Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΟΓΚΟΛ

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΟΓΚΟΛ

Posted on 23 Οκτωβρίου 2017

Αποτέλεσμα εικόνας για ΓΚΟΓΚΟΛ


Φέτος το χειμώνα στη Λέσχη Ανάγνωσης του Passe Partout Reading διαβάζουμε Ρώσους κλασικούς συγγραφείς.

Ξεκινήσαμε με τα έργα του Γκόγκολ. Στην πρόσφατη συνάντηση της Λέσχης συζητήσαμε εκτενώς για το «Παλτό», τον «Επιθεωρητή», το «Ημερολόγιο ενός τρελού», τις «Νεκρές Ψυχές». Αναλύσαμε τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, τις επιρροές του, την επίδραση της αρρώστιας του στα έργα του.

Αναζητώντας υλικό για τη συνάντηση της Λέσχης, είχα την τύχη να πιάσω στα χέρια μου το δίτομο βιβλίο «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας» του Ν. Καζαντζάκη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1930 από τον εκδοτικό οίκο «Ελευθερουδάκης». Στο τέλος του α’ τόμου, ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης αναφέρεται στον Γκόγκολ και στο έργο του. Προτίμησα, λοιπόν, αντί οποιασδήποτε δικής μου αναφοράς στο έργο του μεγάλου Ρώσου, να μοιραστώ μαζί σας την περιεκτική καταγραφή του έργου του από τον Ν. Καζαντζάκη:



«Μετά τον Πούσκιν , που πρώτος άνοιξε τους δύο μεγάλους γνήσια ρωσικούς, δρόμους, της ποίησης και της πρόζας, μετά το  Λέρμοντωφ, που με τόσο πάθος τραγούδησε τις αγωνίες της επαναστατημένης ρομαντικής ψυχής, ο Γκόγκολ υπήρξε ο μεγαλοφυής οραματικός της ρωσικής πραγματικότητας.

Τραγική είναι η ψυχική εξέλιξη του Γκόγκολ. πίσω από την πραγματικότητα που με τόση οξύτητα έβλεπε και με τόσο πικραμένο χιούμορ διατύπωνε, ο Γκόγκολ ζητούσε πάντα μιαν ανώτατη, βαθύτερη πραγματικότητα, λιγότερο εφήμερη και γελοία. Ο μυστικισμός που αργότερα τον κυρίεψε και τον σκότωσε, δεν ήταν απότομη μεταστροφή, μα φυσική, αναπόφευκτη συνέπεια όλης του της ζωής.

Ο Γκόγκολ δεν ήταν περιορισμένος, ικανοποιημένος ρεαλιστής, μα μυστική, ρομαντική φύση, που δεν χωρούσε στον ορατό κόσμο και διαρκώς – σατιρίζοντας, πονώντας, γελώντας – ζητούσε καταφύγιο σε κόσμον καλύτερο. Ήταν αληθινός μυστικοπαθής: πίστευε σε κόσμον ανώτερο κι’ επικοινωνούσε μαζί του.

Ανυπέρβλητη είναι η ικανότητα του Γκόγκολ να βρίσκει το κύριο χαρακτηριστικό κάθε ψυχής και να το υπερβάλλει μέχρι γελοιογραφίας. Ποτέ δεν αρκείται στην απλή απεικόνιση της πραγματικότητας. Αλλά και ποτέ δεν την παραμορφώνει επιπόλαια. πάντα ξέρει να διαλέγει – κ’ εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του Γκόγκολ – το ουσιώδες χαρακτηριστικό, κ’ έτσι η γελοιογραφία του είναι βαθύτατα αληθινή, πανανθρώπινη.

Ο Νικόλαος Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852) γεννήθηκε στη χαρούμενη, ειδυλλιακή Ουκρανία. σ’ αυτήν χρωστά την ευτράπελη και τολμηρή του φαντασία και το χιούμορ που συχνά λείπει από τον βαρύ Μεγαλορώσο. οι Ουκρανοί αγαπούν τους χορούς, τα ελαφρά, παιχνιδιάρικα τραγούδια, τα φανταχτερά χρώματα.

Το σπίτι του παππού του Γκόγκολ ήταν από τα χωριάτικα αρχοντικά σπίτια της Ρωσίας. το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο κι όσοι διαβάτες περνούσαν εφιλοξενούνταν πρόθυμα, μέρες κ’ εβδομάδες. Έτσι δόθηκε αφορμή στον μικρό Γκόγκολ να δει και ν’ ακούσει πλήθος αλλόκοτους τύπους κ’ η φαντασία του πλούτισε.

Μα γρήγορα τέλεψε η αμέριμνη ζωή της παιδικής ηλικίας. Ο Γκόγκολ αναγκάζεται, νεώτατος ακόμα, να φύγει στην Πετρούπολη και να διοριστεί γραφιάς σε κάποιο υπουργείο. Πνίγεται στη θέση αυτή, θέλει να γίνει ηθοποιός, τον αποπέμπουν κι αρχίζει τότε να γράφει.

Το πρώτο του ποίημα (1829): «Ιταλία», ήταν μίμηση του Γκαίτε: «Ξέρεις τη χώρα που ανθεί». Το πρώτο του βιβλίο ήταν ένα μέτριο έμμετρο ειδύλλιο: «Χανς Κύχελγκάρτεν»: Ο ήρωας, νεαρός Γερμανός, αφήνει την πατρίδα του και την αρραβωνιαστικιά του, ζητά ρομαντικές περιπέτειες. πηγαίνει στην Αθήνα, ονειροπολεί στα αρχαία ερείπια, υποφέρει, απογοητεύεται κ’ επιστρέφει στην αγκάλη της αγαθής του αρραβωνιαστικιάς Λουΐζας. Το κοινό υποδέχεται ψυχρότατα το πρώτο του τούτο έργο. ο Γκόγκολ, απελπισμένος, μάζεψε από τα βιβλιοπωλεία όλα τα αντίτυπα και τα ‘καψε.

Η ιδέα του έρχεται τότε να γράψει ουκρανικά διηγήματα. Στην παγωμένη Πετρούπολη, μέσα στην απελπισία και την πείνα του, ο Γκόγκολ οραματίζεται τα χαρούμενα, γαλήνια ουκρανικά τοπία.



Με φαντασία και χιούμορ, με θερμήν αγάπη, με λεπτότατα ποιητικά χρώματα περιγράφει τη μακρινή πατρίδα. Όμως ακόμα δεν αποκαλύπτεται το μεγάλο ρεαλιστικό τάλαντο του συγγραφέα. τα τοπία της Ουκρανίας καθώς και οι άνθρωποί της περιγράφουνται με ειδυλλιακό ρομαντισμό, εξιδανικεύουνται. Οι γυναίκες είναι αμετάπτωτα εύθυμες, η γη και τα νερά είναι γεμάτα φαντάσματα και νεράϊδες, το ύφος συχνά ψευτορομαντικό.

Οι φίλοι του Γκόγκολ κατόρθωσαν να διοριστεί δάσκαλος σ’ ένα παρθεναγωγείο. φιλοδοξεί να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κιέβου και σχεδιάζει να γράψει δεκάτομη, πρωτότυπη ιστορία του Μεσαίωνα. Μα γρήγορα απογοητεύεται κι αποφασίζει ν’ αφιερώσει πια τη ζωή του αποκλειστικά στη φιλολογική δημιουργία.

Εκδίδει τα «Αραβουργήματα», όπου ανάμεσα σε διάφορες ιστορικές μελέτες, υπάρχουν και τρία διηγήματα που χαρακτηρίζουν πιστά την εξέλιξη του Γκόγκολ. Στην «Εικόνα» είναι ακόμα εντελώς υπό την επίδραση του Χόφμαν – ρομαντικός που αγαπά τις απίθανες περιπέτειες. Στη «Λεωφόρο Νέφσκι» μικραίνει η επίδραση του Χόφμαν, όμως υπάρχει ακόμα η σύγχυση ονείρου και πραγματικότητας. εδώ βρίσκουμε πιά την εξαίσια περιγραφή, μισό ρεαλιστική, μισό φανταστική, της μεγάλης λεωφόρου της Πετρουπόλεως «Νέφσκι». αρχίζει να λευτερώνεται πια το δαιμόνιο του Γκόγκολ. Τέλος στο τρίτο διήγημα, το «Ημερολόγιο ενός τρελού», καθώς και στον «Μαντύα» (σημ. ο Καζαντζάκης εννοεί το «Παλτό») που έγραφε την ίδιαν εποχή, ο Γκόγκολ αναδείχνεται πια μεγαλοφυής γελοιογράφος.



Πρώτη φορά με τόση χαρακτηριστικότητα και χιούμορ και συνάμα με βαθύτατη συμπάθεια και πικρία ζωντάνεψαν στη ρωσική φιλολογία οι ταπεινές, βασανισμένες, ασήμαντες ζωές των μικρών υπαλλήλων. Πώς τρέμουν, πως μηχανοποιούνται και νεκρώνουνται οι ψυχές τους, πόσο οι επιιθυμίες τους είναι γελοίες κι ανάξιες λόγου – και συνάμα απροσπέλαστες! Οι κολασμένοι αυτοί της ταπεινής ζωής ζητούν να ξεφύγουν την κόλασή τους, ποθώντας κάτι υψηλό και δύσκολο: ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς λαχταρά ν’ αποκτήσει ένα μαντύα, ο ήρωας του «Ημερολογίου», ο Ποπρίστσιν, λαχταρά τη θυγατέρα του εξοχώτατου κυρίου Διευθυντή. πηγαίνει στο θέατρο, διαβάζει εφημερίδες, έχει ιδέες πολιτικές και φιλοσοφικές. Είναι αβάσταχτα κωμικός και συνάμα μας συγκινεί και κλαίμε – γιατί νοιώθουμε πως όλες του οι γελοιότητες, όλες του οι επιθυμίες ένα μονάχα σκοπό έχουν: ν’ ανασάνει η ψυχή που πνίγεται, να κάνει φτερά να φύγει από την άθλια πραγματική ζωή.

Όταν μαθαίνει πως η κοπέλα που ονειροπολούσε αρραβωνιάζεται μ’ έναν ευγενή αυλικό, ο καημένος ο Ποπρίστσιν γράφει στο «Ημερολόγιό» του! «Ανοησίες! Ο γάμος δεν πρέπει να γίνει! Τι θα πει πως είναι ευγενής; Η ευγένεια είναι ένας τίτλος, κάτι αόρατο που δεν μπορείς να το πιάσεις με τα χέρια σου. Κανένας ευγενής δεν έχει ένα τρίτο μάτι στο κούτελο, μήτε η μύτη του είναι χρυσή, μα απαράλλακτα σαν την δική μου, σαν τη μύτη όλων των ανθρώπων». Σιγά σιγά ο Ποπρίστσιν χάνει το μυαλό του, θαρρεί πως είναι βασιλιάς της Ισπανίας, τον βάζουν στο φρενοκομείο.

Κι ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς κατορθώνει επί τέλους ύστερα από πείνες κι αγρύπνιες, ν’ αποκτήσει τον πολυπόθητο μαντύα. του κάνουν τραπέζι οι φίλοι του για να γιορτάσουν το μεγάλο γεγονός. και την ίδια βραδιά του κλέβουν τον μαντύα. Ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς δεν θέλει πια να ζήσει. πάει, χάθηκε ο σκοπός της ζωής του.



Αμέσως μετά τα «Αραβουργήματα» ο Γκόγκολ δημοσιεύει τέσσερα άλλα ουκρανικά διηγήματα. Ο «Τάρας Μπούλμπα» αναπλάθει με δύναμη, με πλούσια χρώματα, με ηρωική επική πνοή, τη ζωή των Κοζάκων του παλιού καιρού. Οι «Παλιοί γαιοκτήμονες», «Πώς ο Ιβάν Ιβάνοβιτς εμάλωσε με τον Ιβάν Νικηφόρεβιτς», δεν έχουν πιά ειδυλλιακή ευθυμία. είναι όλο πίκρα και σάτιρα. Στην ταπεινή, τόσο ασήμαντη ζωή των ηρώων του, ο Γκόγκολ κατορθώνει να βρει το αιώνια ανθρώπινο, το σημείο που μας ενώνει με τους γελοίους ήρωές του και μας τους κάνει «αδερφούς». Η αναγνώριση των αδερφών – ιδού, στα καλύτερα έργα του Γκόγκολ, το μυστικό που μας κάνει να συγκινούμαστε και να συμπάσχουμε με ανθρώπους τόσο, φαινομενικά, διαφορετικούς από μας.

Ο Γκόγκολ συνάμα επιχειρεί να γράψει θεατρικά έργα, φιλοδοξώντας ν’ ανεβάσει στη σκηνή τη ρωσική ζωή. Γράφει την ξακουστή κωμωδία ο «Επιθεωρητής» (1834-5) και κατορθώνει να παιχτεί χάρη στην επέμβαση του τσάρου, στην Πετρούπολη. Ο ίδιος ο τσάρος παρακολουθούσε την πρώτη παράσταση με ζωηρό ενδιαφέρον και χειροκροτούσε. Στο τέλος λέγεται πως είπε : «όλους καλά μας συγύρισε και προ πάντων εμένα».

Η σάτιρα ήταν τόσο τσουχτερή και συνάμα τόσο σωστή, που πολλοί αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στους ήρωες του έργου κι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον του Γκόγκολ, να τον λεν προδότη, εχθρό της Ρωσίας, και ζητούσαν την άμεση εξορία του στη Σιβηρία.

Ο ήρωας της κωμωδίας, ο Χλιεστακώφ, επιπόλαιος λιμοκοντόρος της Πετρούπολης, γύριζε στις διακοπές στο χωριό του. μένει σ’ ένα ξενοδοχείο, δεν έχει χρήματα, περνούν δέκα μέρες χωρίς να πληρώσει. ωστόσο οι υπάλληλοι της μικρής πολιτείας ειδοποιούνται πως έρχεται από την Πετρούπολη ένας επιθεωρητής να επιθεωρήσει τις υπηρεσίες. Συνδυάζουν τις πληροφορίες αυτές με την παρουσία του καλοντυμένου νέου στο ξενοδοχείο και βγάζουν το συμπέρασμα πως ο νέος αυτός είναι ο επιθεωρητής και κρύβεται επίτηδες για να τους κατασκοπεύει πιο σίγουρα. Η παρεξήγηση αυτή δίνει αφορμή στον Γκόγκολ να δείξει με απερίγραπτη κωμικότητα τον ξεπεσμό, τις ατιμίες, τις ηλιθιότητες της ρωσικής γραφειοκρατίας. Όλοι, από τον κατώτερο ως τον ανώτερο υπάλληλο, δωροδοκούνται, παντού βασιλεύει αυθαιρεσία, δουλοφροσύνη και δεσποτισμός.

Ο Γκόγκολ γράφει ακόμα δύο κωμωδίες : «Ο γάμος», δίπρακτη, κ’ οι «Παίκτες», μονόπρακτη. Για πρώτη φορά στον «Γάμο» ανεβαίνει στη ρωσική σκηνή μια νέα τάξη – η μικροαστική, με τα παλιά, συντηρητικά της ήθη και την αγάπη της στα πάτρια.

Αλλ’ η εξέγερση που γέννησε ο «Επιθεωρητής» εξακολουθούσε ακόμα κ’ οι επίσημοι ζητούν την αυστηρή τιμωρία του συγγραφέα. Ο Γκόγκολ καταφεύγει στο εξωτερικό, όπου ελπίζει να τελειώσει ήσυχος το μέγα του έργο – τις «Νεκρές Ψυχές».

Σε όλα τα χρόνια της ξενιτιάς (1836-48) ο Γκόγκολ ήταν ολόκληρος βυθισμένος στις «Νεκρές Ψυχές» του. Ποτέ, μήτε στη ρωσική, μήτε στην παγκόσμια φιλολογία, δεν έφτασε σε τόση οξύτητα η σάτιρα του ανθρώπου.

Στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα ο γαιοκτήμονας, για όσες «ψυχές» δουλοπαροίκων είχε, πλήρωνε κεφαλικό φόρο. Τα μητρώα, όπου αναγράφουνταν οι φορολογούμενοι δουλοπάροικοι, αναθεωρούνταν κάθε δέκα χρόνια. Όσοι όμως χωρικοί πέθαιναν στο δεκάχρονο θεωρούνταν σα ζωντανοί κ’ έπρεπε ο γαιοκτήμονας να εξακολουθεί να πληρώνει και γι’αυτούς φόρο. Ο ήρωας λοιπόν των «Νεκρών Ψυχών», ο Τσίτσικωφ, κατάστρωσε σατανικό σχέδιο : αγόραζε σε γελοία τιμή από τους γαιοκτήμονες – κι έτσι τους γλίτωνε από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους – όλες τις «νεκρές ψυχές», τους δουλοπάροικους που είχαν πεθάνει, τους υποθήκευε ως ζωντανούς στην αγροτική τράπεζα κ’ έπαιρνε απέναντι χρήματα.

Ο Τσίτσικωφ ταξίδευε από πόλη σε πόλη, επισκεπτόταν πολλούς γαιοκτήμονες, κι ο Γκόγκολ βρίσκει έτσι αφορμή να περιγράψει την επαρχιακή ζωή με τους πολυποίκιλους φρικώδεις τύπους – εκμεταλλευτές, άτιμους, ανόητους, ασυνείδητους. Ο Τσίτσικωφ – κι αυτό κάνει τη σάτιρα δριμύτερη – δεν παρουσιάζεται ως εγκληματικός σπάνιος τύπος, μα πρόσχαρος. Ξέρει να φέρνεται, λέει στον καθένα ό,τι του ταιριάζει, τονίζει πάντα πως η επιχείρησή του δεν βλάπτει κανένα. Το όνειρό του είναι πολύ απλό και άγιο: να μαζέψει λίγα χρηματάκια, ν’ αγοράσει ένα σπιτάκι κ’ ήσυχα πια να μπορέσει να ζήσει με τη γυναικούλα του και ν’ αναθρέψει καθώς πρέπει τα παιδιά του. Οι επίλοιποι ήρωες είναι όπως ο Τσίτσικωφ – μονάχα που είναι λιγότερο πονηροί. Δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό, δεν οδηγούνται από καμιά μεγάλη καλή ή κακή ιδέα, καμία αγωνία δεν ταράζει τις ψυχές τους. Είναι βυθισμένοι στο βούρκο μιας ψυχικής ακινησίας, δεν αγαπούν, δεν μισούν, δεν υποφέρουν, δεν ζουν – είναι «νεκρές ψυχές».

«Θεέ μου, πόσο θλιβερή είναι η Ρωσία μας!», αναφώνησε ο Πούσκιν όταν διάβασε τις «Νεκρές ψυχές». Ο Γκόγκολ ανησυχεί, η συγκίνησή του αρχίζει να ταράζεται γιατί έδειξε τόσο φρικιαστικό το πρόσωπο της «Αγίας Ρωσίας». Αγωνίζεται τώρα να συμπληρώσει το έργο. Θέλει να δείξει πως δεν έχει η Ρωσία μονάχα τέτοιες «νεκρές ψυχές», έχει και καλές, γεμάτες ζωή και στο μέλλον θα γεννήσει ακόμα καλύτερες. Φιλοδοξεί να συνθέσει μιάν άρτια «ανθρώπινη εποποιΐα» και να παρουσιάσει το δεύτερο μέρος του έργου του, τις «Αφυπνιζόμενες ψυχές», στο τρίτο μέρος τις «Ξυπνημένες ψυχές». Έγραψε το πρώτο μέρος, την Κόλαση. Τώρα η ψυχή πρέπει ν’ ανεβεί από το βαθύ σκοτάδι στο αμυδρό φως του Πουργατόριου της ζωής κι από κει στο καθαρότατο φως του Θεού.

Αγωνίζεται απελπισμένα ο Γκόγκολ να συμπληρώσει το έργο του, να εμφανίσει ανθρώπους με μεγάλες αρετές, μιάν εξαίσια ηρωίδα, όλο θυσία κ’ ευγένεια, όλο τον πλούτο της Αγίας Ρωσίας. Με δεν μπορεί. Η δημιουργική δύναμη του Γκόγκολ ήταν περιορισμένη. Μεγαλοφυής όταν απεικόνιζε, βαθιά, μέχρι καρικατούρας την πραγματικότητα, ήταν ανίκανος να πλάσει υψηλούς ιδεατούς τύπους. Γράφει, ξαναγράφει το δεύτερο μέρος, το σκίζει, το ξανασκίζει. Η αγωνία του είναι μεγάλη. Αποδίδει την αποτυχία στην ατέλεια της ηθικής του. Δεν είναι αγνός, δεν πιστεύει όσο πρέπει, παραμελεί τα καθήκοντά του στο Θεό, γι’ αυτό δεν μπορεί να δημιουργήσει ανώτερους ηθικούς τύπους στο έργο του. Μετανοεί για ό,τι είχε γράψει ως τώρα, προσπαθεί να δώσει συμβολικήν αξία στον κάθε ήρωα που είχε ως τώρα δημιουργήσει, θέλοντας έτσι να δικαιολογηθεί που τον έγραψε : Ο αληθινός «Επιθεωρητής» είναι ο αιώνιος δικαστής, ο ψεύτικος επιθεωρητής ο Χλεστιάκωφ είναι η αλαφρή συνείδηση του ανθρώπου που εξαπατά, οι υπάλληλοι είναι οι κακίες και τα πάθη μας. ……

Δεν μπορεί να προχωρήσει και να συμπληρώσει τις «Νεκρές ψυχές», τις διακόπτει, μαζεύει και δημοσιεύει : «Διαλεγμένα αποσπάσματα από την αλληλογραφία με φίλους». Φανερώνεται πια η τραγική εξέλιξη που πήρε η ψυχή του Γκόγκολ : Για να σωθούμε, κηρύχνει, πρέπει να υποταχτούμε στις εντολές της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, κάθε ιδέα που έρχεται από τη Δύση είναι συνέργεια του Σατανά, κάθε νεωτερισμός είναι αμαρτία. Μας φέρνει στον σκεπτικισμό και στην αλαζονεία. Μονάχα η ορθοδοξία κ’ η απόλυτη μοναρχία θα μας σώσουν. Η δουλοπαροικία είναι θείος θεσμός και χάρη σ’ αυτόν κύριος και δούλος μπορούν να γίνουν αληθινοί χριστιανοί.

Καταπληκτική, οδυνηρότατη, υπήρξε η εντύπωση που έκαμε το σκοτεινό τούτο βιβλίο στους μορφωμένους ρωσικούς κύκλους. Όλη η νεολαία αγανάκτησε, ο Μπελίνσκι, ο μεγάλος θαυμαστής του Γκόγκολ, έγραψε βιαιότατη επιστολή στον συγγραφέα όπου τον αποκαλεί «απόστολο του κνούτου και της αμάθειας, υπερασπιστή του σκότους». Ο Γκόγκολ δεν του απάντησε. Κατρακυλά ολοένα ο νους του και χάνεται σε θρησκευτική ψυχοπάθεια. Μαζεύει όλα του τα βιβλία και τα χειρόγραφα και τα καίει. Μοιράζει τη μικρή σύνταξη που του έδινε η κυβέρνηση στους φτωχούς κι αυτός πεθαίνει της πείνας. Κινά, πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει (1848) κ’ επιστρέφει στη Ρωσία με ταραγμένες πιά τις φρένες. Επί τέσσερα έτη γυρίζει από πολιτεία σε πολιτεία, από σπίτι σε σπίτι, σα ζητιάνος, με μια σακούλα στους ώμους, γεμάτη χειρόγραφα.

Κάποιος σύγχρονός του μας δίνει την εικόνα του Γκόγκολ: «Ήταν κοντός, στραβοπόδης, κουρελιάρης, με τεράστια περιεργότατη μύτη, μ’ ένα μεγάλο κατσαρό στο μέτωπο». Είχε, όπως λέει ο Τουργκένιεφ, φυσιογνωμία αλεπούς.

Ο Γκόγκολ δεν έγραφε πια. Έκαψε ό,τι χειρόγραφα του απόμεναν, κυρίως το αποτελειωμένο σχεδόν δεύτερο μέρος των «Νεκρών ψυχών». Με την πρόφαση πως θέλει να προετοιμαστεί να κοινωνήσει, αρνιόταν να δεχτεί τροφή. Ο κόμης Αλέξης Τολστόϊ του είχε δώσει άσυλο στο σπίτι του στη Μόσχα. Προσπάθησαν με τη βία να τον ταΐσουν, μα ο Γκόγκολ δεν ήθελε πια να ζήσει. Μια μέρα τον βρήκαν νεκρό, εξαντλημένο από τις προσευχές και τη νηστεία, μπροστά στα ιερά εικονίσματα.

Ο «εύθυμος μελαγχολικός», όπως τον ονόμαζε ο Πούσκιν, ο μέγας σατιρικός της Ρωσίας, που ένωνε τόσο βαθιά τον λυγμό και το γέλιο, πέθανε χωρίς να μπορέσει να συμπληρώσει το κεντρικό του έργο. Μυστικοπαθής, κλεισμένος στον εαυτό του, δύσπιστος φανατικός, αποτελούσε ολικήν αντίθεση με τον γεμάτο φως, ανοιγμένο σε όλους τους πνευματικούς ανέμους, ισορροπημένο Πούσκιν.

Όμως ό,τι πρόφτασε ν’ αφήσει, παραμένει ανέγγιχτο από τον χρόνο. «Κάθε έργο του Γκόγκολ», λέει ο Μπελίνσκι, «είναι απλό κι αληθινό, το θέμα του συνηθισμένο, ασήμαντη η πλοκή του, καθημερινά τα γεγονότα – μ’ αυτά ακριβώς είναι τα γνωρίσματα του μεγάλου δημιουργού. Είναι η πραγματική ποίηση, η ποίηση της καθημερινής ζωής. Ο Γκόγκολ περιγράφει ένα απλό, συνηθισμένο άνθρωπο κι όμως στην περιγραφήν αυτή βρίσκεις όλο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας».

 https://passepartoutreading.wordpress.com/

Πολεμικό Κλίμα: Άμεση Εντολή Επάνδρωσης Των Βραχονησίδων Με Έλληνες Κομάντος…! (Video)


Πολεμικό Κλίμα: 

Άμεση Εντολή  Επάνδρωσης Των 

Βραχονησίδων Με Έλληνες Κομάντος…! 

(Video)



Με το συμπάθειο, η ταινία ήταν καλύτερη

Με το συμπάθειο, η ταινία ήταν καλύτερη

Η μεγάλη μου αγάπη ήταν και παραμένει η λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο η σκηνοθετική αυτονομία που δίνει ο συγγραφέας στον αναγνώστη, είναι και το ίδιο το υλικό, το χαρτί, που με γοητεύει αφάνταστα. Ο κινηματογράφος από την άλλη είναι ένας κόσμος που ανακάλυψα σχετικά πρόσφατα, όχι γιατί πιο πριν δεν έβλεπα ταινίες ή δεν πήγαινα σινεμά, αλλά γιατί για πάρα πολλά χρόνια η ταινία ήταν συνυφασμένη με την τηλεόραση στο μυαλό μου. Το πρόλαβα όμως, ευτυχώς, και σε αυτό βοήθησε πολύ η περιέργεια που είχα για τις κινηματογραφικές διασκευές βιβλίων που είτε είχα διαβάσει είτε ήθελα να διαβάσω. Στην συγκεκριμένη ανάρτηση, στην πρώτη από τις πολλές αυτής της σειράς, θα αναφέρω κάποιες ταινίες που μου άφησαν καλύτερες εντυπώσεις από τα βιβλία. Τι να κάνουμε παιδιά, συμβαίνουν και αυτά!

Trainspotting (1996)

Και ναι, μόλις μπήκε ο ελέφαντας στο δωμάτιο! Το 1996 ο Danny Boyle διάλεξε ζωή και δημιούργησε το κινηματογραφικόTrainspotting που έμελλε να επηρεάσει μια ολόκληρη γενιά θεατών. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα που να μην είναι καλό σε αυτή την ταινία, από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του McGregor και του Miller μέχρι το επικό Lust for life που επανέφερε στην ζωή τον Iggy Pop. Φυσικά δεν γίνεται να μην αναφέρω και την καλύτερη οπτικοποιημένη εκδοχή του Perfect Day που έχει δημιουργηθεί πάνω σε τούτο τον μάταιο κόσμο (σας υπενθυμίζω εξάλλου ότι σας μιλάει η Sweet Jane!). Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Irvine Welsh, ένα βιβλίο που προσπάθησα να διαβάσω δεκάδες φορές και κάθε φορά παρατούσα όλο και πιο γρήγορα. Δεν είναι η ιδέα μου, πιστέψτε με, το λογοτεχνικό Trainspotting δεν διαβάζεται! Δεν λέω ότι είναι ένα κακό βιβλίο, σε καμία των περιπτώσεων, αλλά είναι αφόρητα δυσκοίλιο. Μαντεύω πως το ίδιο θα συμβαίνει και με τα υπόλοιπα βιβλία του Welsh, πράγμα που δεν με ενθουσιάζει καθόλου, γιατί ήδη βρίσκονται τα περισσότερα στην βιβλιοθήκη μου.
172746559-8e7e794d-c1da-4916-943e-bf66c3284e69

Requiem for a Dream (2000)

Από το ένα ναρκωτικό στο άλλο το πάμε σήμερα. Δύο χρόνια μετά το π, που τον καθιέρωσε στον κινηματογραφικό χώρο, ο Darren Aronofsky βγάζει στις αίθουσες το Requiem for a Dream, μία ταινία που καταπιάνεται με το θέμα του εθισμού. Όπως και στην περίπτωση του Trainspotting παραπάνω, οι συστάσεις περιττεύουν. Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Κουτσογιαννόπουλος σε αυτή την περίπτωση, πάντως αυτό που συνέβη στο Requiem δεν θα ξανασυμβεί όσο και αν προσπαθήσει ο Darren και τα φιλαράκια του. Από την μια η αξεπέραστη ερμηνεία της Ellen Burstyn, η οποία -αν είστε Χριστιανοί- έχασε το Oscar από την Julia Roberts, και από την άλλη η μουσική του Clint Mansell φτάνουν και περισσεύουν για να θυμάστε για πάντα την συγκεκριμένη ταινία. Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το Requiem όμως, το ομώνυμο μυθιστόρημα του Hubert Selby Jr, και να το διαγράψετε παντελώς από την μνήμη σας εγγυώμαι πως η Βενετιά δεν θα χάσει κανένα βελόνι.
requiem-e1384411863381-1000x500

Naked Lunch (1991)

Με την ανάγνωση του βιβλίου να είναι ακόμα φρέσκια στο μυαλό μου, έβαλα να δω την ταινία με μισή καρδιά. Αφενός δεν ήξερα τι να περιμένω από τον Burroughs στην διασκευή του σεναρίου, αφετέρου η μοναδική ταινία του Cronenberg που είχα δει, το A Dangerous Method, ήταν πολύ χλιαρή για τα γούστα μου. Με τα πολλά, πάτησα το play και δεν σηκώθηκα παρα μόνο αφότου τελείωσε. Για όσους δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο, έχετε υπόψη ότι πρόκειται για ένα αλλόκοτο ανάγνωσμα για γερά σαγόνια και στομάχια. Ακριβώς την ίδια εντύπωση μου άφησε και η ταινία. Σίγουρα δεν είναι από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, είναι όμως μια αλλόκοτα αξιόλογη ταινία με καλές ερμηνείες. Πάνω από όλα όμως, είναι πιο στρωτή και λιγότερο χαώδης από το βιβλίο.
image-w1280

Big Fish (2003)

Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεστε, κι όμως το Big Fish είναι βασισμένο σε βιβλίο. Η αλήθεια είναι πως σε αυτή την μάχη λογοτεχνικής – κινηματογραφικής διασκευής δυσκολεύτηκα. Βιβλίο και ταινία μου άρεσαν εξίσου πολύ. Μετά όμως σκέφτηκα τον McGregor στον ρόλο του Bloom και συνήλθα. Έτσι φτάσαμε ως εδώ! Δεν έχω πολλά να πω ούτε για το έργο του Tim Burton -που τι να πει κανείς άραγε για αυτό- ούτε για το βιβλίο του Daniel Wallace. Με συγκίνησαν και τα απόλαυσα εξίσου. Ναι, η αισθητική του Burton και η ερμηνεία του McGregor έδωσαν το τελικό αποτέλεσμα, αν όμως έχετε τον χρόνο και την διάθεση αναζητείστε και το μικρό βιβλιαράκι του Wallace. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, αυτά τα δύο μαζί πακέτο γίνονται και καταπληκτικό δώρο!
sphe-big_fish_2003-Full-Image_GalleryBackground-en-US-1483993551937._RI_SX940_

Fantastic Planet (1973)

Άλλη μια ταινία που οι περισσότεροι δεν θα γνωρίζουν ότι βασίστηκε σε βιβλίο. Δεν σας αδικώ, ούτε και εγώ το ήξερα. Το οπτικό αριστούργημα (και όποιος διαφωνεί ας αποχωρήσει αυτή την στιγμή από το μπλογκ μου!) του René Laloux βασίζεται σε ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Stefan Wul. Την μεταφορά (αγγλιστί adaptation) του μυθιστορήματος του Wul έκανε μια άλλη μεγάλη μορφή, ο Roland Topor. Ξέρω πως δεν σας λέει τίποτα το όνομά του, για αυτό θα σας πω εγώ. Ο Topor είναι ο συγγραφέας του Ενοίκου, του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Roman Polanski. Ως ηθοποιός μάλιστα, γιατί ήταν και πολυπράγμων ο άτιμος, έχει παίζει και έναν μικρό ρόλο στο άλλο αριστούργημα, άνευ βιβλίου αυτό, στο Sweet Movie. Όπου μαζεύονται πολλές διάνοιες ξέρετε τι συμβαίνει ε; Σουρεαλιστικό πανδαιμόνιο! Το Fantastic Planet ήταν ένα μέτριο βιβλίο, άχρωμο και αφάνταστο, που πέφτοντας στα κατάλληλα χέρια έγινε ένα καταπληκτικό animation. Όποιος δεν το έχει δει, να το κάνει αμέσως παρακαλώ!
4021650180_9a32234fdd_z

Στο ξημέρωμα της Πρώτης Κυριακής

Στο ξημέρωμα της Πρώτης Κυριακής


CountryDreaming
Πρώτη Κυριακή σήμερα του νέου χρόνου, του 2011. Κι ο μήνας έχει εννιά.  Κιόλας!
Πόσο γοργά νοιώθω τον χρόνο να κυλάει.. Είναι, μάλλον, που εγώ κινούμαι με άλλους πιο αργούς ρυθμούς..Ναι, αυτό είναι..Ο Χρόνος,  Ένας είναι ..Το πως τον νοιώθουμε έχει να κάνει με τον πως τον αντιλαμβανόμαστε ο καθένας μας..Για άλλους τρέχει  πιο γρήγορα, για άλλους πιο  αργά, και,  για άλλους , απλά σταματάει. Σταματάει..κόβεται στα δυο, οριοθετείται αργότερα στο πριν και στο μετά..
Και στο αναμεσίς; Που είναι ο χρόνος στο αναμεσίς; Υπάρχει, ναι  μεν, αλλά..Αναδύονται αβίαστα από την μνήμη μου εκείνοι οι υπέροχοι στίχοι του Σεφέρη..
“ Που ‘ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δύο και τον αποσβολώνει;”
Εκείνος την έψαχνε την αγάπη τότε, να κόψει  για κείνον τον χρόνο, να τον “αποσβολώσει” … Δεν αναρωτιέμαι  σαν κι εκείνον γι αυτό .. Το’ χω ζήσει. Όπως και τα άλλα,  καθώς που ο ποιητής συνέχιζε στο ποίημά του..
“Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα. Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.”
          Ναι, κι αυτά τα έχω ζήσει, τα “βλέπω”και σήμερα.. Είναι, άλλως τε, τα μονάχα λόγια  κι οι    χειρονομίες ,τα πιο πολλά,  αυτά τα συνήθη ψεύδη, τα περίσσεια των καιρών ..Αυτά τα άδεια, τα κούφια..Και λέω..ας είναι κι αυτά..Νάναι αυτά τα ψέματα μοναχά κι ας είναι τέτοια. Κούφια
         Γιατί ο χρόνος κόβεται στα δυο κι αλλιώς κι ανεπίστρεπτα πάντα.. Όπως με ένα θάνατο, ας πούμε, ..μια αρρώστεια βαρειά..Ναι, κι εκεί τότε ο Χρόνος σταματάει, σαν να χάνεται…Και υπάρχει ύστερα, σαν παίρνεις  πάλι ανάσα, απλά το μετά και το πριν.. Γιατί κι η ανάσα μας ,τότε, σταματάει μαζί του..Άλλοι κόσμοι στον ίδιο κι απαράλλαχτο κόσμο.. Τον δικό μου, του καθενός μας..
        Και για τα τελευταία,  δεν αναρωτιέμαι, επίσης ..Τα έχω ζήσει  κι αυτά.. Ας είναι να μην ‘ρθούν άλλα, όσο τουλάχιστον να γιομίσουμε ανάσες για το τότε του, και ας είναι μακρυά απ’ όλους μας!              Και,  χάρη να’ χουν τα κούφια, γι αυτό λέω, κι ας είναι τέτοια..Κι όσο για την πλήξη.. Το κάθε τι έχει και την χάρη του, ν’ απαντήσω στον ποιητή..
       Κι ας μην τον αποσβολώνουμε τον Χρόνο, ας τον ζαλίζουμε τότε, μοναχά..’Η , κάλλιο λέω, είθε να ζούμε μέσα σ’ αυτόν κι η κάθε του στιγμή νάναι κι η δικιά μας.. Ενωμένοι στο Ένα μαζί του..
        Κι ας μένω, ώρα πως είναι τώρα, να τον παρατηρώ απ’ έξω. Κι ο μήνας έχει εννιά… Πρώτη Κυριακή του  Έτους σήμερα κι η μέρα πάει να γλυκάνει.. Γενάρης ο μήνας..
  Κι η θάλασσα απέναντί μου όλο και φουσκώνει τα βαθυμπλέ της και τ’ απλώνει πέρα από κει που φτάνει η ματιά μου..
  Ωραία μέρα μας ξημέρωσε!!Καλή Κυριακή σε όλους μας νάναι τούτη, η πρώτη μας!!!Τόσο καλή που νάναι γραφής υπόδειγμα για τις επόμενες Κυριακές μας!!!Με την αγάπη μου
https://beatrikn.wordpress.com/
Βεατρίκη Α

ΚΕΦΤΈΣ ΜΕ ΦΥΤΙΚΉ ΣΑΛΤΣΑ


ΚΕΦΤΈΣ ΜΕ ΦΥΤΙΚΉ ΣΑΛΤΣΑ


Καλημέρα σε όλο τον κόσμο, σήμερα θα προτείνω ένα πιάτο που αγαπώ σαν μια καλή «κεφτές» με σάλτσα λαχανικών (κεφτέδες «), εύκολο δεδομένης μάρκας και πολύ πλούσια γεύση, ο χρόνος προετοιμασίας είναι αρκετά γρήγορα, μπορείτε να κάνετε οποιεσδήποτε περιστάσεις ή ημέρες, αλάνθαστος σε όλες τις niños.Vamos για τη συνταγή.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
  1. χαμηλή δυσκολία
  2. Συνολικός χρόνος προετοιμασίας 60 λεπτά
  3. Οι δόσεις για 4 άτομα
  4. χαμηλού κόστους

ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ:
ΖΥΜΗ:
  1. 500 γρ. κιμά χοιρινό και βοδινό κρέας
  2. 2 αυγά
  3. 50 γρ. τριμμένη παρμεζάνα
  4. 40 gr. τριμμένη φρυγανιά
  5. πρόστιμο αλάτι και μαύρο πιπέρι, όπως απαιτείται
  6. το μοσχοκάρυδο τσίμπημα
  7. 50 γρ. τυρί τριμμένο παρμεζάνα
  8. 2 σκελίδες σκόρδο ή κρεμμύδι 1 ψιλοκομμένο πρόστιμο
ΥΛΙΚΑ Για τη σάλτσα:
  1. 4 πατάτες, σε κύβους
  2. 1 κρεμμύδι συν 3 σκελίδες σκόρδο, κιμά πρόστιμο
  3. 150 γρ. της λεπτής φασολάκια
  4. 150 γρ. αρακά
  5. 2 καρότα, σε κύβους στοιχεία
  6. 250 γρ. σάλτσα ντομάτας ή κονσέρβες λιωμένες ντομάτες
  7. 30 ml. ελαιόλαδο
  8. πρόστιμο αλάτι και μαύρο πιπέρι
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ:
Ξεκινήσαμε την προετοιμασία της μάζας του meatloaf: Και οι δύο ψιλοκομμένο κρέας σε ένα μπολ, προσθέτουμε όλα τα υλικά για το κρέας με τη μία, ανακατεύουμε έως ότου όλα τα καλά συγχωνευθούν, στη συνέχεια, σκεπάζουμε με πλαστική μεμβράνη αφήνοντας τη ζύμη ξεκουραστεί για λίγα λεπτά στο ψυγείο.
Ενώ περιμένουμε, ετοιμάζουμε τη βάση της σάλτσας: μαγειρέψτε τα λαχανικά σε μια κατσαρόλα με σπείρωμα ελαιολάδου περισσότερο ή meno έχει το ίδιο χρόνο μαγειρέματος, το άλας αριστερό ήμισυ μαγείρεμα φόρεμα και μαύρο πιπέρι, τότε συνεχίζουμε με το σας meatloaf.
Πάρτε το κρέας από το ψυγείο, που άρχισε να κάνει γύρο μπάλα μεγάλες διαστάσεις, ισοπεδώνοντας τη ζύμη, είχαμε αρκετές φορές στη διάρκεια των 2 χεριών μέχρι να redonda.Una η λίστα από τη στιγμή που μαγειρεύονται σε σάλτσα σιγοβράσει για 35-40 λεπτά, το κάλυμμα, προσθέστε σάλτσα ντομάτας, ανακατεύουμε περιστασιακά απαλά χωρίς να σπάσει (χρόνος μαγειρέματος εξαρτάται από το πάχος του κρέατος), σερβίρεται προσθέστε λίγο νερό εάν η σάλτσα μειώνει σημαντικά, για να ευθυγραμμιστούν με λεπτό αλάτι και μαύρο πιπέρι.
Braves έτοιμα για κατανάλωση, BUON PROVECHO, όπως πάντα, για οποιαδήποτε απορία μπορείτε να μου στείλετε email σε αυτό το blog, χαιρετισμούς σε όλους μέχρι την επόμενη συνταγή
IMG-20180210-WA0002.jpg
https://cocinaitaly.wordpress.com/

Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής

  Πώς ήταν η Μακρινίτσα το 1975 μέσα από φιλμ της εποχής Από το αρχείο του δρ. Γ. Χατζηδάκη Δημοσιεύθηκε  23/01/2025 09:05 Σκαρφαλωμένη στο ...