Ένα το χελιδόνι (Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης)
Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης, Το άξιον εστί
Σύνθεση: 1961-1963, Παρίσι-Αθήνα
Λαϊκό ορατόριο σε τρία μέρη για λαϊκό τραγουδιστή, ψάλτη (βαρύτονο), αναγνώστη (ηθοποιό), λαϊκά όργανα, συμφωνική ορχήστρα και μικτή χορωδία
Λαϊκό ορατόριο σε τρία μέρη για λαϊκό τραγουδιστή, ψάλτη (βαρύτονο), αναγνώστη (ηθοποιό), λαϊκά όργανα, συμφωνική ορχήστρα και μικτή χορωδία
Μέρος Β’: Τα πάθη
Ένα το χελιδόνι (χορικό)
Ένα το χελιδόνι (χορικό)
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας
Μπάσο: Βαγγέλης Παπαγγελίδης
Κρουστά: Εύανδρος (Παπαδόπουλος)
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας ΒυζαντίουΈργο: Το άξιον εστί (1964)
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Πιάνο: Γιάννης Διδίλης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας
Μπάσο: Βαγγέλης Παπαγγελίδης
Κρουστά: Εύανδρος (Παπαδόπουλος)
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας ΒυζαντίουΈργο: Το άξιον εστί (1964)
Ένα το χελιδόνι
κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ’ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους
κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ’ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από Μάγους
το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει
σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ’χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η Άβυσσο.
το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει
σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ’χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η Άβυσσο.
Θε μου Πρωτομάστορα
μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση!
μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση!
Ο Μίκης Θεοδωράκης για «Το άξιον εστί»:
Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη αισθάνομαι ότι έφτασα σ’ ένα τέρμα που συγχρόνως είναι (πρέπει να είναι) και μια αρχή.
Το έργο αυτό παρουσιάζει το πρόσωπό του μπροστά στο κοινό μας ακριβώς πέντε χρόνια ύστερα από την ολοκληρωτική στροφή μου προς την λαϊκή μας μουσική, με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1959.
Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιο λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, χωρίς διέξοδο.
Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν, γεμάτες μουσική από νάιλον.
Και όμως, εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή. Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επί πλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσειακά) με τον λαό και στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της Τέχνης.
Η μαθητεία μου αυτή μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: αισθητικούς, παιδαγωγικούς και Κοινωνικούς. Το ελαφρό τραγούδι-έγραψα κάποτε- μας κάνει να ξεχνάμε. Το λαϊκό μάς κάνει να θυμόμαστε. Αυτή ακριβώς τη μνήμη του λαού μου όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω.
Δεν αρνούμαι ότι βάδισα και πάλεψα οργανωμένα.
Το ευτύχημα για μένα είναι που το έργο μου αγαπήθηκε από εκείνους που θα έπρεπε να αγαπηθεί και μισήθηκε (και χτυπήθηκε) από εκείνους που έπρεπε να μισηθεί. Γεγονός που με βοήθησε αποφασιστικά να ακολουθήσω τον δρόμο που πίστευα και πιστεύω πως είναι ο σωστός. Κι αυτός ο δρόμος, ως προς την κατεύθυνση της αισθητικής, ονομάζεται σήμερα για μένα Άξιον εστί.
Το έργο αυτό παρουσιάζει το πρόσωπό του μπροστά στο κοινό μας ακριβώς πέντε χρόνια ύστερα από την ολοκληρωτική στροφή μου προς την λαϊκή μας μουσική, με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1959.
Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιο λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, χωρίς διέξοδο.
Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν, γεμάτες μουσική από νάιλον.
Και όμως, εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή. Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επί πλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσειακά) με τον λαό και στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της Τέχνης.
Η μαθητεία μου αυτή μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: αισθητικούς, παιδαγωγικούς και Κοινωνικούς. Το ελαφρό τραγούδι-έγραψα κάποτε- μας κάνει να ξεχνάμε. Το λαϊκό μάς κάνει να θυμόμαστε. Αυτή ακριβώς τη μνήμη του λαού μου όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω.
Δεν αρνούμαι ότι βάδισα και πάλεψα οργανωμένα.
Το ευτύχημα για μένα είναι που το έργο μου αγαπήθηκε από εκείνους που θα έπρεπε να αγαπηθεί και μισήθηκε (και χτυπήθηκε) από εκείνους που έπρεπε να μισηθεί. Γεγονός που με βοήθησε αποφασιστικά να ακολουθήσω τον δρόμο που πίστευα και πιστεύω πως είναι ο σωστός. Κι αυτός ο δρόμος, ως προς την κατεύθυνση της αισθητικής, ονομάζεται σήμερα για μένα Άξιον εστί.
Ο Επιτάφιος, το Αρχιπέλαγος, η Πολιτεία και αργότερα Το τραγούδι του νεκρού αδελφούήταν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών, όπου, με ευλαβική θα ’λεγα προσοχή, επεδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως παράλληλα, έχοντας σαν μακροπρόθεσμο στόχο μου την δημιουργία έντεχνου μουσικού έργου, ολότελα νεοελληνικού, γύμναζα τα μουσικά μου όπλα επιχειρώντας εξόδους από τις αυστηρές φόρμες της λαϊκής μας μουσικής. Οι Λιποτάκτες και αργότερα τα Επιφάνια ήσαν γυμνάσματα αυτού του είδους, έως ότου γνώρισα το Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις, είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του. Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα. Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.
Ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3 μ.μ. Ήταν νομίζω Άνοιξη του ’61 που έλαβα το Άξιον εστί, δώρο ευγενικό του ποιητή και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και Τα Πάθη. Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στον βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων.
Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.
Το πρόβλημα ήταν πώς να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μορφές της λαϊκής μουσικής,, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από την χορωδία.
Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική. Με τη συνείδηση θα ’λεγα αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
Στο διάβολο, είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης.
Μίκης Θεοδωράκης
(Σημείωμα στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης)
[Πηγή: ένθετο της έκδοσης του δίσκου που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011]
Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις, είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του. Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα. Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.
Ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3 μ.μ. Ήταν νομίζω Άνοιξη του ’61 που έλαβα το Άξιον εστί, δώρο ευγενικό του ποιητή και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη. Την Γένεση και Τα Πάθη. Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στον βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων.
Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.
Το πρόβλημα ήταν πώς να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μορφές της λαϊκής μουσικής,, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από την χορωδία.
Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική. Με τη συνείδηση θα ’λεγα αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
Στο διάβολο, είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης.
Μίκης Θεοδωράκης
(Σημείωμα στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης)
[Πηγή: ένθετο της έκδοσης του δίσκου που διένειμε η εφημερίδα Καθημερινή το 2011]
Μ’ αυτό το εμπνευσμένο του σημείωμα ο Μίκης Θεοδωράκης κάλυψε απόλυτα κάθε σκέψη που έχω κάνει τόσα χρόνια ακούγοντας το συγκεκριμένο έργο. Κάλυψε και τα συναισθήματά μου μετά από κάθε ανάγνωση της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη. Ούτως ή άλλως είμαι βαθιά συγκινημένη που αξιώνομαι να παρουσιάσω αυτό το έργο (φυσικά, θα το ακούσουμε ατόφιο χωρίς να περιοριστούμε στα 5 λαϊκά του σκέλη). Δεν έχω να προσθέσω τίποτ’ άλλο παρά μόνο μια προτροπή:
Ας ακούσουμε με ευλαβική προσοχή για ακόμη μια φορά το Άξιον εστί. Στη μνήμη του Οδυσσέα Ελύτη, του Μάνου Κατράκη, του Γρηγόρη Μπιθικώτση και όλων των άλλων συντελεστών της πρώτης ηχογράφησης που δεν ζουν πια. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κώστα Παπαδόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη, τον Θεόδωρο Δημήτριεφ που, ευτυχώς για όλους μας, συνεχίζουν να ζουν και να κινούνται ανάμεσά μας. Και ας αγοράσουμε τη μικρή μα θαυματουργή αυτή συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη και τον δίσκο στην πρώτη του εκτέλεση. Το κόστος τους είναι χαμηλό (ίσα με την τιμή 4-5 καφέδων σ’ έναν καφενέ) μα η αξία τους ανεκτίμητη, αφού αποτελούν μνημεία (με όλη τη σημασία της λέξης) του σύγχρονου πολιτισμού μας και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για μια πλουσιότερη ψυχική και πνευματική ζωή σε πείσμα των δύσκολων καιρών. Όπως λέει ο Μίκης: Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνη και δροσοσταλίδες. Χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης. Χρόνια μας πολλά και καλή ακρόαση!
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου