Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ

 ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΧΩΜΑ

 στις 

Η νουβέλα ‘Στόμα γεμάτο χώμα’ είναι το πιο γνωστό έργο του Σέρβου συγγραφέα και σεναριογράφου Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς (Branimir Scepanovic, Μαυροβούνιο 1937 – Βελιγράδι 2020).  Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και χάρισε στον δημιουργό του το βραβείο Λογοτεχνίας του Βελιγραδίου το 1974. Στην Ελλάδα  επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ σε μετάφραση Ισμήνης Ραντούλοβιτς και επίμετρο Τάκη Κατσαμπάνη – (η πρώτη έκδοση του βιβλίου στην Ελλάδα έγινε από τις εκδόσεις ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ το 1992).

Ο Στσεπάνοβιτς σ’ αυτή τη μικρή ιστορία, των μόλις 80 σελίδων, διερευνά τη σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, την αναζήτηση νοήματος στη ζωή και την αμείλικτη ανάγκη της ανθρωπότητας να κυνηγά, να στιγματίζει και να καταστρέφει όσους δεν συμμορφώνονται.

Ένας άνδρας – που μέχρι τέλους παραμένει ανώνυμος – όταν μαθαίνει ότι πάσχει από μια ανίατη ασθένεια και του απομένουν λίγοι μήνες ζωής, δραπετεύει από μια κλινική του Βελιγραδίου και ξεκινά να επιστρέψει στην πατρίδα του στο Μαυροβούνιο ξεκινώντας  ένα ταξίδι απομάκρυνσης από την κοινωνία και τον επικείμενο θάνατό του. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον ήρωά του καθώς ταξιδεύει με το τρένο, φανερά σε κατάσταση σοκ από την αποκάλυψη του λίγου χρόνου ζωής που του απομένει, αποστασιοποιημένο από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του να παρατηρεί την αντανάκλασή του στο βρώμικο παράθυρο του βαγονιού. Σε κάποια στάση του τρένου σ’ έναν άγνωστο σταθμό ο ήρωας παρορμητικά κατεβαίνει από το τρένο και αρχίζει να περπατά στο σκοτάδι και την ερημιά, χωρίς σαφή προορισμό με μόνη σκέψη την αυτοκτονία προκειμένου να δώσει τέλος στην αγωνία, τις ταπεινώσεις που του επιφύλασσε η αρρώστια του και τον οίκτο των άλλων. ‘Όμως, όσο απομακρυνόταν μες στη νύχτα με την πρόθεση να πεθάνει σε κάποια σιωπή και ερημιά μόνος σαν άρρωστο και ανήμπορο ζώο, σε κάθε του βήμα επιβεβαίωνε τον εαυτό του ότι έπρεπε να συνηθίσει την κρυφή του σκέψη, η οποία την πρώτη στιγμή τον φόβισε και του προκάλεσε ντροπή, τη σκέψη ότι το καλύτερο για εκείνον θα ήταν να κατάφερνε να βρει το κουράγιο να σηκώσει το χέρι και να κόψει μόνος του το νήμα της ζωής του.’

Δύο φίλοι που έχουν κατασκηνώσει στην περιοχή τον βλέπουν από μακριά κι εκείνος όταν τους αντιλαμβάνεται γυρίζει και φεύγει τρέχοντας προκαλώντας αρχικά την έκπληξη και στη συνέχεια την περιέργειά τους. Αυτή η ασυνήθιστη φυγή του ήρωα, τόσο φυσική όσο και μεταφορική, ένας αγώνας προς τον θάνατο που παραδόξως μετατρέπεται σε αγώνα επιβίωσης, δίνει το έναυσμα για την πλοκή του βιβλίου η οποία παρουσιάζεται στον αναγνώστη μέσα από δύο αφηγηματικά μονοπάτια. Στο ένα ο συγγραφέας παρακολουθεί τους φόβους και την αγωνία του  ήρωα, και στο δεύτερο ο ένας από τους δύο κατασκηνωτές – ανώνυμος κι αυτός – καταγράφει την παράξενη ιστορία που έζησε.

Οι δύο φίλοι ακολουθούν τον άνδρα αρχικά για να τον καθησυχάσουν ότι δεν έχει κάτι να φοβάται από αυτούς αλλά στη συνέχεια ξεχύνονται σ’ ένα αγωνιώδες κυνηγητό οδηγούμενοι από πείσμα και θυμό. Σύντομα στους διώκτες του άνδρα προστίθενται  κι άλλοι – ένας βοσκός, ένας δασολόγος, αγρότες, πεζοπόροι, ορειβάτες και μαυροφορεμένες γυναίκες – κάποιοι που πιστεύουν ότι αναγνωρίζουν στον διωκόμενο αυτόν που τους αδίκησε στο παρελθόν κι άλλοι που απλώς ακολουθούν το πλήθος. Σιγά σιγά μεταμορφώνονται σε έναν αδυσώπητο όχλο, μια απόκοσμη, ασυνείδητη δύναμη που αντικατοπτρίζει την ανεξήγητη εχθρότητα της κοινωνίας προς τους ξένους.

Η αλληλεπίδραση των δύο πλευρών, του άντρα και του πλήθους που τον διώκει, δεν είναι σε καμία στιγμή της αφήγησης λεκτική. Οι χειρονομίες, οι εκφράσεις των προσώπων, το ένστικτο και η αντίληψη του περιβάλλοντος είναι το μέσο για την επικοινωνία του άντρα με τους διώκτες του. Κι ενώ αυτός βυθίζεται στον εαυτό του και αναμετριέται με τις αποφάσεις και τις αποτυχίες της ζωής του, ενώ διερωτάται για την ουσία της ύπαρξης, για το αληθινό πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης και αναζητά το θεμέλιο της ανθρώπινης ελευθερίας σε σχέση με τους άλλους, με την καταγωγή και τελικά με το εαυτό του,  οι διώκτες του τον ακολουθούν υποκινούμενοι από δικά τους ένστικτα απορίας και τελικά μίσους. Αντιμετωπίζοντας το τυφλό μίσος των διωκτών του, που χωρίς να ξέρουν καν γιατί τρέχει μακριά τους, τον κυνηγούν, ο άντρας συνειδητοποιεί ότι τελικά τρέχει μακριά από τους δικούς του δαίμονες, τις επιλογές, τις αποτυχίες,  το παρελθόν του. Κάποια στιγμή με πόνο και οργή, σταματά και στρέφεται προς το πλήθος που τον καταδιώκει. Όλοι  υποχωρούν μπροστά του όχι από φόβο αλλά από  αδυναμία να αντισταθούν σ’ αυτό το ακατανόητο που αποπνέει και ο Στσεπάνοβιτς αποδίδει αριστοτεχνικά τη άρρηκτη σχέση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του διωκόμενου και του πλήθους που τον καταδιώκει. ‘Τώρα πια μόνο οι μαυροφορεμένες γυναίκες, με τους λυγμούς και τα μοιρολόγια τους που με το ζόρι ακούγονταν, ίσως  ξέφευγαν από την αόρατη και εντελώς ανεξήγητη δύναμη που εκείνος ο παραμορφωμένος άνθρωπος, απ’ ό,τι φαινόταν, ήδη ασκούσε σε όλους μας!’

Είναι τελικά η επαφή του διωκόμενου άντρα με τη φύση που επιδρά απροσδόκητα πάνω του και η μέχρι εκείνη τη στιγμή παθητική του στάση απέναντι στη ζωή μετατρέπεται σε μαχητικότητα και αντοχή, για να ξεφύγει όχι μόνο από τους ανθρώπους που τον κυνηγούν αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον προηγούμενο εαυτό. ‘Είχε ήδη νιώσει τη δύναμή του να επιστρέφει, αλλά ούτε που του περνούσε πια από το μυαλό η σκέψη να το βάλει στα πόδια. Εντέλει, θα μπορούσε πλέον να καθορίζει τη θέση του σε τούτο τον μεγάλο κόσμο, επειδή ήταν σίγουρος ότι θα ζούσε και ότι, τώρα πιά, ύστερα από όσα συνέβησαν και βούλιαξαν στην άβυσσο του παρελθόντος, θα ήξερε να ζήσει σωστά! Τώρα ήξερε κι εκείνος το μυστικό, επειδή είχε επιτέλους αποκωδικοποιήσει την ουσία της ύπαρξης – γνώριζε ότι το νόημα έπρεπε πρώρα απ’ όλα να αναζητηθεί στην αγάπη και στην ομορφιά. Ίσως ακριβώς γι’ αυτό αμέσως θέλησε να χωρέσει στο βλέμμα του όλο το ανυπολόγιστο πλάτος αυτού του άγριου και άγνωστου τοπίου στο οποίο, ιδού, κατάφερε να νικήσει τον ίδιο του τον εαυτό!’

Η νουβέλα ολοκληρώνεται με το τέλος της καταδίωξης και τη διαφυγή του διωκόμενου που αφού κοινωνήσει με τη φύση και ταυτιστεί πνευματικά με το περιβάλλον, αποχαιρετά τους φόβους και τους διώκτες του μ’ ένα χαμόγελο οίκτου – άπιαστος και αινιγματικός γι’ αυτούς όσο και την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισαν.

https://passepartoutreading.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ψητο καλαμαρι

Ψητο καλαμαρι   Το νόστιμο ψητό καλαμάρι είναι μία από τις πιο συναρπαστικές συνταγές της Σκοπέλου. Οι ντόπιοι ψαράδες καλαμαρεύουν καθημερι...