ΤΟ ΖΩΟ ΠΟΥ ΞΕΨΥΧΑ
Γράφει η Λίζα Παναγιωτοπούλου
«Το ζώο που ξεψυχά» είναι μια νουβέλα που έγραψε ο Φίλιπ Ροθ το 2001 και λειτουργεί ως επίμετρο για τη σπουδαία τριλογία του που περιλάμβανε τα βιβλία: «Αμερικανικό ειδύλλιο»(1997), «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (1998) και «Το ανθρώπινο στίγμα» (2000).
Το βιβλίο περιγράφει την ιστορία του 62χρονου (στην αρχή της αφήγησης) καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Ντέιβιντ Κέπες, ο οποίος παράλληλα παρουσιάζει στην τηλεόραση τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια μια εκπομπή πολιτιστικού περιεχομένου μια φορά την εβδομάδα για δέκα λεπτά, γεγονός που του προσφέρει σημαντική αναγνωρισιμότητα. Ανάμεσα στο κοινό που παρακολουθεί τις διαλέξεις του όλα τα χρόνια της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας βρίσκονται κατά καιρούς και διάφορα όμορφα κορίτσια που μετά την ολοκλήρωση αυτών των διαλέξεων επιθυμούν να τον γνωρίσουν και να δημιουργήσουν ερωτικές και μη ερωτικές σχέσεις μαζί του. Ο ίδιος νιώθει σίγουρος για τον εαυτό του και απόλυτα ικανός να ελέγξει οποιαδήποτε κατάσταση αν και «όπως ξέρεις, είμαι εξαιρετικά ευάλωτος στη γυναικεία ομορφιά. Όλοι είναι τρωτοί σε κάτι. Εμένα αυτό είναι το αδύνατο σημείο μου. Αντικρίζοντας τη γυναικεία ομορφιά, τυφλώνομαι σε όλα τα άλλα. Έρχονται στο πρώτο μάθημα, κι αμέσως ξέρω ποια είναι για μένα».
Αυτά ισχύουν μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται στο κοινό του η 24χρονη μελαμψή Κονσουέλα Καστίγιο με το σχεδόν παλαιομοδίτικο ντύσιμο απ’ όπου προβάλλει το θεϊκό στήθος, με την καλή καρδιά και το μεγάλο θαυμασμό για τις τέχνες, κόρη πλούσιων Κουβανών αυτοεξόριστων η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα καταφέρνει να αναστατώσει τόσο την ερωτική ζωή όσο και την ίδια την ύπαρξη του Κέπες. Παρόλο που η σχέση τους είναι καθαρά σαρκική, τουλάχιστον από την πλευρά του Ντέιβιντ, και ενώ παράλληλα ο ίδιος διατηρεί μια απλή, ισότιμη ερωτική σχέση με την παλιά του φίλη Κάρολιν Λάιονς καταφέρνει να δημιουργήσει στον ήρωα συναισθήματα πολύ έντονα και ίσως πρωτόγνωρα όπως η ζήλια, ο φόβος, η ανασφάλεια, η ανάγκη, ο έντονος πόθος.
«Πρόκειται για τη στιγμιαία συμβατικότητα, για τη διαδικασία να βρούμε κοινά στοιχεία εδώ και τώρα, να μετατρέψουμε τον πόθο σε κάτι κοινωνικώς αποδεκτό. Κι όμως, το γεγονός ακριβώς ότι είναι σαφέστατα ανάρμοστος, είναι αυτό που κάνει τον πόθο πόθο».
Τα συναισθήματα αυτά αποτελούν και τη βάση των σκέψεων που δημιουργεί το βιβλίο τόσο στον ήρωα-αφηγητή όσο και στον αναγνώστη μέσα από μια σειρά αντιθέσεων και αντιδιαστολών. Καταρχήν, η αντίθεση ανάμεσα στα γηρατειά και τη νεότητα, ανάμεσα στο χρόνο που τελειώνει και το χρόνο που κυλά απλόχερα. Και στο σημείο αυτό ο Ροθ εκτός από καυστικός γίνεται σπαρακτικός.
«Για αυτούς που δεν είναι ακόμη ηλικιωμένοι, το να είσαι ηλικιωμένος σημαίνει ότι υπήρξες. Το να είσαι όμως ηλικιωμένος σημαίνει επίσης πως, παρά το, εκτός από το και πέρα από το γεγονός ότι υπήρξες, εξακολουθείς να υπάρχεις. Αυτό που υπήρξες είναι ακόμη πολύ πολύ ζωντανό. Εξακολουθείς να υπάρχεις – και τους ανθρώπους τούς στοιχειώνει το γεγονός ότι υπάρχουν και η πληρότητά του, όσο και το γεγονός ότι ήδη υπήρξαν, το παρελθόν. Σκέψου τα γηρατειά ως εξής: αποτελεί απλή καθημερινή αλήθεια το ότι η ζωή σου παίζεται συνεχώς κορώνα – γράμματα. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει αυτό που τον περιμένει. Την αιώνια σιγή. Κατά τα άλλα, όλα είναι τα ίδια. Κατά τα άλλα, όσο ζει κανείς είναι αθάνατος».
Κατά δεύτερο, η ένταση και η ποιότητα των συναισθημάτων που δημιουργούνται μέσα από μια ερωτική σχέση, πολύ περισσότερο δε στην προκειμένη περίπτωση όπου το ζευγάρι έχει μια διαφορά ηλικίας 24 ετών. Η αντίθεση ανάμεσα στη ζήλια και την εξάρτηση από την πλευρά του μεγαλύτερης ηλικίας εραστή για το πρόσωπο που ποθεί το οποίο αντιμετωπίζει τη σχέση με την αδιαφορία της κυριαρχίας που του προσδίδουν τα νιάτα και η ομορφιά.
«Κάποιος νεαρός θα τη βρει και θα μου την πάρει. Τον βλέπω. Τον γνωρίζω. Ξέρω τι είναι ικανός να κάνει, γιατί είναι ο εαυτός μου στα είκοσι πέντε, χωρίς ακόμα γυναίκα και παιδί. Είναι ο εαυτός μου φρέσκος, προτού κάνει τα ίδια που έκαναν όλοι οι άλλοι».
Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στον ίδιο τον έρωτα και τα συναισθήματα που κουβαλά με την απλότητα της ερωτικής συνεύρεσης.
«Γιατί στο σεξ δεν υφίσταται η έννοια της απόλυτης ισορροπίας… Δεν είναι δυνατόν να δεις ποσοτικά αυτό το παρανοϊκό πράγμα. Δεν είναι καμιά εμπορική συναλλαγή, να τα μοιράσεις μισά μισά. Μιλάμε για το χάος του έρωτα, για την απόλυτη αποσταθεροποίηση, που είναι ακριβώς ό,τι ωραιότερο σ’ αυτόν».
Το βιβλίο, όπως τα περισσότερα βιβλία του Ροθ, παράλληλα με τις σκέψεις και τις αγωνίες που μοιράζεται με τον αναγνώστη, θίγει και μια σειρά από κοινωνικά και πολιτικά θέματα που αφορούν την Αμερική του σύγχρονου κόσμου. Εδώ αναφέρεται στη σεξουαλική – ιδιαίτερα τη γυναικεία σεξουαλική – απελευθέρωση της δεκαετίας του 60 αλλά και στην κατάσταση που επικρατούσε στα αμερικανικά πανεπιστήμια εκείνη την εποχή.
Ο Ροθ στο «Ζώο που ξεψυχά» μιλά καθαρά και σαρκαστικά, κάποιες φορές στεγνά και κυνικά αλλά και με χιούμορ, για τον άντρα και τις αρχές, τις αντιλήψεις και τις ελευθερίες με τις οποίες μεγαλώνει και ενηλικιώνεται. Ταυτόχρονα όμως θίγει και μια σειρά από κανόνες, ρόλους ή και ψυχαναγκασμούς που καλείται να λειτουργήσει ή και να εφαρμόσει ο ίδιος στην μετέπειτα ενήλικη ζωή του και αφορούν πέρα από τον εαυτό του, την κοινωνία αλλά και την οικογένεια που θα δημιουργήσει στην πορεία.
Η αφήγηση διατηρεί μια χρονική γραμμικότητα ενώ όταν ο αναγνώστης ενημερώνεται από τον αφηγητή ότι η Κονσουέλα έχει προσβληθεί από καρκίνο του μαστού και πιθανόν να μη βρίσκεται πια στη ζωή πραγματικά σοκάρεται. «Τώρα νιώθω μεγαλύτερη από εσένα», θα πει η Κονσουέλα στον καθηγητή Κέπες.
Όπως τα περισσότερα βιβλία του Ροθ, το «Ζώο που ξεψυχά» είναι απαισιόδοξο. Όχι μόνο γιατί έχει ως κύριο θέμα του τα γηρατειά και την οπτική του ηλικιωμένου για ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως ο έρωτας αλλά και για την αντιστροφή ρόλων που συμβαίνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου με την αιφνίδια ασθένεια της ηρωίδας και μάλιστα στο «όργανο – σύμβολο» της σχέσης της με τον Κέπες, η οποία ασθένεια ουσιαστικά επαναπροσδιορίζει τη σημασία της ηλικίας και της απόστασης ή γειτνίασης κάθε ανθρώπου με τη χρονική στιγμή του θανάτου του.
«Τι κάνεις αν είσαι εξήντα δύο χρονών και η παρόρμηση να απολαύσεις ό,τι μπορείς είναι δυνατότερη από ποτέ; Τι κάνεις αν είσαι εξήντα δύο χρονών και όλα εκείνα τα μέρη του σώματος που ώς τώρα ήταν αόρατα (νεφρά, πνεύμονες, φλέβες, αρτηρίες, εγκέφαλος, έντερα, προστάτης, καρδιά) αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν δυσάρεστα αισθητή την παρουσία τους, ενώ το όργανο που μέχρι σήμερα ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό στη ζωή σου είναι καταδικασμένο να μαραζώσει και να περιπέσει σε αχρηστία;»
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2002 από τις εκδόσεις Πόλις σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Τσακνιά.
https://passepartoutreading.wordpress.com/