«Βουκουρέστι, αχ Βουκουρέστι!» (διήγημα του Γιώργου Ιωάννου)
Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2019
Το έχω ξαναπεί πως ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Τον θυμήθηκα πρόσφατα για δυο λόγους. Από τη μια, ήμουν στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη τις προάλλες. Κι έπειτα, σε μια λέσχη ανάγνωσης που έχουμε φτιάξει εδώ στην ξενιτειά συζητήσαμε προχτές το βιβλίο «Το δικό μας αίμα» από το οποίο προέρχεται και το διήγημα που θα διαβάσετε σήμερα.
Μια και ξαναδιάβασα το βιβλίο με αφορμή τη συζήτηση αυτή, δεν αποκλείεται σε ένα από τα επόμενα άρθρα να επιστρέψω στο Δικό μας αίμα και να το εξετάσω λεξιλογικά. Σήμερα όμως, που έχουμε αμιγώς λογοτεχνικό θέμα, θα βάλω ένα διήγημα από το βιβλίο, ένα διήγημα που μου αρέσει και που ξεχωρίζει από τα άλλα του βιβλίου.
Δεν εννοώ ότι υπερέχει. Εννοώ ότι όλα τα άλλα διηγήματα του τόμου είναι πολεογραφικά, έχουν πρωταγωνιστή την πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ ετούτο διαφέρει αφού διηγείται ιστορίες ανθρώπων πιο πολύ και όχι της πόλης -αν και η Θεσσαλονίκη έχει κι εδώ πρωταγωνιστική θέση.
«Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!»
Η γιαγιά μου ήταν αντίθετη στον κομμουνισμό, το ίδιο και οι φιλενάδες της. Δεν είχανε με τους κομμουνιστές, τους μπολσεβίκους, όπως έλεγαν καμιά ιδιαίτερη μανία, ούτε και πολυθέλανε το κακό τους, τους φοβόντουσαν όμως και τους κατηγορούσαν γιατί κυνηγούσανε τη θρησκεία και τις διδασκαλίες της. Και όποιος κυνηγάει τη θρησκεία, κυνηγάει τα πάντα, έλεγαν.
Μαζεύονταν, λοιπόν, για καφέ, έστω και κριθαρένιον, και ανταλλάσσανε ή ξαναλέγανε τις παμπάλαιες πληροφορίες τους. Μια ιστορία που είχε κάνει θραύση στον κύκλο τους προπολεμικά, ήταν εκείνη με τον καλόγερο. Οι άλλες ήταν σχετικές με τις ερωτικές δραστηριότητες, τις παραλυσίες και τους εκφυλισμούς στη Σοβιετία.
Ένας Ρώσος καλόγερος, αφού υπόφερε τα πάνδεινα από τους μπολσεβίκους στις εξορίες και τις φυλακές κι αφού άκουσε βρισίδι και διαφώτιση που του πήγε καπνός κι αντάρα, άρχισε να δείχνει ότι παραδέχεται σε πολλά σημεία τις αντιθρησκευτικές απόψεις των διαφωτιστών του. Κατευχαριστημένοι εκείνοι σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν έτσι με τα ράσα και τα γένια στο λαό, για να μιλήσει μέσα σ’ ένα κατάμεστο στάδιο εναντίον της θρησκείας. Και πραγματικά μάζεψαν τον κόσμο και ανέβασαν σ’ ένα ψηλό βάθρο τον καλόγερο, για να τον βλέπουν όλοι. Κι αυτός, αφού πρώτα περίμενε να γίνει ησυχία απόλυτη και να στραφούνε όλα τα βλέμματα επάνω του, έβγαλε ξαφνικά από τον κόρφο του έναν μεγάλο σταυρό και υψώνοντάς τον κραύγασε προς τα πλήθη· «Χριστός Ανέστη!». Έγινε τότε πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου. Οι μπολσεβίκοι αυτοστιγμεί πέσαν απάνω του και τον λιανίσαν.
Η ιστορία αυτή τελείωνε πάντα με σταυροκοπήματα, πράγμα που σήμαινε πως ο καλόγερος κατατασσόταν αυτόματα από την ομήγυρη μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Παρόλο όμως το τραγικό και όχι απίθανο τέλος της, εγώ την έβρισκα πάντοτε λιγάκι διασκεδαστική. Και πολύ θα ’θελα να μπορούσα να είχα δει από καμιά μεριά τα μούτρα των έξυπνων αυτών υπευθύνων τη στιγμή που την πάθαιναν από τον φανατικό καλόγερο.
Ύστερα, οι γριές άρχιζαν να λένε και να λένε, ψιθυριστά, για τα σεξουαλικά όργια, που κατά τις πληροφορίες τους γινόντουσαν στη Ρωσία.
– Χορεύουν άντρες με γυναίκες γυμνοί, λέγανε σκυφτές.
– Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο μαυροφορεμένος χορός.
– Χορεύουν γυμνοί άντρες με άντρες, λέγανε γουργουριστά.
– Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο χηρευάμενος χορός.
– Χορεύουν γυμνές γυναίκες με γυναίκες, σφύριζαν χαμηλόφωνα.
– Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζαν όλες μαζί και
σταυροκοπιόντουσαν, ίσως γιατί έπιαναν με τη φαντασία τους την ομήγυρή τους ολόγυμνη να χορεύει.
– Αυτός με τις μουστάκες… , ψιθύριζαν.
– Αχ, Βουκουρέστι πια, Βουκουρέστι!
– Απορρίχνουν ελεύθερα τα παιδιά, έλεγαν.
– Γεννάνε στα νοσοκομεία, όχι στα σπίτια τους.
– Οδηγάνε αυτοκίνητα, τρένα, ακόμα και καράβια, γυναίκες πράμα!, έλεγαν.
– Πηγαίνουν και στρατιωτίνες, μαθές!
– Πάει ο ντουνιάς! Βουκουρέστι, όλα Βουκουρέστι!
Τόσο πολύ μιλούσανε για όργια στη Ρωσία, ώστε εγώ, από αντίδραση, μέχρι και που μεγάλωσα, πίστευα ότι πρόκειται για την πιο φιλελεύθερη, ανεκτική και χαρούμενη χώρα στον κόσμο. Γιατί, βέβαια, όποιος καταδιώκει το σεξ, καταδιώκει όλα τα πάντα.
Στην Κατοχή, παρόλη την ανατροπή του σύμπαντος, οι ακατάβλητες γριές μιλούσανε ακόμα, του καλού καιρού, για τον μπολσεβικισμό και τα καμώματά του. Γι’ αυτές δεν είχε κεφαλαιώδη σημασία ούτε η σκλαβιά, ούτε ο Χίτλερ, που κόντευε να κυριέψει τη Μόσχα και το Λένινγκραντ, ούτε, βέβαια, το Βουκουρέστι και η τύχη του. Αυτά όλα ήταν περαστικά πράγματα, που θα λάβαιναν πάλι την ταχτοποίησή τους. Ο μπολσεβικισμός όμως ήταν κάτι το ακατάλυτο, εφόσον ήταν ο μεγάλος αντίπαλος της θρησκείας.
Τις πιο πολλές ειδήσεις τις έφερνε τότε στην ομήγυρη η Λεωνόρα, μια αρχοντογυναίκα με κάτασπρα λαμπρά μαλλιά, πλεγμένα σε χοντρές απαλές κοτσίδες, σαν σκορδοπλεξάνες. Η Λεωνόρα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, σε δίλημμα. Ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον άντρα της αδελφής της και τα δυο παλικάρια του, μια και η αδελφή της είχε πεθάνει. Η Λεωνόρα, κάνοντας το χρέος της αδελφής της, τους περιποιόταν με στοργή, όμως ο γέρος και τα παιδιά του, μολονότι εύποροι, ήταν φανατικοί μπολσεβίκοι, από κείνους τους σταλινικού τύπου. Η Λεωνόρα άκουγε εκεί μέσα πολλά, αλλά ήταν φανερό ότι έλεγε όσο πιο λίγα μπορούσε. Ο γέρος, έλεγε η Λεωνόρα, έκαμνε δίαιτες και γυμναστικές, για να ζήσει πολλά χρόνια να δει τον κομμουνισμό και το Στάλιν στην Ελλάδα. «Αμ, πώς δεν θα τον δει, ο σκατόγερος» έλεγαν μ’ ένα στόμα – και τι στόμα! – οι γριές, που ο τρομαγμένος νους τους έτρεχε αμέσως σε εκκλησίες, καλογέρους, παπάδες, αλλά και γυμνικούς χορούς. Η Λεωνόρα πρόσθετε ακόμα, πως ο γέρος και τα παιδιά του γύριζαν σχεδόν γυμνοί μέσα στο σπίτι, μ’ ένα μαγιό, για να παίρνει συνεχώς το κορμί τους αέρα, ν’ ανοίγουν οι πόροι τους, πράγμα πολύ υγιεινό, λέει. «Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!», ξεφώνιζαν οι γριές, διακρίνοντας, εδώ, κάποια προπόνηση στους περιβόητους εκείνους χορούς πλην της Λεωνόρας, βέβαια, που ήταν ατίθαση γεροντοκόρη και δεν μπορούσε να παραδεχτεί τέτοια πράγματα για τα ανίψια της και το σπιτικό της. Η επιμονή της αυτή να αποφεύγει το καθιερωμένο ανάθεμα «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι», όταν μιλούσε για τους δικούς της, και να διηγείται την κατάσταση κάπως πιο ανθρωπινά, άρχισε να την κάμνει ύποπτη στις άλλες γριές. «Η Λεωνόρα δεν τους καταδικάζει», έλεγαν ιδιαιτέρως.
Ωστόσο, όχι μόνο η Λεωνόρα, αλλά και η γιαγιά μου είχε τις μυστικές επαφές της με τους μπολσεβίκους. Κάθε τόσο κατέφθανε τα πρωινά η περίφημη Αηδονιώ ή Αηδόνα, φλύαρη, δυναμική και πάντοτε ξεμαλλιάρα. Τη θυμάμαι να κάθεται όλο στην ίδια θέση με φόντο τον Θερμαϊκό, που κι αυτόν τον θυμάμαι όλο αγριεμένον απ’ τον Βαρδάρη. Η Αηδονιώ θα πήγαινε ή θα γυρνούσε από κάποιον τόπο εξορίας, όπου μόνιμα βρισκόταν ο γιος της, καθώς δεν εννοούσε να υπογράψει τη δήλωση. Αυτή μιλούσε, συνέχεια, για καΐκια, βάρκες, μπερδεμένα δρομολόγια άγονων γραμμών, φουρτούνες και μπουνάτσες, καλούς ή κακούς χωροφύλακες, σκύλους ενωματάρχες, φύλακες φυλακών, μυστικά σημειώματα, δέματα ανήκουστης φτώχειας, διευθύνσεις στα πέρατα, όπου έπρεπε όμως να τρέξει, μυστηριώδεις κυρίους που εμφανίζονταν ξαφνικά κι ανοίγοντας το πορτοφόλι τους της έδιναν σημαντική βοήθεια, ακριβώς τη στιγμή που δεν είχε δεκάρα. Η Αηδονιώ ήταν η παιδεμάρα και η τραχύτητα, ο παράλογος ξεσπιτωμός και το ξεβόλεμα, το Αιγαίο και η στέγνια του, μέσα σε μια πολιτεία, παχουλή και νερουλή, που το θωρούσε, βέβαια, το πέλαγος, αλλά το θεωρούσε πολύ μακριά της. Η γιαγιά μου πάντοτε της έλεγε να πει του γιου της, που όπως αργότερα διεπίστωσα ήταν ένας τραχύτατος κι αυτός άντρακλας, να κάνει πια αυτή τη δήλωση και να βγει έξω κι αυτός, όπως και οι αρχηγοί του, που πάντοτε βάζουν με τρόπο τους άλλους μπροστά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά γενικά την άκουγε με πολλή συμπάθεια και ποτέ δεν την άφηνε να φύγει με άδεια χέρια, παρόλο που κι εμείς – και όχι μονάχα στην Κατοχή – υποφέρναμε. Η Αηδονιώ, παρ’ όλη τη θρυλική γλώσσα της, που δεν είχε αφήσει αστυνόμο για αστυνόμο που να μην τον περιλούσει, δεν αντέλεγε και πολύ στη γιαγιά μου, έδειχνε όμως καθαρά ότι δεν επρόκειτο να τα μεταβιβάσει. Μα και η γιαγιά μου γι’ αυτήν την ίδια τα έλεγε και όχι για τον γιο της, γιατί πίστευε, και όχι αδίκως, ότι από τους δυο τους αυτή ήταν η πιο φανατικιά. Αυτή ήταν η κυριότερη επαφή της γιαγιάς μου με τους μπολσεβίκους, μα όχι η μόνη.
Οι απέθαντες γριές εξακολούθησαν να μαζεύονται για καφέ και μετά την απελευθέρωση, αλλά και μετά τον εμφύλιο, είναι η αλήθεια. Και μολονότι οι μπολσεβίκοι, κατά τη σύντομη επικράτησή τους, που οι γριές δεν την πολυκατάλαβαν, γιατί, ακριβώς, αλλιώς την φαντάζονταν, ούτε τις εκκλησίες ούτε τους παπάδες απαγόρεψαν, ούτε και τσίτσιδοι χοροπηδούσαν, εντούτοις οι γριές εξακολουθούσαν γι’ αυτά τα ίδια και τα ίδια να τους κατηγορούν και να λένε, κάθε τόσο, αναστενάζοντας: «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Είχε αρχίσει όμως να παίρνει στο στόμα τους κάποιο ραγισμένο τόνο η έκφραση. Κάτι συνέβαινε, φαίνεται, μέσα στα σπιτικά τους. Το περιλάλητο «Βουκουρέστι» ερχόταν πια και στο κεφάλι μας, πανταχού εισχωρούσε, απαράδεχτα διαφορετικό όμως από τη φήμη του. Γι’ αυτό και η καταδίκη του, τουλάχιστο με τα λόγια, εξακολουθούσε.
Και τώρα που τη γιαγιά μου και τις φιλενάδες της, ούτε φάκελα την πιάνουν, εκεί που είναι, μα ούτε και φάσκελα, μπορώ να προσθέσω και τούτο: Απάνω στον εμφύλιο μας έφερε μια μέρα με πολύ καμάρι την είδηση ότι μιας συμπατριώτισσάς της οι δυο γιοι ήταν οι πρώτοι καπεταναίοι στον Έβρο. μας είπε και τα ψευδώνυμά τους, μάλιστα. Τα έλεγε αυτά στητή και με δύναμη, της άρεζε να βροντάει ντουφέκι κοντά στο χωριό της κι από τα χέρια του χωριού της, κι ας ήταν και μπολσεβίκικα. Ήξερε πως από τέτοια πράγματα πάντοτε κάτι βγαίνει. Καταγόταν και αυτή, καθώς και οι φιλενάδες της, από τη άλλη μεριά του Έβρου, την τώρα τουρκική, και λαχταρούσε η καρδιά της. Αυτά, βέβαια, δεν τα είπε στην ομήγυρή της. Έφερε μόνο μια μέρα τη συμπατριώτισσά της, τη μάνα των καπεταναίων, από την εκκλησία, που τη βρήκε, στο σπίτι. Δούλευε στην πόλη μας ως υπηρέτρια κι αυτό πολύ στα κρυφά. Κατά τα τέλη της ζωής της η γιαγιά, μόνη πια χωρίς την ομήγυρη, αλλά με εκλογικό βιβλιάριο, που της είχαν βγάλει, έλεγε: «Εμείς τι έχουμε να χάσουμε από τους μπολσεβίκους;» «Να τα μας…», της λέγαμε γελαστά και της θυμίζαμε που κρυφοέβριζε τους φαντάρους του ΕΛΑΣ, όταν τους συναντούσε στο δρόμο. Μα τα απέκρουε αυτά και ούτε λέξη για «Βουκουρέστι» και τα παρόμοια, όπου άλλωστε κυβερνούσε με καλβινική αυστηράδα και πυγμή η Άννα Πάουκερ.
Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής, ένας καθηγητής μου, αρκετά παράξενος τύπος, μόλις με είδε μια μέρα από κυλικείο μ’ έναν πολύ συμπαθή φοιτητή άλλης Σχολής, πλησίασε και μας είπε συνωμοτικά: «Παιδιά, παιδιά, δεν ξέρετε τίποτα. Το μουνί βρωμάει. Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι, εκεί μονάχα ξέρουν!» Και έφυγε απότομα, χωρίς να μας εξηγήσει, τι ήταν αυτό που ξέρανε σχετικώς στο Βουκουρέστι και που εμείς, κατά τη γνώμη του, δεν το ξέραμε. Φυσικά, αναφερόταν στο παλιό Βουκουρέστι, και εννοούσε σαφώς έναν από τους τρεις αλληγορικούς χορούς που προαναφέραμε.
Με τα χρόνια και την πείρα, έχω πεισθεί πως το καημένο έβγαλε όνομα κυρίως από τους διάφορους πραματευτάδες, που διέσχιζαν, παλιά, ανεμπόδιστοι από σύνορα, όλη τη Βαλκανική σε μήκος και σε πλάτος. Αυτοί, που γνώριζαν καλά τις βαλκανικές πόλεις και κωμοπόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσεις, έβρισκαν ότι τα ήθη στο Βουκουρέστι ήταν από παντού αλλού πιο ελεύθερα. Νέοι, έξυπνοι, γεροί, αλλά ξένοι, καθώς ήταν, δηλαδή σε όλα κατάλληλοι, πρέπει να δέχονταν πολλές ερωτικές επιθέσεις από διάφορα μερακλίδικα πλάσματα του τόπου, που δεν θα πολυτολμούσαν να ριχτούν σε εντόπιους. Γιατί σαφώς η επωδός αυτή δεν εννοούσε κανονικές καταστάσεις, άλλο αν οι γριές δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς λένε. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην Αθήνα σήμερα με τους επαρχιώτες, έστω και μαύρους, προς τους οποίους υπάρχει μια σαφής προτίμηση για πρόσκαιρες σχέσεις. Κατόπιν αυτοί γυρίζοντας στα χωριά τους και θέλοντας οπωσδήποτε να διηγηθούν τα πράματα και τα θάματα που είδανε, και μάλιστα από τόσο κοντά, στο Βουκουρέστιον, τα έλεγαν και τα διηγόντουσαν όλα, μεγαλοποιώντας μάλιστα τις χειρότερες περιπτώσεις, αλλά υπό τύπον κατηγορίας και καταδίκης. Και χωρίς, εννοείται, να ανακατεύουν καθόλου τον εαυτό τους. Πάντως, τα έλεγαν και τα τόνιζαν, και αυτό ήταν που είχε σημασία. Τέτοιες διηγήσεις για το Βουκουρέστι μέχρι και στα παιδικά μας χρόνια κυκλοφορούσαν. Για άντρες που βάφονται εκεί πέρα, για γυναίκες πολύ εύκολες, όπως άλλωστε και η παραλίγο βασίλισσά μας, η γυναίκα του Γεωργίου Β΄, για αξιωματικούς που φοράνε κορσέ, για νεαρούς που ξυρίζονται δυο φορές τη μέρα και χίλια δυο άλλα.
Θυμήθηκα το Βουκουρέστι, Μπουκουρέστι για την ακρίβεια, όταν πέρσι πρόπερσι έγιναν εκεί μεγάλοι σεισμοί και άθελά μου αναφώνησα: «Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Ανακάλεσα, τότε, τη γιαγιά μου, την παρέα της, τους πραματευτάδες, τα σκηνοθετημένα από μένα όργιά τους, τις φοβίες και τα ιδανικά. Όλα σκόνη και στάχτη.
Τώρα, ποιος θα μας θυμηθεί, ποιος θα λυπηθεί εμάς, που όλους τους θυμόμαστε, καθώς αυτοί που μας απομυζούσαν μας γυρίζουνε την πλάτη ή προσπαθούν όπως όπως να μας τυλίξουν; Κι αν το κάνει, τι άραγε θα βρει κι αυτός στο βάθος;
Αχ, Σαλονίκη, ρημαγμένη Σαλονίκη, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω…
Από τη συλλογή Το δικό μας αίμα (1978)
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου