Χορεύουν γυμνοί άντρες με άντρες, λέγανε γουργουριστά.
–      Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο χηρευάμενος χορός.
–      Χορεύουν γυμνές γυναίκες με γυναίκες, σφύριζαν χαμηλόφωνα.
–      Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζαν όλες μαζί και
σταυροκοπιόντουσαν, ίσως γιατί έπιαναν με τη φαντασία τους την ομήγυρή τους ολόγυμνη να χορεύει.
–      Αυτός με τις μουστάκες… , ψιθύριζαν.
–      Αχ, Βουκουρέστι πια, Βουκουρέστι!
–      Απορρίχνουν ελεύθερα τα παιδιά, έλεγαν.
–      Γεννάνε στα νοσοκομεία, όχι στα σπίτια τους.
–      Οδηγάνε αυτοκίνητα, τρένα, ακόμα και καράβια, γυναίκες πράμα!, έλεγαν.
–      Πηγαίνουν και στρατιωτίνες, μαθές!
–      Πάει ο ντουνιάς! Βουκουρέστι, όλα Βουκουρέστι!
Τόσο πολύ μιλούσανε για όργια στη Ρωσία, ώστε εγώ, από αντίδραση, μέχρι και που μεγάλωσα, πίστευα ότι πρόκειται για την πιο φιλελεύθερη, ανεκτική και χαρούμενη χώρα στον κόσμο. Γιατί, βέβαια, όποιος καταδιώκει το σεξ, καταδιώκει όλα τα πάντα.
Στην Κατοχή, παρόλη την ανατροπή του σύμπαντος, οι ακατάβλητες γριές μιλούσανε ακόμα, του καλού καιρού, για τον μπολσεβικισμό και τα καμώματά του. Γι’ αυτές δεν είχε κεφαλαιώδη σημασία ούτε η σκλαβιά, ούτε ο Χίτλερ, που κόντευε να κυριέψει τη Μόσχα και το Λένινγκραντ, ούτε, βέβαια, το Βουκουρέστι και η τύχη του. Αυτά όλα ήταν περαστικά πράγματα, που θα λάβαιναν πάλι την ταχτοποίησή τους. Ο μπολσεβικισμός όμως ήταν κάτι το ακατάλυτο, εφόσον ήταν ο μεγάλος αντίπαλος της θρησκείας.
Τις πιο πολλές ειδήσεις τις έφερνε τότε στην ομήγυρη η Λεωνόρα, μια αρχοντογυναίκα με κάτασπρα λαμπρά μαλλιά, πλεγμένα σε χοντρές απαλές κοτσίδες, σαν σκορδοπλεξάνες. Η Λεωνόρα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, σε δίλημμα. Ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον άντρα της αδελφής της και τα δυο παλικάρια του, μια και η αδελφή της είχε πεθάνει. Η Λεωνόρα, κάνοντας το χρέος της αδελφής της, τους περιποιόταν με στοργή, όμως ο γέρος και τα παιδιά του, μολονότι εύποροι, ήταν φανατικοί μπολσεβίκοι, από κείνους τους σταλινικού τύπου. Η Λεωνόρα άκουγε εκεί μέσα πολλά, αλλά ήταν φανερό ότι έλεγε όσο πιο λίγα μπορούσε. Ο γέρος, έλεγε η Λεωνόρα, έκαμνε δίαιτες και γυμναστικές, για να ζήσει πολλά χρόνια να δει τον κομμουνισμό και το Στάλιν στην Ελλάδα. «Αμ, πώς δεν θα τον δει, ο σκατόγερος» έλεγαν μ’ ένα στόμα – και τι στόμα! – οι γριές, που ο τρομαγμένος νους τους έτρεχε αμέσως σε εκκλησίες, καλογέρους, παπάδες, αλλά και γυμνικούς χορούς. Η Λεωνόρα πρόσθετε ακόμα, πως ο γέρος και τα παιδιά του γύριζαν σχεδόν γυμνοί μέσα στο σπίτι, μ’ ένα μαγιό, για να παίρνει συνεχώς το κορμί τους αέρα, ν’ ανοίγουν οι πόροι τους, πράγμα πολύ υγιεινό, λέει. «Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!», ξεφώνιζαν οι γριές, διακρίνοντας, εδώ, κάποια προπόνηση στους περιβόητους εκείνους χορούς πλην της Λεωνόρας, βέβαια, που ήταν ατίθαση γεροντοκόρη και δεν μπορούσε να παραδεχτεί τέτοια πράγματα για τα ανίψια της και το σπιτικό της. Η επιμονή της αυτή να αποφεύγει το καθιερωμένο ανάθεμα «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι», όταν μιλούσε για τους δικούς της, και να διηγείται την κατάσταση κάπως πιο ανθρωπινά, άρχισε να την κάμνει ύποπτη στις άλλες γριές. «Η Λεωνόρα δεν τους καταδικάζει», έλεγαν ιδιαιτέρως.
Ωστόσο, όχι μόνο η Λεωνόρα, αλλά και η γιαγιά μου είχε τις μυστικές επαφές της με τους μπολσεβίκους. Κάθε τόσο κατέφθανε τα πρωινά η περίφημη Αηδονιώ ή Αηδόνα, φλύαρη, δυναμική και πάντοτε ξεμαλλιάρα. Τη θυμάμαι να κάθεται όλο στην ίδια θέση με φόντο τον Θερμαϊκό, που κι αυτόν τον θυμάμαι όλο αγριεμένον απ’ τον Βαρδάρη. Η Αηδονιώ θα πήγαινε ή θα γυρνούσε από κάποιον τόπο εξορίας, όπου μόνιμα βρισκόταν ο γιος της, καθώς δεν εννοούσε να υπογράψει τη δήλωση. Αυτή μιλούσε, συνέχεια, για καΐκια, βάρκες, μπερδεμένα δρομολόγια άγονων γραμμών, φουρτούνες και μπουνάτσες, καλούς ή κακούς χωροφύλακες, σκύλους ενωματάρχες, φύλακες φυλακών, μυστικά σημειώματα, δέματα ανήκουστης φτώχειας, διευθύνσεις στα πέρατα, όπου έπρεπε όμως να τρέξει, μυστηριώδεις κυρίους που εμφανίζονταν ξαφνικά κι ανοίγοντας το πορτοφόλι τους της έδιναν σημαντική βοήθεια, ακριβώς τη στιγμή που δεν είχε δεκάρα. Η Αηδονιώ ήταν η παιδεμάρα και η τραχύτητα, ο παράλογος ξεσπιτωμός και το ξεβόλεμα, το Αιγαίο και η στέγνια του, μέσα σε μια πολιτεία, παχουλή και νερουλή, που το θωρούσε, βέβαια, το πέλαγος, αλλά το θεωρούσε πολύ μακριά της. Η γιαγιά μου πάντοτε της έλεγε να πει του γιου της, που όπως αργότερα διεπίστωσα ήταν ένας τραχύτατος κι αυτός άντρακλας, να κάνει πια αυτή τη δήλωση και να βγει έξω κι αυτός, όπως και οι αρχηγοί του, που πάντοτε βάζουν με τρόπο τους άλλους μπροστά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά γενικά την άκουγε με πολλή συμπάθεια και ποτέ δεν την άφηνε να φύγει με άδεια χέρια, παρόλο που κι εμείς – και όχι μονάχα στην Κατοχή – υποφέρναμε. Η Αηδονιώ, παρ’ όλη τη θρυλική γλώσσα της, που δεν είχε αφήσει αστυνόμο για αστυνόμο που να μην τον περιλούσει, δεν αντέλεγε και πολύ στη γιαγιά μου, έδειχνε όμως καθαρά ότι δεν επρόκειτο να τα μεταβιβάσει. Μα και η γιαγιά μου γι’ αυτήν την ίδια τα έλεγε και όχι για τον γιο της, γιατί πίστευε, και όχι αδίκως, ότι από τους δυο τους αυτή ήταν η πιο φανατικιά. Αυτή ήταν η κυριότερη επαφή της γιαγιάς μου με τους μπολσεβίκους, μα όχι η μόνη.
Οι απέθαντες γριές εξακολούθησαν να μαζεύονται για καφέ και μετά την απελευθέρωση, αλλά και μετά τον εμφύλιο, είναι η αλήθεια. Και μολονότι οι μπολσεβίκοι, κατά τη σύντομη επικράτησή τους, που οι γριές δεν την πολυκατάλαβαν, γιατί, ακριβώς, αλλιώς την φαντάζονταν, ούτε τις εκκλησίες ούτε τους παπάδες απαγόρεψαν, ούτε και τσίτσιδοι χοροπηδούσαν, εντούτοις οι γριές εξακολουθούσαν γι’ αυτά τα ίδια και τα ίδια να τους κατηγορούν και να λένε, κάθε τόσο, αναστενάζοντας: «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Είχε αρχίσει όμως να παίρνει στο στόμα τους κάποιο ραγισμένο τόνο η έκφραση. Κάτι συνέβαινε, φαίνεται, μέσα στα σπιτικά τους. Το περιλάλητο «Βουκουρέστι» ερχόταν πια και στο κεφάλι μας, πανταχού εισχωρούσε, απαράδεχτα διαφορετικό όμως από τη φήμη του. Γι’ αυτό και η καταδίκη του, τουλάχιστο με τα λόγια, εξακολουθούσε.
Και τώρα που τη γιαγιά μου και τις φιλενάδες της, ούτε φάκελα την πιάνουν, εκεί που είναι, μα ούτε και φάσκελα, μπορώ να προσθέσω και τούτο: Απάνω στον εμφύλιο μας έφερε μια μέρα με πολύ καμάρι την είδηση ότι μιας συμπατριώτισσάς της οι δυο γιοι ήταν οι πρώτοι καπεταναίοι στον Έβρο. μας είπε και τα ψευδώνυμά τους, μάλιστα. Τα έλεγε αυτά στητή και με δύναμη, της άρεζε να βροντάει ντουφέκι κοντά στο χωριό της κι από τα χέρια του χωριού της, κι ας ήταν και μπολσεβίκικα. Ήξερε πως από τέτοια πράγματα πάντοτε κάτι βγαίνει. Καταγόταν και αυτή, καθώς και οι φιλενάδες της, από τη άλλη μεριά του Έβρου, την τώρα τουρκική, και λαχταρούσε η καρδιά της. Αυτά, βέβαια, δεν τα είπε στην ομήγυρή της. Έφερε μόνο μια μέρα τη συμπατριώτισσά της, τη μάνα των καπεταναίων, από την εκκλησία, που τη βρήκε, στο σπίτι. Δούλευε στην πόλη μας ως υπηρέτρια κι αυτό πολύ στα κρυφά. Κατά τα τέλη της ζωής της η γιαγιά, μόνη πια χωρίς την ομήγυρη, αλλά με εκλογικό βιβλιάριο, που της είχαν βγάλει, έλεγε: «Εμείς τι έχουμε να χάσουμε από τους μπολσεβίκους;» «Να τα μας…», της λέγαμε γελαστά και της θυμίζαμε που κρυφοέβριζε τους φαντάρους του ΕΛΑΣ, όταν τους συναντούσε στο δρόμο. Μα τα απέκρουε αυτά και ούτε λέξη για «Βουκουρέστι» και τα παρόμοια, όπου άλλωστε κυβερνούσε με καλβινική αυστηράδα και πυγμή η Άννα Πάουκερ.
Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής, ένας καθηγητής μου, αρκετά παράξενος τύπος, μόλις με είδε μια μέρα από κυλικείο μ’ έναν πολύ συμπαθή φοιτητή άλλης Σχολής, πλησίασε και μας είπε συνωμοτικά: «Παιδιά, παιδιά, δεν ξέρετε τίποτα. Το μουνί βρωμάει. Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι, εκεί μονάχα ξέρουν!» Και έφυγε απότομα, χωρίς να μας εξηγήσει, τι ήταν αυτό που ξέρανε σχετικώς στο Βουκουρέστι και που εμείς, κατά τη γνώμη του, δεν το ξέραμε. Φυσικά, αναφερόταν στο παλιό Βουκουρέστι, και εννοούσε σαφώς έναν από τους τρεις αλληγορικούς χορούς που προαναφέραμε.
Με τα χρόνια και την πείρα, έχω πεισθεί πως το καημένο έβγαλε όνομα κυρίως από τους διάφορους πραματευτάδες, που διέσχιζαν, παλιά, ανεμπόδιστοι από σύνορα, όλη τη Βαλκανική σε μήκος και σε πλάτος. Αυτοί, που γνώριζαν καλά τις βαλκανικές πόλεις και κωμοπόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσεις, έβρισκαν ότι τα ήθη στο Βουκουρέστι ήταν από παντού αλλού πιο ελεύθερα. Νέοι, έξυπνοι, γεροί, αλλά ξένοι, καθώς ήταν, δηλαδή σε όλα κατάλληλοι, πρέπει να δέχονταν πολλές ερωτικές επιθέσεις από διάφορα μερακλίδικα πλάσματα του τόπου, που δεν θα πολυτολμούσαν να ριχτούν σε εντόπιους. Γιατί σαφώς η επωδός αυτή δεν εννοούσε κανονικές καταστάσεις, άλλο αν οι γριές δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς λένε. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην Αθήνα σήμερα με τους επαρχιώτες, έστω και μαύρους, προς τους οποίους υπάρχει μια σαφής προτίμηση για πρόσκαιρες σχέσεις. Κατόπιν αυτοί γυρίζοντας στα χωριά τους και θέλοντας οπωσδήποτε να διηγηθούν τα πράματα και τα θάματα που είδανε, και μάλιστα από τόσο κοντά, στο Βουκουρέστιον, τα έλεγαν και τα διηγόντουσαν όλα, μεγαλοποιώντας μάλιστα τις χειρότερες περιπτώσεις, αλλά υπό τύπον κατηγορίας και καταδίκης. Και χωρίς, εννοείται, να ανακατεύουν καθόλου τον εαυτό τους. Πάντως, τα έλεγαν και τα τόνιζαν, και αυτό ήταν που είχε σημασία. Τέτοιες διηγήσεις για το Βουκουρέστι μέχρι και στα παιδικά μας χρόνια κυκλοφορούσαν. Για άντρες που βάφονται εκεί πέρα, για γυναίκες πολύ εύκολες, όπως άλλωστε και η παραλίγο βασίλισσά μας, η γυναίκα του Γεωργίου Β΄, για αξιωματικούς που φοράνε κορσέ, για νεαρούς που ξυρίζονται δυο φορές τη μέρα και χίλια δυο άλλα.
Θυμήθηκα το Βουκουρέστι, Μπουκουρέστι για την ακρίβεια, όταν πέρσι πρόπερσι έγιναν εκεί μεγάλοι σεισμοί και άθελά μου αναφώνησα: «Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Ανακάλεσα, τότε, τη γιαγιά μου, την παρέα της, τους πραματευτάδες, τα σκηνοθετημένα από μένα όργιά τους, τις φοβίες και τα ιδανικά. Όλα σκόνη και στάχτη.
Τώρα, ποιος θα μας θυμηθεί, ποιος θα λυπηθεί εμάς, που όλους τους θυμόμαστε, καθώς αυτοί που μας απομυζούσαν μας γυρίζουνε την πλάτη ή προσπαθούν όπως όπως να μας τυλίξουν; Κι αν το κάνει, τι άραγε θα βρει κι αυτός στο βάθος;
Αχ, Σαλονίκη, ρημαγμένη Σαλονίκη, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω…

Από τη συλλογή Το δικό μας αίμα (1978)
 https://sarantakos.wordpress.com/

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

«Στάσου, ψηφοδέλτια» – Αυτό το προεκλογικό σποτ πάει για… Όσκαρ, Θα κλάψετε!

«Στάσου, ψηφοδέλτια» – 

Αυτό το προεκλογικό σποτ πάει για… Όσκαρ, Θα κλάψετε!

Εχουμε δει τόσα και τόσα διαφημιστικά σποτ για τις επερχόμενες εκλογές, ωστόσο το συγκεκριμένο ξεπερνάει κάθε φαντασία! Δείτε το παρακάτω βίντεο υποψήφιου δημοτικού συμβούλου από τη Χαλκίδα και θα κλάψετε!

Εγω πάντως θα τον ψήφιζα…χαχαχα

Ένας υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στη Χαλκίδα όμως, το πήγε σε άλλο επίπεδο, αφού το προεκλογικό του σποτ θα μπορούσε να πάρει… Όσκαρ!
Με πάρα πολύ χιούμορ και ιδιαίτερη φαντασία, ο συγκεκριμένος κύριος δημιούργησε ένα σποτάκι για να τραβήξει τα βλέμματα των ψηφοφόρων, το οποίο σίγουρα μένει αξέχαστο σε όποιον θα το δει.
Με αναφορά στην πρόσφατη πασχαλινή διαφήμιση των Jumbo με τον Πέτρο Γαϊτάνο αλλά και με ατάκες από παλιές ελληνικές ταινίες, ο Πάνος Αγιαννίτης δημιούργησε σε δική του σκηνοθεσία το καλύτερο βίντεο υποψηφίου που έχουμε δει σε αυτές τις εκλογές!

http://www.oparlapipas.gr/

Αητέντς’ επαραπέτανεν (παραδοσιακό Πόντου) (english translation)

Αητέντς’ επαραπέτανεν (παραδοσιακό Πόντου) (english translation)


ΑΗΤΕΝΤΣ ΕΠΑΡΑΠΕΤΑΝΕΝ

Αητέντς’ επαραπέτανεν
Ψηλά ‘ς σα επουράνια
ούϊ αμάν, αμάν.
Είχεν τσιαγκία κόκκινα
Και το κουδούκ’ νατ’ μαύρον
ούϊ αμάν, αμάν.
Κι εκράτ’ νεν και ‘ς σα κάρτσια του
Παλληκαρί’ βρασιόνας
ούϊ αμάν, αμάν.
Αητέ μ’ για δός μ’ ας σο κρατείς
Για πε με όθεν κείται
ούϊ αμάν, αμάν.
Ας’ σο κρατώ ‘κι δίγω σε
Αρ’ όθεν κείται λέγω
ούϊ αμάν, αμάν.
Ακεί ‘ς ‘σο πέραν το ρασίν
Σο πέραν καν τ’ ελάτια
ούϊ αμάν, αμάν.
Μαύρα πουλία τρωγν’ ατον
Και άσπρα τριγυλίσκουν
ούϊ αμάν, αμάν.
Τραντέλλεναν εσκότωσαν
και κείται ματωμένος
ούϊ αμάν, αμάν…
‘Σ σην θάλασσαν κολυμπετής
σ’ ομάλια πεχληβάνος
ούϊ αμάν, αμάν.
‘Σ σον πόλεμον τραντέλλενας
Του Πόντου παλληκάρι
ούϊ ναϊλιε ‘μεν ντο θα ‘ίνουμε.
~~~

ΕΝΑΣ ΑΕΤΟΣ ΕΠΕΤΑΓΕ

Μετάφραση Θωμάς Ακριτίδης, Λευκότοπος Σερρών
Ένας αητός επέταγε
Ψηλά στα επουράνια,
ωχ αμάν, αμάν…
Είχε τα νύχια κόκκινα
κι ολόμαυρη τη ράχη
ωχ αμάν, αμάν…
Στα νύχια του εκράταγε
παλληκαριού το χέρι ,
ωχ αμάν, αμάν…
Αητέ’ μ, για δώς μ’ ότι κρατείς
Για πές μου πούθε κείται,
ωχ αμάν, αμάν…
Το που κρατώ, δεν παίρνεται
μα θα σου πω που κείται,
ωχ αμάν, αμάν, ωχ αμάν, αμάν…
Εκεί στο πέρα το βουνό,
Στο πέρα, με τα ελάτια,
ωχ αμάν, αμάν…
…Μαύρα πουλιά τον τρώγανε
Κι άσπρα τον τριγυρίζαν,
ωχ αμάν, αμάν, ωχ αμάν, αμάν…
Κι άσπρα τον τριγυρίζαν,
ωχ αμάν, αμάν
Τραντέλληνα* σκοτώσανε,
Που κείται ματωμένος,
Ώχ αμάν, αμάν…ωχ αμάν, αμάν…
Στη θάλασσα κολυμβητής
Και στη στεριά λεβέντης,
Στη μάχη μέγας ήρωας
Του Πόντου παλληκάρι!…
ωχ αμάν, αμάν, ωχ αμάν, αμάν

αμάν, αμάν κι αλοίμονο,
Θέ μου, τι θ’ απογίνω!…
~~~

AN EAGLE WAS FLYING

An eagle was flying
high up in the sky
oh aman, aman
His tallons were red
and all-black his back
oh aman, aman
In his tallons he was holding
the arm of a brave lad
oh aman, aman
“Eagle, give me what you hold,
tell me where the body lies”
oh aman, aman
“That which I hold is not given,
but I will tell you where he lies”
oh aman, aman
“On the mount over there
the one with the firs”
oh aman, aman
A “30-times Greek” was killed
and he lies in blood
oh aman, aman
Black birds were eating him
and white ones were prowling
oh aman, aman
A swimmer of the seas
and on the land a brave lad
oh aman, aman
In battle a “30-times Greek”
A Pontos lad!
oh aman, aman
(translation: theTempestAhead)

Πηγές:
https://thetempestahead.wordpress.com/

Ένα το χελιδόνι (Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης)

Ένα το χελιδόνι (Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης)

Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης ΘεοδωράκηςΤο άξιον εστί
Σύνθεση: 1961-1963, Παρίσι-Αθήνα
Λαϊκό ορατόριο σε τρία μέρη για λαϊκό τραγουδιστή, ψάλτη (βαρύτονο), αναγνώστη (ηθοποιό), λαϊκά όργανα, συμφωνική ορχήστρα και μικτή χορωδία
Μέρος Β’: Τα πάθη
Ένα το χελιδόνι (χορικό)
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας
Μπάσο: Βαγγέλης Παπαγγελίδης
Κρουστά: Εύανδρος (Παπαδόπουλος)
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας ΒυζαντίουΈργο: Το άξιον εστί (1964)
Ένα το χελιδόνι
κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ’ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από Μάγους
το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει
σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ’χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η Άβυσσο.
Θε μου Πρωτομάστορα
μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση!
Ο Μίκης Θεοδωράκης για «Το άξιον εστί»:
Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη αισθάνομαι ότι έφτασα σ’ ένα τέρμα που συγχρόνως είναι (πρέπει να είναι) και μια αρχή.
Το έργο αυτό παρουσιάζει το πρόσωπό του μπροστά στο κοινό μας ακριβώς πέντε χρόνια ύστερα από την ολοκληρωτική στροφή μου προς την λαϊκή μας μουσική, με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1959.
Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιο λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, χωρίς διέξοδο.
Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν, γεμάτες μουσική από νάιλον.
Και όμως, εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή. Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επί πλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσειακά) με τον λαό και στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της Τέχνης.
Η μαθητεία μου αυτή μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: αισθητικούς, παιδαγωγικούς και Κοινωνικούς. Το ελαφρό τραγούδι-έγραψα κάποτε- μας κάνει να ξεχνάμε. Το λαϊκό μάς κάνει να θυμόμαστε. Αυτή ακριβώς τη μνήμη του λαού μου όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω.
Δεν αρνούμαι ότι βάδισα και πάλεψα οργανωμένα.
Το ευτύχημα για μένα είναι που το έργο μου αγαπήθηκε από εκείνους που θα έπρεπε να αγαπηθεί και μισήθηκε (και χτυπήθηκε) από εκείνους που έπρεπε να μισηθεί. Γεγονός που με βοήθησε αποφασιστικά να ακολουθήσω τον δρόμο που πίστευα και πιστεύω πως είναι ο σωστός. Κι αυτός ο δρόμος, ως προς την κατεύθυνση της αισθητικής, ονομάζεται σήμερα για μένα Άξιον εστί.
Ο Επιτάφιος, το Αρχιπέλαγος, η Πολιτεία και αργότερα Το τραγούδι του νεκρού αδελφούήταν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών, όπου, με ευλαβική θα ’λεγα προσοχή, επεδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως παράλληλα, έχοντας σαν μακροπρόθεσμο στόχο μου την δημιουργία έντεχνου μουσικού έργου, ολότελα νεοελληνικού, γύμναζα τα μουσικά μου όπλα επιχειρώντας εξόδους από τις αυστηρές φόρμες της λαϊκής μας μουσικής. Οι Λιποτάκτες και αργότερα τα Επιφάνια ήσαν γυμνάσματα αυτού του είδους, έως ότου γνώρισα το Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις, είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του. Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα. Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.
Ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3 μ.μ. Ήταν νομίζω Άνοιξη του ’61 που έλαβα το Άξιον εστί, δώρο ευγενικό του ποιητή και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και Τα Πάθη. Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στον βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων.
Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.
Το πρόβλημα ήταν πώς να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μορφές της λαϊκής μουσικής,, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από την χορωδία.
Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική. Με τη συνείδηση θα ’λεγα αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
Στο διάβολο, είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης.
Μίκης Θεοδωράκης
(Σημείωμα στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης)

[Πηγή: ένθετο της έκδοσης του δίσκου που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011]
Μ’ αυτό το εμπνευσμένο του σημείωμα ο Μίκης Θεοδωράκης κάλυψε απόλυτα κάθε σκέψη που έχω κάνει τόσα χρόνια ακούγοντας το συγκεκριμένο έργο. Κάλυψε και τα συναισθήματά μου μετά από κάθε ανάγνωση της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη. Ούτως ή άλλως είμαι βαθιά συγκινημένη που αξιώνομαι να παρουσιάσω αυτό το έργο (φυσικά, θα το ακούσουμε ατόφιο χωρίς να περιοριστούμε στα 5 λαϊκά του σκέλη). Δεν έχω να προσθέσω τίποτ’ άλλο παρά μόνο μια προτροπή:
Ας ακούσουμε με ευλαβική προσοχή για ακόμη μια φορά το Άξιον εστί. Στη μνήμη του Οδυσσέα Ελύτη, του Μάνου Κατράκη, του Γρηγόρη Μπιθικώτση και όλων των άλλων συντελεστών της πρώτης ηχογράφησης που δεν ζουν πια. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κώστα Παπαδόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη, τον Θεόδωρο Δημήτριεφ που, ευτυχώς για όλους μας, συνεχίζουν να ζουν και να κινούνται ανάμεσά μας. Και ας αγοράσουμε τη μικρή μα θαυματουργή αυτή συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη και τον δίσκο στην πρώτη του εκτέλεση. Το κόστος τους είναι χαμηλό (ίσα με την τιμή 4-5 καφέδων σ’ έναν καφενέ) μα η αξία τους ανεκτίμητη, αφού αποτελούν μνημεία (με όλη τη σημασία της λέξης) του σύγχρονου πολιτισμού μας και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για μια πλουσιότερη ψυχική και πνευματική ζωή σε πείσμα των δύσκολων καιρών. Όπως λέει ο Μίκης: Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης. Χρόνια μας πολλά και καλή ακρόαση!
https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Η προσφορά θέσεων εργασίας οδηγούσε σε κακόβουλο πρόγραμμα κλοπής χρημάτων

Η προσφορά θέσεων εργασίας οδηγούσε σε κακόβουλο πρόγραμμα κλοπής χρημάτων

Παρασκευή, 17 Μαΐου 2019 12:17
 
Σε έκθεσή της η Kaspersky Lab επισημαίνει την σημαντική αύξηση εξελιγμένων spam email κατά το α’ τρίμηνο του 2019, κυρίως με ψεύτικες προσφορές θέσεων εργασίας που φαινόταν να προέρχονται από HR-recruiters σε μεγάλες εταιρείες.
 
Οι συγκεκριμένοι HR-recruiters σε μεγάλες εταιρείες παραδοσιακά προσελκύουν το ενδιαφέρον πιθανών υπαλλήλων, ωστόσο τα email προέρχονταν από spammers και εγκαθιστούσαν κακόβουλο λογισμικό κλοπής χρημάτων στις συσκευές των χρηστών.
 
Τα spam email αποτελούν συχνά υποτιμημένη απειλή, όμως μπορούν να διαδώσουν κακόβουλο λογισμικό μέσω μεθόδων κοινωνικής μηχανικής, όπως η εξαπάτηση και η ψυχολογική χειραγώγηση, πλήττοντας πολλά θύματα. Για τον εντοπισμό τέτοιων email, οι ερευνητές της Kaspersky Lab χρησιμοποιούν honeypots - εικονικές «παγίδες» που είναι σε θέση να ανιχνεύουν κακόβουλα email και απειλητικούς φορείς. Για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, εντόπισαν τους απατεώνες στην προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν απρόσεκτους ανθρώπους που αναζητούσαν νέο επαγγελματικό ρόλο. 
 
Η ανάλυση των ευρημάτων από τα honeypots περιλαμβάνεται στη νέα έκθεση για το Spam και το Phishing το α’ τρίμηνο του 2019. Η έκθεση δείχνει ότι στους παραλήπτες των spam email προσφέρθηκε μια δελεαστική θέση σε μια μεγάλη εταιρεία. Οι συγκεκριμένοι προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν δωρεάν σε ένα σύστημα αναζήτησης εργασίας εγκαθιστώντας μια ειδική εφαρμογή στη συσκευή τους, η οποία θα τους παρείχε πρόσβαση στη βάση δεδομένων αναζήτησης εργασίας. Για να φανεί αξιόπιστη η διαδικασία εγκατάστασης, οι επιτιθέμενοι τη συνόδευαν με ένα αναδυόμενο παράθυρο που έφερε τις λέξεις "Προστασία DDoS" και ένα ψεύτικο μήνυμα που υποστήριζε ότι ο χρήστης μεταφέρθηκε στην ιστοσελίδα ενός από τους μεγαλύτερους οργανισμούς προσλήψεων. 
 
Στην πραγματικότητα, τα θύματα μεταφέρθηκαν σε μια ιστοσελίδα αποθήκευσης στο cloud από όπου θα κατέβαζαν ένα κακόβουλο πρόγραμμα εγκατάστασης που έμοιαζε με ένα αρχείο Word. Η λειτουργία του ήταν να μεταφορτώσει στη συσκευή του θύματος το περίφημο Gozi banking trojan, ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα κακόβουλα προγράμματα για κλοπή χρημάτων. Η Kaspersky Lab το εντοπίζει ως Trojan-Banker.Win32.Gozi.bqr.  
 
Για να αποφύγουν να πέσουν θύμα κακόβουλης spam αλληλογραφίας, η Kaspersky Lab συνιστά στους χρήστες: 
• Να ελέγχουν πάντοτε τη διεύθυνση ιστού ενός ιστότοπου στον οποίο έχουν ανακατευθυνθεί, ή τη διεύθυνση του link και το email του αποστολέα, για να βεβαιωθούν ότι είναι γνήσιο πριν κάνουν κλικ σε αυτό και βεβαιωθούν ότι το όνομα του link στο μήνυμα δεν καλύπτει κάποιο άλλο hyperlink. 
• Να μην κλικάρουν σε links σε email, κείμενα, άμεσα μηνύματα ή δημοσιεύσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης αν προέρχονται από ανθρώπους ή οργανισμούς που δεν γνωρίζουν, ή έχουν ύποπτες ή ασυνήθιστες διευθύνσεις. Να επιβεβαιώνουν ότι είναι νόμιμες και ξεκινούν με "https" όποτε ζητούνται προσωπικές ή οικονομικές πληροφορίες. 
• Αν δεν είναι βέβαιοι ότι η ιστοσελίδα της εταιρείας είναι πραγματική και ασφαλής, να μην καταχωρούν ποτέ τα προσωπικά τους στοιχεία. 
• Να ελέγχουν την επίσημη ιστοσελίδα της εταιρείας για ανοικτές κενές θέσεις εργασίας που ταιριάζουν στα προσόντα τους. 
• Να πραγματοποιούν μια επιπλέον τηλεφωνική κλήση στην εταιρεία για να βεβαιωθούν ότι η προσφορά εργασίας είναι πραγματική. 
• Να ελέγχουν την προσφορά εργασίας για τυχόν λάθη: ελέγξτε προσεκτικά το όνομα της εταιρείας ή τον τίτλο εργασίας και τις αρμοδιότητες. 

https://ads.naftemporiki.gr/click/@6hfZFz3_6:1BnND:efnp/687/17130/

Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους»

  Νέος ψευτογιατρός: Πουλάει 120 ευρώ «αντίδοτο» για εμβόλια κορονοϊού - «Έσωσα δύο ετοιμοθάνατους» (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI) Υποστηρίζε...