Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Η ΖΩΗ, ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Η ΖΩΗ, ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

  στις 

Didier Eribon

Ο κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας Ντιντιέ Εριμπόν (Didier Eribon), γεννήθηκε το 1953 στη Ρενς της Γαλλίας. σε μια εργατική οικογένεια -η μητέρα του καθαρίστρια και ο πατέρας του εργάτης σε εργοστάσιο- και ήταν ο πρώτος στην οικογένειά του που ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διεθνώς αναγνωρισμένος με ακαδημαϊκές θέσεις σε ιδρύματα όπως το Yale, το Harvard και το Princeton , κέρδισε ευρεία αναγνώριση αρχικά με τη βιογραφία του Μισέλ Φουκώ (1989) και αργότερα με τα έργα του ‘Επιστροφή στη Ρενς’ (εκδόσεις ΝΗΣΟΣ, μετάφραση Γιάννης Στεφάνου, 2020) και ‘Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού’ (εκδόσεις ΝΗΣΟΣ, μετάφραση Γιάννης Στεφάνου, 2023) στα οποία διερευνά θέματα ταξικής περιθωριοποίησης, πολιτικών αλλαγών και ταυτότητας.

Μαζί με τον Εντουάρ Λουί και την Αννί Ερνώ, ο Ντιντιέ Εριμπόν εκπροσωπεί την τάση της γαλλικής λογοτεχνίας που αναφέρεται ως ‘κοινωνική αυτοβιογραφία’ και χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που οι συγγραφείς αυτοί στοχάζονται  και αναλύουν κοινωνιολογικά το προσωπικό τους βίωμα (τη μετάβαση από την εργατική στη μεσαία τάξη, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τη σεξουαλική ταυτότητα κ.λπ).

Με το βιβλίο του ‘Επιστροφή στη Ρενς’ , το οποίο ο Εριμπόν έγραψε μετά τον θάνατο του πατέρα του, εισάγει τους αναγνώστες του στο παρελθόν του εστιάζοντας στο περιβάλλον της εργατικής γαλλικής επαρχίας, στις ταπεινώσεις λόγω της φτώχειας και της σεξουαλικής του ταυτότητας, στο οικογενειακό περιβάλλον και ιδιαίτερα στην τεταμένη σχέση με τον ομοφοβικό πατέρα του.

Λίγα χρόνια αργότερα, με αφορμή τον  θάνατο της μητέρας του, ο Ντιντιέ Εριμπόν επανέρχεται στην οικογενειακή ιστορία σ’ ένα νέο ταξίδι ενδοσκόπησης σχετικά με την καταγωγή και την μορφοποίηση της δική του ταυτότητας αλλά και συμφιλίωσης με το παρελθόν του, και τις εργατικές του ρίζες. Με το βιβλίο ‘Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού’ επιχειρεί μια φιλοσοφική και πολιτική ανάλυση για τους λόγους της ταξικής του αποστασίας, τις σχέσεις με την ευρύτερη οικογένεια και τους ηλικιωμένους γονείς, την εμπειρία με τα γηρατειά, τον θάνατο και τη θέση τους στην κοινωνία.

Η αφήγηση σ’ αυτό το βιβλίο, που ξεκινά με τον θάνατο της μητέρας του λίγες εβδομάδες μετά τη μεταφορά της σε ένα γηροκομείο, είναι ταυτόχρονα μια πράξη πένθους και μια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης της μητέρας του.

Ο Εριμπόν ανασυνθέτει τη βιογραφία της μητέρας του περιγράφοντας μια ζωή σημαδεμένη  από έλλειψη αγάπης και ανέσεων αλλά και εργασιακή εκμετάλλευση και ανεκπλήρωτα όνειρα˙ μια ζωή που γίνεται φακός για να εξεταστούν όλες οι  συστημικές ταξικές ανισότητες. Με ψύχραιμη ματιά εξετάζει τον γάμο των γονιών του, τη ζήλεια του πατέρα του, την υποταγή της μητέρας του στο οικογενειακό/συζυγικό καθήκον σύμφωνα με τα ήθη και τις ανάγκες της εποχής, την ανάκτηση της αυτονομίας της μετά τον θάνατο του συζύγου της. Αναλογίζεται τον κρίσιμο ρόλο του φύλου στη διαμόρφωση των εμπειριών της μητέρας του αφενός ως καθαρίστρια και εργάτρια σε εργοστάσιο- επισημαίνοντας και τις σκληρές συνθήκες που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης -και αφετέρου ως σύζυγος που παρέμεινε ‘αλυσοδεμένη’ μ’ έναν καταχρηστικό και βίαιο σύντροφο, και οδηγεί το σκεπτικό του μέχρι την αύξηση των γυναικοκτονιών στη σημερινή εποχή.

Η απόφαση της εισαγωγής της ηλικιωμένης μητέρας του Εριμπόν σε γηροκομείο πάρθηκε από τον συγγραφέα και τα αδέλφια του μετά από επανειλημμένα περιστατικά ατυχημάτων της ηλικιωμένης προκειμένου να βρεθεί σ’ έναν χώρο όπου θα ζει προστατευμένη και επιτηρούμενη. Η αρχική αντανακλαστική της αντίδραση σ’ αυτή την απόφαση των παιδιών της, μετατράπηκε σε συμβιβασμό με ‘το μοιραίο του γήρατος’ και αποδοχή του εγκλεισμού της στο γηροκομείο όταν συνειδητοποίησε ότι δεν έχει άλλη επιλογή. ‘[…] εκείνες οι συζητήσεις με τη μητέρα μου μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η ηλικία και η σωματική αδυναμία συνιστούν πλαίσια, αλυσίδες, «φυλακές» που εκμηδενίζουν οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμη να παραμένει ζωντανό από τη δύναμη που έχουμε ν’ αντισταθούμε στο πεπρωμένο μας, να ξεφύγουμε έστω και το ελάχιστο : θέλω, ναι˙ μπορώ, όχι. Και τελικά δεν θέλω πλέον, γιατί δεν μπορώ πλέον.’  Ο Εριμπόν στέκεται όμως και στα λόγια αμοιβαίας εξαπάτησης που λέγονται από τους συγγενείς στους ηλικιωμένους που οδηγούνται σε τέτοια ιδρύματα ‘θα είσαι καλά, θα δεις’. Και αναρωτιέται ‘ποιες ενοχές άραγε προσπαθούμε, αν όχι να ξορκίσουμε, τουλάχιστον να απαλύνουμε, πασχίζοντας ταυτόχρονα να καθησυχάσουμε το πρόσωπο αυτό με μια ασυνήθιστη γλυκύτητα η οποία προδίδει το ψέμα.’. Γιατί η εισαγωγή στον οίκο ευγηρίας όσο και η τελετουργική άρνηση και το παιχνίδι της αμοιβαίας προσποίησης, σηματοδοτεί το ‘βίαιο ξερίζωμα από το παρελθόν και από το παρόν’ την τελευταία κατοικία πριν τον θάνατο. Όσο για τους συνοδούς οι λέξεις αυτές ‘θα είσαι καλά, θα δεις’ δεν αποκαλύπτουν μόνο τις ενοχές τους αλλά και τον φόβο για το δικό τους μέλλον ‘Καθώς λες στο πρόσωπο που έχεις απέναντί σου ‘θα είσαι καλά, θα δεις’ τρέμεις τη στιγμή που θα βρεθείς στη θέση του, στη θέση εκείνου που μάταια προσπαθείς να καθησυχάσεις.’ Γράφει για τις αραιές επισκέψεις των μελών της οικογένειας στους ηλικιωμένους στα γηροκομεία,  σαν συνέπεια της γεωγραφικής απόστασης, των επαγγελματικών υποχρεώσεων, αλλά και των καθημερινών συνηθειών, της κόπωσης που επικρατεί ή του χρόνου που λείπει. Για την αναγκαστική ακινησία που αποκόπτει τους ηλικιωμένους στα γηροκομεία από την πρακτική σχέση τους με τον χώρο και τον χρόνο και τελικά για το σύνδρομο παραίτησης που αργά ή γρήγορα τους καταλαμβάνει και τους οδηγεί στο θάνατο.

Ο Εριμπόν περιγράφει την επικοινωνία του με τους υπαλλήλους των δομών αυτών (γηροκομεία ή νοσοκομεία) καταγγέλλοντας το απρόσωπο και ανάλγητο προφίλ των λειτουργών. Ενώ εκείνος απευθύνεται στην ανθρωπιά και τη συμπόνια τους εκείνοι του αντιπαραθέτουν την πραγματικότητα: δεν υπάρχει κρεβάτι, δεν μπορούν να τη σηκώνουν κάθε μέρα, δεν μπορεί να κάνει μπάνιο κάθε μέρα … Καταγγέλλει λοιπόν την κατάσταση στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, την υποστελέχωση των δομών, τις παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων των ηλικιωμένων – τη συστημική κακομεταχείριση. Αναλογίζεται πόσο σύντομα η μητέρα του, μετά τη μεταφορά της στο γηροκομείο, έχασε το ενδιαφέρον της για τη ζωή – εκείνη που παρακάμπτοντας τον  ηθικό συντηρητισμό των γιών της, έζησε έναν καινούργιο έρωτα στα ογδόντα της και βρήκε αλληλεγγύη μόνο από τον γιό που έζησε τον στιγματισμό και τον κοινωνικό εξοστρακισμό λόγω της σεξουαλικότητάς του.

Ανάμεσα στην προσωπική εξομολόγηση και την κοινωνιολογική ανάλυση για τα θέματα της ταξικής πάλης, της γήρανσης, της ανισότητας των φύλων και της κοινωνικής παραμέλησης ο Εριμπόν δεν αγιοποιεί την μητέρα του. Επισημαίνει  τις αδυναμίες της και στέκεται ιδιαίτερα στον ρατσισμό της τον οποίο εξήγησε ως το  μοναδικό αίσθημα ανωτερότητας που ήταν κοινωνικά επιτρεπτό σ’ αυτή την ταπεινωμένη σε όλα τα στάδια της ζωής της  γυναίκα.

Με τον θάνατο της μητέρας του ο συγγραφέας πέρα από την προσωπική του θλίψη,  κάνει  μια λεπτομερή ανάλυση των συνθηκών που πλαισιώνουν αυτή τη νέα κατάσταση όπως είναι η αποκοπή του από την οικογενειακή γενεαλογία (δεν έχει πλέον πηγές για την ευρύτερη οικογένεια και την καταγωγή), η διαχείριση των ενοχών που τον επανασυνδέουν με το παρελθόν του και τελικά η επανεγγραφή του ταξικού φυγά στο οικογενειακό περιβάλλον (δεν είναι πλέον γιός αλλά είναι αδελφός).

Επανειλημμένα συμπεριλαμβάνει τη δική του στάση στον σχολιασμό του για την οικογένεια και αναγνωρίζει τις στιγμές έντασης που είχαν τις ρίζες τους στις ταξικές διαφορές μετά τη δική του ανοδική κοινωνική πορεία. Στην ‘Επιστροφή στη Ρενς’ ο Εριμπόν είχε μιλήσει για την σεξουαλική και για την κοινωνική ντροπή : ντρεπόταν το ίδιο για τους γονείς του που προερχόντουσαν από την εργατική τάξη όσο και για τη σεξουαλική του ταυτότητα. Αυτή η ντροπή ήταν η κινητήρια δύναμη για να προχωρήσει και να οικοδομήσει μια ζωή  με λιγότερη βία, ντροπή και απόρριψη. Η απόφασή του  να συνεχίσει τις σπουδές του ερμηνεύτηκε ως απόρριψη της καταγωγής και της οικογένειας οδηγώντας σε αποξένωση από τους γονείς και τα αδέλφια του. Η απώθηση από πλευράς του, του πρώιμου κοινωνικού του περιβάλλοντος επισημαίνεται και στην αποφυγή χρήσης του τοπικού λεξιλογίου, της ντοπιολαλιάς. Σχολιάζει τον ιδιότυπο ρατσισμό που υφίστανται όσοι χρησιμοποιούν το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής καταγωγής τους από αυτούς που ‘νιώθουν σίγουροι για την κοινωνική νομιμότητα και την ανωτερότητα της γλώσσας που μιλούν’.  

Ο Εριμπόν πλαισιώνει και εμβαθύνει τις σκέψεις του για τα γηρατειά και το θάνατο της μητέρας του με πολλές παραθέσεις από έργα άλλων συγγραφέων ενισχύοντας τη διττή δομή του βιβλίου – της συναισθηματικής αυτοβιογραφίας και της κοινωνιολογικής ανάλυσης.

Το βιβλίο ‘Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού’ δεν διαβάζεται μόνον σαν  ένα κοινωνικό κατηγορητήριο, αλλά και σαν μια ευαίσθητα συμφιλιωτική γέφυρα επανασύνδεσης του συγγραφέα με το παρελθόν του.

‘Όλες αυτές οι διαδικασίες μ’ επανέγγραφαν ακόμα μία φορά σ’ ένα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που αποτελούσε τελικά και το παρόν μου.’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ιερουσαλήμ: Λύθηκε το μυστήριο με τον «αλυσοδεμένο» σκελετό που βρέθηκε σε κρύπτη μοναστηριού

Ιερουσαλήμ: Λύθηκε το μυστήριο με τον «αλυσοδεμένο» σκελετό που βρέθηκε σε κρύπτη μοναστηριού Σε αντίθεση με ό,τι πίστευαν έως τώρα οι επισ...