Είναι ένας αγώνας που κρατάει χρόνια –σαν την κολόνια του άσματος, αλλά στο πιο βάρβαρο, στο πιο μπρουτάλ και τελικώς δηλαδή… ουδεμία σχέσις! Μοιάζει με το ποδόσφαιρο αλλά, εδώ, παίζουν πολλές ομάδες! Επίσης, δεν υπάρχει πάγκος με αναπληρωματικούς, ενώ παίζουν ακόμη κι οι οπαδοί!
Οι ομάδες φοράνε φανέλες πράσινες, μπλε, κόκκινες, ροζ (δεν πρόκειται για στυλιστική άποψη, είναι κόκκινες που ξέβαψαν…), πορτοκαλί και μαύρες. Διαιτητές δεν υπάρχουν. Ενίοτε, όσοι φορούν μαύρες φανέλες, το παίζουν ρυθμιστές. Μερικές φορές, κάποιοι αλλάζουν φανέλες, έτσι, αυθαίρετα· κι αλλάζουν, με τον τρόπο αυτό, τις δυναμικές.
Μισοαδειανές οι κερκίδες.
Πάνω, ψηλά –εκεί που δε φτάνουν οι κραυγές– κάποιοι παρακολουθούν τον αγώνα χωρίς να τους ενδιαφέρει και ιδιαίτερα· μόνον όταν αλλάζουν ρούχο οι παίχτες, υπάρχει μια μικρή αναστάτωση. Τότε, φέρνουν τα κιάλια στα μάτια τους, τα κρατούν μέχρι να ολοκληρωθούν οι αλλαγές κι έπειτα συνεχίζουν ανέμελοι, τρώγοντας ακριβά εδέσματα, πίνοντας σπάνια ποτά, τραβώντας γραμμές κι επιδεικνύοντας τα κοσμήματα, τα ρολόγια, τα αξεσουάρ τους, το περιεχόμενο του πορτοφολιού τους, τους χάρτες κυριαρχίας τους.
Πού και πού, οι παίχτες στον αγωνιστικό χώρο, γυρνούν το βλέμμα τους προς τις ψηλές κερκίδες και χαίρονται που, τόσο σημαντικοί άνθρωποι τους παρακολουθούν, που είναι εδώ γι’ αυτούς, που τους εμψυχώνουν. Τι κι αν δε φτάνουν οι επευφημίες μέχρι το γήπεδο; Είναι που ‘χει φασαρία, είναι που εκείνοι κάθονται ψηλά… Γαμώ το κωλογήπεδο!
Όλοι, ψάχνουν τη μπάλα –μα η μπάλα, έχει χαθεί. Ή, μήπως, δεν υπάρχει μπάλα; Μήπως το γήπεδο είναι αρένα; Σ’ αυτή τους την αναζήτηση, οι μπλε φανέλες βρίζουν τις πράσινες, οι πράσινες τις κόκκινες και τις μπλε, οι κόκκινες τις πράσινες, τις ροζ και τις μαύρες, οι ροζ τις μαύρες, τις πορτοκαλί και τις κόκκινες, οι πορτοκαλί τις ροζ και τις κόκκινες , οι μαύρες όλες τις άλλες –ρίχνουν και μερικές ψιλές– ενώ, βασικό τους μέλημα και καθήκον, είναι να εξοντώσουν κάτι δυστυχισμένα ανθρωπάκια στις γωνιές του γηπέδου.
[«Τι κάνετε, ρε μαλάκες; Ποιος θα στρώνει το χλοοτάπητα, ποιος θα ράβει τα τέρματα, ποιος θα φρεσκάρει τις γραμμές;», φωνάζουν, τότε, εκείνοι από ψηλά, μόνο που λησμονούν πως οι φωνές τους δε φτάνουν μέχρι κάτω. «Ασ’ τους, μωρέ! Αναλώσιμοι είναι…», σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους και συνεχίζουν την αγαπημένη τους ενασχόληση με το τίποτα].
♦ ♦ ♦
Χρόνια τώρα, τρωγόμαστε με τα ρούχα μας και μεταξύ μας.
Είμαστε οι καλύτεροι του χωριού, ακόμα κι όταν πετάμε τα σκουπίδια μας όπου να ‘ναι όταν κανείς δε μας βλέπει, όταν παρκάρουμε στις θέσεις των ΑΜΕΑ, όταν τρώμε τη σειρά του άλλου στην ουρά, όταν ξεγλιστράμε από τις υποχρεώσεις μας.
Είμαστε ωραίοι, ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνουμε κάποιες έννοιες –αλλά το παίζουμε ειδήμονες– ακόμη κι αν δεν ξέρουμε να γράψουμε, ακόμη κι αν μας διαφεύγουν ιστορικά γεγονότα –τι σημασία έχει; Εμείς είμαστε απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη!
Είμαστε μάγκες… γιατί, τη μια μέρα δηλώνουμε πράσινοι, ψηφίζουμε μπλε,χαιρόμαστε με το μαύρο και φασκελώνουμε τους ροζ, την άλλη μέρα δηλώνουμε μπλε, ψηφίζουμε ροζ, χαιρόμαστε με το μαύρο και φασκελώνουμε τους κόκκινους… Έχουμε ανακαλύψει ότι με αυτούς τους χρωματικούς συνδυασμούς, μπορούμε να τα έχουμε καλά με όλους (σχεδόν).
♦ ♦ ♦
Είμαστε αγανακτισμένοι.
Με τους δημοσίους υπαλλήλους, επειδή κοίταξαν –οι γελοίοι!– να βολευτούν.
[Κι εμείς θέλαμε κάποια στιγμή να βολευτούμε, αλλά δε μας έκατσε το μπλερουσφέτι, πήγαμε στο πράσινο ρουσφέτι, κάπου στράβωσε η δουλειά, τελικά μας έχωσε ο δήμαρχος όπου μπορούσε, την επόμενη τετραετία μας ξέχωσε ο άλλος δήμαρχος, ο αντίθετος… Τώρα, πλέκουμε κάλτσες!]
Με τους απεργούς. Επειδή θέλουμε να πάμε στη δουλειά μας (ναι, να πάρουμε… μαλλί για τις κάλτσες!) και μας κλείνουν το δρόμο.
Επειδή τα ‘χουν βάλει με την κυβέρνηση που, η καημένη…, προσπαθεί να εξυγιάνει τον τόπο από τα σκάνδαλα και τις ρεμούλες.
Είναι τρελοί αυτοί οι απεργοί!
Επειδή θέλουμε να πάμε για καφέ (4,50 γιουρόπουλα ο καφές) κι έχουν απεργία οι εργαζόμενοι στο μετρό –α, τους αλήτες!
Με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Επειδή μας παίρνουν τις δουλειές μέσα απ’ τα χέρια μας!
[15ευρώ μεροκάματο… Όταν 8ευρώ/ώρα παίρνει η (Ελληνίδα) φοιτήτρια που βοηθάει παιδάκια του δημοτικού στα μαθήματά τους!]
Επειδή «δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο, δεν έχουμε βρε παιδί μου τον ίδιο πολιτισμό!»
Γι’ αυτό κι εμείς, απορρίπτουμε τη διαφορά στο χρώμα (ασχέτως αν το καλοκαίρι πασαλειβόμαστε 102 παστουρηματικά για να μοιάζουμε σαν Αφρικανοί φύλαρχοι!), τη διαφορά στη γλώσσα (ασχέτως αν γράφουμε greeklish κι έχουμε επίσης μετατρέψει το «μου» σε «μ», το «σου» σε «σ», το του σε «τ» –μεταφράζοντας κάθε φορά σε… ελληνικά, με προφορά θεσσαλικού κάμπου!), τη διαφορά στην «προέλευση» (ασχέτως αν καταπίνουμε αμάσητα τα ευρωαμερικανικά πρότυπα των reality shows και των life style magazines–ε, πώς να το κάνουμε, βρε αδερφέ! Έχουμε το… ξανθό, στο dna μας! Οι Άρειοι Survivors!), τη διαφορά στη θρησκεία (διότι εμείς είμεθα Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών! Βέεεβαια!)
Επειδή… έτσι! «Να κάτσουν στην πατρίδα τους να πολεμήσουν!» (Άνευ σχολίου κι αιτιολογίας, δεν υπάρχει και δεν χωρά σε καμία λογική, κοινή ή προχωρημένη).
Με το γείτονα. Επειδή έχει καλύτερο σπίτι, μεγαλύτερο αυτοκίνητο και ωραιότερη γκόμενα. Ή, επειδή παίρνει περισσότερα φράγκα.
♦ ♦ ♦
Έχω συναντήσει άτομα που «γνώρισαν» το… σοσιαλισμό, με τον Σημίτη (και αργότερα, με τον Βαγγέλη και τη Φώφη)!
Έχω συναντήσει άτομα που δηλώνουν «αριστεροί» και υποστηρίζουν το Μνημόνιο και… τον Τζήμερο!
Έχω συναντήσει άτομα που ψήφιζαν Δεξιά από… σπερματοζωάρια, αλλά προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στο ψηφοδέλτιο ενός «ανεξάρτητου» (πρώην «πράσινου») υποψήφιου το ‘παιξαν απολιτίκ –κι αλωνίζουν στα δημαρχεία.
Έχω συναντήσει «σύντροφο» (και καλά, ΚΚΕ) που ‘χει φάει με χρυσά κουτάλια, κάνοντάς τα, –για λογαριασμό των πελατών του–, «πλακάκια» με την Εφορία.
Έχω συναντήσει «καλούς χριστιανούς» που κάθονται πίσω απ’ την κουρτίνα και με το τηλέφωνο στο χέρι, έτοιμοι να καρφώσουν το γείτονα.
Κι είμαι σίγουρη ότι, τέτοιους, έχεις γνωρίσει κι εσύ.
♦ ♦ ♦
Οι από πάνω, αφήνουν προς στιγμήν το φαγητό και το ποτό τους, ανοίγουν τα laptop τους κι αρχίζουν τους υπολογισμούς. Είναι σε σύνδεση με άλλους, που τους δίνουν εντολές, «μην τα σκατώσετε τώρα! Στέλνουμε ενισχύσεις!»
♦ ♦ ♦
Η κυρία με το πρόσωπο–μάσκα, τεντώνει νωχελικά τα πόδια της, στο πολυτελές θεωρείο, μακριά απ’ τον αγωνιστικό χώρο, μακριά κι από τις μακρινές κερκίδες.
«Θόδωρε… βρίσκεις πως το πεντικιούρ μου θέλει φρεσκάρισμα, n’est-ce pas?…»
https://molyvikaixarti.wordpress.com/