Posted on 30 Ἰανουάριος 2025 by planodion
Μπούλη Ἀνδρεάδου
Στὸ μπὰρ τῶν συγγραφέων
ΡΥΩΝΩ. Ἦταν βλακεία μου ποὺ ἦρθα μὲ τὸ ποδήλατο, ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἔβρεχε. Δὲν ἤθελα νὰ λείψω ὅμως ἀπὸ τὴ σύναξή μας. Εἴκοσι χρόνια ἔχουμε ἀντέξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ ὅμως ἐγὼ ἀκόμη τοὺς φοβᾶμαι. Τί καὶ ἂν εἶμαι ἀπὸ τοὺς καλύτερους, τί καὶ ἂν τὰ βραβεῖα ἔρχονται τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κάθομαι πάντα στὴν ἄκρη καὶ προσπαθῶ νὰ μιλάω ὅσο γίνεται λιγότερο. Τοὺς ἀκούω νὰ κομπάζουν γιὰ τὰ βιβλία τους, γιὰ τοὺς ἐκδότες, γιὰ τὶς παρουσιάσεις. Ζηλεύω τὴν ἄνεση ποὺ ἔχουν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Πού καὶ πού κάποιος μοῦ ἀπευθύνει τὸν λόγο.
— Τί γράφεις τώρα, Ζὰν Πιέρ;
— Κάτι, ἀπαντῶ καὶ σπρώχνω μὲ τὸ πόδι μου τὴν τσάντα ποὺ ἔχω ἀκουμπήσει κατάχαμα. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ὅλα τὰ χειρόγραφα τοῦ τελευταίου μου βιβλίου. Πῶς νὰ τοὺς πῶ ὅτι καὶ οἱ τρεῖς μεγάλοι ἐκδοτικοὶ οἶκοι μοῦ τὰ ζητοῦν ἀπεγνωσμένα. Ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα μοῦ τρυπάει ὄχι μόνον τὰ αὐτιά, ἀλλὰ καὶ μένα ὁλόκληρο. Αἱμορραγῶ.
— Μὴν ψάχνεις τὰ παλιόχαρτα, μοῦ ἔλεγε, ἄναψα τὸ τζάκι μὲ αὐτά.
Ὅταν ὁ πατέρας πέθανε, κοιμόμουν ἀγκαλιὰ μὲ τὴ μάνα μου. Μοῦ χάϊδευε τὰ μαλλιὰ καὶ μοῦ ψιθύριζε, εἶσαι ὁ καλύτερος, εἶσαι ὁ καλύτερος. Ἦταν γλυκιὲς ἐκεῖνες οἱ ὧρες μέσα στὴν ἀγκαλιά της. Δὲν μπόρεσα νὰ βρω ἄλλη γυναικεία ἀγκαλιὰ σὰν τὴ δική της. Δίνω ἄλλη μία κλωτσιὰ στὴν τσάντα μὲ τὰ χειρόγραφα. Κοιτάω ἀπέναντι στὸν καθρέφτη τοῦ τοίχου. Βλέπω ἕναν φοβισμένο γέρο. Κρυώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου